Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἁγία Θεοφανώ ἡ βασίλισσα, 16 Δεκεμβρίου

Ἡ ἁγία Θεοφανώ ἔζησε στά τέλη τοῦ 9ου καί τίς ἀρχές τοῦ 10ου αἰώνα μ.Χ. Ἐξυμνήθηκε ἀπό τούς χρονογράφους τῆς ἐποχῆς της γιά τόν ἐνάρετο τρόπο τῆς ζωῆς της, τήν ἁπλότητα, τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη της γιά τούς ἀνθρώπους, ἰδιαίτερα δέ γιά τούς ἐμπερίστατους καί τούς φτωχούς, τούς ὁποίους προστάτευε καί ἐλεοῦσε. Γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς, καί κυρίως εὐλαβεῖς καί ἐναρέτους, ἀπό τούς ὁποίους διδάχθηκε τήν εὐσέβεια. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε ἦλθε σέ γάμου κοινωνία μέ τόν υἱό τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου τοῦ Μακεδόνα, τόν μετέπειτα αὐτοκράτορα Λέοντα τόν Σοφό. Ἡ ἐξουσία ὄχι μόνον δέν τήν ἐπηρέασε ἀρνητικά, ἀλλά, ἀντίθετα, τῆς ἔδωσε τήν εὐκαιρία νά ἀξιοποιήση τά πολλά καί μεγάλα χαρίσματά της, καί νά φανῆ περισσότερο χρήσιμη καί εὐεργετική στούς συνανθρώπους της. Καί ὅσο ἀκόμη ζοῦσε ἐθεωρεῖτο ἀπό τούς συγχρόνους της ὡς ἁγία καί θαυματουργή.

Ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ.

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἁγία Θεοφανώ ἡ βασίλισσα, 16 ΔεκεμβρίουὉ βίος της καί ἡ πολιτεία της μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.

Πρῶτον. Τά ἀξιώματα, ἡ δόξα καί ἡ ἐξουσία, ὅπως καί ἡ ἀνθρώπινη γνώση, συνήθως, δημιουργοῦν στούς φορεῖς τους ὑπερηφάνεια, ἀλαζονεία καί ὑπεροψία, μέ ἀποτέλεσμα νά δημιουργοῦνται στίς ἀνθρώπινες κοινωνίες ταραχές, προστριβές καί συγκρούσεις, μέ θύματα κυρίως τούς κοινωνικά ἀδύνατους καί ἀνυπεράσπιστους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ὑφίστανται ποικίλες δυσκολίες καί καταπιέσεις καί ὑποφέρουν ἀδίκως. Γι’ αὐτό καί, ὅταν τούς δοθῆ ἡ κατάλληλη εὐκαιρία, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ξεσηκώνονται καί ἐπαναστατοῦν, ἐπειδή, ὅπως τονίζει, κάθε τί πού ὑποτάσσεται μέ τήν βία, ὅταν τοῦ δοθῆ ἡ κατάλληλη εὐκαιρία στασιάζει-ἐπαναστατεῖ. Γι’ αὐτό καί δημιουργοῦνται μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, καί γενικότερα τῶν λαῶν καί τῶν ἐθνῶν, ἐπαναστάσεις, ταραχές καί συγκρούσεις, πού ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα τήν διάσπαση τῆς μεταξύ τους ἑνότητας, ἀλληλεγγύης καί συνεργασίας, καί τήν ἐπικράτηση τῆς ἀβεβαιότητας καί τοῦ τρόμου στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, ἀπό τίς ὁποῖες φυγαδεύεται ἡ εἰρήνη, ἡ ἠρεμία καί ἡ γαλήνη.

Βέβαια, ἡ ὑπεροψία καί ἡ ἀλαζονική συμπεριφορά μπορεῖ νά εἶναι, ὅπως τό βλέπουμε καθημερινά, σύνηθες φαινόμενο στόν χῶρο τῆς ἐξουσίας, ὅμως, ὑπάρχουν καί οἱ ἐξαιρέσεις, οἱ ὁποῖες, ὅπως συμβαίνει συνήθως, ἐπιβεβαιώνουν τόν κανόνα. Ὑπάρχουν, δηλαδή, καί οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι παραμένουν ἁπλοί καί ταπεινοί καί συμπεριφέρονται στούς ἄλλους μέ τέτοιον τρόπο πού δέν τούς προκαλεῖ, ἀλλά τούς παρακαλεῖ, ἤτοι τούς παρηγορεῖ, τούς ἐνισχύει καί τούς στηρίζει. Αὐτοί εἶναι «οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ», «οἱ ὀπαδοί τοῦ ἀρνίου», οἱ ὁποῖοι «ἀκολουθοῦν τό ἀρνίον ὅπου ἐάν ὑπάγῃ», καί θυσιάζονται καθημερινά γιά τόν Θεό καί τόν «πλησίον». Μέ ἄλλα λόγια, εἶναι αὐτοί πού ἀγαποῦν τήν Ἐκκλησία, τό πραγματικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί ὑπακούουν σέ ὅσα αὐτή κατά καιρούς ἐντέλλεται καί προτρέπεται, καί γι’ αὐτό εὐλογοῦνται ἀπό τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος «ἐργάζεται καί ἐνεργεῖ διά τῆς Ἐκκλησίας». Εἶναι αὐτοί πού ἐγνώρισαν «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» τόν «πρᾶον καί ταπεινόν Χριστόν», καί «ἔμαθαν» τήν πραότητά Του, τήν ταπείνωσή Του καί τήν ἀγάπη Του. Καί ὅλοι αὐτοί ἀγαποῦν τούς ἀνθρώπους ἀληθινά μέ μιά ἀγάπη αὐθεντική, θυσιαστική, ἀρχοντική, ἀνιδιοτελῆ, καί θεραπεύουν τίς ψυχικές καί πνευματικές ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, ἐνίοτε δέ καί τίς σωματικές, μέ τόν θεόπνευστο λόγο τους, τήν προσευχή τους καί τίς θεοπειθεῖς πρεσβεῖες τους.

Κατά καιρούς ἔζησαν καί βασίλευσαν διάφοροι ἄρχοντες καί μεγιστάνες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τέτοια ἐξουσία πού τούς «ἔτρεμε» ἡ γῆ καί, ὅμως, μετά τόν θάνατό τους λησμονήθηκαν καί κανείς δέν τούς θυμᾶται, ἀφοῦ δέν ἀγάπησαν καί δέν ἀγαπήθηκαν, καί μέ τόν βίο τους καί τήν πολιτεία τους ἔγραψαν ἀρνητική ἱστορία. Ὅμως, ἡ μνήμη τῶν ἁγίων ἀρχόντων, ὅπως ἄλλωστε ὅλων τῶν ἁγίων, δέν ἐξέλιπε καί δέν θά ἐκλείψη ποτέ, ἀλλά θά παραμένη στούς αἰῶνες. Ἔτσι ἐπαληθεύεται ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πού εἶναι γραμμένος στό βιβλίο τῆς «Σοφίας Σολομῶντος», ὅτι «δίκαιοι εἰς τόν αἰῶνα ζῶσι» καί «τό μνημόσυνον αὐτῶν εἰς γενεάν καί γενεάν». Μάλιστα, μετά τήν ἔξοδό τους ἀπό τόν παρόντα βίο ἡ παρουσία τους εἶναι πιό ἔντονη, καί οἱ εὐεργεσίες τους σέ ἐκείνους πού τούς ἐπικαλοῦνται καί ζητοῦν τήν βοήθειά τους καί τήν προστασία τους εἶναι περισσότερες καί μεγαλύτερες.

Δεύτερον. Οἱ νέοι ἄνθρωποι πού ἐπιθυμοῦν νά ἔλθουν σέ γάμου κοινωνία, ἄν θέλουν ὁ γάμος τους νά ἔχη γερά θεμέλια καί ἡ μεταξύ τους ἀγάπη νά παραμείνη δυνατή, ὄχι ἁπλῶς μέχρι τόν τάφο, ἀλλά νά εἶναι «συνομήλικη μέ τούς αἰῶνες», θά πρέπει νά ἐκλέξουν σύζυγο μέ κριτήρια πνευματικά. Αὐτό σημαίνει ὅτι θά πρέπει νά ἀναζητήσουν σύζυγο πού θά διαθέτη πλοῦτο, ὄχι πρόσκαιρο καί φθαρτό, ἀλλά αἰώνιο καί ἄφθαρτο, καί τέτοιος εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς καρδιᾶς. Τῆς καρδιᾶς ἐκείνης πού θερμαίνεται καί φωτίζεται ἀπό τήν φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἡ ὁποία φλόγα ἀναζωπυρώνεται καί διατηρεῖται ἀναμμένη μέ τήν προσευχή, τήν ἄσκηση, τήν μυστηριακή ζωή καί τήν μελέτη τῶν θεοπνεύστων Γραφῶν. Καί μιά τέτοια καρδιά ἀγαπᾶ ἀληθινά, θυσιαστικά, ἀφοῦ ἡ ἀγάπη στήν αὐθεντική της μορφή εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί γι’ αὐτό «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει», «οὐδέποτε ἐκπίπτει», καί ἀγκαλιάζει τούς πάντας, ὅλη τήν ἀνθρωπότητα.

Ὅταν, ὅμως, ἡ ἐπιλογή συζύγου γίνεται μέ σαρκικά καί ἐμπαθῆ κριτήρια, ἤτοι μέ τό ἐξωτερικό κάλλος τοῦ σώματος καί τόν ἐφήμερο καί φθαρτό πλοῦτο, τόν ὁποῖο «σής καί βρῶσις ἀφανίζει», καί «κλέπται διορύσσουσι καί κλέπτουσι», τότε, συνήθως, τά ἀποτελέσματα εἶναι ἀπό λυπηρά ἕως τραγικά, ἐπειδή ἡ ἀγάπη πού στηρίζεται στά ἐξωτερικά γνωρίσματα καί στά πάθη τῆς φιληδονίας, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς κενοδοξίας ἔχει ἡμερομηνία λήξης. Ὅταν μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου ἀλλοιώνονται τά ἐξωτερικά χαρακτηριστικά τῶν ἀνθρώπων, καί ἀναπόφευκτα δημιουργοῦνται ποικίλα προβλήματα, ἀλλά καί παρουσιάζονται διάφοροι πειρασμοί καί δυσκολίες, τότε ἡ ἀγάπη αὐτή «ἐκπίπτει» ἤ καί μεταβάλλεται σέ ἀντιπάθεια καί μίσος, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐπέρχεται διάλυση τῆς οἰκογένειας, μέ τήν ἀπομάκρυνση ἀπό σύζυγο καί παιδιά καί τήν σύναψη ἄλλων σχέσεων. Καί στίς περιπτώσεις αὐτές, ὅπως εἶναι γνωστόν, τά τραγικότερα θύματα εἶναι τά παιδιά, τά ὁποῖα χωρίς νά εὐθύνονται γιά τίς ἀποφάσεις τῶν γονέων τους, ἀναπτύσσονται καί μεγαλώνουν σέ δύσκολες συνθῆκες, καί τίς περισσότερες φορές ἐξέρχονται στήν κοινωνία μέ διάφορα ψυχικά τραύματα καί προβληματική συμπεριφορά.

Ἡ ἀληθινή εὐσέβεια ἀναζητᾶ τό ἄφθαρτο κάλλος καί δέν ἐπηρεάζεται ἀρνητικά ἀπό τήν ἀπόκτηση τῆς ἀνθρώπινης γνώσης καί τῆς ἐγκόσμιας ἐξουσίας, ἀλλά ἀντίθετα, ἐνεργεῖ μέ θετικό τρόπο. Δηλαδή, μεταβάλλει τήν γνώση καί τήν ἐξουσία σέ πηγή ἀνθρωπιᾶς καί καλοσύνης μέ τήν ἁπλότητα, τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ