Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνὸς: Ἅγιος Εὐστάθιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας, 21 Φεβρουαρίου

Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα 

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνὸς: Ἅγιος Εὐστάθιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας, 21 ΦεβρουαρίουὉ ἅγιος Εὐστάθιος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας, γεννήθηκε στήν Σίδη τῆς Παμφυλίας τό 260 μ.Χ. Τό 320 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Βερροίας τῆς Συρίας, καί μετά ἀπό τρία χρόνια Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας. Ἔλαβε μέρος στίς ἐργασίες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού συνῆλθε τό 325 μ.Χ. στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας καί κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου.

Ἀνεδείχθη πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας καί συναγωνιστής τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος τόν ἀποκαλεῖ «ἄνδρα ὁμολογητήν». Γι’ αὐτό καί φθονήθηκε ἀπό τούς κορυφαίους ὀπαδούς τοῦ Ἀρείου, ἤτοι τούς Ἐπισκόπους Εὐσέβιο Νικομηδείας, Θέογνι Νικαίας καί Εὐσέβιο Καισαρείας, καί συκοφαντήθηκε ὡς διαβολέας καί ὑπονομευτής τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, καί ὡς ἀνήθικος, καί ἐξορίσθηκε. Ὑποστήριξαν, δηλαδή, ὅτι καταφερόταν ἐναντίον τῆς μητέρας τοῦ Αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου, ἤτοι τῆς ἁγίας Ἑλένης, ἀλλά καί ὅτι εἶχε ἐξώγαμο παιδί μέ γυναίκα ἐλευθερίων ἠθῶν, τήν ὁποία δωροδόκησαν γιά νά τόν κατηγορήση. Ἔτσι κατόρθωσαν νά τόν ἐξορίσουν, ἀλλά ὁ Θεός τόν προστάτευε καί τελικά τόν ἐδόξασε. Ἀποτέλεσμα τῆς ἀμέμπτου βιοτῆς του καί τῶν ἐπίπονων ἀγώνων του ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἦταν τό νά μήν παρασυρθῆ ἀπό τήν αἵρεση τό ποίμνιό του.
Ἀξίζει νά σημειωθῆ ὅτι σώζεται θαυμάσιος λόγος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, πού ἀναφέρεται στόν βίο καί τήν πολιτεία τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου, καθώς καί στούς θεάρεστους ἀγῶνες του «ὑπέρ τῆς ἀμωμήτου πίστεως».

Ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ σέ βαθύ γῆρας στόν τόπο τῆς ἐξορίας του, στήν Τραϊανούπολη τῆς Θράκης. Ὅμως, τό ἔτος 482 μ.Χ. τά ἱερά λείψανά του μεταφέρθηκαν στήν Ἀντιόχεια καί οἱ πιστοί τά ὑποδέχθηκαν μέ συγκίνηση, ἀποδίδοντας στόν Ποιμένα τους τήν πρέπουσα τιμή καί τόν ἀπένταντο σεβασμό τους.

Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.

Πρῶτον. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως ἀναφέρεται στό 20ό κεφάλαιο τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων», ὁμιλώντας, στήν Μίλητο, στούς Πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας, τούς συνέστησε νά ἔχουν ἐγρήγορση καί νά εἶναι προσεκτικοί ὅσον ἀφορᾶ τόν ἑαυτό τους καί τό ποίμνιό τους, ἐπειδή μετά τήν ἀναχώρησή του, ὅπως τούς εἶπε, θά εἰσβάλουν μέσα στήν μάνδρα τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι τήν Ἐκκλησία, λύκοι βαρεῖς γιά νά κατασπαράξουν τά λογικά πρόβατα, ἤτοι νά παρασύρουν τούς πιστούς μακριά ἀπό τήν Ἐκκλησία καί νά τούς κάνους δικούς τους ὀπαδούς. Καί αὐτοί οἱ βαρεῖς λύκοι εἶναι οἱ αἱρετικοί καί οἱ σχισματικοί οἱ ὁποῖοι σχίζουν τόν ἄρραφο χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖο σεβάστηκαν καί αὐτοί ἀκόμη οἱ σταυρωτές Του, οἱ ὁποῖοι δέν τόν ἔσχισαν, ἀλλά ἔβαλαν μεταξύ τους κλῆρο γιά τό ποιός θά τόν πάρη. Ἡ ἔκφραση αὐτή, πού σημαίνει τήν διάσπαση τῆς ἑνότητας τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἀνήκει στόν Ἴδιο τόν Χριστό, μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ Χριστός ἐμφανίσθηκε σέ ὅραμα στόν ἅγιο Πέτρο, Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας, μέ σχισμένο χιτῶνα, σέ μιά χρονική περίοδο ὅπου ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου ταλάνιζε τήν Ἐκκλησία. Καί στήν ἐρώτηση τοῦ ἁγίου γιά τό ποιός τοῦ ἔσχισε τόν χιτῶνα, ὁ Χριστός ἀπάντησε: «Ἄρειος ὁ ἄφρων».

Ἡ αἰτία τῆς πλάνης, τῶν αἱρέσων καί τῶν σχισμάτων πού ταλανίζουν τήν Ἐκκλησία καί ὁδηγοῦν τούς ἀνθρώπους μακριά ἀπό τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία, ἤτοι στήν αἰώνια ἀπώλεια, εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, πού γεννᾶ τόν μή κατ’ ἐπίγνωση ζῆλο, τοῦ ὁποίου οἱ φορεῖς δέν σέβονται τόν ἱερό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας καί ἀρνοῦνται πεισματικά νά ὑπακούσουν στίς ἀποφάσεις τῶν ἐκκλησιαστικῶν Ὀργάνων, πού διασφαλίζουν τήν ἑνότητα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Δυστυχῶς, καί στίς ἡμέρες μας γινόμαστε μάρτυρες τέτοιων διασπαστικῶν συμπεριφορῶν ἐμπαθῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι διαστρέφουν τήν ἀλήθεια καί διασποῦν τήν ἑνότητα καί τήν συνοχή τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καί γενικότερα τῆς κοινωνίας. Γι’ αὐτό, ὅποιος σέβεται καί ἀγαπᾶ ἀληθινά τήν Ἐκκλησία, θά πρέπει νά ἀντιστέκεται σέ αὐτήν τήν νοοτροπία μέ τήν προσήλωση καί τήν ὑπακοή του στόν ἱερό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας, τόν ὁποῖο θεσμό «συγκροτεῖ» τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ὅσοι ἀγαποῦν τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία, πού εἶναι τό εὐλογημένο Σῶμα Του, καί ἀγωνίζονται νά ζοῦν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές Του, αὐτοί, κατά τό μέτρο τῆς πνευματικῆς τους ἡλικίας, βιώνουν τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν ζωή τους καί τήν προστασία Του.

Βέβαια, κάποιες φορές ζαλισμένοι ἀπό τίς ἀγωνιώδεις μέριμνες καί τίς τρικυμίες τῶν πειρασμῶν τῆς παρούσης ζωῆς, λησμονοῦμε τήν ἀγάπη Του καί τίς πολλές πρός ἐμᾶς εὐεργεσίες Του καί νομίζουμε ὅτι μᾶς ἐγκαταλείπει μόνους καί ἀβοήθητους. Ὅμως, τήν κατάλληλη στιγμή, ὅταν, δηλαδή, ἀγωνισθοῦμε καί «πιοῦμε τό ποτήρι τῆς ὑπομονῆς μέχρι τό κατακάθι», ἐπεμβαίνει καί κατευνάζει τά κύματα τῶν πειρασμῶν, διώχνει τό σκοτάδι τῆς ἀπόγνωσης καί τῆς ἀπελπισίας καί σκορπᾶ ἁπλόχερα στήν ψυχή τήν εἰρήνη Του, «τήν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν».

Δεύτερον. Ὅταν ἔρχονται οἱ πειρασμοί, τότε «ἀποκαλύπτονται τῶν καρδιῶν οἱ λογισμοί», ἀφοῦ τότε δέν μπορεῖ κανείς νά ὑποκρίνεται. Σέ περίοδο εἰρήνης μπορεῖ κανείς νά παριστάνη τό παλληκάρι, ἀλλά ἡ ἀνδρεία καί ἡ παλληκαριά δίνουν ἐξετάσεις στό πεδίο τῆς μάχης. Καί ἡ εὐσέβεια, ἡ φιλοθεΐα καί ἡ φιλανθρωπία δοκιμάζονται στό καμίνι τόν πειρασμῶν, καί ἐκεῖ διαπιστώνεται ἡ γνησιότητά τους. Οἱ γνήσιοι μαθητές τοῦ Χριστοῦ εἶναι αὐτοί πού «βαστάζουν» στό σῶμα τους τά στίγματα τοῦ Σταυροῦ Του. Αὐτοί πού ὑπομένουν μέ χαρά τίς θλίψεις, τίς ἀσθένειες, τούς διωγμούς, τίς συκοφαντίες γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, χωρίς γογγυσμό, ἀλλά μέ εὐχαριστιακή καί δοξολογική διάθεση.

Ἕνας σύγχρονος ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Καλλίνικος Ἐπίσκοπος Ἐδέσσης, ὁμιλώντας σέ Κληρικούς, μεταξύ τῶν ἄλλων εἶπε: «Μακάριος ὁ Κληρικός πού ὑβρίζεται, πού διώκεται, πού συκοφαντεῖται». Βέβαια, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, αὐτό ἰσχύει γιά ὅλους τούς πιστούς. Ὅμως, κατά κοινή ὁμολογία, ἡ συκοφαντία εἶναι ἕνας ἀπό τούς σκληρότερους καί δυσκολοβάστακτους πειρασμούς, καί δέν μπορεῖ ὁ ὁποιοσδήποτε νά τόν ἀντέξη, παρά μόνον ὅσοι ἔχουν φθάσει «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ», ἤτοι οἱ ἅγιοι.

Ἐάν, ὅμως, εἶναι νά λυπᾶται κανείς κάποιον, αὐτός δέν εἶναι ὁ συκοφαντούμενος, ἀλλά ὁ συκοφάντης. Ὁ συκοφαντούμενος μετέχει στά παθήματα τοῦ Χριστοῦ καί γι’ αὐτό ἔχει τήν προστασία Του, καθώς καί τήν εἰρήνη Του στήν καρδιά του, ἐνῶ ὁ συκοφάντης, «ἐπειδή παρεχώρησε τήν καρδιά του νά γίνη κατοικητήριο τῶν πονηρῶν πνευμάτων», ἀπώλεσε τήν ἐσωτερική εἰρήνη τῆς ψυχῆς, τήν γαλήνη τῶν λογισμῶν καί τήν πνευματική χαρά, καί βιώνει τήν ἀνασφάλεια, τήν σύγχυση καί τήν ταραχή. Καί ἀπό τήν τραγική αὐτήν κατάσταση μπορεῖ νά τόν ἀπαλλάξη μόνον ἡ εἰλικρινής μετάνοια.

Ἡ παρουσία τῶν ἁγίων σέ κάθε ἐποχή συντελεῖ στήν διαφύλαξη τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ἀλλά καί στόν στηριγμό, τήν ἐνίσχυση καί τήν παράκληση τῶν πιστῶν.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ