Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: «Μικρασιατική καταστροφή»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Διανύουμε το ἑκατοστό ἔτος ἀπό τήν Μικρασιατική καταστροφή καί πολλές ἐκδηλώσεις γίνονται μέσα στήν προοπτική τῆς μνήμης τῶν γεγονότων αὐτῶν, ἀλλά καί τῆς ὑπεύθυνης ἀξιολόγησης, γιά νά ἀποβῆ θετικό γεγονός γιά ὅλους μας.

Ἤδη τό προηγούμενο ἔτος (2021) ἑορτάσαμε τήν ἐπέτειο τῶν διακοσίων χρόνων ἀπό τήν ἔναρξη τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, πού ἦταν γεμάτη ἀπό νίκες καί ἧττες, ἐντάσεις καί εἰρηνεύσεις, λύπες καί χαρές. Ὅμως, ἡ Μικρασιατική ἐκστρατεία καί καταστροφή μᾶς προσφέρει μόνον λύπες, εἶναι ἕνα τραῦμα, ὄχι μόνον στήν ἱστορική μας μνήμη, ἀλλά καί στό ἴδιο τό ἱστορικό μας σῶμα.

Δέν εἶναι εὔκολο νά ἀντιμετωπισθῆ ἡ ἀπώλεια, ὄχι μόνον τῆς Μεγάλης Ἰδέας, ἀλλά καί ὁλόκληρων περιοχῶν πού ἔσφυζαν ἀπό ζωή 3.000 - 3.500 ἐτῶν. Εἶναι ὄντως μιά τραγωδία. Καί ὅταν συμμετέχω σέ ἐκδηλώσεις πού ἀναφέρονται στήν Μικρασιατική καταστροφή στενοχωριέμαι πολύ.

Γιά πολύ καιρό ἀναζητοῦσα νά βρῶ ἕνα βιβλίο πού νά ἀναπτύσση αὐτό τό θέμα μέ ἐπιστημονική σοβαρότητα καί ἐπάρκεια. Φυσικά, ὑπάρχει μεγάλη βιβλιογραφία πάνω στό θέμα αὐτό, ἀλλά ἀναζητοῦσα κάτι τό εὐσύνοπτο ἀπό ἕναν χαρισματικό συγγραφέα ἐπιστήμονα, πού νά τό γράψη μέ σύντομο καί γλαφυρό τρόπο, βασιζόμενος, ὅμως, σέ αὐθεντικές πηγές. Ἄλλωστε, ζοῦμε σέ μιά ἐποχή πού θέλουμε νά μάθουμε πολλά σέ λίγο χρονικό διάστημα, θέλουμε νά μυηθοῦμε στήν ἀλήθεια τῶν γεγονότων μέ σύντομο τρόπο καί ἐλάχιστο χρόνο, ἀλλά μέ ἀληθινό λόγο καί ὄχι παραπλανητικό.

1. Ἐνδιαφέρον βιβλίο

Αὐτό πού ἀναζητοῦσα τό βρῆκα στό βιβλίο τῶν Ἄγγελου Συρίγου καί Εὐάνθη Χατζηβασιλείου, μέ τίτλο «Μικρασιατική Καταστροφή, 50 ἐρωτήματα καί ἀπαντήσεις», σελ. 255 (ἐκδ. Πατάκη).

Οἱ ἴδιοι οἱ συγγραφεῖς εἶναι εἰδικοί ἐπιστήμονες στά ζητήματα αὐτά, γράφουν μέ ἁπλό καί συγκροτημένο τρόπο, ἔχοντας ὄχι μόνο τεκμηριωμένη ἐπιστημονική διεργασία, ἀλλά «ἔχουν προγόνους πού ἦρθαν ἀπό τήν Ἰωνία, τήν Ἀνατολική Θράκη, τήν Κωνσταντινούπολη, τήν Καππαδοκία, τόν Πόντο, τήν Κιλικία (ἤ καί πιό πρίν, ἀπό τήν Ἀνατολική Ρωμυλία)».

Αὐτά τά προσόντα τούς κάνουν νά εἶναι γνῶστες τοῦ ἀντικειμένου πού ἐπεξεργάζονται καί ἀναλύουν, νά ἔχουν ἐπιστημονική ἐπάρκεια, νά ἑνώνουν ἁρμονικά τό συναίσθημα μέ τήν νηφαλιότητα, τά γεγονότα τοῦ παρελθόντος μέ τήν σύγχρονη πραγματικότητα, τόν ρεαλισμό μέ τήν αὐτοσυνειδησία. Διαβάζοντας κανείς αὐτό τό βιβλίο ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ τό πανόραμα τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς, μέσα ἀπό ψύχραιμες καί νηφάλιες ἐκτιμήσεις.

Ὅπως φαίνεται ἀπό τόν τίτλο τοὺ βιβλίου ἐπιλέχθηκε ἀπό τούς συγγραφεῖς του ὁ ἐπαγωγικός τρόπος τῶν ἐρωτοαπαντήσεων, μέ τόν ὁποῖο γίνεται πιό ἑλκυστική ἡ ἀνάλυση τοῦ θέματος, ἀποφεύγοντας λεπτομέρειες πού δυσκολεύουν τήν ἀνάγνωση, καί καταγράφοντας μόνον τίς ἀπαραίτητες χρονολογίες γιά τήν παρακολούθηση τοῦ θέματος.

Ἄν καί τό κείμενο τοῦ βιβλίου αὐτοῦ κατανέμεται σέ πενήντα ἐρωτήσεις-ἀπαντήσεις, ἐν τούτοις διακρίνει κανείς, ὅπως φαίνεται καί στόν κατάλογο χαρτῶν, τέσσερεις γενικές ἑνότητες, ἤτοι: «1. Ἐδαφικές διεκδικήσεις τῆς Ἑλλάδας (1918-1920). 2. Διαχωρισμός τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας βάσει τῶν μυστικῶν συμφωνιῶν (1915-1917). 3. Συνθήκη τῶν Σεβρῶν (1920). 4. Γραμμές μετώπου τό 1921-1922».

2. Βασικές εἰσαγωγικές θέσεις

Στήν Εἰσαγωγή οἱ συγγραφεῖς τοῦ ἔργου αὐτοῦ ἐπισημαίνουν ὅτι «αὐτό τό βιβλίο ἀποσκοπεῖ νά προσφέρει βασική πληροφόρηση γιά τά αἴτια, τήν ἐξέλιξη καί τίς ἐπιπτώσεις τῆς μικρασιατικῆς ἐκστρατείας καί τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς. Ἐπιπλέον, ἐπιχειρεῖ νά ἀπαντήσει σέ ὁρισμένα ἀπό τά μεγάλα ἐρωτήματα γιά τά ζητήματα αὐτά - ἐρωτήματα πού εὔλογα ἀπασχολοῦν τόν δημόσιο διάλογο, καί τά ὁποῖα κατά καιρούς ἔχουν διατυπωθεῖ πρός τούς δύο συγγραφεῖς, ἀπό διαφορετικά ἀκροατήρια, σέ διαφορετικές περιοχές τῆς χώρας».

Ἔπειτα δηλώνεται ὅτι τό βιβλίο αὐτό «γράφηκε μέ χαρά καί ἀφοσίωση πρός τούς ἀπαιτητικούς νηφάλιους φίλους μας», καί σημειώνεται ἡ διαφορά μεταξύ τοῦ 1821 πού «εἶναι μιά ἱστορία νίκης καί θριάμβου γιά τό ἔθνος μας» καί τοῦ 1922 πού «εἶναι ἡ μεγαλύτερη καταστροφή πού ὑπέστη ὁ ἑλληνισμός στήν μακραίωνη ἱστορία του».

Μετά ἀπό αὐτά θεωρῶ ὅτι πρέπει νά παραθέσω τά βασικά σημεῖα τῆς Εἰσαγωγῆς.

Πρῶτον, ὅτι τό βιβλίο αὐτό δέν γράφηκε «γιά νά θρηνήσουμε», ἀλλά «πρωτίστως ἀποσκοπεῖ νά παρουσιάσει μιά ἀκριβῆ καί ἔντιμη (καί, ἐλπίζουμε, θαρραλέα) συζήτηση τῶν μεγάλων ἐρωτημάτων πού προκύπτουν καί, ἐάν δέν εἶναι ἀκριβής ἔντιμη καί θαρραλέα, δέν μπορεῖ νά εἶναι καί ἐπιστημονική».

Δεύτερον, τό βιβλίο αὐτό δέν ἐξετάζει θέματα πού ἀφοροῦν μόνον «ἐμᾶς», ἀλλά καί ζητήματα πού ἀφοροῦν τούς «ἄλλους». Πρέπει νά γίνη ἀντιληπτό ὅτι «τό 1922 εἶναι γιά ἐμᾶς ἡ πιό τραυματική στιγμή στά 3.500 χρόνια τῆς ἑλληνικῆς διαχρονίας. Ἀλλά τό 1922 γιά τούς Τούρκους εἶναι ὅ,τι γιά μᾶς τό 1821: εἶναι ἡ νίκη (ὅπως οἱ ἴδιοι τό θέτουν) μέ τήν ὁποία κατακτοῦν τήν ἀνεξαρτησία ἀπό τόν "ἐχθρό". Εἶναι πραγματικά ἐνδιαφέρον τό ὅτι οἱ δύο λαοί, ἑλληνικός καί τουρκικός, ἔχουν διεξαγάγει πολέμους ἀνεξαρτησίας ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου». Καί τονίζεται τό γεγονός ὅτι «τό 1922 τό τουρκικό ἔθνος κατήγαγε μιά τεράστια νίκη ἐναντίον ἑνός συνασπισμοῦ κρατῶν» πού ἦταν, μάλιστα, οἱ νικητές τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Τρίτον, ὅτι «ὀφείλουμε νά διαχειριστοῦμε σωστά τή μνήμη τοῦ μεγάλου αὐτοῦ γεγονότος», δηλαδή «θά πρέπει νά προσεγγίσουμε κάτι πού γιά ἐμᾶς συνιστᾶ τεράστιο τραῦμα, ἀλλά γιά τούς ἀνθρώπους στήν ἀπέναντι ἀκτή τοῦ Αἰγαίου θρίαμβο-θρίαμβο, ἐπιπλέον, πού καταγράφηκε πρωτίστως ἐναντίον μας» (σελ. 19-20). Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν πρέπει ὡς κοινωνία «νά ἐκτραποῦμε σέ ἐκδηλώσεις τραυματισμένου ἐθνικισμοῦ», ἐνθυμούμενοι αὐτό τό τραγικό γεγονός.

Τέταρτον, ὅτι «τό βιβλίο αὐτό ἀποτελεῖ καί μιά ἔμμεση ἔκκληση γιά τήν ἀποφυγή διχασμῶν, ὅπως ἐκείνου πού ἐν πολλοῖς εἶναι ὑπεύθυνος γιά τήν καταστροφή». Φυσικά, στίς σελίδες τοῦ βιβλίου ἀναλύονται ψύχραιμα «οἱ θέσεις τῶν δύο πλευρῶν τοῦ Διχασμοῦ μέ σεβασμό γιά τούς ἀνθρώπους πού ἐνεπλάκησαν σέ αὐτόν τότε», καί «παράλληλα, τό βιβλίο ἐπισημαίνει καί καταγράφει τίς τεράστιες ἐπιπτώσεις τοῦ Διχασμοῦ». Μέ αὐτόν τόν τρόπο καταγράφεται ἡ ἐλπίδα ὅτι σέ «κάποιο τουλάχιστον μέτρο θά συμβάλλει στήν ἀπελευθέρωση τῆς κοινωνίας μας ἀπό τίς παγίδες του», δηλαδή τοῦ διχασμοῦ.

3. Ἐνδεικτικές παρατηρήσεις

Ὅπως ἀνέφερα προηγουμένως, διάβασα τό βιβλίο μέ πολύ ἐνδιαφέρον καί προσοχή, καί κυριολεκτικά μέ ἀπορρόφησε μέ τήν καταγραφή τῶν γεγονότων, ἀλλά καί τήν ψύχραιμη ἐπιστημονική προσέγγισή τους, χωρίς ἐπιθετικές ἐκφράσεις καί ἄκριτες ἀπορρίψεις. Θά μποροῦσα δέ, μετά τήν ἀνάγνωσή του νά καταγράψω μερικές παρατηρήσεις μου.

Ἡ πρώτη παρατήρηση συνδέεται μέ τό μεγάλο πρόβλημα πού δημιούργησε ὁ διχασμός μεταξύ τοῦ Βασιλιᾶ Κωνσταντίνου καί τοῦ Πρωθυπουργοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου, πού αὐτός ὁ διχασμός πέρασε μέσα στόν λαό, στούς πολιτικούς καί τούς στρατιωτικούς μέ φοβερές συνέπειες γιά τό Ἔθνος.

Βέβαια, οἱ ἀπόψεις καί τῶν δύο πλευρῶν (Κωνσταντίνου-Βενιζέλου) στηρίζονταν σέ ἐκτιμήσεις γιά τό ποιοί θά εἶναι οἱ νικητές τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, γιά νά λάβη ἡ Ἑλλάδα τίς σχετικές ἀποφάσεις της. Δέν πρόκειται γιά ἐνσυνείδητη ἐθνική προδοσία, ἀλλά γιά ἐκτιμήσεις πού προσδιορίζουν διαφορετική τακτική σέ ζητήματα ἐξωτερικῆς πολιτικῆς, πού ἦταν, βέβαια, κοινές, ἀλλά ἐνταγμένες σέ διαφορετικούς σχηματισμούς Κρατῶν.

Ὁ διχασμός αὐτός ἐπικράτησε μετά τόν πόλεμο καί στήν Τουρκία μεταξύ τοῦ Σουλτάνου πού συμβιβάστηκε μέ τήν ἐξέλιξη καί τά ἀποτελέσματα τοῦ Α´ Παγκοσμίου Πολέμου, καί τοῦ Μουσταφᾶ Κεμάλ πού προχώρησε στήν ἀντίσταση καί τελικά ἀποδείχθηκε νικητής. Δηλαδή, καί στήν Τουρκία ὑπῆρχε διχασμός, ἀλλά μέ ἄλλα αἴτια καί ἄλλα ἀποτελέσματα.

Στήν Ἑλλάδα ὁ διχασμός εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἧττα τοῦ Βενιζέλου στίς ἐκλογές τοῦ Νοεμβρίου 1920, τήν ἐπικράτηση τῶν ἀντιΒενιζελικῶν, τήν ἐπαναφορά τοῦ Βασιλέως Κωνσταντίνου, παρά τήν ἀντίθετη θέση τῶν Συμμάχων, οἱ ὁποῖοι διεχώρισαν τήν θέση τους, ἀφοῦ ὁ Βασιλεύς Κωνσταντῖνος ἦταν «κόκκινο πανί ἰδίως γιά τούς Γάλλους».

Ἡ δεύτερη παρατήρηση εἶναι ὅτι ἡ Ἑλλάδα συντάχθηκε τελικά μέ τούς Συμμάχους πού κέρδισαν στόν Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο, ἐνῶ ἡ Τουρκία ἦταν στούς ἡττημένους στόν πόλεμο αὐτό. Ἔτσι, ὑπεγράφησαν μιά σειρά συνθηκῶν, ὅπως ἡ συνθήκη τοῦ Μούδρου (Ὀκτώβριος 1918), ἡ Σύνοδος εἰρήνης τῶν Παρισίων ἤ Συνδιάσκεψη Εἰρήνης τῶν Παρισίων (Ἰανουάριος - 12 Μαΐου 1919) καί ἡ Συνθήκη τῶν Σεβρῶν (Ἰούλιος - Αὔγουστος 1920).

Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ἡ Ἑλλάδα ἔκανε ἀπόβαση στήν Σμύρνη. Ὅμως, «ἡ συνθήκη τῶν Σεβρῶν δέν ἐπικυρώθηκε ποτέ» καί «οὐσιαστικά, ἡ ἐφαρμογή τῆς Συνθήκης τῶν Σεβρῶν (για την περιοχή της Σμύρνης) εἶχε ἐναποτεθεῖ ἀποκλειστικῶς στήν Ἑλλάδα καί στήν ἐπιτυχία ἤ ἀποτυχία τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ».

Πέρα ἀπό αὐτό οἱ Γάλλοι καί οἱ Ἰταλοί ἐνδιαφέρονταν γιά τά δικά τους συμφέροντα, καί μάλιστα ἦρθαν σέ συμφωνίες μυστικές μέ τόν Κεμάλ καί ἐπί πλέον τροφοδοτοῦσαν μέ πολεμοφόδια τόν Κεμάλ. Οἱ Βρετανοί στήριζαν κάπως τήν Ἑλλάδα, γιά νά πῆ ὁ Τσώρτσιλ «ὅτι ἡ ὑπογραφή τῆς Συνθήκης τῶν Σεβρῶν συνιστοῦσε συνέχιση τοῦ πολέμου τῆς Βρετανίας μέ τήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία "διά τοῦ πληρεξουσίου της", πού ἦταν στήν προκειμένη περίπτωση ἡ Ἑλλάδα», ἀλλά εἶχε καί αὐτή τά δικά της συμφέροντα.

Ἔτσι, ἡ Συνθήκη τῶν Σεβρῶν ὑπογράφηκε μέν τόν Αὔγουστο τοῦ 1920 «ὡστόσο, ποτέ δέν ἐπικυρώθηκε ἀπό τά συμβαλλόμενα μέλη. Ἀνατράπηκε ἐν μέρει μέ τίς νίκες τῶν Κεμαλιστῶν στή Μικρά Ἀσία, καί ἀντικαταστάθηκε ἀπό τήν Συνθήκη τῆς Λωζάννης τόν Ἰούλιον 1923».

Ἡ τρίτη παρατήρηση εἶναι ὅτι τά ἀποτελέσματα τῆς Μικρασιατικῆς Ἐκστρατείας ἦταν καταστροφικά γιά τήν Ἑλλάδα, ἀφοῦ χάθηκε μιά ὁλόκληρη παράδοση αἰώνων ἀπό τήν Μικρά Ἀσία, τόν Πόντο, τήν Καππαδοκία καί τήν Ἀνατολική Θράκη.

Αὐτό εἶχε συνέπειες σέ ἀνθρώπους, περιουσίες κλπ. Δέν πρόκειται ἁπλῶς γιά τίς συνέπειες ἑνός πολέμου, ἀλλά γιά «γενοκτονία», γιά «ἐθνοκάθαρση», γιά «καταστροφή τῶν ἑλληνικῶν πολιτιστικῶν μνημείων στήν ἀπέναντι ὄχθη τοῦ Αἰγαίου, τήν βίαιη ἀποκοπή τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀπό τίς πατρογονικές ἑστίες του, τό χάος τῆς προσφυγιᾶς στήν Ἑλλάδα, τήν διάλυση ἑνός ὁλόκληρου κόσμου, γιά ἑνάμισι ἑκατομμύριο Ἕλληνες».

Βέβαια, κάνουμε λόγο γιά «Μικρασιατική Καταστροφή», ἀλλά στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά «γενοκτονία», ἐπειδή δίνονταν ἐντολές «ἄνωθεν». Ἄν και ἔχη καθιερωθῆ ὁ ὅρος «ὁλοκαύτωμα» γιά τόν θάνατο τῶν Ἑβραίων, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν ἦταν «γενοκτονία» τῶν Ἑβραίων, κατά τόν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τό ἴδιο συμβαίνει καί στήν περίπτωσή μας. Ἄν καί λέγεται Μικρασιατική Καταστροφή, ἐν τούτοις ἦταν γενοκτονία.

Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι πρέπει νά ἀγνοηθῆ ὅτι καί ὁ Ἑλληνικός στρατός τήν περίοδο 1919-1920 προέβη σέ ἔκτροπα σέ βάρος Τούρκων. Ἀλλά αὐτό δέν γινόταν μέ ἐντολές «ἄνωθεν», ἀντίθετα, μάλιστα, οἱ ἐντολές πού δόθηκαν ἦταν γιά τήν εἰρηνική διαβίωση Ἑλλήνων καί Τούρκων. Ἄλλο νά γίνονται ἐγκλήματα πολέμου καί ἄλλο νά γίνεται γενοκτονία καί ἐθνοκάθαρση.

Ἡ τέταρτη παρατήρηση εἶναι ὅτι παρά τίς τεράστιες καταστροφές πού ὑπέστη ὁ ἑλληνισμός τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τοῦ Πόντου, τῆς Καππαδοκίας, τῆς Θράκης, ἐν τούτοις ἡ μικρή τότε Ἑλλάδα τῶν τεσσάρων ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων πού ὑπέφεραν οἰκονομικά καί ἦταν ἐξαντλημένοι, ἀπορρόφησε «ἕνα τεράστιο ρεῦμα προσφύγων» περίπου ἑνάμισι ἑκατομμυρίου, οἱ ὁποῖοι, παρά τίς δυσκολίες, ἐνσωματώθηκαν στόν ἑλληνικό πληθυσμό. Καί αὐτοί «ἐγκαταστάθηκαν, προόδευσαν καί ἔφεραν καί στή χώρα πρόοδο κουβαλώντας μαζί τους ἕνα πνεῦμα διαφορετικό ἀπό αὐτό τῶν Ἑλλαδιτῶν».

Σημειώνεται ὅτι αὐτό ἦταν ἕνα «γιγάντιο κατόρθωμα» καί πιστώνεται στά θετικά σημεῖα τοῦ ζητήματος, καί ὅπως γράφεται, αὐτό «ἦταν τό μεγαλύτερο ἐπίτευγμα τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους στά 200 χρόνια τῆς ζωῆς του». Μάλιστα, ὑπογραμμίζεται ὅτι ἦταν «μεγαλύτερο ἐπίτευγμα ἀπό τούς πολέμους πού νίκησε (ἡ Ἑλλάδα), μεγαλύτερο ἀπό τήν ἔνταξη στήν Εὐρώπη».

Νομίζω ὅτι μέ τήν Μικρασιατική καταστροφή διαλύθηκε ἡ «Μεγάλη Ἰδέα» ὡς πρός τήν αὔξηση τῶν ὁρίων τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἀλλά κρατώντας αὐτήν τήν πνευματική καί πολιτιστική παράδοση πού μᾶς μετέφεραν οἱ «πρόσφυγες» Ρωμηοί θά πρέπει νά καλλιεργήσουμε τήν πολιτιστική Μεγάλη Ἰδέα, δηλαδή νά διακατεχόμαστε ἀπό τό νόημα ζωῆς πού ἔχει αὐτός ὁ πολιτισμός πού διέπει τό Γένος μας καί νά τόν ἐκφράσουμε στήν σύγχρονη Ἑνωμένη Εὐρώπη.

Τό βιβλίο αὐτό ἔχει πολλά μηνύματα νά προσφέρη, μπορεῖ νά γονιμοποιήση πολλές σκέψεις καί νά ἐμπνεύση τόν προσανατολισμό μας στήν παράδοση τῆς «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς». Καί φυσικά νά δείξη ὅτι τά λάθη τοῦ παρελθόντος δέν πρέπει νά ἐπαναλαμβάνονται.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ