Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἡ ἐγκόσμιος Βασιλεία καὶ ἡ Δεσποτεία τῆς Θεότητος

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Οἱ δεσποτικές ἑορτές, ὅπως τά Χριστούγεννα, ἔχουν περιεχόμενο πού ἀπαντᾶ στά πιό κρίσιμα ἐρωτήματα τοῦ ἀνθρώπου. Προβάλλουν τήν θεολογία καί τήν ἀνθρωπολογία τῆς Ἐκκλησίας, τά δόγματα τῆς πίστεως, ἀλλά καί τό ἦθος τῶν πιστῶν, δίνοντας τήν δυνατότητα τῆς διακρίσεως τοῦ αὐθεντικοῦ ἀπό τό κίβδηλο, τῆς ἀλήθειας ἀπό τήν πλάνη. Αὐτό γίνεται μέ τούς ἑορταστικούς λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων, τά συναξάρια καί τήν ὑμνολογία τῶν ἑορτῶν.

Θά προσπαθήσω στήν συνέχεια, μέ τήν μελέτη ἑνός ὕμνου τῶν Χριστουγέννων, νά διαγράψω τά ὅρια τῆς “ἐγκόσμιας βασιλείας”, τό “πνεύμα” τῆς ὁποίας εἰσβάλλει πολλές φορές στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, νοθεύοντας τήν ποιμαντική της διακονία. Ἕνα μεγάλο πρόβλημα πού ὑπάρχει σέ πολλούς ἀνθρώπους εἶναι ὅτι βλέπουν τίς ἐκκλησιαστικές δραστηριότητες μέσα ἀπό κοσμική νοοτροπία. Αὐτό φαίνεται ἀπό τήν στάση πού κρατοῦν ἀπέναντι στόν “θεσμό τῆς Ἐκκλησίας”• ἀναμένουν ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς ποιμένες αὐτά πού εἶναι ἁρμοδιότητα τοῦ Κράτους καί δέν ἀσχολοῦνται καθόλου μέ τά ἐσωτερικώτερα καί τιμιώτερα, γιά τά ὁποῖα ἐνηνθρώπησε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, λαμβάνοντας “σῶμα Ἐκκλησίας”. Ὅμως ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία καί τόν κόσμο καί κατ’ ἐπέκταση στήν ἐκκλησιαστική καί τήν κοσμική ἐξουσία “χάσμα μέγα ἐστήρικται”.

Ἡ διάκριση μεταξύ των δύο ἐξουσιῶν, τοῦ Καίσαρος καί τοῦ Χριστοῦ, (θά μπορούσαμε νά ποῦμε τῆς Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας), προβάλλεται καθαρά στό δοξαστικό του Ἑσπερινοῦ των Χριστουγέννων, τό ὁποῖο εἶναι ποίημα τῆς γνωστῆς βυζαντινῆς ὑμνογράφου Κασσιανῆς, ἡ ὁποία μαζί μέ τήν πνευματική πείρα εἶχε, ὅπως φαίνεται, καί γνώση πολιτική. Στόν ὕμνο αὐτό γίνεται ἕνας παραλληλισμός τοῦ Αὐγούστου Καίσαρος καί τοῦ Χριστοῦ, τῆς μοναρχίας τῶν αὐτοκρατόρων τῆς Ρώμης καί τῆς μονοθεΐας πού κήρυξε καί ἑδραίωσε ὁ Χριστός μέ τήν Ἐκκλησία Του. Ὁ παραλληλισμός αὐτός, ὅμως, ἄν μελετήση κανείς προσεκτικά τα νοήματα τοῦ δοξαστικοῦ, θά διαπιστώση ὅτι εἶναι μιά ἀντιθετική σύγκριση, πού ἐπιδιώκει νά φανῆ μέ ὀξύ τρόπο ἡ διαφορετική ποιότητα τῆς ἐξουσίας τοῦ Καίσαρος καί τῆς “ἐξουσίας” τοῦ Χριστοῦ, τῆς νοοτροπίας καί τοῦ ἤθους τοῦ κοσμικοῦ κράτους καί τῆς θυσιαστικῆς ποιμαντικῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Ὑπάρχουν μέσα στόν ὕμνο κάποιες χαρακτηριστικές λέξεις πού ἐκφράζουν αὐτή τή διαφορά. Στούς πρώτους στίχους τοῦ ψάλλουμε: “Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπί τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἀνθρώπων ἐπαύσατο• καί σού ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς ἁγνῆς, ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται”. Οἱ λέξεις πού ἐκφράζουν τήν διαφορά εἶναι: “μοναρχήσαντος - ἐνανθρωπήσαντος” καί “πολυαρχία - πολυθεΐα ”. Γιά νά “μοναρχήση” ὁ Αὔγουστος ἀπαιτήθηκε ἔντονος ἀγώνας γιά κυριαρχία, ἡ πολιτική ἱστορία Ρώμης μᾶς πληροφορεῖ σχετικά, ἐνῶ μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε κίνηση ἀντίστροφη. Ἔχουμε ἑκούσια πρόσληψη τῆς θέσης τῶν ταπεινῶν καί καταφρονεμένων. Μέ τήν ἐνανθρώπηση ὁ Θεός δέν ἀπέκτησε ἐπιπλέον δόξα, ὅπως συνέβη μέ τόν Αὔγουστο, ὅταν ὑπέταξε κάτω ἀπό τό σκῆπτρο τοῦ τίς περισσότερες πόλεις του τότε γνωστοῦ κόσμου. Ὁ Θεός εἶναι “ὑπερένδοξος” καί ἔχει στήν δόξα τοῦ τό “ἀναυξές” καί τό “ἀμείωτον”. Μέ τήν ἐνανθρώπησή του “ἐκένωσε ἐαυτόν”, χωρίς νά χάση τήν φυσική δόξα τῆς θεότητός του. Τό “ἐκένωσεν” δέν σημαίνει ὅτι ἔχασε κάτι ἀπό αὐτά πού εἶχε• σημαίνει ὅτι προσέλαβε τήν φύση μας, πού ἦταν, λόγω τοῦ θανάτου καί τῶν ἄλλων ταλαιπωριῶν, φτωχή καί ἐξαθλιωμένη• τήν προσέλαβε, προκειμένου νά τήν πλουτίση μέ τήν δόξα Του. Σ’ αὐτό τό σημεῖο πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι δέν προσέλαβε μιά ἀνθρώπινη ὑπόσταση, γιατί δέν ἤθελε νά σώση ἕναν μόνο ἄνθρωπο - αὐτόν πού θά προσελάμβανε. Προσέλαβε στήν ὑπόστασή Του τήν φύση μας, γιά νά δώση τήν δυνατότητα τῆς σωτηρίας σέ ὅλους τους ἀνθρώπους, καθιστώντας τήν θεωμένη σάρκα Τοῦ “φάρμακον ἀθανασίας”, “βρώση καί πόση” τῶν βαπτισμένων στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ κυριαρχία τῆς μιᾶς ὑπερήφανης ἀνθρώπινης θέλησης ἔπαυσε τήν πολυαρχία τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ ἡ ὑποταγή τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ, ὡς νηπίου στήν κατά τό ἀνθρώπινο Μητέρα Του καί στόν θετό πατέρα Του, προσείλκυσε τήν πίστη καί τίς θελήσεις τῶν ἀνθρώπων, μέ ἀποτέλεσμα νά καταργηθῆ ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων.

Στή συνέχεια τοῦ δοξαστικοῦ ἡ Κασσιανή, ἐπεκτείνοντας τό νόημα τῶν πρώτων στίχων, λέει: “Ὑπό μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον, αἵ πόλεις γεγένηνται• καί εἰς μίαν Δεσποτείαν Θεότητος, τά Ἔθνη ἐπιστευσαν”. Οἱ ἐκφράσεις πού δηλώνουν ἐδῶ τήν διαφορά, εἶναι: “βασιλείαν ἐγκόσμιον - Δεσποτείαν Θεοτητος” καί “γεγένηνται - ἐπιστευσαν”. Στήν ἐγκόσμια βασιλεία, ὅποια μορφή καί ἄν ἔχη, ὑπάρχει ἀναγκαστική ὑποταγή, εἴτε στή θέληση τοῦ ἑνός, εἴτε στήν θέληση τῶν πλειόνων. Δέν ὑπάρχει πίστη καί ὑπακοή, ἀλλά φόβος τῆς τιμωρίας καί πειθαρχία. Ἡ ἐπιβολή τῆς πειθαρχίας μέ τόν φόβο τῆς τιμωρίας εἶναι συνέπεια τῆς ἀνασφάλειας τῶν κοσμικῶν ἀρχόντων, γιατί δέν εἶναι πραγματικοί φυσικοί δεσπότες τῶν ἀνθρώπων• εἶναι ὁμοιοπαθεῖς μέ αὐτούς δοῦλοι τοῦ θανάτου. Ἡ πραγματική φυσική Δεσποτεία εἶναι τῆς Θεότητος, ἡ ὁποία δέν φοβᾶται τήν ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων, γι’ αὐτό δέν ζητᾶ τήν ὑποταγή ἀλλά τήν πίστη τους, ἡ ὁποία ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν ἐλευθερία. Κανείς δέν μπορεῖ νά πιστεύση ἀναγκαστικά• ἡ πίστη - ἐμπιστοσύνη ἐμπνέεται.

Ἡ ὀξύτερη ὅμως ἀντίθεση μεταξύ του Καίσαρος καί τοῦ Χριστοῦ ἐκφράζεται ἀπό τήν Κασσιανή στούς ὑπόλοιπους στίχους τοῦ ὕμνου της. “Απεγράφησαν οἱ λαοί τῷ δόγματι τοῦ Καίσαρος• ἐπεγράφημεν οἱ πιστοί ὀνόματι Θεότητος, σοῦ τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ ἠμῶν. Μέγα σου τό ἔλεος, δόξα σοί”. Οἱ λέξεις πού δείχνουν ἐδῶ τήν χαώδη ποιοτική διαφορά μεταξύ του πνεύματος τοῦ Καίσαρος καί τοῦ Χριστοῦ, εἶναι: “ἀπεγράφησαν - ἐπεγράφημεν”. Ὁ Καίσαρας δίνει ἐντολή νά ἀπογραφοῦν οἱ ὑπήκοοί του. Αὐτό ἐξυπηρετεῖ τήν ὀργάνωση τοῦ Κράτους του καί εἶναι ταυτόχρονα ἔκφραση τῆς ἐξουσίας τοῦ πάνω στό λαό. Οἱ πιστοί δέν ἀπογράφονται σέ καταλόγους, γιά νά συστήσουν ἕνα ἄθροισμα ὑπηκόων ἤ ὀπαδῶν, τοῦ ὁποίου ἡ ἀξία βρίσκεται στήν ποσότητα. “Επιγράφονται ὀνόματι Θεοτητος”, ἔχουν, δηλαδή, “γεγραμμένον ἐπί τῶν μετώπων αὐτών”, σύμφωνα μέ τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ “καί τό ὄνομα τοῦ Πατρός αὐτού”. Ὅταν ἐπιγράφεται πάνω στόν ἄνθρωπο τό ὄνομα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, σημαίνει ὅτι ἔχει “ἐπιζωγραφισθή” πάνω στό “κατ’ εἰκόνα” τό “καθ’ ὁμοίωσιν”• ὁ ἄνθρωπος ἔχει γίνει κατά Χάρη Υἱός Θεοῦ. Δέν εἶναι πλέον δοῦλος ἤ κάποιος ἀνώνυμος ὑπήκοος, μιά μονάδα πού ἀθροίζεται μέ ἄλλες παρόμοιες μονάδες, γιά νά ἀποτελέση μαζί τους ἕνα ἀριθμημένο πλῆθος• γίνεται κοινωνός τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι τό μέγα ἔλεος τοῦ Κυρίου, πού κινεῖ τούς πιστούς σέ δοξολογία τοῦ ὀνόματός Του. Ὁ πιστός λέει “δόξα Σοί” στόν ἀκένωτο πλοῦτο τῆς ταπείνωσης, τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ.

Καταλαβαίνει κανείς διαβάζοντας τό δοξαστικό των Χριστουγέννων τήν μεγάλη ἁμαρτία τοῦ Παπισμοῦ, ἀλλά καί ὅσων διακατέχονται σέ ποικίλους βαθμούς ἀπό τήν νοοτροπία του, οἱ ὁποῖοι ἐκκοσμικεύουν τήν Ἐκκλησία, ὑποτάσσοντας τήν ποιμαντική της σέ κοσμικές νοοτροπίες καί σκοπιμότητες. Ἀρνοῦνται τήν Δεσποτεία τῆς Θεότητος - κενώνουν τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ - γιά νά κρατήσουν στά χέρια τούς ἕνα σκῆπτρο μέ τήν ἀπατηλή λάμψη τῆς ἐγκόσμιας βασιλείας.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ