Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ὁ ἀπάνθρωπος τύραννος καὶ ὁ Φιλάνθρωπος Κύριος

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος συνοψίζει μέσα στούς θαυμάσιους στίχους τοῦ ὅλη τήν χριστολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅλο το μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας, δηλαδή τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Ὁ ὑμνωδός μέ θερμότητα βαθιᾶς ἀγάπης καί εὐγνωμοσύνης προβάλλει τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου καί περιγράφει τόν ρόλο πού διαδραμάτισε στήν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τήν χαιρετίζει ὡς “τοῦ πεσόντος Ἀδάμ τήν ἀνακλησιν” καί “τῶν δακρύων τῆς Εὕας τήν λύτρωσιν”, γιατί εἶναι αὐτή πού μᾶς ἀπάλλαξε ἀπό τήν ἀπάνθρωπη τυραννία τοῦ διαβόλου, φανερώνοντας στήν οἰκουμένη τόν φιλάνθρωπο Κύριο - τόν Χριστό. Ἡ κυριότητα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐξουσία του, δέν διαχωρίζεται ἀπό τήν ἀγάπη καί τήν ἐλευθερία. Ὁ Χριστός δέν προσπαθεῖ μέ δόλο ἤ τυραννικά νά ἐπιβληθῆ• δίνει μόνο ἀφορμές στήν ἐλευθερία μας νά κινηθῆ θετικά, ὥστε νά ἀποκτήσουμε κοινωνία μαζί Του, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν μετοχή στήν δόξα Του.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου εἶναι ἡ ἀντιδιαστολή κοσμικῆς γνώσης καί πίστης. “Χαίρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν• χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας”, η, “Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα• χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα”. Ἡ γνώση πού “φυσιεί” τόν ἄνθρωπο, πού τόν κάνει ὑπερήφανο, συνδέεται μέ τόν πρῶτο πειρασμό τοῦ ἀνθρώπου μέσα στόν παράδεισο. Τότε, ἡ πρώτη Εὕα ὑπέκυψε στό πειρασμό• ἡ νέα Εὕα, ὅμως, ἡ Παναγία, μέ τήν ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀνυπακοή στόν διάβολο μέχρι καί τῶν λεπτοτάτων κινήσεων τοῦ νοῦ, ἔγινε ἐκείνη “δί’ ἧς ἐλύθη παραβασης” καί “δί’ ἧς ἠνοίχθη παραδεισος”.

Πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι τό “ἔσεσθε ὡς θεοί”, πού εἶπε ὁ ὄφις στήν Εὕα συκοφαντώντας τόν Θεό, εἶναι ἕνας μόνιμος πειρασμός τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό τό βλέπουμε ἔντονα στήν ἐποχή μας στήν ὁποία ἡ γνώση ἔχει πληθυνθῆ. Ἡ μελέτη σύγχρονων ἀπόψεων γιά τόν Θεό καί τήν δημιουργία, μέ βάση τήν περιγραφή τοῦ πρώτου πειρασμοῦ πού δέχθηκε ὁ ἄνθρωπος, ὅπως μᾶς τόν διασώζει ὁ Μωυσῆς στή Γένεση, μᾶς ἀποκαλύπτει τήν προέλευσή τους.Μᾶς ἀποκαλύπτει τόν ἀπάνθρωπο Τύραννο πού συκοφαντεῖ τόν φιλάνθρωπο Κύριο. Σ’ αὐτόν τόν πρῶτο πειρασμό πού δέχθηκε τό ἀνθρώπινο γένος, βλέπουμε στοιχεῖα πού ἀφοροῦν διαχρονικά στήν προσωπική στάση τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἀπέναντι στό Θεό καί στήν δημιουργία Του. Ἀναφέρω ἐπιγραμματικά ὁρισμένα. Ἕνα στοιχεῖο εἶναι ἡ πρόκληση διαλόγου ἀπό τόν πειράζοντα. Ἄλλο εἶναι ἡ συκοφαντία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ὅτι δέν εἶπε τήν ἀλήθεια στόν Ἀδάμ καί τήν Εὕα, ἀλλά ἀπό φθόνο τούς ἀπαγόρευσε τήν γεύση τοῦ καρποῦ ἀπό τό δένδρο “τοῦ γινώσκειν καλό καί πονηρόν”. Ἕνα τρίτο στοιχεῖο εἶναι ἡ σύνδεση τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ μέ τήν “διάνοιξη τῶν ὀφθαλμών”, μέ τήν γνώση, δηλαδή, ἀπό μέρους τῶν ἀνθρώπων ὅλων των πραγμάτων - καλῶν καί πονηρῶν - πού τούς καθιστά “ὡς Θεούς”. Αὐτά τά ἴδια στοιχεῖα μπορεῖ νά τά δή κανείς στίς μέρες μας μέ μιά μικρή παραλλαγή. Προκαλούμαστε διαρκῶς νά ἀνοίξουμε διάλογο μέ ὁρατούς καί ἀοράτους πειράζοντες, οἱ ὁποῖοι μᾶς ὑποβάλλουν συκοφαντίες ἐναντίον τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων, ἐναντίον τῆς ποιμαντικῆς της Ἐκκλησίας, ὅτι δῆθεν ἡ πίστη συνδέεται μέ τήν ἀμάθεια καί εἶναι σκότος, ἐνῶ ἡ ἐπιστημονική γνώση εἶναι φῶς, γι’ αὐτό δῆθεν ἡ Ἐκκλησία ἀποτρέπει τόν λαό ἀπό τήν ἀποδοχή πορισμάτων τῆς ἐπιστήμης, μή τυχόν “διανοιχθοῦν οἱ ὀφθαλμοί” του καί ἀποκτήσει γνώση ὅπως ὁ Θεός.

Ἀφορμή γιά νά ἀναφερθῶ σ’ αὐτό τό θέμα μου ἔδωσε τό σχόλιο ἑνός σύγχρονου στοχαστῆ γιά τήν ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου μέσω τῆς ἐπιστήμης, πού παρουσίασε ὁ Π. Γεωργουσόπουλος στήν σύντομη τηλεοπτική ἐκπομπή του, αὐτή τήν χρονική περίοδο πού ψάλλονται στούς Ι. Ναούς οἱ Χαιρετισμοί τῆς Θεοτόκου. Τό κεντρικό νόημα τοῦ σχολίου - μέ μιά μικρή δική μου ἀνάπτυξη - ἦταν, ὅτι μέ τήν τεχνολογία, τά Μ.Μ.Ε. καί τά ἐπιτεύγματα τῆς Γενετικῆς ὁ ἄνθρωπος φαίνεται σάν νά προσπαθῆ νά φθάση τόν Θεό, θά λέγαμε ὅτι προσπαθεῖ νά τόν ὑποκαταστήση μέ τήν δική του πεπερασμένη ὕπαρξη καί τά ἐπιτεύγματα τῆς διάνοιας καί τῶν χεριῶν του. Ἄν δοῦμε τόν Θεό ὡς πανταχοῦ παρόντα Κύριο καί ὡς Δημιουργό του παντός, τότε μπορεῖ νά ὑπάρξη ὁ ἰσχυρισμός ὅτι καί ὁ ἄνθρωπος μέ τά σύγχρονα ἠλεκτρονικά μέσα, πού χρησιμοποιοῦν τά Μ.Μ.Ε., γίνεται κατά κάποιο τρόπο πανταχοῦ παρών. Μέ τίς ἐπεμβάσεις του, ἐπίσης, στόν γενετικό κώδικα γίνεται δημιουργός νέων “ποικιλιών” ἐμβίων ὄντων. Ὁπότε, μέσω τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, γίνεται ἕνας μικρός Θεός. Τά μέχρι τώρα, μάλιστα, ἐπιτεύγματά του τοῦ δίνουν τήν ἐλπίδα - ἐπαναλαμβάνοντας τήν οἰκοδόμηση ἑνός νέου πύργου τῆς Βαβέλ - ὅτι θά φθάση κάποτε ἀκόμη ψηλότερα, θά ἐξηγήση τά πάντα, ὁπότε θά ἐξαλείψη τόν φόβο τοῦ ἀγνώστου καί μαζί του τήν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς νά ἔχη ἀναφορά στό Θεό. Θεός θά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι φανερό ὅτι καρποφορεῖ στήν σκέψη πολλῶν ἀνθρώπων ὁ πρῶτος πειρασμός πού μᾶς ὑπέβαλε ὁ διάβολος. Αὐτό ἀποδεικνύει τό γεγονός ὅτι παρά τήν μεγάλη πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου σέ ὅλες τίς περιοχές τῆς ἐπιστήμης δέν κατάφερε νά ἀποκτήση τήν πνευματική ὡριμότητα καί γνώση πού ἀπαιτεῖ ἡ ἀντιμετώπιση αὐτοῦ του πειρασμοῦ.

Ποιό εἶναι ὅμως τό κύριο γνώρισμα τοῦ Θεοῦ καί πότε ἐμεῖς γινόμαστε “ὡς Θεοί”; Ὁ Θεός εἶναι Δημιουργός καί πανταχοῦ παρών, ἀλλά αὐτό πού κυριότατα τόν χαρακτηρίζει εἶναι ἡ ἀγάπη. “Ο Θεός ἀγάπη ἐστι καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπη ἐν τῷ Θεῶ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτώ”. Αὐτό τόνισε ὁ Π. Γεωργουσόπουλος στήν ἐκπομπή του. Ὁπότε τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι: ἡ ἐπιστημονική καί τεχνολογική ἐξέλιξη ἔδωσε στόν ἄνθρωπο τήν δυνατότητα νά ἀγαπᾶ; Ἄν ὄχι, αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ τρόπος πού ἐπέλεξε νά γίνη “ὡς Θεός” ἔχει μέσα του τήν πλάνη τοῦ Πλάνου.

Ἡ διανοητική ἐπιστημονική γνώση δέν θεώνει τόν ἄνθρωπο. Ἔχει τήν ἀξία της, τήν ὁποία γευόμαστε καθημερινά, δέν μεταμορφώνει ὅμως τήν ὕπαρξή μας, γιατί δέν μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀνιδιοτέλεια καί τήν ἀγάπη.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέει, ὅτι ἐμεῖς γνωρίζουμε ὡς “παρεκτική” τῆς ἀληθοῦς γνώσεως “τήν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἐκπλήρωσιν”, διότι μόνο μέ αὐτή ἀποκτᾶ ὑγεία ἡ ψυχή. Καί, φυσικά, δέν μποροῦμε νά μιλᾶμε γιά ὑγεία τῆς ψυχῆς “τό γνωστικόν νοσούσης”. Γι’ αὐτό γνωρίζουμε ὅτι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ προσφέρουν γνώση ἀληθινή, ἀλλά καί θέωση. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ ποιητής τοῦ Ἀκαθίστου συνδέει τήν ἀπαλλαγή ἀπό τήν εἰδωλολατρία καί γενικά τήν πλάνη μέ τήν ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη. “Χαίρε ἥ της βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας• χαῖρε, ἥ του βορβόρου ρυομένη τῶν ἔργων. Χαῖρε, πυρός προσκύνησιν παύσασα• χαῖρε, φλογός παθῶν ἁπαλλάττουσα”. Ἡ ἀληθινή γνώση ἔχει κριτήριο τήν ἀγάπη, τήν “ἔκγονον τῆς ἀπαθείας”. Ὁ ὅσιος Σιλουανός ὁ ἀθωνίτης μάλιστα ἔλεγε ὅτι κριτήριο τῆς ἀλήθειας εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς.

Ἀληθινός εἶναι αὐτός πού ἀγαπᾶ, αὐτός πού συνδέεται μέ τόν φιλάνθρωπο Κύριο. Ἡ Ἐκκλησία θέλει νά μᾶς κάνη ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπη καί ἀγαπῶντες ἐν ἀληθεία. Αὐτό εἶναι ζωή καί φῶς τῶν ἀνθρώπων. Καί, οὐαί οἱ λέγοντες τό φῶς σκότος.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ