Γράφτηκε στις .

Γεγονὸς καὶ σχόλιο: Ἀφιλόσοφος καί παρατεταµένος ἐφηβικός βίος 

Διαβάζει κανείς στίς ἐφημερίδες διάφορες γνῶμες ἀνθρώπων πού τοῦ προκαλοῦν λύπη. Πρίν λίγες ἡμέρες διάβασα µιά φράση ἑνός σύγχρονου στοχαστή: «Ἓνας ἕνας φεύγουν οἱ καλοί -κι ἐγώ νιώθω πιό πολλή ἀγανάκτηση παρά λύπη. Δέν ἔχω καταλάβει ἀκόμα γιατί πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι. Κι ὅταν εἶναι ταλαντοῦχοι καί νέοι, ὀργίζομαι ἀκόμα περισσότερο». 

Μπορεῖ νά φαίνονται αὐτά λίγο στοχαστικά, κουλτουριάρικα, ὅμως στήν πραγματικότητα δέν εἶναι. Γιατί πάντοτε τό ἀνθρώπινο πνεῦμα ἀσχολοῦνταν µέ τό φαινόµενο τοῦ θανάτου. Οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι προσπαθοῦσαν νά ἀπαντήσουν στό ἐρώτημα γιατί ὑπάρχει ὁ θάνατος. Ὁ Πλάτωνας χαρακτήριζε τόν φιλόσοφο βῖο µελέτη θανάτου. Ποτέ ἕνας στοχαστής δέν μπορεῖ νά καταλήξη στὸ συμπέρασμα: «δέν ἔχω καταλάβει ἀκόμα γιατί πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι». Σημαίνει ὅτι δέν στοχάζεται, ὅτι ἀρνεῖται νά τό συζητήση, δέν εἶναι φιλόσοφος, καθώς ἐπίσης ὅτι διακρίνεται ἀπό ὑπαρξιακό κενό, πού εἶναι ἡ πηγή ὅλων τῶν ψυχικῶν, πνευματικῶν καί κοινωνικῶν ἀνωμαλιῶν. 

Ὅταν δέν μπορεῖ κανείς νά µελετήση τόν θάνατο καί, τό χειρότερο, δέν μπορεῖ νά καταλάβη «γιατί πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι», δέν µπορεῖ νά ἀντιληφθῆ καί τήν ζωή. Ζωή καί θάνατος εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένα µεταξύ τους, ὅπως ἡ ἡμέρα μέ τήν νύχτα. Μπορεῖ κανείς νά χαρῆ καί νά ἐκτιμήση τήν χαρά τῆς ἀνοιξιάτικης ἡμέρας, ὅταν τήν συγκρίνει μέ τήν χειμωνιάτικη νύχτα.΄Αλλά καί ἡ νύχτα ἔχει ἕνα µεγαλεῖο. Στήν Ἀμερική εἰσάγεται στίς Ἰατρικές Σχολές εἰδικό µάθηµα «θανατολογίας», γιατί γνωρίζουν ὅτι ἡ ἄρνηση µελέτης τοῦ θανάτου δημιουργεῖ ψυχική παραλυσία. 

Ἡ ἀγανάκτηση καὶ ἡ ὀργή μπροστά στό φαινόμενο καί τό μυστήριο τοῦ θανάτου δείχνει καί ψυχολογική ἀνωριμότητα. Ψυχολογικές καί Ψυχιατρικές ἔρευνες ἔχουν ἀποδείξει ὅτι ὑπάρχει ἕνας φυσιολογικός καὶ ἕνας παθολογικός θρῆνος. Ὁ πρῶτος διακρίνεται ἀπό τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος γρήγορα προσαρµόζεται στήν πραγματικότητα, ἀφοῦ περάσει ἀπό τήν ψυχική ὀδύνη καί τήν κατάθλιψη. Ὁ δεύτερος, ὁ παθολογικός, διακρίνεται ἀπό τήν καθυστέρηση στήν ἐμφάνιση τοῦ θρήνου καὶ τήν παράταση τῆς ἐξέλιξής του, µέ ἅμεσα ψυχικά καί σωματικά προβλήµατα. Ἔτσι, λοιπόν, ἡ ἁγανάκτηση καί ἡ ἀνικανότητα νὰ δεχθῆ κανείς τήν πραγματικότητα τοῦ θανάτου δείχνει ψυχολογική ἀνωριμότητα. 

Καί νά σκεφθῆ κανείς ὅτι τέτοιοι ἄνθρωποι, πού δέν ἔχουν λύσει τά ὑπαρξιακά τους προβλήματα, πού ζοῦν μιά παρατεταμένη ἐφηβεία, εἶναι διαµορφωτές τής κοινῆς γνώμης!

Ν.I. 

ΓΕΓΟΝΟΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΟ