Γράφτηκε στις .

Γεγονός καὶ Σχόλιο: Ὑπαρξιακές διαφορές πολιτισμῶν

Ὁ Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν κ. Μάριος Μπέγζος, ὁ ὁποῖος ἔχει συχνά ἕνα εὔστοχο καί πετυχημένο λόγο, σέ ἕνα ἀπό τά τελευταῖα του ἄρθρα ὑπογράμμισε τά ἀποφθέγματα δύο μεγάλων ἀνδρῶν πού ἐκφράζουν, ὁπωσδήποτε, δύο διαφορετικούς πολιτισμούς. Ὁ φιλόσοφος Ρενέ Ντεκάρτ εἶχε πῆ: “σκέπτομαι ἄρα ὑπάρχω”, ἐνῶ ὁ Ρῶσος ὀρθόδοξος φιλόσοφος Νικόλαος Μπερντιάεφ εἶπε: “πάσχω, ἄρα ὑπάρχω”.

Καί οἱ δύο φιλόσοφοι μιλοῦσαν γιά τήν ὕπαρξη, γιά τόν τρόπο τῆς ὕπαρξης, πράγμα τό ὁποῖο ἀπασχολοῦσε πάντοτε τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά ὅμως δίδαν διαφορετική αἰτία στήν ὕπαρξη. Ὁ ἕνας ταυτίζει καί συνδέει τήν ὕπαρξη μέ τόν ὀρθολογισμό, ὁ ἄλλος συνδέει τήν ὕπαρξη μέ τόν πόνο.

Ὁ ὀρθολογισμός θεωρεῖ ὅτι κέντρο ἑρμηνείας ὅλων των φαινομένων εἶναι μόνο ὁ λόγος, ἀγνοώντας ὅλες τίς ἄλλες ψυχικές ἐνέργειες. Ὅταν ὅμως κανείς ὀργανώνει τήν ὅλη του ζωή μέσα ἀπό λογικές ἤ λογιστικές σκοπιμότητες, τότε δέν ἀφήνει περιθώρια νά ἀναπτυχθῆ ἡ ἀγάπη, καί μέ αὐτόν τόν τρόπο γίνεται μιά διαρκῆς ἀπειλή γιά τούς συνανθρώπους του. “Σκέπτομαι, ἄρα ὑπάρχω” σημαίνει ὅτι κλείνομαι μέσα στά πλαίσια τοῦ ἀτομισμοῦ, καί κατ’ ἐπέκταση τοῦ ὠφελιμισμοῦ καί τῆς χρησιμοθηρίας. “Πάσχω, ἄρα ὑπάρχω” σημαίνει ξεφεύγω ἀπό τά ὅρια τοῦ ὀρθολογισμοῦ, καί βλέπω τίς γνωστικές δυνατότητες τοῦ “πάσχειν”, ἀφοῦ εἶναι δεδομένο ὅτι ὁ πόνος, τό πάθος, εἶναι ἕνα ὁριακό σημεῖο στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ τότε ἀναδύεται ὅλη ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, οἱ ἀδυναμίες ἀλλά καί οἱ δυνατότητές της.

Οἱ δύο αὐτές φράσεις, “σκέπτομαι, ἄρα ὑπάρχω” καί “πάσχω, ἄρα ὑπάρχω”, δείχνουν καί τήν διαφορά μεταξύ των δύο πολιτισμῶν, τοῦ λεγομένου δυτικοῦ πολιτισμοῦ καί τοῦ λεγομένου ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ. Χρησιμοποιῶ τήν λέξη λεγομένου, γιατί Δύση καί Ἀνατολή δέν νοοῦνται γεωγραφικά, ἀλλά πολιτιστικά. Ἡ Δύση κυριαρχεῖται ἀπό τήν σκέψη καί τήν χρησιμοθηρία, ἡ ὀρθόδοξη Ἀνατολή ἀπό τό πάθος. Οἱ δυτικοί κατασκευάζουν μηχανές καί θεωροῦν τούς ἄλλους ἀντικείμενα ἐκμεταλλεύσεως, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι πάσχουμε στόν ἐσωτερικό χῶρο γιά νά εἴμαστε ἄνθρωποι, καί στόν κοινωνικό χῶρο γιά νά βελτιώνουμε τίς συνθῆκες ζωῆς.

Οἱ Ὀρθόδοξοι πάσχουμε, ἀφοῦ ἔχουμε ἕναν πολιτισμό τῆς καρδιᾶς, τοῦ προσώπου καί ὄχι τοῦ ἀτόμου. Περνᾶμε μέσα ἀπό τήν μυστική δύναμη τοῦ σταυροῦ καί φθάνουμε στήν ἀνάσταση. Οἰκειοποιούμαστε θεληματικά τήν ὀδύνη, τόν πόνο καί ἔτσι θεραπεύουμε τήν ἡδονή. Πονᾶμε ἀπό τόν πόνο τῶν ἄλλων, δέν μποροῦμε νά ζοῦμε βλέποντας τήν ἀδικία γύρω μας. Εἴμαστε πονεμένοι, γι’ αὐτό καί σωσμένοι, πονεμένοι γι’ αὐτό καί ἀναστημένοι, πονεμένοι γι’ αὐτό καί ἄνθρωποι.

Τό ἔμβρυο ὅταν βγαίνη ἀπό τήν μήτρα τῆς μητέρας τοῦ κλαίει, πονάει, καί αὐτό εἶναι δεῖγμα ὅτι ὑπάρχει. Ὁ ἄνθρωπος ὅταν βρίσκεται μπροστά στήν κοινωνική ἀδικία, πονάει, δεῖγμα ὅτι αἰσθάνεται καί ἑπομένως ὑπάρχει• ὅταν ἀκούει τίς τύψεις τῆς συνείδησής του, πονάει καί αὐτό εἶναι δεῖγμα ὅτι ὑπάρχει ἀνθρώπινα• ὅταν βρίσκεται μπροστά στόν θάνατο ἀγαπημένων τοῦ προσώπων, πονάει, δεῖγμα ὅτι ὑπάρχει ὡς ὅν πού ἔχει σχέση καί κοινωνία.

Ἡ δυνατότητα τῆς ὕπαρξης συνδέεται μέ τόν ἑκούσιο, θεληματικό καί θεραπευτικό πόνο καί ὄχι μέ τήν σκέψη. Τό πέρασμα ἀπό τό “σκέπτομαι, ἄρα ὑπάρχω” στό “πάσχω, ἄρα ὑπάρχω” εἶναι πορεία ἀπό τήν τραγωδία στήν λύτρωση.

Ν.Ι.

ΓΕΓΟΝΟΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΟ