Γράφτηκε στις .

Γραπτὰ κυρήγματα: Κυριακή 4 Ἰουλίου

Θά ἀρχίσουμε ἀπό σήμερα, ὅπως κάνουμε κάθε χρόνο, τούς δύο αὐτούς μῆνες, Ἰούλιο καί Αὔγουστο, κατά τούς ὁποίους τά ὀρεινά χωριά, ἀλλά καί γενικά οἱ Ἐνορίες τῆς Μητροπόλεώς μας γεμίζουν ἀπό κόσμο, νά γράφουμε τό σύντομο γραπτό Κήρυγμα γιά νά διαβάζεται στίς Κυριακάτικες θεῖες Λειτουργίες, γιατί τό Κήρυγμα συνδέεται στενώτατα μέ τήν θεία Λειτουργία. Καί μάλιστα ἐφέτος θά ἀναφερόμαστε σέ κάποιον ἅγιό της ἡμέρας, ὅπως παρουσιάζεται στό Συναξάριο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Σήμερα, μεταξύ ἄλλων, ἑορτάζει καί ὁ μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης. Ὁ συναξαριστής ἀναφέρει ὅτι γεννήθηκε στήν Δαμασκό καί μάλιστα ἀπό τήν ἡλικία τῶν δεκατεσσάρων ἐτῶν ἔγινε Ἀναγνώστης ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Θεόδωρο. Ἦταν ὡραία αὐτή ἡ συνήθεια νά εἰσέρχωνται τά μικρά παιδιά, ἀπό τήν μικρή τους ἡλικία στήν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς Ἀναγνώστης ἀπεστάλη ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων στήν ἕκτη Οἰκουμενική Σύνοδο, ὅπου καί ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν μονοθελητῶν, οἱ ὁποῖοι δίδασκαν ὅτι στόν Χριστό ὑπῆρχε μόνο μία θέληση. Στήν συνέχεια ἔγινε Διάκονος, Ἱερεύς καί ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης.

Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης εἶναι γνωστός στήν ἐκκλησιαστική ζωή ἀπό δύο γεγονότα.

Πρώτον, ἀπό τίς θαυμάσιες ὁμιλίες τοῦ πάνω στίς Δεσποτικές καί Θεομητορικές ἑορτές καθώς ἐπίσης καί στίς ἑορτές διαφόρων ἁγίων. Ὁ λόγος τοῦ εἶναι συνεπτυγμένος καί οὐσιαστικός. Ὅταν διαβάζω τίς ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, θαυμάζω τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον εἶναι γραμμένες. Κινοῦνται μέσα σέ μιά παραδοσιακή γραμμή, δηλαδή ἀναφέρονται σέ θέματα πού πάντοτε ἀπασχολοῦσαν τόν ἄνθρωπο καί ἔχουν σχέση μέ τό τί ἦταν προηγουμένως ὁ ἄνθρωπος, πῶς διεφθάρη ἀπό τήν ἁμαρτία καί πῶς ἀνακαινίστηκε ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης ὁ λόγος τοῦ εἶναι ποιητικός. Χρησιμοποιεῖ συνεχῶς κοσμητικά ἐπίθετα καί προσπαθεῖ νά ἀνεβάση τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου στό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας.

Ἔπειτα ὁ ἅγιος Ἀνδρέας εἶναι γνωστός γιά τόν περίφημο μεγάλο Κανόνα πού συνέγραψε καί ὁ ὁποῖος ψάλλεται στούς Ναούς κάθε ἡμέρα τμηματικά τήν πρώτη ἑβδομάδα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί ὁλόκληρος πρός τό τέλος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Πρόκειται γιά ἕναν μεγαλειώδη Κανόνα, ἕνα θαυμάσιο ποίημα πού διακρίνεται γιά τήν θεολογία, τόν κατανυκτικό χαρακτήρα καί τόν ποιητικό λόγο. Ἐκεῖ περιγράφεται μέ ὡραῖο τρόπο ἡ δόξα τοῦ Ἀδάμ πρό τῆς πτώσεως, ἡ κατάσταση στήν ὁποία περιέπεσε μετά τήν πτώση, ἀφοῦ διεφθάρη ἡ ἀνθρώπινη φύση καί βεβαίως ἡ ἀνακαίνιση πού ἔγινε μέ τόν Χριστό.Μᾶς περιγράφει μέ καταπληκτικό τρόπο ποιός εἶναι ὁ φυσικός ἄνθρωπος καί ποιός ὁ παρά φύσιν ἄνθρωπος. Ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι φυσικός ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού ζῆ μέ τίς αἰσθήσεις καί τίς ἡδονές, ἐνῶ στήν οὐσία αὐτός εἶναι ὁ παρά φύσιν ἄνθρωπος, ἀφοῦ φυσικός ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος, πού ἔχει μέσα του τήν Χάρη τοῦ θεοῦ.

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχουν Ἅγιοι, ὡσάν τόν ἅγιο Ἀνδρέα Ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης, πού μᾶς δείχνουν ποιός εἶναι ὁ σκοπός καί ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου. Πρέπει νά καθρεπτιζόμαστε στήν ζωή καί τήν διδασκαλία τους καί νά τούς ἔχουμε πρότυπα, ὥστε νά βροῦμε καί ἐμεῖς τήν πραγματική μας πορεία καί νά παύσουμε νά εἴμαστε χαμένοι μέσα στό δάσος τῶν παθῶν.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

ΓΡΑΠΤΑ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ