Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Ἡ μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν

Ἄρθρο τοῦ Μητροπολίτου κ. Ἱεροθέου πού δημοσιεύθηκε στό ΒΗΜΑ τῆς ΚΥΡΙΑΚΗΣ 31 Ὀκτωβρίου 1999

Θεωρῶ ὅτι ἦταν σώφρων ἡ πρόταση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστοδούλου, τήν ὁποία κατέθεσε στήν Ἱεραρχία, νά μή γίνη συζήτηση πάνω στό θέμα τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματός του, πού εἶναι ἕνα θέμα λεπτό καί πολύ σοβαρό καί ἔχει πολλές προεκτάσεις. Καί βέβαια ἦταν ἐξ ἴσου σημαντική ἡ ἀποδοχή τῆς πρότασης ἀπό τήν Ἱεραρχία. Ὅλοι οἱ Ἱεράρχες ἐστάθησαν στό ὕψος τῶν περιστάσεων. Ὁ ἡγέτης, ἐκκλησιαστικός ἤ πολιτικός, φαίνεται ὅταν σέ κρίσιμες ὧρες κρατᾶ τήν ψυχραιμία του καί ἀντιμετωπίζει τά θέματα μέ νηφαλιότητα, τιθασεύοντας τίς ὀξύτητες πού ἀναφύονται. Καί στήν συγκεκριμένη περίπτωση μιά σύγκρουση μεταξύ της Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου θά εἶχε ὀδυνηρές συνέπειες γιά τήν Ἐκκλησία καί τό Ἔθνος. Ἔτσι, λοιπόν, ἔστω καί τήν τελευταία στιγμή ἔπρεπε νά ἀποφευχθῆ κάθε συζήτηση, ὅπως καί ἔγινε.

Ἡ παρέμβαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἴσως θεωρήθηκε ἀναγκαία, γιατί ἤδη ἀπό πολλῶν ἐτῶν ἔγιναν μονομερεῖς ἀλλαγές καί ἀλλοιώσεις τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου τοῦ 1850 καί τῆς Πατριαρχικῆς Πράξης τοῦ 1928 ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, σέ πολλά θέματα, ὅπως στήν εἰσαγωγή τοῦ μεταθετοῦ των Μητροπολιτῶν, τήν χειροτονία βοηθῶν Ἐπισκόπων, τίς πολιτικές ἐπεμβάσεις στά ἐκκλησιαστικά πράγματα κατά τήν διάρκεια τῆς ἑπταετίας μέ εὐθύνη Ἱεραρχῶν, τήν ἀλλαγή στόν τρόπο συγκροτήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου κλπ., καθώς ἐπίσης καί τώρα σέ μερικές ἐφημερίδες γίνεται λόγος γιά προσαρτήσεις ἄλλων ἐπαρχιῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου στό Αὐτοκέφαλό της Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁπότε τά πατριαρχικά αὐτά κείμενα ἀλλοιώνονται σημαντικά. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, πρόσφατα, κατά τήν ἐπίσκεψή του στήν Ἑλλάδα ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἔδωσε σαφές μήνυμα, ὅτι δέν θά δεχθῆ μείωση, αὔξηση καί ἀλλαγή στά πατριαρχικά αὐτά κείμενα.

Θά ἤθελα πάνω στό θέμα τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου νά ὑπογραμμίσω δύο σημεῖα τά ὁποῖα φανερώνουν τόν ἔντονο προβληματισμό, ἀλλά καί τήν σπουδαιότητα τοῦ θέματος.

1. Εἶχα τήν τιμή νά εἶμαι μέλος τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς πού συγκροτήθηκε γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος, καί ἀφ’ ἑνός μέν τοποθετήθηκα πάνω στό θέμα αὐτό κατά τήν συνεδρίαση τῆς Ἐπιτροπῆς πού ἔγινε στίς 17 Ἰουνίου 1999, ἀφ’ ἑτέρου δέ κατέθεσα τίς σκέψεις μου στόν Πρόεδρο τῆς Ἐπιτροπῆς Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο, πρό τῆς σύγκλησης τῆς Ἱεραρχίας. Θά παραθέσω μερικές ἀπό τίς θέσεις μου:

Κατ’ ἀρχάς ὑπάρχουν δύο συστήματα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἕνα εἶναι τό Μητροπολιτικό καί τό ἄλλο εἶναι τό Πατριαρχικό σύστημα. Διεξοδική ἀνάλυση τῶν συστημάτων αὐτῶν κάνει ὁ Νικόδημος Μίλας, στό σύγγραμμά του “Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον”. Κατά τούς ἱερούς Κανόνες ὁ Μητροπολίτης θεωρεῖται “πρώτος” τῶν Ἐπισκόπων πού ὑπάρχουν στήν συγκεκριμένη Ἐπαρχία καί ὁ ἔξαρχος Διοικήσεως, πού ταυτίζεται μέ τόν Πατριάρχη εἶναι πρῶτος των Μητροπολιτῶν πού ὑπάγονται στήν διοίκησή του.

Οἱ κανόνες πού συνήθως ἀναφέρονται στήν μνημόνευση καί τήν θέση τοῦ “πρώτου” στήν Ἐκκλησία, ἤτοι ὁ λδ' Ἀποστολικός, ὁ κγ' καί ὁ νς' τῆς Καρθαγένης, ὁ ἰθ' καί ἴς' τῆς Ἀντιοχείας κ.α., ἀναφέρονται στό Μητροπολιτικό σύστημα διοικήσεως, ὅπως ἑρμηνεύεται ἀπό τούς ἐγκρατεῖς κανονολόγους, ἤτοι τόν Βαλσαμῶνα, τόν Ζωναρά. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης λέγει ὅτι, “καθώς ὁ Μητροπολίτης εἶναι πρῶτος καί κεφαλή τῶν Ἐπισκόπων, οὕτως εἶναι καί ὁ Πατριάρχης, πρῶτος καί κεφαλή τῶν Μητροπολιτῶν, διά τοῦτο καί ὁ παρών Ἀποστολικός Κανών, ὄχι περισσότερον νοεῖται διά τούς Ἐπισκόπους πρός τόν Μητροπολίτην, παρά διά τούς Μητροπολίτας πρός τόν Πατριάρχην, ἀλλ’ ἐξ ἴσου καί διά τούς δύο ὁμού”.

Ὅμως ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπό τήν ἀρχή τῆς αὐτοκεφαλίας της δέν ὑπάγεται σέ κανένα ἀπό τά δύο αὐτά συστήματα, ἀλλά διασώζει στοιχεῖα τοῦ ἀρχεγόνου ἀποστολικοῦ τρόπου διοικήσεως, στό ὁποῖο δέν ὑπάρχει “πρώτος”, ἀλλά πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, καί αὐτό θεωρεῖται τιμητικό. Ἄν θέλουμε νά ξεφύγουμε ἀπό τό ἀποστολικό σύστημα διοικήσεως, τότε ἀναγκαστικά ὁδηγούμαστε στήν διοίκηση πού προβλέπεται ἀπό τούς ἱερούς Κανόνας. Πρέπει δέ νά ὑπομνησθῆ ὅτι ἡ θέση τοῦ “πρώτου” ἔχει νόημα ὅταν ἡ Ἐκκλησία διοικεῖται κατά τούς ἱερούς Κανόνας, οἱ ὁποῖοι προϋποθέτουν Σύνοδο ὅλων των Ἐπισκόπων καί ὄχι Διαρκῆ Σύνοδο. Δηλαδή, οἱ ἱεροί Κανόνες κάνουν λόγο γιά Σύνοδο ὅλων των Ἱεραρχῶν, ἡ ὁποία θά συγκαλῆται μιά μέ δύο φορές τόν χρόνο, καί ὁσάκις ὑφίσταται ἀνάγκη, καί ἡ ὁποία ἐξουσιοδοτεῖ τόν “πρῶτο” γιά τήν διεκπεραίωση τῶν ἀποφασισθέντων θεμάτων. Ἀλλά ἡ ὕπαρξή της (μή κανονικῆς) Διαρκοῦς Συνόδου ὑποκαθιστᾶ τήν θέση τοῦ “πρώτου”. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος “πρώτη” εἶναι ἡ Διαρκής Σύνοδος καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Πρόεδρος τῆς Συνόδου.

Ὁ τρόπος αὐτός διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας μᾶς καθορίστηκε ἀπό τόν Πατριαρχικό Τόμο τοῦ 1850, ὁπότε δεσμευόμαστε στό νά γίνη μονομερής ἀλλαγή στόν τρόπο μνημονεύσεως, γιατί ὁ Πατριαρχικός τόμος τοῦ 1850 καί οἱ μετέπειτα τρεῖς Πατριαρχικές Πράξεις (1866, 1882 καί 1928) οἱ ὁποῖοι κατοχυρώνονται καί συνταγματικῶς, σαφῶς ὁρίζουν ὅτι οἱ Μητροπολίτες πρέπει νά μνημονεύουν τήν Ἱερά Σύνοδο, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἀπρόσωπη, ἀλλά ἀποτελεῖται ἀπό συγκεκριμένα πρόσωπα. Καί βέβαια κάθε ἀλλαγή δέν μπορεῖ νά γίνεται μονομερῶς, ἀλλά μέ συμφωνία τῶν τριῶν παραγόντων πού τήν ὑπέγραψαν, ἤτοι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας.

Μάλιστα δέ ἔγραφα στό κείμενο πού κατέθεσα στήν Ἐπιτροπή, ὅτι δέν πρέπει νά τεθῆ πρός συζήτηση τό θέμα αὐτό στήν Ἱεραρχία τοῦ Ὀκτωβρίου, πρίν γίνη ἡ σχετική συζήτηση μεταξύ ἐκπροσώπων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ὥστε νά διαπιστωθοῦν οἱ προθέσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί νά ἐπιτευχθῆ συμφωνία, γιατί διαφορετικά θά ὑπάρξη πρόβλημα μεταξύ των Ἐκκλησιῶν. Δυστυχῶς, ἀπό ὅ,τι φάνηκε στήν συνέχεια, δέν ἔγινε ἀποδεκτή αὐτή ἡ πρόταση.

2. Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλος μέ τήν πρότασή του νά μή γίνη συζήτηση στήν Ἱεραρχία πάνω στό θέμα τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματός του στήν πραγματικότητα ἀκολούθησε τήν τακτική δύο μεγάλων καί σπουδαίων Προκατόχων του.

Ἀπό τήν πρόσφατη ἐκκλησιαστική ἱστορία διαπιστώνεται ὅτι στόν εἰκοστό αἰώνα δύο φορές ἐτέθη θέμα ἀλλαγῆς τοῦ Τόμου ὡς πρός τό σημεῖο αὐτό, ὥστε καί οἱ Μητροπολίτες νά μή μνημονεύουν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀλλά τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν. Τώρα εἶναι ἡ τρίτη φορά. Τήν πρώτη φορά ἐτέθη στήν πρώτη Ἱεραρχία μετά τήν ἐκλογή τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου (1923) καί τήν δεύτερη φορά κατά τήν περίοδο τῆς Ἀρχιεπισκοπείας τοῦ Δαμασκηνοῦ Παπανδρέου (1941). Καί στίς δύο περιπτώσεις δέν ἐλήφθη τελική ἀπόφαση. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἐπί Χρυσοστόμου τήν πρώτη ἡμέρα ψηφίστηκε ἡ ἀλλαγή τοῦ τρόπου μνημονεύσεως, ἀλλά τήν ἑπομένη ἡμέρα, ὕστερα ἀπό ἀντιδράσεις τῶν Ἀρχιερέων πού ἀπουσίαζαν, ἀλλά ἐν τῷ μεταξύ εἶχαν ἔλθει, τό ἀπέσυρε ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος λέγοντας: “Παρακαλῶ τήν Ι. Σύνοδον ν’ ἀναγραφῶσιν ἐν τῷ Νόμω οἱ τίτλοι καί διαγραφή τό μνημόσυνον”. Ἐπίσης εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι καί κατά τήν διάρκεια τῆς Συνεδριάσεως ἐπί Ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ δημιουργήθηκαν ἀντιδράσεις, ὁπότε ὁ Δαμασκηνός ἐξαναγκάστηκε οὐσιαστικά νά τό ἀποσύρη, ἀφοῦ τό θέμα παραπέμφθηκε σέ ἐξέταση ἀπό εἰδική ἐπιτροπή Κληρικῶν καί λαϊκῶν, ἡ ὁποία βέβαια δέν γνωρίζω ἄν συγκροτήθηκε ἤ τί ἀποφάσισε. Ὅμως εἶναι γνωστόν ὅτι δέν ἐτέθη πάλι στήν Ἱεραρχία πρός συζήτηση καί παρέμειναν τά πράγματα ὅπως εἶχαν ὁρισθῆ μέ τόν Πατριαρχικό Τόμο τοῦ 1850 καί τήν Πατριαρχική Πράξη τοῦ 1928.

Εἶναι ἐπίσης σημαντικό νά λεχθῆ ὅτι τήν πρώτη φορά (1923) ἀπεσύρθη κατόπιν οὐσιαστικῆς παρεμβάσεώς του τότε Μητροπολίτου Κορινθίας Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος, ὡς νέος Ἀρχιερεύς, καί στήν ἡλικία καί στήν ἐκλογή, ὑπεστήριξε ὅτι οἱ Κανόνες πού χρησιμοποιοῦνται συνήθως γιά τήν θέση τοῦ “πρώτου” στήν Ἐκκλησία ἀναφέρονται στίς σχέσεις τῶν Ἐπισκόπων πρός τούς Μητροπολίτας καί κατέληξε: “αἵ σχέσεις μεταξύ Ἀθηνῶν καί Μητροπολιτῶν τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας δέν εἶναι ὅμοιαι μέ τήν τῶν Ἐπισκόπων της περιφερείας πρός τόν Μητροπολίτην αὐτῆς, ἡ δέ μνημόνευσις ἀπροσώπου της Ι. Συνόδου ἐννοεῖ τούς ἀπαρτίζοντας αὐτήν”. Ὅμως, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης Κορινθίας ἔγινε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, ἐπεδίωξε τήν εἰσαγωγή τοῦ μνημοσύνου τοῦ ὀνόματός του ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς, ἀλλά τελικά, μετά ἀπό ἀντίδραση, παρέπεμψε τό θέμα σέ Ἐπιτροπή πρός μελέτη.

Γιά τήν ἱστορία τοῦ θέματος πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι τήν εἰσαγωγή τοῦ μνημοσύνου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν ὑπεστήριζαν οἱ προσκείμενοι Ἀρχιερεῖς στούς τότε Ἀρχιεπισκόπους, ἐνῶ οἱ μή προσκείμενοι τό πολεμοῦσαν. Ἀπό ὅ,τι φαίνεται τά ἐλατήρια ἦταν προσωπικά.

Συνήθως, λέγεται ὅτι ὁ Πατριαρχικός Τόμος τοῦ 1850 καθόριζε νά μνημονεύουν οἱ Ἀρχιερεῖς τήν Ἱερά Σύνοδο καί ὄχι τόν τότε Μητροπολίτη Ἀθηνῶν γιά νά τιμωρηθῆ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἡ ὁποία προχώρησε αὐτοβούλως στήν ἀντικανονική ἀνακήρυξη τοῦ αὐτοκεφάλου. Ὅμως ἡ ἀλήθεια εἶναι διαφορετική. Στήν εἰσήγησή του τό 1941, ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος ὑποστήριξε τήν ἄποψη ὅτι μέ τήν αὐθαίρετη ἀνακήρυξη τοῦ αὐτοκεφάλου το 1833, κανείς ἀπό τούς τότε Ἐπισκόπους δέν ἀνελάμβανε τήν Προεδρία τῆς Συνόδου, γιά τόν φόβο τῆς καθαιρέσεώς του ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, ἡ προεδρία τῆς Συνόδου ἀνετίθετο διαδοχικῶς κάθε ἔτος σέ διαφόρους Ἀρχιερεῖς, ὅπως στόν Κυνουρίας Διονύσιο, τόν Ἀργολίδος Κύριλλο, τόν Ἀττικῆς Νεόφυτο, τόν Δαμαλῶν Ἰωάννη, κλπ. Συνέβαινε μάλιστα πολλές φορές ὁ Μητροπολίτης Ἀττικῆς νά μή εἶναι καί μέλος τῆς Συνόδου, ἔστω καί ἄν ἡ Σύνοδος συνεδρίαζε στά ὅριά του. Ἔτσι, λοιπόν, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ τήν ἀναγνώριση τοῦ αὐτοκεφάλου της Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τό 1850, βρῆκε μιά κατάσταση ἀντικανονική καί τήν βελτίωσε σημαντικά, μέ τό νά ὁρίση τόν Μητροπολίτη Ἀθηνῶν ὡς Πρόεδρο τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου καί τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Ἀλλά καί μέ τήν παραχώρηση ἐπιτροπικῶς τῶν Νέων Χωρῶν στήν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τό 1928 δέν ἄλλαξε τό καθεστώς τῆς μνημονεύσεως, διότι οἱ Μητροπολίτες τῶν Νέων Χωρῶν ἐκλαμβανόμενοι ὡς Ἱεράρχες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ὅπως ἐπανειλημμένως τονίζεται στήν Πατριαρχική Πράξη, ἐθεωροῦσαν ὡς “πρώτον” τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ὁπότε δέν ἦταν δυνατόν νά μνημονεύουν δύο “πρώτους”, δύο κεφαλές. Ἐπειδή, λοιπόν, τό σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι σύνθετο καί πολύπλοκο, γι’ αὐτό καί ὁ ἰσχυρός Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Δαμασκηνός ὑπεχώρησε, ἀφοῦ ἐγνώριζε ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο δέν ἦταν διατεθειμένο νά ἀπεμπολήση οὐσιαστικά δικαιώματά του καί νά συντελέση τό ἴδιο στήν ἀποδυνάμωσή του. Ἀλλά καί οὔτε συμφέρει τόν ἑκάστοτε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν νά μνημονεύεται μόνον ἀπό τήν μισή Ἱεραρχία, ἀποδυναμώνοντας κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τήν θέση του.

Θά ἤθελα νά ἐπανέλθω σέ αὐτό πού ἔγραψα στήν ἀρχή, ὅτι ἡ ἀναβολή τῆς συζητήσεως γιά τήν διεξοδική μελέτη τοῦ ὅλου θέματος καί ἡ παραπομπή του στούς διαλόγους μεταξύ των δύο Ἐκκλησιῶν ἦταν ἕνα πολύ σημαντικό ἔργο καί ἔδειξε τήν ψυχραιμία, ἀλλά καί τόν σεβασμό πού τρέφουν στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τόσο ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλος, ὅσο καί οἱ Ἱεράρχες τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας.