Γράφτηκε στις .

Γεγονότα καὶ Σχόλια: Δέν ὑπάρχουν ἄνθρωποι χωρίς μέλλον - Εὐαισθησία μέ καθυστέρηση

Δέν ὑπάρχουν ἄνθρωποι χωρίς μέλλον

Τό ἐρέθισμα γιά τό σχόλιο αὐτό ἔδωσε ἡ ἐφημερίδα “Τό Βήμα”, τῆς 16ης-1-2000, μέ ἀφιέρωμά της σέ ὀκτώ μελλοθάνατους τῶν ἀμερικανικῶν φυλλακῶν, τούς ὁποίους ὀνομάζει “ἀνθρώπους χωρίς μέλλον”. Ἕνα ἀπό τά κεντρικά σημεῖα τοῦ ἀφιερώματος ἦταν ἡ ἀντιμετώπιση τῆς ἰδέας τοῦ θανάτου. Στήν πατερική μας παράδοση ἡ μνήμη τοῦ θανάτου δέν ἐξαντλεῖται στήν φυσική σκέψη, ὅτι ὅλοι κάποτε θά πεθάνουμε. Εἶναι μιά πνευματική ἐμπειρία, ἀποτέλεσμα τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ μέσα στόν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία ἀπελευθερώνει τό νοῦ ἀπό κάθε γήϊνο λογισμό. Αὐτός πού ἔχει τήν μνήμη τοῦ θανάτου δέν αἰσθάνεται “ἄνθρωπος χωρίς μέλλον”, γιατί προγεύεται τήν ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος καί μέ τήν αἴσθηση αὐτῆς τῆς ζωῆς ἀντιλαμβάνεται τόν θάνατο. Δέν ὑπάρχει, ἄλλωστε, ἄνθρωπος χωρίς μέλλον, ἀνεξάρτητα ἀπό τό τί αἰσθάνεται κανείς. Οὔτε καί ὁ καταδικασμένος ἀπό τήν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη σέ θάνατο μπορεῖ νά θεωρηθῆ ἔτσι. Ἡ ἀντίληψη, ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι χωρίς μέλλον, εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς ὑλιστικῆς θεωρήσεως τῆς ζωῆς. Τό θέμα εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὡς ὑπόσταση, δέν πεθαίνει. Τό σῶμα διαλύεται, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο σῶμα. Ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔχει αἴσθηση τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ μέσα του ἤ δέν φοβᾶται τόν θάνατο, λόγω ἀναισθησίας, ἤ διαλύεται μπροστά του ἤ συμβιβάζεται καί προσπαθεῖ νά μή τόν σκέφτεται, προκειμένου νά μή χάση τό ἠθικό του. Εἶναι χαρακτηριστικές οἱ μαρτυρίες δύο μελλοθανάτων ἀπό αὐτούς πού παρουσιάζει “Τό Βήμα”.

“-Σέ τρομάζει το νά κοιτᾶς τόν θάνατό σου;” Προσπαθῶ νά μή τό σκέφτομαι. Εἶναι ἀρκετά βαρύ ἀπό μόνο του νά ξέρεις ὅτι κάποιος σ’ ἔχει καταδικάσει σέ θάνατο. Ἀλλά ἄν παραιτηθῶ, δέν πρόκειται νά μέ βοηθήσει σέ κάτι. Δέν θέλω νά εἶμαι ἠττοπαθής, σέ στύλ “τί νά κάνω ἀφοῦ, ἔτσι κι ἀλλοιῶς, θά πεθάνω”, γιατί ἅμα μέ πιάσει αὐτό τότε εἶναι πού πάω χαμένος”.

Ὁ ἄλλος εἶχε διαφορετική ἀντιμετώπιση. Στήν ἐρώτηση, ἄν ἀποδέχθηκε μέσα του τήν ἰδέα τοῦ θανάτου του, ἀπάντησε:

“Έχω τήν αἴσθηση ὅτι ὅλοι ὅσοι γεννιοῦνται κάποια μέρα πεθαίνουν. Ἁπλῶς δέν ξέρεις τό πότε. Ἐγώ ξέρω ὅτι θά πεθάνω. Δυστυχῶς, θά εἶναι μέσω ἐκτέλεσης. Δέν εἶναι κάτι πού μέ φοβίζει. Δέν λέω, θά μοῦ ἄρεσε νά ζήσω ὥσπου νά γεράσω. Ὡς τά βαθιά γηρατειά. Ἀλλά ἄν ἔρθει νωρίτερα, δέν μπορῶ παρά νά τόν ἀποδεχθώ”.

Τό θέμα δέν εἶναι νά συμβιβασθῆ κανείς μέ τήν ἰδέα τοῦ βιολογικοῦ θανάτου, ἀλλά νά τόν βιώση ὡς καθαρτική ἐνέργεια ἀπό ὅλα τα μάταια καί ψευδῆ πού δέν ὑπάρχουν μετά τήν ἐπέλευσή του.

Γιατί ὁ ἄνθρωπος καί μετά τόν βιολογικό του θάνατο ἔχει “μέλλον”.

Εὐαισθησία μέ καθυστέρηση

Ὅταν ἀνταποδίδουμε τό κακό πού μᾶς ἔκαναν ἐπεκτείνουμε τήν ἐνέργειά του στόν κόσμο. Ἐνῶ, ὅταν ἀνταποδίδουμε καλό ἀντί κακοῦ, σταματοῦμε τήν ἐξέλιξη τοῦ κακοῦ καί τό ἐξαφανίζουμε. Αὐτή τήν εὐαγγελική ἐντολή προσεγγίζει μέσα ἀπό ἀρνητικές ἐμπειρίες ἕνας μελλοθάνατος τοῦ ἀφιερώματος τοῦ Βήματος, ὁ ὁποῖος ἔγινε εὐαίσθητος μέσα στό πρόβλημά του.

Σχετικά μέ τή θανατική ποινή εἶπε: “Ἔχεις κάποιον πού σκοτώνει ἕναν ἄλλον. Καί ἐσύ σκοτώνεις αὐτόν. Καί ὕστερα λές ὅτι εἶναι κακό νά σκοτώνεις”. Τό θέμα, βέβαια, εἶναι νά μή σκεφτόμαστε ἔτσι ὅταν ἐπιθυμοῦμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἐμεῖς ἀπό τόν πόνο, ἀλλά ὅταν θέλουμε νά μή πονέσουν οἱ ἄλλοι.

π.Θ.Α.Β.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ