Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ὁ Παπαδιαμάντης στόν καιρό τῆς παγκοσμιοποίησης

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

“Ο Παπαδιαμάντης εἶναι ἕνας παγκόσμιος συγγραφέας”. Αὐτό δέν τό εἶπε κάποιος “γραφικός ὀπαδός θρησκευτικοεθνικιστικού φανατισμού”, ἀλλά ἡ Γερμανίδα ὑπεύθυνός του Ἰνστιντούτου Γκαῖτε γιά τίς πολιτιστικές ἐκδηλώσεις στήν Ἑλλάδα κ. Ἀντρέα Σέλιγκερ. Σχετικό ἄρθρο τῆς ἐφημερίδας Καθημερινή (13-2-2000) μᾶς πληροφορεῖ, ὅτι ἡ κ. Σέλιγκερ ἔχει κάνει μιά ὑποδειγματική μετάφραση τῆς “Φόνισσας” τοῦ Παπαδιαμάντη στά Γερμανικά, ἡ ὁποία ἀπέσπασε ἐπαινετικά σχόλια ἀπό αὐστηρούς Γερμανούς κριτικούς. Γνώρισε μάλιστα καί σημαντική ἐκδοτική ἐπιτυχία, ἀφοῦ μέσα σέ λίγα χρόνια ξεπέρασε τά 10.000 ἀντίτυπα σέ πωλήσεις.

Ἕνα σημαντικό στοιχεῖο τῆς τοποθετήσεως τῆς κ. Σέλιγκερ ἀπέναντι στήν Ἑλλάδα καί τόν πολιτισμό τῆς εἶναι ὅτι δέν διακατέχεται ἀπό τό σύνδρομο τῆς ρομαντικῆς ἀρχαιοπληξίας, οὔτε ἀπό τίς προκαταλήψεις τῶν Φράγκων γιά τήν παράδοση τῆς ἀνατολικῆς ὀρθόδοξης Ρωμηοσύνης. Ἀγάπησε τήν σύγρονη Ἑλλάδα, μέ ὅλες τίς παραμέτρους της, γνωρίζοντας τόν καθημερινό τρόπο ζωῆς τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων, πού διαφέρει σημαντικά ἀπό ἐκεῖνον τῶν Γερμανῶν. Τήν “τράβηξε”, ὅπως λέει, “ὁ διαφορετικός τρόπος ὀργάνωσης τοῦ χρόνου, τό ὅτι ὅλα ἦταν στίς διαστάσεις τοῦ ἀνθρώπου, φτιαγμένα γιά τόν ἀνθρωπο”. Ἐπισημαίνει, μάλιστα, κριτικά τήν διαφορά τοῦ κέντρου βάρους τοῦ ἑλληνικοῦ τρόπου ζωῆς ἀπό τόν ἀντίστοιχό των δυτικῶν προηγμένων κοινωνιῶν. “Στις προηγμένες δυτικές κοινωνίες, λέει, ἔχει βαρύτητα τό σύστημα αὐτό καθαυτό. Ἡ προτεραιότητα δίνεται στή λειτουργία τοῦ συστήματος. Στήν Ἑλλάδα συμβαίνει τό ἀντιθετο”.

Ὁ Παπαδιαμάντης τήν βοήθησε νά συνδεθῆ βαθύτερα μέ τόν πνευματικό πλοῦτο πού κληρονόμησε ἡ σύγχρονη Ἑλλάδα, εἴτε αὐτός προέρχεται ἀπό τήν Ἀνατολή εἴτε τά Βαλκάνια εἴτε τήν ἑλληνική διασπορά εἴτε εἶναι αὐτόχθων. Ἀπό τήν σύντομη ἀναφορά πού κάνει τό ἄρθρο τῆς Καθημερινῆς στίς ἀπόψεις τῆς κ. Σέλιγκερ, φαίνεται ὅτι στή συνείδησή της ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι “παγκόσμιος συγγραφέας”, λόγω του ὅτι ἐκφράζει αὐθεντικά τήν οἰκουμενικότητα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, στήν διαχρονική του πορεία καί ἐξέλιξη.

Εἶναι γεγονός, βέβαια, ὅτι ὁ καθένας βλέπει τόν συγγραφέα πού μελετάει ἀπό τήν δική του μερική ὀπτική γωνία. Αὐτό δέν τό λέω γιά τήν κ. Σέλιγκερ, γιά τήν ὁποία γνωρίζω μόνον ὅσα γράφει ἡ Καθημερινή. Τό λέω γιατί στή συνέχεια θά ὑποστηρίξω μιά ἄποψη, σχετικά μέ τήν “παγκοσμιότητα” τοῦ Παπαδιαμάντη, ἡ ὁποία μπορεῖ νά μήν εἶναι ἀποδεκτή ἀπό ὁρισμένους. Αὐτά βέβαια πού θά ἀναφέρω ἔχουν διατυπωθεῖ ἀπό πολλούς, ἀλλά σέ διαφορετική προοπτική καί συνάφεια. Παλαιότερα δέν εἴχαμε ἔντονο τόν πειρασμό τῆς παγκοσμιοποίησης.

Πιστεύω ὅτι ἡ “παγκοσμιότητα” τοῦ Παπαδιαμάντη ὀφείλεται στήν “φιλοκαλική” κληρονομιά πού προσέλαβε στή Σκιάθο, κατ’ ἀρχήν ἀπό τόν Πατέρα τοῦ οἰκονόμο πάπα-Ἀδαμάντιο καί μέσω αὐτοῦ ἀπό τούς συγγενεῖς του ἡγουμένους τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουνιστρίας, οἱ ὁποῖοι ἦταν “κολλυβάδες”, δηλαδή συνεχιστές τῆς παραδόσεως τοῦ ἡσυχασμοῦ. Ὁ Παπαδιαμάντης στά κείμενά του φαίνεται ὅτι γνωρίζει τήν ἀνθρώπινη ψυχή μέσα ἀπό τήν ἀνάλυση περί λογισμῶν καί παθῶν πού κάνουν οἱ νηπτικοί Πατέρες τῆς Φιλοκαλίας. Γνωρίζει, δηλαδή, μέ ὀρθόδοξες προϋποθέσεις καί κριτήρια, τήν παθολογία τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, τήν αἰτιολογία τῆς διαστροφῆς της, τό ἰάσιμο ἤ τό “παρ’ ἀνθρώποις ἀνίατον” τῆς ἀσθένειάς της. Αὐτό τοῦ δίνει τήν δυνατότητα νά βλέπη καθαρά τα πρωταρχικά πάθη τοῦ ἀνθρώπου, πού δέν γνωρίζουν σύνορα καί φυλετικές ἤ ἄλλες διακρίσεις, κι αὐτό ὄχι ἀφηρημένα, ἀλλά μέσα ἀπό τίς ἀληθινές ἱστορίες συγκεκριμένων καθημερινῶν ἀνθρώπων. Καί τό σημαντικότερο, τοῦ δίνει τήν ἐλευθερία νά στέκεται ἀπέναντι στά πρόσωπα τῶν διηγημάτων τοῦ φιλάνθρωπα. Ἡ κριτική του δέν ἀπορρίπτει τά πρόσωπα• ἐντοπίζει τίς πληγές καί κατακρίνει τήν ἀσθένεια. Μέ μιά φυσικότητα, πού αἰχμαλωτίζει τήν προσοχή τοῦ ἀναγνώστη, ἐκφράζει μέ εἰλικρίνεια τίς κρίσεις του γιά πρόσωπα καί καταστάσεις, χωρίς νά προκαλῆ. Εἶναι ὀρθόδοξος καί ἡ ὀπτική του φωτίζεται ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Φιλοκαλίας.

Θέλω στή συνέχεια νά ἀναφέρω ὁρισμένα ἀποσπάσματα ἀπό τήν “ἱστορική παρέκβαση” πού κάνει στήν “Γυφτοπούλα”, στήν ὁποία, μέσα ἀπό ἱστορικά δεδομένα, μιλάει γιά τόν Γεώργιο Γεμιστό καί τόν καρδινάλιο Βησσαρίωνα. Δύο ἀνθρώπους πού ἀνήκουν στό “δαιμονιακό πανθεο” τοῦ Παπαδιαμάντη, μέ ἀπόψεις καί στάσεις ζωῆς στούς ἀντίποδες τῶν δικῶν του.

Ἀναφερόμενος στά εἰδωλολατρικά μυστήρια πού τελοῦσε ὁ Γεμιστός στό ἄντρο του, γράφει: “Τά μυστήρια ταῦτα ἤσαν κατά μίμησιν τῶν ἀρχαίων μυστηρίων, ἤσαν ἀλλόκοτοι τελεταί αἵτινες εὐλόγως ἐνεποίουν κακήν ἐντύπωσιν εἰς τούς χωρικούς των περιχώρων. Καί δέν ἤσαν μέν πολλοί θεαταί τῶν τελετῶν τούτων, ἀλλ’ ἡ φήμη αὐτῶν παρεῖχεν ἀπαισιωτέραν φήμην, καί καθίστα αὐτά φοβερώτερα ἤ ὅσον πράγματι ἤσαν. Δικαίως ἄρα ὁ Γεώργιος Γεμιστός ἐφημίζετο ὡς μάγος εἰς τά περίχωρα. Καί ὅμως ὁ ἀνήρ οὗτος εἶχεν εὐεργετήσει ὅλην τήν Πελοπόννησον. Τούς ὑπ’ αὐτοῦ συνταχθέντας νόμους πάντες οἱ νεώτεροι ἱστορικοί εὐδοκούσι νά μνημονεύωσιν ὡς ὠφελίμους καί χρηστούς. Εἶχεν εὐεργετήσει τόν λαόν τῆς Πελοποννήσου, καί ὅμως εἶχε κακήν φήμην. Ἅς φαντασθῆ τίς πόσον χείρονα φήμην θά εἶχεν ἄν εἶχε πράξει κακόν, ἤ ἄν οὐδενός ὠφελήματος εἶχε γίνει αἴτιος εἰς τούς συμπολίτας τού”. Ὁ Παπαδιαμάντης δέν μνημονεύει τόν Γεμιστό μόνον ὡς “μάγο”, ἀλλά καί ὡς εὐεργέτη τῆς Πελοποννήσου, κρατώντας στάση ἀπορίας ἀπέναντι στήν κακή γνώμη πού εἶχε ὁ πελοποννησιακός λαός γί αὐτόν.

Στήν περιγραφή τῆς ἐσωτερικῆς πάλης τοῦ “ἐξωμότου” Βησσαρίωνος εἶναι καταπληκτικός: “Ἡ φιλοπατρία τοῦ καρδιναλίου Βησσαρίωνος καί οἱ συνεχεῖς αὐτοῦ καί καρτερικοί ἀγῶνες, οὖς ἠγωνίσθη ὅπως πείση τούς ἐν τῇ Ἑσπερία νά ἔλθωσιν ἐπίκουροι ἠμῶν κατά τό βαθύν ἐκεῖνον καί σκοτεινόν μεσαίωνα, ἡ παιδεία καί ἡ πολυμάθεια αὐτοῦ, ἡ ἐγκράτεια καί σωφροσύνη τοῦ βίου, τό μακρόν μαρτύριον ὅπερ ὑφίστατο ἔξωθεν μέν ἐκ τῆς δυσπιστίας καί ψυχρότητος τῶν περί αὐτόν, ἔσωθεν δέ ἐκ τῶν ἐλέγχων τῆς ἰδίας αὐτοῦ συνειδήσεως, οὐδέν δύναται νά ἐκπλύνη τό ἄγος τοῦ ἐξωμότου. Τό μόνον ὅπερ ἠδύνατο ἐν μέρει ν’ ἀναπαύη τήν κεκμηκυία ταύτην συνείδησιν ἦτο ἡ ἐνδόμυχος αὐτοῦ πεποίθησις, ἤ μᾶλλον ἡ ἔνδεια πάσης πεποιθήσεως χριστιανικῆς. Ὁ καρδινάλιος Βησσαρίων, ἱεράρχης δύο χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν ἐξ ὑπαμοιβῆς, οὐδεμίαν εἶχεν εἰς τόν χριστιανισμόν πίστιν”. Γνωρίζει ὁ Παπαδιαμάντης ὅτι ἡ ἐγκράτεια καί ἡ σωφροσύνη συνδυασμένες μέ τήν παιδεία μπορεῖ νά ὑπάρχουν σέ ψυχή πού “οὐδεμίαν ἔχει εἰς τόν Χριστιανισμόν πίστιν”. Καί τό σημαντικότερο εἶναι ὅτι ἡ “κεκμηκυία” ἀπό ἐσωτερικές συγκρούσεις συνείδηση βρίσκει “ἀναπαυση” στήν ἀπιστία. Δέν πιστεύει, ὁπότε γι’ αὐτήν οἱ τύψεις ἔχουν ἀδύνατη φωνή. Ὁ φυσικός νόμος τῆς συνείδησης ἀργεῖ. Οἱ ἰσχυροί ἐσωτερικοί ἔλεγχοι εἶναι προνόμιο τῶν πιστευόντων, οἱ ὁποῖοι μέ τήν ἐλπίδα στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ τούς μεταμορφώνουν σέ δύναμη μετάνοιας.

Στό ἄντρο τοῦ Γεμιστοῦ, γράφει ὁ Παπαδιαμάντης, “ἤρχοντο” ἐπισκέπτες γιά “νά συζητήσωσι μετά τοῦ διδασκάλου τά αἰωνίως ἄλυτα ἐκεῖνα ζητήματα, τά ἄψαυστα καί συγκεχυμένα, ἅτινα ἔχουσι τήν ἰδιότητα ὅσον πλειότερον τά κινεῖ τίς, τόσον ἀδρανῆ νά μένωσι, καί ὅταν μᾶλλον ἐπιμόνως ζητῆ τίς νά τά διαφωτίση, τόσον νά καθίστανται σκοτεινότερα”.

Μέσα στά κείμενα τοῦ Παπαδιαμάντη ἀντιμετωπίζονται τά “αἰωνίως ἄλυτα” γιά τόν ἀνθρώπινο στοχασμό προβλήματα, μέσα ἀπό καθημερινές ἱστορίες ἁπλῶν ἀνθρώπων τῆς Σκιάθου, πού ἡ ὀρθόδοξη ματιά τοῦ Κοσμοκαλόγερου τά κατέστησε παγκόσμιο σύμβολο.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ