Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ὅσιος Παχώμιος, 15 Μαΐου

Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Ὅσιος Παχώμιος, 15 ΜαΐουὩς ἡμέρα πανηγύρεως τῆς μνήμης ἑνός ἁγίου ἔχει καθιερωθεῖ ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου του ἤ μᾶλλον τῆς κοιμήσεώς του, ἐπειδή οὐσιαστικά εἶναι μιά ἄλλη γέννηση στήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Κατά τήν διάρκεια τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τοῦ Ὄρθρου, καθώς καί στήν θεία Λειτουργία ψάλλεται, μεταξύ ἄλλων ὕμνων, καί τό Ἀπολυτίκιο τοῦ Ἁγίου, πού εἶναι ἕνας σύντομος ὕμνος ἀφιερωμένος στόν Ἅγιο, καί ἀναφέρεται στόν βίο καί τήν πολιτεία ἤ καί στά θαύματά του.

Στό Ἀπολυτίκιο τοῦ Ὁσίου Παχωμίου ἀναφέρεται περιληπτικά ὅλος ὁ βίος του: “Ἀγελάρχης ἐδείχθης τοῦ Ἀρχιποίμενος, Μοναστῶν τάς ἀγέλας, Πάτερ Παχώμιε, πρός τήν μάνδραν ὁδηγῶν τήν ἐπουράνιον, καί τό πρέπον ἀσκηταῖς, ἐκεῖθεν σχῆμα μυηθεῖς καί τοῦτο πάλιν μυήσας• νῦν δέ σύν τούτοις ἀγάλλη καί συγχορεύεις ἐν οὐρανίαις σκηναίς”. Χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἱερό ὑμνογράφο ὡς ἀρχηγός τῆς πνευματικῆς ἀγέλης τοῦ Χριστοῦ, πού τήν ὁδηγεῖ πρός τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἀφοῦ ἐμυήθη στήν ὀρθόδοξη παράδοση καί ζωή, ἐμύησε καί τούς μαθητᾶς του καί τώρα μαζί μέ αὐτούς ἀγάλλεται καί χαίρει στόν Παράδεισο.

Γεννήθηκε στά τέλη τοῦ τρίτου αἰώνα μ. Χ. στήν Ἄνω θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου, ἀπό γονεῖς εἰδωλολάτρες. Στόν αὐτοκρατορικό στρατό, ὅπου κατατάχθηκε, συνδέθηκε μέ χριστιανούς στρατιῶτες καί ἀπό αὐτούς ἐγνώρισε τήν Χριστιανική πίστη. Ὅταν ἀπολύθηκε ἀπό τόν στρατό, βαπτίσθηκε καί στήν συνέχεια ἐμαθήτευσε κοντά στόν φημισμένο ἀσκητή Παλαίμονα. Μετά τόν θάνατο τοῦ πνευματικοῦ του Πατέρα καί Διδασκάλου, ἔκτισε δικό του κελλί σέ μιά ἥσυχη τοποθεσία κοντά στόν ποταμό Νεῖλο. Ὅσο ποθοῦσε ὅμως τήν ἡσυχία καί τήν ἀφάνεια, τόσο ἡ φήμη τόν κατεδίωκε. Μαζεύτηκαν γύρω του ἀρκετοί ἄνθρωποι, πού ποθοῦσαν νά βιώσουν τήν γνήσια εὐαγγελική ζωή καί σιγά - σιγά τό μικρό κελλί ἐξελίχθηκε σέ μέγα Μοναστήρι, τό ὁποῖο ἔφτασε νά ἀριθμῆ τρεῖς χιλιάδες, περίπου, μοναχούς. Θεωρεῖται ὁ ἱδρυτής τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς.

Ὁ ὅσιος Παχώμιος ἦταν ἕνας πεθαμένος καί ἀναστημένος. Σταυρωμένος καί νεκρωμένος ὡς πρός τά πάθη καί τίς κοσμικές ἐπιθυμίες καί ἀναστημένος, ἀφοῦ εἶδε τόν Ἀναστάντα Χριστό, ἔλαβε προσωπική πείρα τῆς Ἀναστάσεως καί ὑπερέβη τόν θάνατο στά ὅρια τῆς προσωπικῆς του ζωῆς. Ἔλαβε γεύση τῆς “ὄντως ζωής” καί αὐτήν τήν ζωή ἀγωνιζόταν νά μεταγγίση καί στούς μαθητᾶς του.

Στό σημεῖο αὐτό νομίζουμε ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο νά τονισθῆ καί νά διευκρινισθῆ, ὅτι ὁ Ὅσιος εἶχε μαθητᾶς καί πνευματικά παιδιά καί ὄχι ὀπαδούς. Οἱ ὀπαδοί εἶναι ἀνελεύθερα ἄτομα, τά ὁποῖα τρέχουν πίσω ἀπό τόν ἀρχηγό, δείχνουν τυφλή ὑποταγή, δέν διαθέτουν κρίση καί διάκριση καί διακρίνονται γιά τόν φανατισμό καί τό μίσος πρός τούς “ἀντιπάλους”. Τό φαινόμενο τῆς ὀπαδοποιήσεως καί μαζοποιήσεως παρατηρεῖται σέ ἀνελεύθερα καθεστῶτα, ὅπου ἐπικρατεῖ τό αἴσθημα τῆς ἀνασφάλειας καί ὑπάρχει ἀνάγκη ὑπάρξεως ἀτόμων τά ὁποῖα νά τά στηρίζουν μέ κάθε τρόπο καί μέσο. Ἀκόμη, τό κλίμα τῆς πόλωσης πού τεχνηέντως δημιουργοῦν, βοηθᾶ στήν συγκράτηση καί συσπείρωση τῶν ὀπαδῶν.

Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τήν ἀγωγή πού προσφέρει, δημιουργεῖ ἐλεύθερα καί συνειδητά μέλη καί ὄχι ὀπαδούς. Προσλαμβάνει τά ἄτομα καί τά κάνει πρόσωπα. Τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοῦ προσώπου εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐλευθερία, ἀλλά καί ἡ μοναδικότητα. Κάθε ἄνθρωπος εἶναι μοναδική ὕπαρξη μέ τίς ἰδιαιτερότητες, τήν προσωπικότητα καί τόν χαρακτήρα του. Δέν εἶναι ἕνα ἀνώνυμο μέλος μιᾶς μάζας, ἕνας ἀριθμός, ἀλλά ἔχει ὄνομα. Εἶναι ὁ τάδε ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος παρ’ ὅλες τίς τυχόν ἁμαρτίες, τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες τοῦ ἔχει ἀξία, γιατί εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί διά τῆς μετανοίας ἔχει τήν δυνατότητα νά γίνη Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας.

Μεγάλη εἶναι ἡ σημασία τοῦ ὀνόματος στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τό ὄνομα δηλώνει τό πρόσωπο καί τήν ἀξία τοῦ προσώπου. Μέσα στήν ἐκκλησιαστική Κοινότητα ὅλοι εἶναι ἐπώνυμοι καί ὁ καθένας ἔχει τήν θέση καί τήν ἀξία του. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό πραγματικό καί εὐλογημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Σέ ἕνα σῶμα ἔχουν ἀξία ὅλα τα μέλη. Δέν ὑποτιμᾶται κανένα μέλος καί τό καθένα ἀπό αὐτά συντελεῖ, μέ τήν διακονία καί τήν προσφορά του, στήν ὁμαλή λειτουργία ὁλοκλήρου του σώματος.

Γνήσιοι μαθηταί τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅσοι παραμένουν στήν Ἐκκλησία, προσπαθοῦν νά ζοῦν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές Του, καί ἀγωνίζονται νά ἀποκτήσουν τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Ὅσοι ἔχουν ἐπικοινωνία μέ ἀναγεννημένες ὑπάρξεις, ζωντανούς ὀργανισμούς, φορεῖς τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, σταυρωμένους καί ἀναστημένους, “μυηθέντας τά θεία καί δυναμένους νά μυήσουν σέ αὐτά”, νά ἀναγεννήσουν καί νά μεταγγίσουν τήν καινή ζωή πού δέν τρομάζει μπροστά στόν θάνατο, ἀλλά τόν νικᾶ καί τόν ὑπερβαίνει.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ