Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: Ὁ νόμος 2472/97 καί τό Θρήσκευμα

Δημοσιεύθηκε στόν “Τύπο τῆς Κυριακῆς” τήν 2-7-2000.

Τό θέμα τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες, πού ἀνέκυψε πρόσφατα, συνδέεται μέ τόν νόμο 2472/97 “περί προστασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτήρα” καί μέ τήν ἀπόφαση τῆς “Ἀρχῆς δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτήρα”.

Μοῦ δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση ὅτι τόσο ὁ συγκεκριμένος νόμος, ὅσο καί ἡ σχετική ἀπόφαση τῆς Ἀρχῆς προσπαθοῦν νά δημιουργήσουν προηγούμενο, τό ὁποῖο θά ἔχει συνέχεια. Δηλαδή, θά γίνη πρότυπο ἄλλων ἀλλαγῶν. Ἀκριβῶς γι’ αὐτόν τόν λόγο πρέπει νά δοθῆ πολλή προσοχή στόν νόμο 2472/97 καί τήν ὅλη φιλοσοφία πού τόν διέπει. Ἀργά ἤ γρήγορα ὅλοι θά ἀντιληφθοῦν τήν σημασία πού θά διαδραμματίση στήν ζωή μᾶς ὁ νόμος 2472/97. Αὐτό μου δίδει τήν ἀφορμή νά ὑπογραμμίσω μερικά σημεῖα γιά τόν νόμο αὐτό.

1. Ἱστορία τῆς ψηφίσεως τοῦ νόμου

Τό 1983 συστήθηκε ὁμάδα ὑπό τόν Σύμβουλο τῆς Ἐπικρατείας κ. Κακούρη καί τούς Καθηγητᾶς καί Νομικούς κ.κ. Παπαδημητρίου, Παυλόπουλο, Μαρίνο, Μαυριά, Χαλαζωνίτη. Τό προσχέδιο παρουσιάστηκε στόν Τύπο, στίς 9-11-1986. Κατατέθηκε στήν Βουλή τό 1988 ἀπό τόν Μένιο Κουτσόγιωργα, ἀφοῦ προηγήθηκαν τροποποιήσεις τοῦ Ἔλ. Βερυβάκη, χωρίς νά προχωρήση ἡ ψήφισή του. Στήν συνέχεια κατατίθεται διαδοχικά στήν Βουλή τό 1991 ἀπό τόν Ἀθανάσιο Κανελλόπουλο, τό 1992 ἀπό τόν Μιχ. Παπακωνσταντίνου, χωρίς νά συζητηθῆ, τήν περίοδο 1993 - 1995 ἀπό τόν Γ. Κουβελάκη, καί τούς διαδόχους του Α. Πεπονή καί Ι. Ποτάκη. Ἔπειτα κατατέθηκε τό 1996 ἀπό τόν Εὐάγ. Βενιζέλο, χωρίς νά συζητηθῆ, λόγω τῶν ἐκλογῶν τοῦ Σεπτεμβρίου. Τελικῶς, κατατέθηκε τό 1997 ἀπό τόν Εὐάγγελο Γιαννόπουλο καί ψηφίστηκε μέ πολλές ἀντιδράσεις. Ὅλη αὐτή ἡ ἱστορία δείχνει τόν προβληματισμό πού δημιούργησαν στήν νομοθετική ἐξουσία οἱ θέσεις τοῦ νομοσχεδίου αὐτοῦ περί προστασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτήρα (βλ. Δαμιανοῦ Κατραμάδου σέλ. 4 καί ἑξῆς καί Συμφωνία Σένγκεν, ἔκδ. Ποντίκι σέλ. 169).

2. Ἡ ἀναγκαιότητα τοῦ νόμου 2472/97

Ὁ νόμος 2472/97 ἦταν καρπός εὐρωπαϊκῶν συνθηκῶν καί συμβάσεων.

Μνημονεύουμε τήν Σύμβαση 108 τῆς 28ης Ἰανουαρίου 1981 τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης “γιά τήν προστασία τῶν ἀτόμων ἀπό τήν αὐτοματοποιημένη ἐπεξεργασία δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτήρα”, πού κωδικοποίησε γιά πρώτη φορά τίς ἀρχές πού πρέπει νά διέπουν τήν αὐτοματοποιημένη ἐπεξεργασία τῶν προσωπικῶν δεδομένων. Ἡ Ἑλλάδα ὑπέγραψε τήν Σύμβαση τήν 7-2-1983 καί τήν ἐπικύρωσε μετά ἀπό τρία χρόνια μέ τόν νόμο 2068/1992. Ὅμως γιά νά καταθέση ἡ Ἑλλάδα ἔγγραφο ἐπικύρωσης ἀπό τόν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας ἔπρεπε κατά τό ἄρθρο 4 πάρ. 1 νά ὑπάρχη νόμος πού νά ἐξασφαλίζη τήν προστασία τῶν πληροφοριῶν πού περιέχει ἡ Σύμβαση.

Ἐπίσης, ὑπάρχει καί ἡ Κοινοτική ὁδηγία 95/46 τῆς 24ης Ὀκτωβρίου 1995 “γιά τήν προστασία τῶν φυσικῶν προσώπων ἔναντί της ἐπεξεργασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτήρα καί γιά τήν ἐλεύθερη κυκλοφορία τῶν δεδομένων αὐτών”. Τό ἄρθρο 32 πάρ. 1 τῆς ὁδηγίας θέτει στά Κράτη - Μέλη προθεσμία νά συμμορφωθοῦν ἤ νά προσαρμοσθοῦν στούς κανόνες της, μέχρι τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1998.

Ἀκόμη γιά νά μπορέση ἡ Ἑλλάδα νά προχωρήση στήν Σύμβαση τῆς Σένγκεν ἦταν ὑποχρεωμένη νά θεσπίση σχετική νομοθεσία σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 126 τῆς Σύμβασης. Χαρακτηριστικά εἶναι καί τά ἄρθρα 117 καί 118 τῆς Συνθήκης Σένγκεν (βλ. Δαμιανοῦ Κατραμάδου: “Κριτική παρουσίαση τοῦ νόμου 2472/97”).

3. Ἡ βασική φιλοσοφία τοῦ νόμου

Ὁ νόμος 2472/97 κρίθηκε ἀναγκαῖος λόγω τῆς νέας πραγματικότητας πού ἐπικρατεῖ σήμερα μέ τήν σύγχρονη τεχνολογία, καί βέβαια τήν μεγάλη χρήση τῆς πληροφορικῆς, διά τῶν ὁποίων εἶναι δυνατόν νά παραβιασθῆ ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Γι’ αὐτό ἄλλωστε καί στό ἄρθρο 1 τοῦ νόμου λέγεται σαφῶς: “Ἀντικείμενο τοῦ παρόντος νόμου εἶναι ἡ θέσπιση τῶν προϋποθέσεων γιά τήν ἐπεξεργασία δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτήρα πρός προστασία τῶν δικαιωμάτων καί τῶν θεμελιωδῶν ἐλευθεριῶν τῶν φυσικῶν προσώπων καί ἰδίως τῆς ἰδιωτικῆς ζωής”.

Ἀπό τό ἄρθρο αὐτό, ἀλλά καί ἀπό τήν προσεκτική μελέτη τοῦ πνεύματος πού διέπει τόν νόμο φαίνονται σαφῶς δύο πράγματα.

Πρώτον, ὅτι ἐπιδιώκεται ἡ προστασία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τίς διάφορες ἐπεξεργασίες τῶν προσωπικῶν δεδομένων του. Καί αὐτό τό γεγονός πρέπει ὁπωσδήποτε νά χαιρετισθῆ καί νά ἐπαινεθῆ. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά διατηρήση τήν προσωπική του ἐλευθερία, ὅσο βέβαια εἶναι δυνατόν, ὅταν ζῆ σέ ὀργανωμένες κοινωνίες. Γιατί δέν εἶναι δυνατόν ἐν ὀνόματι τῆς ἀτομικῆς του ἐλευθερίας νά καταργῆται ἡ ἑνότητα τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου, ἐπειδή τότε θά καταλήγαμε στήν ἀναρχία, οὔτε βέβαια καί ἐν ὀνόματι τῆς ἑνότητος τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου νά καταργῆται ἡ ἀτομική ἐλευθερία, ἐπειδή τότε θά καταλήγαμε στήν δικτατορία.

Δεύτερον, φαίνεται ὅτι διά τοῦ νόμου αὐτοῦ γιά πρώτη φορά ἐπιτρέπεται, ἔστω καί κατ’ ἐξαίρεση, ἡ ὁποία ἐξαίρεση λόγω του ὅτι ἁπλώνεται σέ μεγάλο φάσμα καθίσταται ἐπικίνδυνη, ἡ ἠλεκτρονική ἐπεξεργασία τῶν προσωπικῶν καί εὐαισθήτων δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτήρα (ἄρθρα 5 καί 7), ἐπιτρέπεται ἀκόμη ἡ διασύνδεση τῶν ἀρχείων (ἄρθρο 8), καθώς ἐπίσης ἐπιτρέπεται καί ἡ διασυνοριακή ροή δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτήρα εἴτε πρός χῶρες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης εἴτε, μέ προϋποθέσεις, καί σέ τρίτες χῶρες (ἄρθρο 9). Σαφῶς στό ἄρθρο 9 λέγεται: “Ἡ διαβίβαση δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτήρα σέ χῶρες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης εἶναι ἐλεύθερη. Ἡ διαβίβαση πρός χώρα πού δέν ἀνήκει στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτήρα, τά ὁποῖα ἔχουν ὑποστεῖ ἤ πρόκειται νά ὑποστοῦν ἐπεξεργασία μετά τήν διαβίβασή τους, ἐπιτρέπεται ὕστερα ἀπό ἄδεια τῆς Ἀρχής”.

Ἑπομένως, ὁ νόμος αὐτός ἔχει διφυῆ χαρακτήρα, ἤτοι προστατεύει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἐπεξεργασία τῶν προσωπικῶν του δεδομένων, ἀλλά καί παρέχει ἄδεια ἐπεξεργασίας τῶν δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτήρα. Καί βέβαια κανείς δέν ἀρνεῖται τήν ἀναγκαιότητα τέτοιων νόμων στίς σύγχρονες κοινωνίες, καθώς ἐπίσης κανείς δέν μπορεῖ νά ἀρνηθῆ τίς προθέσεις τοῦ νομοθέτου καί τῶν ἀνθρώπων πού ἐργάσθηκαν γιά τόν σκοπό αὐτό. Ἀλλά δέν μπορεῖ νά παραθεωρηθῆ ὅτι μέσα σέ ἕνα σύντομο χρονικό διάστημα χρειάστηκε νά γίνη τροποποίηση τοῦ νόμου γιατί θεωρήθηκε ὅτι ὁ νόμος, ὅπως ψηφίσθηκε τό 1997, κάλυπτε τά φυσικά πρόσωπα (ἄρθρο 1) καί ἄφηνε ἀκάλυπτά τα νομικά πρόσωπα, τά ὁποῖα ἔτσι ἐστεροῦντο προστασίας. Μέ τήν πρόσφατη τροποποίηση πού ἔγινε καλύφθηκε αὐτό τό κενό.

4. Κριτική τοῦ νόμου 2472/1997

Ὑπάρχει μιά μελέτη τήν ὁποία εἰσηγήθηκε ὁ Δαμιανός Κατραμάδος, στό μεταπτυχιακό τμῆμα Δημοσίου Δικαίου καί Πολιτικῆς Ἐπιστήμης (Β' ἔτος) τῆς Νομικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης καί συγκεκριμένα στό Συνταγματικό Δίκαιο, ὑπό τήν ἐπίβλεψη τῶν Καθηγητῶν Ἀντώνη Μανιτάκη, Κώστα Χρυσογόνου καί Ἰφιγένειας Καματσίδου μέ θέμα “κριτική παρουσίαση τοῦ νόμου 2472/1997.........”. Στήν ἐργασία αὐτή ἀφοῦ παρουσιάζονται τά διεθνῆ καί εὐρωπαϊκά κείμενα, καθώς ἐπίσης ἡ ἑλληνική ἔννομη τάξη, σχετικά μέ τήν προστασία τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου καί τήν προστασία προσωπικῶν δεδομένων, στήν συνέχεια σέ ἄλλα κεφάλαια, ἀφ’ ἑνός μέν γίνεται ἀνάλυση κατ’ ἄρθρο τοῦ νόμου, ἀφ’ ἑτέρου δέ γίνονται κριτικές παρατηρήσεις στόν νόμο.

Τά συμπεράσματα τῆς μελέτης εἶναι ἐνδιαφέροντα. Μεταξύ των ἄλλων λέγεται:

α) Ἡ Ἑλλάδα εἶχε διεθνεῖς καί κοινοτικές ὑποχρεώσεις νά ψηφίση τόν νόμο γιά τήν προστασία τῶν δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτήρα.

β) Ὁ νομοθέτης ἔλαβε ὡς πρότυπο τήν Σύμβαση 108 τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης καί τήν ὁδηγία 95/46 τοῦ Ε.Κ. κατά τήν σύνταξη τοῦ νόμου “χρησιμοποιώντας πολλές φορές τίς ἴδιες γενικόλογες διατάξεις τῶν παραπάνω κειμένων χωρίς ἰδιαίτερες ἐξειδικεύσεις”.

γ) “Παρά τίς φιλότιμες προσπάθειες καί τίς ἐξαγγελίες τῶν συντακτῶν του, ὁ νόμος δυναμιτίζει τό Κράτος Δικαίου, καθώς ὁ πολίτης οὐσιαστικά στερεῖται βασικῶν συνταγματικῶν του δικαιωμάτων, βρίσκεται ἀκάλυπτος καί ἀπροστάτευτος μπροστά σε ὁποιονδήποτε Ἕλληνα ἤ ξένο, κρατικό ὑπάλληλο ἤ ἰδιώτη ἐπιθυμεῖ νά συλλέξει ἤ νά ἐπεξεργασθεῖ προσωπικά του δεδομένα, νά διασυνδέσει ἀρχεῖα ἤ καί νά τά ἀποστείλει στό ἐξωτερικό. Τίς περισσότερες φορές ὁ νόμος ξεκινᾶ ἀπό μιά ὀρθοτατη βαρύγδουπη ἀπαγόρευση, ἡ ὁποία ὅμως στήν συνέχεια ἀναιρεῖται ἀπό μία σειρά ἑξαιρέσεων”.

δ) Οὐσιαστικά, μέ τόν νόμο αὐτό “νομιμοποιήθηκε ἡ προηγουμένη ἀσυδοσία, χωρίς ὅμως ὁ πολίτης νά διαθέτη ἐκεῖνες τίς ἀσφαλιστικές δικλεῖδες (ποῦ ὑπάρχουν σέ ἄλλες χῶρες, ὅπως γιά παράδειγμα στήν Γερμανία,) πού θά τοῦ ἐπιτρέψουν νά γνωρίζη ποιός συγκεντρώνει προσωπικά του στοιχεῖα καί γιά ποιό λόγο. Μόνον ἔτσι θά μπορεῖ νά παρεμβαίνει στήν διαδικασία ἀποτελεσματικά καί νά διορθώνει τίς λανθασμένες ἐγγραφές”.

ε) Σήμερα ὁ πολίτης “βρίσκεται ἐντελῶς διαφανῆς, ἀπόλυτα ἐλέγξιμος καί ἠλεκτρονικά χειραγωγήσιμος, χωρίς νά γνωρίζη οὐσιαστικά ἀπό ποιόν κινδυνεύει καί πῶς μπορεῖ νά ἀμυνθεί”.

στ) “Τό νομοθέτημα αὐτό ἀποτελεῖ ἐπικίνδυνη ρωγμή στήν Ἀρχή τοῦ Κράτους Δικαίου καί τήν Δημοκρατική Ἀρχή καί θεωρῶ ὅτι εἶναι ἐπιτακτική ἀνάγκη ὁ νόμος αὐτός ἄμεσα νά τροποποιηθεῖ ὥστε οἱ διατάξεις του νά εἶναι σύμφωνες μέ τό Ἑλληνικό Συνταγμα”.

ζ) “Ἐρωτηματικά προκαλεῖ τό γεγονός ὅτι ἐπιλέχθηκε ἡ λύση τῆς ἀνεξάρτητης διοικητικῆς ἀρχῆς (μέ τά γνωστά προβλήματα πού παρουσιάζει ἡ ἐφαρμογή αὐτοῦ του θεσμοῦ στήν Ἑλλάδα, κυρίως λόγω τῶν συνεχῶν ἐπεμβάσεων τοῦ Κράτους), καί ὄχι ἡ σύσταση μιᾶς δικαστικῆς ἀρχῆς, ἐν ὄψει τῆς σοβαρότητας τῶν ζητημάτων πού ἡ Ἀρχή θά διαχειρίζεται” (σέλ. 58).

5. Ἡ στάση τοῦ νομοθέτου ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας

Στό ἄρθρο 19 τοῦ νόμου προβλέπονται ὅλες οἱ ἁρμοδιότητες τῆς Ἀρχῆς Προστασίας Δεδομένων Προσωπικοῦ Χαρακτήρα. Μπορεῖ νά ἐπεμβαίνη καί νά ἐρευνᾶ ὅλα τα ἀρχεῖα, εἴτε κατόπιν καταγγελίας εἴτε αὐτεπαγγέλτως. Ζητᾶ νά πληροφορηθῆ γιά τά ὑπάρχοντα ἀρχεῖα καί χορηγεῖ τίς ἄδειες λειτουργίας τῶν ἀρχείων.

Ὑπάρχει μιά σημαντική παράμετρος τοῦ ὅλου θέματος, πού δείχνει μιά ὑποτίμηση τοῦ ἔργου καί τοῦ τρόπου δράσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν νόμο αὐτό.

Στό ἄρθρο 8 πάρ. 2 πέρ. δ' τῆς Κοινοτικῆς ὁδηγίας 95/46/τῆς 24ης Ὀκτωβρίου 1995, ὅπου περιγράφονται οἱ ἐξαιρέσεις γνωστοποιήσεως ἀρχείου στήν Ἀρχή Προστασίας καί μή ὑποχρέωση λήψεως ἀδείας ἀπό τήν Ἀρχή γιά τήν τήρηση ἀρχείου γράφεται ὅτι ἑξαιρεῖται ἡ γνωστοποίηση Ἀρχείων, ὅταν “δ) ἡ ἐπεξεργασία πραγματοποιεῖται ἀπό ἵδρυμα, σωματεῖο ἤ ὁποιονδήποτε ἄλλο μή κερδοσκοπικό φορέα ὁ ὁποῖος ἐπιδιώκει πολιτικούς, φιλοσοφικούς, θρησκευτικούς ἤ συνδικαλιστικούς σκοπούς, ὑπό τόν ὄρο ὅτι ἡ ἐπεξεργασία ἀφορᾶ μόνον τά μέλη του ἤ πρόσωπα μέ τά ὁποῖα τό ἵδρυμα, τό σωματεῖο ἤ ὁ φορέας διατηρεῖ, ὡς ἐκ τοῦ σκοποῦ του, τακτικές ἐπαφές, καί τά δεδομένα ἀνακοινώνονται σέ τρίτους μόνον μέ τή συγκατάθεση τῶν προσώπων στά ὁποῖα ἀναφέρονται...”.

Στό σχέδιο νόμου πού κατατέθηκε στήν Βουλή τόν Μάρτιο τοῦ 1997 συμπεριλαμβάνονταν οἱ ἐξαιρέσεις ὡς ἑξῆς: Ἑξαιρεῖται ἡ γνωστοποίηση τῶν Ἀρχείων ὅταν “ἡ ἐπεξεργασία πραγματοποιεῖται ἀπό ἀναγνωρισμένο ἵδρυμα, σωματεῖο ἤ ἕνωση προσώπων χωρίς κερδοσκοπικό χαρακτήρα μέ πολιτικό, θρησκευτικό, φιλοσοφικό ἤ συνδικαλιστικό χαρακτήρα...”. Ὅμως ἡ διάταξη αὐτή ἀπαλείφθηκε τήν τελευταία στιγμή. Τήν 7η Μαρτίου 2000 ἐπανῆλθε αὐτή ἡ ἐξαίρεση, ἀλλά χωρίς νά ἀναφέρεται στά σωματεῖα μέ θρησκευτικούς σκοπούς, ὅπως προβλεπόταν ἀπό τήν Κοινοτική ὁδηγία. Γράφεται ἐπί λέξει στήν νέα τροποποίηση τοῦ νόμου: “...ὁ ὑπεύθυνος ἐπεξεργασίας ἀπαλλάσσεται ... ὅταν ἡ ἐπεξεργασία γίνεται ἀπό σωματεῖα, ἑταιρεῖες, ἑνώσεις προσώπων καί πολιτικά κόμματα καί ἀφορᾶ δεδομένα τῶν μελῶν ἤ ἑταιρειῶν τους...”.

Φαίνεται, ἑπομένως, ὅτι παραλείπεται ἡ ἀναφορά στά νομικά πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας καί βέβαια ὑποβιβάζεται ἡ Ἐκκλησία στό ἐπίπεδό των “ἑνώσεων προσώπων” (βλ. “Ορθόδοξη καταθεση”, Μάρτιος 2000).

Ὁπότε δημιουργοῦνται πολλά προβλήματα, ἐπειδή παραβιάζεται καί ἡ Κοινοτική ὁδηγία σέ βάρος τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχουν ἔντονες ὑποψίες ὅτι ὑπάρχει μιά σκοπιμότητα. Παρά ταῦτα εἶναι βέβαιο ὅτι στίς ἑνώσεις προσώπων ὑπάγεται καί ἡ Ἐκκλησία.

6. Ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος

Ὁ νόμος 2472/97 ἔγινε κυρίως γνωστός σέ ὅλους τόν τελευταῖο καιρό ἀπό τήν ἀπόφαση τῆς Ἀρχῆς γιά τήν μή ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς ἀστυνομικές ταυτότητες. Ὅμως πολλοί ἀπό μᾶς γνωρίζαμε τήν ὕπαρξη τοῦ νόμου ἀπό τήν συζήτηση πού ἔγινε στήν Βουλή τό 1997, ὅταν ψηφιζόταν, καί τήν ἀντίδραση μιᾶς μερίδας τοῦ εὐαισθητοποιημένου πληθυσμοῦ.

Θά ἤθελα στήν συνέχεια νά κάνω λόγο γιά τήν σχέση τοῦ νόμου αὐτοῦ μέ τήν ἀναγραφή ἤ μή τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες.

Κατ’ ἀρχάς, ὅπως ἔχει παρατηρηθῆ, ὁ νόμος 2472/1997 εἶναι γενικός νόμος καί δέν μπορεῖ νά καταργήση τόν εἰδικό νόμο γιά τίς ταυτότητες πού ἰσχύει ἀπό τό 1991. Ἔπειτα, ὁ νόμος 2472/1997 κάνει λόγο γιά τήν προστασία τῶν εὐαισθήτων δεδομένων ἀπό τήν ἠλεκτρονική ἐπεξεργασία καί μεταξύ αὐτῶν συγκαταλέγει καί τίς θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Ἔχω ὑποστηρίξει καί ἀλλοῦ ὅτι ὑπάρχει διαφορά μεταξύ θρησκεύματος καί θρησκευτικῶν πεποιθήσεων. Τό θρήσκευμα εἶναι κάτι τό γνωστό, ἀφοῦ ἐξασκεῖται σέ δημόσιο χῶρο, καί γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους ἐκδηλώνεται μέ τό Βάπτισμα, τόν ἐκκλησιασμό, τήν θεία κοινωνία, τήν συμμετοχή σέ λιτανεῖες κλπ., ἐνῶ οἱ θρησκευτικές πεποιθήσεις κρύβονται συνήθως μέσα στόν ἐσωτερικό χῶρο τῆς ψυχῆς. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια τό θρήσκευμα δέν εἶναι εὐαίσθητο προσωπικό δεδομένο. Γιά παράδειγμα ὁ Ὑπουργός Δικαιοσύνης κ. Μιχάλης Σταθόπουλος, ὅπως δήλωσε σέ τηλεοπτικές συνεντεύξεις, εἶναι βαπτισμένος Χριστιανός Ὀρθόδοξος, ἐκκλησιάζεται τά Χριστούγεννα καί τό Πάσχα, συμμετέχει σέ διάφορα μυστήρια πού γίνονται στήν Ἐκκλησία, ἀλλά ὅμως ἔχει καί τίς προσωπικές του θρησκευτικές πεποιθήσεις τίς ὁποῖες δέν θέλει νά δημοσιοποιήση καί, βεβαίως, εἶναι σεβαστές. Ἀπό αὐτό φαίνεται ἡ διαφορά μεταξύ θρησκεύματος καί θρησκευτικῶν πεποιθήσεων.

Πέρα ἀπό αὐτό, μπορεῖ κανείς ἄνετα νά ὑποστηρίξη ὅτι τό θρήσκευμα δέν εἶναι οὔτε καί προσωπικό δεδομένο σέ περιπτώσεις πού τό Κράτος θέλει νά γνωρίζη πόσα εἶναι τά μέλη τῶν διαφόρων θρησκειῶν γιά στατιστικούς λόγους. Γιά παράδειγμα, στό ἄρθρο 2 πάρ. ἅ’ σαφῶς λέγεται: “Δέν λογίζονται ὡς δεδομένα προσωπικοῦ χαρακτήρα τά στατιστικῆς φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεῖα, ἀπό τά ὁποῖα δέν μποροῦν πλέον νά προσδιορισθοῦν τά ὑποκείμενα τῶν δεδομένων”. Σαφῶς, λοιπόν, ἔστω καί χωρίς προσδιορισμό τῶν προσώπων, κάποτε πρέπει νά καταγράφεται τό στοιχεῖο τοῦ θρησκεύματος τῶν μελῶν κάθε θρησκείας.

Ἀλλά, ἄν τό θρήσκευμα μπορεῖ νά θεωρηθῆ ὅτι εἶναι εὐαίσθητο προσωπικό δεδομένο, τότε ὁ νόμος 2472/1997 ἐπιτρέπει τήν ἀναγραφή του, ὅταν τό “ὑποκείμενο” ἔχει δώσει τήν συγκατάθεσή του (ἄρθρ. 5, πάρ. 1). Μπορεῖ ὅμως τό θρήσκευμα νά καταγραφή χωρίς ἐξαίρεση καί χωρίς τήν συγκατάθεση τοῦ ὑποκειμένου, ὅταν “ἡ ἐπεξεργασία εἶναι ἀναγκαία γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς ὑποχρεώσεως τοῦ ὑπευθύνου της ἐπεξεργασίας”, “ὅταν ἡ ἐπεξεργασία εἶναι ἀναγκαία γιά τήν ἐκετέλεση ἔργου δημοσίου συμφέροντος ἤ ἔργο πού ἐμπίπτει στήν ἄσκηση δημοσίας ἐξουσίας καί ἐκτελεῖται ἀπό δημόσια ἀρχή”, ὅταν “ἡ ἐπεξεργασία εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαία γιά τήν ἱκανοποίηση τοῦ ἐννόμου συμφέροντος πού ἐπιδιώκει ὁ ὑπεύθυνος ἐπεξεργασίας ἤ ὁ τρίτος ἤ οἱ τρίτοι στούς ὁποίους ἀνακοινώνονται τά δεδομένα” (ἄρθρ. 5, πάρ. 2).

Τό ἴδιο συμβαίνει καί γιά τά λεγόμενα εὐαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Ἐνῶ ἀπαγορεύεται ἡ συλλογή καί ἐπεξεργασία εὐαισθήτων δεδομένων, ἐν τούτοις ἐπιτρέπεται κατ’ ἐξαίρεση, ὅταν τό ὑποκείμενο δώσει τήν γραπτή συγκατάθεσή του, “ὅταν ἡ ἐπεξεργασία ἀφορᾶ ἀποκλειστικά δεδομένα τοῦ ὑποκειμένου τά ὁποῖα δημοσιοποιεῖ ἤ τοῦ εἶναι ἀναγκαία γιά τήν ἀναγνώριση ἤ ἄσκηση ἤ ὑπεράσπιση δικαιώματός του ἐνώπιόν του δικαστηρίου”, ὅταν “ἡ ἐπεξεργασία εἶναι ἀπαραίτητή των ἀναγκῶν τῆς ἐθνικῆς ἀσφαλείας”, ὅταν ἡ ἐπεξεργασία πραγματοποιεῖται γιά ἐρευνητικούς καί ἐπιστημονικούς ἀποκλειστικά σκοπούς ἤ “ἐφ’ ὅσον αὐτά συνδέονται μέ τήν ἄσκηση δημοσίου λειτουργήματος ἤ τήν διαχείριση συμφερόντων τρίτων” (ἄρθρ. 7).

Ἐπίσης, “ἡ διαβίβαση δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτήρα σέ χώρα τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης εἶναι ἐλεύθερη”, καθώς ἐπίσης μέ προϋποθέσεις ἐπιτρέπεται ἡ διασυνοριακή ροή δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτήρα καί σέ χῶρες πού δέν ἀνήκουν στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση (ἄρθρ. 9).

Φαίνεται, λοιπόν, καθαρά ὅτι σέ αὐτόν τόν ἴδιο τόν νόμο 2472/1997 τό θρήσκευμα μπορεῖ νά μή θεωρῆται προσωπικό δεδομένο, ἀλλά καί ἐάν ἐκληφθῆ ὡς εὐαίσθητο προσωπικό δεδομένο, μπορεῖ νά ἀναγράφεται, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει ἡ συγκατάθεση τοῦ “ὑποκειμένου” ἤ ἐφ’ ὅσον ἐξυπηρετοῦνται λόγοι ἐθνικῆς ἀσφαλείας!!!

Αὐτό σημαίνει ὅτι μπορεῖ νά μή ἀναγράφεται τό θρήσκευμα στίς ταυτότητες, δῆθεν ἀπό σεβασμό τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἀλλά ὅμως τό Κράτος γιά λόγους “ἐθνικῆς ἀσφαλείας” ἔχει τήν δυνατότητα νά τό προσδιορίζη στίς ἠλεκτρονικές ταυτότητες. Τελικά, αὐτό εἶναι ἀπειλή γιά τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, εἶναι μιά ὑποκριτική διάθεση γιά τήν προστασία τῶν εὐαισθήτων προσωπικῶν δεδομένων, ἀφοῦ ὑπάρχει πλῆρες ἠλεκτρονικό φακέλωμα καί ἀπορῶ πῶς δέν τό ἀντιλαμβάνεται αὐτό ὁ δημοκρατικός κόσμος, ὁ ὁποῖος ὅμως εἰρωνεύεται καί χλευάζει τήν στάση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά θά τό μετανοιώσουν, γιατί ὅ,τι συμβαίνει γιά τίς θρησκευτικές πεποιθήσεις θά γίνη καί γιά τίς πολιτικές πεποιθήσεις καί τήν ὅλη προσωπική ζωή τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ Νέα Τάξη πραγμάτων ὁδηγεῖ τήν κοινωνία σέ μιά τέλεια δικτατορία μέ νόμους πού “προστατεύουν” τά προσωπικά δεδομένα τῶν ἀνθρώπων!!