Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Κατά καιρούς, ὅταν δημιουργεῖται μιά κρίση στήν σχέση μεταξύ πολιτικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως, γίνεται λόγος γιά χωρισμό τῆς Πολιτείας ἀπό τήν Ἐκκλησία, χωρίς, βέβαια, νά ξεκαθαρίζεται τί ἀκριβῶς ἐννοεῖται μέ αὐτήν τήν φράση. Πρόκειται γιά μιά μεγάλη συζήτηση πού ἐξελίσσεται σέ μιά ἰδεολογική ἀντιπαράθεση χωρίς οὐσία καί περιεχόμενο. Γιά παράδειγμα: στήν φράση αὐτή, “χωρισμός Ἐκκλησίας καί Πολιτείας”, τίθενται πολλά ἐρωτηματικά, ὅπως: τί θά πῆ Ἐκκλησία καί τί Πολιτεία; Πῶς μπορεῖ νά χωρισθῆ ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη; Σέ ποιόν βαθμό εἶναι σήμερα ἑνωμένα;

Γενικά πιστεύω ὅτι γίνεται μιά σύγχυση ἐννοιῶν καί πραγμάτων καί ὁ λόγος αὐτός ἐξυπηρετεῖ μόνον ἰδεολογικούς προσανατολισμούς. Ἁπλούστατα, γιατί Ἐκκλησία δέν εἶναι ἡ Ἱερά Σύνοδος καί οἱ Κληρικοί, ἀλλά τό σύνολο τῶν βαπτισθέντων Κληρικῶν καί λαϊκῶν, πού ταυτόχρονα εἶναι καί μέλη τῆς συγκεκριμένης Πολιτείας. Ὁπότε εἶναι ἀκατανόητό το πῶς θά χωρισθοῦν τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν Πολιτεία. Προφανῶς μέ τόν ὄρο αὐτόν πρέπει νά ἐννοεῖται χωρισμός ἐκκλησιαστικῆς καί πολιτικῆς διοικήσεως.

Ἀλλά καί αὐτή ἡ ἔννοια εἶναι ξεκαθαρισμένη ἀπό τό Σύνταγμα καί τούς νόμους τοῦ Κράτους, ἀφοῦ, ὅπως ἐπανειλημμένως πολλές πολιτικές προσωπικότητες τελευταία κάνουν λόγο, τόσο ἡ Ἐκκλησία ὅσο καί ἡ Πολιτεία ἔχουν διακριτούς ρόλους. Ἀφοῦ, λοιπόν, ἔχουν διακριτούς ρόλους, τότε γιατί κάνουν λόγο γιά χωρισμό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας; Τό μόνο πού χρειάζεται νά ἀντιμετωπισθῆ εἶναι ἄν τόσο ἡ ἐκκλησιαστική διοίκηση ὅσο καί ἡ πολιτική διοίκηση ἀναμειγνύεται ἡ μία στήν ἄλλη. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τά τελευταῖα χρόνια ἐκεῖνο πού εἴδαμε σέ ἔνταση εἶναι ὅτι ἡ πολιτική διοίκηση, ἡ λεγομένη Πολιτεία, εἰσῆλθε στά ἐνδότερά της ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως καί τήν ἐπηρέασε ἤ τήν ταλαιπώρησε ἀφάνταστα.

Οὐσιαστικά ἡ ἐκκλησιαστική διοίκηση εἶναι χωρισμένη ἀπό τήν πολιτική Διοίκηση, ὅπως καθορίζεται ἀπό τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος, τό ὁποῖο ρυθμίζει ἐπακριβῶς τόν ρόλο, τόν σκοπό καί τήν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐπίσης καθορίζεται ἀπό πολλούς ἐκκλησιαστικούς νόμους. Μερικά ἀπό τά σημεῖα τά ὁποῖα συνήθως ἀναφέρονται γιά τόν λεγόμενο χωρισμό, ὅπως τά θρησκευτικά στό Σχολεῖο, ἡ μισθοδοσία τοῦ Κλήρου, οἱ δοξολογίες στίς ἐθνικές ἑορτές, κλπ., ὅλα αὐτά δέν ἐμπλέκονται στίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, οὔτε μποροῦν νά ἐπηρεασθοῦν καί ἀπό ἕναν τυχόντα χωρισμό Πολιτείας καί Ἐκκλησίας. Αὐτά εἶναι θέματα πού σχετίζονται μέ τίς ὑποχρεώσεις πού ἔχει ἀναλάβει ἡ Πολιτεία ἀπό τήν δέσμευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ἀπό τήν ὑποχρέωση τῆς Πολιτείας νά διδάσκη τά νέα παιδιά, καί ἀπό τήν θρησκευτική ἐλευθερία, τήν ὁποία κατοχυρώνει τό ἄρθρο 13 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος. Δέν θέλω ὅμως νά ἀναλύσω περισσότερό το σημεῖο αὐτό καί νά τεκμηριώσω τίς ἀπόψεις μου.

Ἐκεῖνο, ὅμως, πού φαίνεται ὅτι προκαλεῖ καί βρίσκεται στό στόχαστρο τῶν ὀπαδῶν τοῦ λεγομένου χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας εἶναι τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος. Τό ἄρθρο αὐτό λέγει τά ἑξῆς:

“Επικρατούσα θρησκεία ἐν Ἑλλάδι εἶναι ἡ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, κεφαλήν γνωρίζουσα τόν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὑπάρχει ἀναποσπάστως ἡνωμένη δογματικῶς μετά τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης καί πάσης ἄλλης ὁμοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τηροῦσα ἀπαρασαλεύτως, ὡς ἐκεῖναι, τούς ἱερούς ἀποστολικούς καί συνοδικούς κανόνας καί τάς ἱερᾶς παραδόσεις. Εἶναι αὐτοκέφαλος καί διοικεῖται ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί τῶν ἐν ἐνεργεία Ἀρχιερέων καί τῆς ἐκ ταύτης προερχομένης Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, συγκροτουμένης ὡς ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας ὁρίζει, τηρουμένων τῶν διατάξεων τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου τῆς κθ' (29) Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1850 καί τῆς Συνοδικῆς Πράξεως τῆς 4ης Σεπτεμβρίου 1928”.

Πρόκειται γιά ἕνα πολύ σοφό καί καλά μελετημένο κείμενο, τό ὁποῖο εἶναι ἀπόρροια μιᾶς μεγάλης πείρας καί σοβαρῆς ἐπεξεργασίας. Τί μποροῦμε νά παρατηρήσουμε σέ αὐτό τό ἄρθρο;

Πρῶτον. Θεωρεῖται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα Χριστοῦ, ἀφοῦ Αὐτός εἶναι ἡ Κεφαλή της, ἑπομένως δέν εἶναι μιά ἀνθρώπινη ὀργάνωση. Δεύτερον. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἑνωμένη δογματικῶς μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τίς ἄλλες ὁμόδοξες Ἐκκλησίες. Τρίτον. Τηρεῖ τούς ἱερούς Ἀποστολικούς καί συνοδικούς Κανόνας καί τίς ἱερές παραδόσεις. Τέταρτον. Εἶναι αὐτοκέφαλος. Πέμπτον. Διοικεῖται ἀπό τούς ἐν ἐνεργεία Ἀρχιερεῖς, ὅπως τό προσδιορίζει ὁ καταστατικός χάρτης καί ὁ Πατριαρχικός τόμος τοῦ 1850 καί ἡ Συνοδική πράξη τοῦ 1928. Καί εἶναι γνωστόν ὅτι στόν Πατριαρχικό Τόμο τονίζεται ὅτι δέν ἐπιτρέπονται πολιτικές ἐπεμβάσεις στίς ἐσωτερικές ὑποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας.

Φαίνεται πολύ καθαρά ὅτι ἀπό τό ἄρθρο αὐτό ἡ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐμπλέκεται μέ τήν πολιτική διοίκηση καί δέν ἀναμειγνύεται οὔτε συγχέεται μέ αὐτήν.

Τό πρόβλημα ὅμως ἐντοπίζεται καί ἀπό μερικούς στήν φράση “ἐπικρατοῦσα θρησκεία”. Λέγεται: “Ἐπικρατοῦσα θρησκεία ἐν Ἑλλάδι εἶναι ἡ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία”. Ὅμως πρέπει νά σκεφθῆ κανείς ὅτι ἡ νομολογία γύρω ἀπό τό ἄρθρο αὐτό ἀναλύει ὅτι τό ἐπικρατοῦσα ἔχει σχέση μέ στατιστική ἔννοια, δηλαδή τήν πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, πού ἀνήκει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἑπομένως, δέν πρόκειται γιά μιά ἰδιαίτερη προστασία, ἀλλά γιά τό ὅτι ἡ πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἀκολουθεῖ τήν διδασκαλία καί τίς παραδόσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτό δέν δημιουργεῖ κανένα πρόβλημα, ἀκριβῶς γιατί ἡ Πολιτεία, ἡ κάθε Πολιτεία, πρέπει νά ἐνδιαφέρεται γιά τήν πλειοψηφία, χωρίς βέβαια αὐτό νά γίνεται σέ βάρος τῆς μειοψηφίας. Πράγματι, ὑπάρχουν πολλοί νόμοι πού προστατεύουν τά δικαιώματα τῶν θρησκευτικῶν μειονοτήτων, τόν σεβασμό τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἐννοεῖται μιᾶς γνωστῆς θρησκείας, καί ὄχι ἀγνώστων, κρυφῶν καί καταστροφικῶν θρησκειῶν.

Ἰσχυρίζονται μερικοί ὅτι καί αὐτός ὁ τονισμός “ἐπικρατοῦσα θρησκεία εἶναι ἡ ἀνατολική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία” πρέπει νά ἀφαιρεθῆ διότι αὐτό δέν ἰσχύει στίς ἄλλες χῶρες τῆς Εὐρώπης, ὅπου ὑπάρχει χωρισμός Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Καί αὐτή ἡ ἄποψη δέν εἶναι ἀληθινή.

Πρόσφατα, στήν ἐφημερίδα “Ἐλεύθερος Τύπος” δημοσιεύθηκε μιά ἔρευνα τοῦ δημοσιογράφου Γιώργου Παπαθανασοπούλου (Κυριακή, 18 Ἰουνίου 2000), στήν ὁποία ἀναλύεται τί γίνεται στήν Εὐρώπη στόν τομέα αὐτόν. Νομίζω ὅτι ἀπό τά στοιχεῖα πού ἀναγράφει πρέπει νά ὑπογραμμίσω μερικά.

Στήν Ἱσπανία τό Σύνταγμα ὁρίζει: “ἡ Καθολική Θρησκεία εἶναι ἡ θρησκεία τοῦ ἱσπανικοῦ κράτους καί ἀπολαμβάνει τῆς ἐπίσημης προστασίας του”. Στήν Ἰταλία παρά τό ὅτι ἔγιναν ἀλλαγές στήν σχέση Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἐν τούτοις ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἐξακολουθεῖ νά κατέχει “τήν ἐπικρατοῦσα πρωτεύουσα θέση”, καθώς ἐπίσης ἐπηρεάζει τήν κοινωνική καί πνευματική ζωή τῆς χώρας. Στήν Γερμανία “ἡ νομική ὑπόσταση καί λειτουργία τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ὑπό τήν μορφή τῶν Νομικῶν Προσώπων Δημοσίου Δικαίου”, μάλιστα οἱ πολίτες ὑποχρεωτικῶς δηλώνουν τό θρήσκευμά τους, ὥστε νά εἰσπράττωνται οἱ εἰσφορές πού ἀποδίδονται στήν θρησκεία τους. Στήν Δανία “ἡ Λουθηρανή Εὐαγγελική Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἐθνική Δανική Ἐκκλησία καί ὡς τέτοια ἐπιβαρύνει τό κράτος. Καί στήν Δανία παρακρατοῦνται ὑποχρεωτικῶς εἰσφορές ἀπό τούς πολίτες πού ἀποδίδονται στίς θρησκεῖες τίς ὁποῖες ἔχουν ὑποχρεωτικά δηλώσει στό κράτος”. Στήν Νορβηγία ἡ Λουθηριανή Εὐαγγελική Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Κράτους καί ὁ βασιλιάς τῆς πρέπει “πάντοτε νά πρεσβεύει τήν Λουθηριανή Εὐαγγελική Θρησκεία, νά τή φροντίζει καί νά τή προστατεύει”. Στήν Σουηδία τό ἄρθρο 2 τοῦ Συντάγματος ὁρίζει “ὁ βασιλιάς ὀφείλει νά πρεσβεύει πάντοτε τό ἀμιγές εὐαγγελικό δόγμα”. Στήν Ἀγγλία ἡ ἀγγλικανική Ἐκκλησία εἶναι ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Κράτους καί ὁ βασιλιάς ἤ ἡ βασίλισσα εἶναι ἀρχηγοί τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ των Κληρικῶν καί τῆς Βασιλικῆς Οἰκογενείας ἤ τῆς Κυβερνήσεως. Ἄλλωστε οἱ Ἀρχιεπίσκοποι τοῦ Γιόρκ καί τοῦ Καντέρμπουρι ἐξ ὀφφίτσιο κατέχουν θέση στήν Βουλή τῶν Λόρδων, τά λειτουργικά βιβλία τῆς ἐκκλησίας ἐπικυρώνονται ἀπό τήν Βουλή τῶν Κοινοτήτων, καθώς ἐπίσης τό κράτος συμμετέχει στήν ἐκλογή Ἀρχιεπισκόπων τῆς Ἀγγλικανικῆς Ἐκκλησίας.

Προσωπικά πιστεύω ὅτι οὐσιαστικός χωρισμός μεταξύ ἐκκλησιατικής καί πολιτικῆς διοικήσεως ὑπάρχει στήν χώρα μας, ἀρκεῖ νά σέβεται ἡ μιά τήν ἄλλη καί νά μήν ἐμπλέκωνται ἡ μία στίς ἁρμοδιότητες τῆς ἄλλης. Καί, βέβαια, πρέπει νά τονισθῆ ὅτι αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό τά πρόσωπα πού ἐξασκοῦν τίς διοικήσεις αὐτές.

Ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι τά θέματα αὐτά εἶναι σοβαρά καί δέν μποροῦν νά ἀντιμετωπίζωνται μέ συνθήματα, συναισθηματισμούς καί κυρίως ἰδεολογικές τοποθετήσεις. Δέν εἶναι δυνατόν οἱ τυχόν προκαταλήψεις νά αὐξάνουν αὐτό τό πρόβλημα καί νά διχάζουν τόν λαό, ὁ ὁποῖος στήν πλειοψηφία του εἶναι καί μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί μέλη τῆς Πολιτείας. Ἄν οἱ σχέσεις μεταξύ πολιτικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως σέ μερικά σημεῖα μποροῦν νά βελτιωθοῦν, ὥστε νά ἀποφεύγωνται οἱ διεισδύσεις τῆς μιᾶς στόν χῶρο τῆς ἄλλης, τότε μπορεῖ νά γίνη κάτι μέ σοβαρότητα, νηφαλιότητα καί χωρίς ἰδεολογικές ἐπιθέσεις. Ἄν ὅμως ἐξακολουθεῖ νά γίνεται λόγος γιά χωρισμό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας κατά τρόπο ἀκαθόριστο, τότε ἤ αὐξάνεται ἡ σύγχυση ἤ γίνεται λόγος περί ὄνου σκιᾶς, γιατί τελικά, ὅταν φθάσουμε στό πρόβλημα, θά δοῦμε ὅτι εἶναι ἀνύπαρκτο ἤ θά δημιουργήσουμε συμπλέγματα στόν λαό ἤ ἡ Ἐκκλησία θά διακρίνεται ἀπό μιά εὐσεβιστική θεώρηση τῆς κοινωνίας.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ