Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Τό χάρισμα καί ἡ εὐθύνη τῶν ποιμενομένων

Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη

Στίς κρίσιμες ἡμέρες πού περνᾶμε αὐτό πού βρίσκεται σέ κίνδυνο εἶναι ἡ πιστότητά μας στήν παράδοση τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Δέν κινδυνεύουμε νά χάσουμε τά ἐξωτερικά στοιχεῖα αὐτῆς τῆς παραδόσεως• οἱ ἐκκλησιαστικές τέχνες καλλιεργοῦνται μέ ζῆλο• τό κέλυφος τοῦ πολιτισμοῦ, πού γέννησε ἡ Ἐκκλησία στήν ἱστορική διαδρομή της, ἀναπαράγεται. Τό πρόβλημα βρίσκεται στόν καρπό πού κρύβει μέσα του, ὁ ὁποῖος πολλές φορές εἶναι καχεκτικός καί κάποτε ἀνύπαρκτος. Αὐτό πού κινδυνεύουμε νά χάσουμε εἶναι ὁ σωστικός πυρήνας τῆς ἀποστολικῆς καί πατερικῆς Παραδόσεως. Καί ἄν σκεφθοῦμε ὅτι ὁ πυρήνας αὐτῆς τῆς Παραδόσεως εἶναι ἡ μετάδοση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἀπό γενιά σέ γενιά, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται μέ τήν ἀναγέννηση, “διά τοῦ Εὐαγγελίου”, τῶν πνευματικῶν παιδιῶν ἀπό τούς πνευματικούς πατέρες, τότε θά διαπιστώσουμε ὅτι κινδυνεύουμε νά χωρισθοῦμε ἀπό τόν Χριστό, ζαλισμένοι ἀπό ἑωσφορικές φαντασίες, καλυμμένοι κάτω ἀπό σχήματα εὐσεβείας, πού δέν ἔχουν καμμιά σχέση μέ τό ἦθος καί τήν πίστη τοῦ ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ.

Γιά τήν διατήρηση τῆς Παραδόσεως τῶν Πατέρων συνήθως τονίζεται ἡ μεγάλη εὐθύνη τῶν Ποιμένων. Ὅμως, πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι δέν εἶναι μικρή καί ἡ εὐθύνη τῶν λαϊκῶν. Αὐτό θά ἐπιχειρήσω νά γίνη φανερό μέ ὅσα θά σημειωθοῦν παρακάτω.

Οἱ λαϊκοί, οἱ βαπτισμένοι στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, δέν εἶναι γιά τήν Ἐκκλησία τό “ζαλισμένο κοπάδι” τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων. Ἔχουν τή σφραγίδα τοῦ ἁγίου Χρίσματος, δηλαδή μετέχουν κατά διαφόρους βαθμούς στό φωτισμό τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό ἔχουν εὐθύνη γιά τήν πνευματική καθοδήγηση κάτω ἀπό τήν ὁποία θέτουν τούς ἑαυτούς τους. Οἱ κληρικοί ἔχουν τό χάρισμα τοῦ ποιμαίνειν καί οἱ λαϊκοί το χάρισμα τοῦ ποιμένεσθαι. Αὐτό δέν πρέπει νά παραγνωρίζεται. Τό ποιμένεσθαι εἶναι χάρισμα πού κρύβει μέσα του τόν δυναμισμό τῆς ὑπακοῆς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ ἐνέργεια πού κινεῖ τόν βαπτισμένο Χριστιανό, συνδυασμένη μέ τήν καλή προαίρεσή του, στήν ἀτελείωτη πορεία πρός τό “καθ’ ὁμοίωσι”. Μία βασική λειτουργία τοῦ χαρίσματος τοῦ ποιμένεσθαι εἶναι ἡ διάκριση τῆς φωνῆς τοῦ ἀληθινοῦ Ποιμένα ἀπό τήν φωνή τοῦ “ληστού”, ὁ ὁποῖος ὑποκρίνεται τόν Ποιμένα. Πάνω στό θέμα αὐτό εἶναι πολύ χαρακτηρηστικά ὅσα λέει ὁ Χριστός στό δέκατο κεφάλαιο τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου. Στή συνέχεια θά παρουσιάσω ὁρισμένα ἑρμηνευτικά σχόλια στηριγμένος κυρίως στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο.

Ὁ Χριστός μετά τήν θεραπεία τοῦ ἐκ γεννετής τυφλοῦ καί τήν συνάντηση μαζί του, μίλησε γιά τήν πνευματική τυφλότητα καί γιά τήν ἄγνοια τῆς τυφλότητας αὐτῆς ἀπό τούς Φαρισαίους. Οἱ Φαρισαῖοι “ἔλεγαν ὅτι ἔβλεπαν”, ἔλεγαν, δηλαδή, ὅτι μποροῦν νά καθοδηγοῦν τό λαό, ἐνῶ ἦταν ἀκατάλληλοι γι’ αὐτή τήν ἀποστολή. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός, μιλώντας μεταφορικά, παρουσίασε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο εἰσέρχεται κανείς στήν “αὐλή τῶν προβάτων”, δηλαδή στή διαποίμανση τοῦ λαοῦ. “Ο μή εἰσερχόμενος διά τῆς θύρας εἰς τήν αὐλήν τῶν προβάτων, ἀλλά ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος κλέπτης ἐστι καί ληστής• ὁ δέ εἰσερχόμενος διά τῆς θύρας ποιμήν ἐστι τῶν προβάτων”. Ἡ “θύρα” εἶναι οἱ Ἅγιες Γραφές. “Εικότως δέ θύραν τάς Γραφᾶς ἐκάλεσε”, λέει ὁ Χρυσόστομος, “γιατί αὐτές μας ὁδηγοῦν στό Θεό καί παρέχουν θεογνωσία, αὐτές δημιουργοῦν πρόβατα, αὐτές φυλάσσουν καί δέν ἀφήνουν τούς λύκους νά εἰσέλθουν”. Αὐτός πού δέν εἰσέρχεται διά τῆς θύρας εἶναι αὐτός πού ἀναλαμβάνει τήν διαποίμανση τοῦ λαοῦ παραθεωρώντας τίς Γραφές, τά κείμενα, δηλαδή, πού ἔγραψαν ἐμπνεόμενοι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα οἱ Προφῆτες καί κατόπιν οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ὁ “ταῖς Γραφαῖς μή χρώμενος... (τουτέστιν, ἑτέραν ἐαυτῶ καί μή νενομισμένην τέμνων ὁδόν)”. Παρακάμπτει τούς κανόνες -“ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν”- καί διασαλεύει τήν τάξη τῆς λογικῆς Ποίμνης τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Βασίζεται σέ δικές του ἐπινοήσεις καί σχεδιασμούς. Στόχος του δέν εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ ποιμνίου, ἀλλά ἡ διατήρηση τῆς δικῆς του “πνευματικής” κυριαρχίας. Ἡ νοοτροπία τοῦ ταιριάζει περισσότερο μέ αὐτήν τῶν κοσμικῶν ἀρχόντων, γι’ αὐτό στίς πιό κρίσιμες ὑπαρξιακές του στιγμές ὁμολογεῖ πίστη στήν κοσμική ἐξουσία καί ἀπιστία σέ κάθε ἐκκλησιαστική ἐπιστασία• ὁμολογεῖ ἐνώπιόν του ἑκάστοτε Πιλάτου, (ὅπως οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι στό Πραιτόριο, ὅταν ζητοῦσαν τήν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ), ὅτι “οὐκ ἔχω βασιλέα εἰ μή Καίσαρα”. Δηλαδή, “δέν δέχομαι καμμιά ἐξουσία πού δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου”. Μέ ἄλλα λόγια, ὑποτάσσεται μόνο στίς ἐξουσίες πού εἶναι εὐάλωτες στήν διαπλοκή ἀνόμων συμφερόντων. Γιά τόν Χριστό αὐτός ὁ “ποιμήν” “κλέπτης ἐστι καί ληστής”.

Σέ περιπτώσεις τέτοιων εἰσπηδήσεων στήν μάνδρα τῆς Ἐκκλησίας μεγάλο βάρος εὐθύνης πέφτει πάνω στόν πιστό λαό τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι εὐθύνη ἀπέναντι στή ζωή καί σωτηρία του, πού ἀπορρέει ἀπό τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα. Ἡ ἐνεργός χάρη τοῦ Χρίσματος δέν μᾶς ἀφήνει νά ἀναπαυθοῦμε σέ ἄρρωστες “ποιμαντικές” συμπεριφορές, πού ταλαιπωροῦν καί ταράσσουν τήν Ἐκκλησία. Τά “λογικά προβατα” τῆς Ποίμνης τοῦ Χριστοῦ “οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τήν φωνήν”, δέν θά ποῦν ποτέ “νά ’ναι εὐλογημένο” σέ καθοδηγητές ξένους πρός τό πνεῦμα καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας, “ἀλλά φεύξονται” ἀπό αὐτούς. Διακρίνουν τό κίβδηλο ἀπό τό αὐθεντικό. Σέβονται τή χάρη τῆς ἱερωσύνης (τῆς ὁποίας φορέας εἶναι ὁ Ἀρχιερεύς) καί δέν διανοοῦνται νά χωρισθοῦν ἀπό τήν “μάνδρα” πού συγκροτεῖται ἀπό αὐτή τή χάρη. Αὐτοί πού ἀκουλουθοῦν τούς “ληστές” καί ὄχι τούς ἀληθινούς Ποιμένες, χωρίζουν τόν ἑαυτό τους ἀπό τήν Ποίμνη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι σαφής: “αὐτοί πού ἀποκόπηκαν ἀπό τά πρόβατα δέν διέβαλαν τόν Ποιμένα, ἀλλά ἀπομάκρυναν τόν ἑαυτό τους ἀπό τήν συγγένεια τῶν προβάτων”. Αὐτός εἶναι ἕνας καυτερός λόγος γι’ αὐτούς πού ἐκκολάπτουν σχισματικές καταστάσεις. Ἡ ἀπομάκρυνσή τους ἀπό τόν κανονικό -“κατά τάς Γραφάς”- Ποιμένα δέν διαβάλλει τόν Ποιμένα, ὅσες διαβολές καί ἄν μηχανεύονται ἐναντίον του• αὐτούς ἀλλοτριώνει ἀπό τήν συγγένεια τῶν προβάτων.
Ὁ Χριστός λέει γιά τόν ἑαυτό Του: “Ἐγώ εἰμί ὁ Ποιμήν ὁ καλός”. Εἶναι αὐτός στόν ὁποῖο ἐφαρμόσθηκε καί ἐπαληθεύθηκε ὅλος ὁ Νόμος καί οἱ Προφῆτες. Ἦλθε στήν “αὐλή τῶν προβάτων” διά τῆς θύρας τῶν Γραφῶν, νομίμως. Στήν συνέχεια ὅμως ὀνομάζει τόν ἑαυτό τοῦ “θύρα”. “Εγώ εἰμί ἡ θύρα”. Γι’ αὐτή τήν ἀλλαγή τῶν χαρακτηρισμῶν ὁ Χρυσόστομος δίνει τήν ἑξῆς ἑρμηνεία: “ὅταν γάρ προσάγη ἠμᾶς τῷ Πατρί, θύραν ἐαυτόν καλεῖ, ὅταν δέ ἐπιμελῆται, ποιμένα”.

Ἡ φωνή τοῦ Ποιμένα εἶναι αὐτή πού καταρτίζει τούς πιστούς γιά νά φθάσουν στόν Πατέρα, ἐπιμελεῖται τήν πνευματική τους τροφή γιά νά αὐξηθοῦν “εἰς ἄνδρα τέλειον”, ἄρτιο πνευματικά, πού δέν θά ἀνέχεται νά περιπαίζεται ἀπό αὐτούς πού ἔχουν σχῆμα εὐσεβείας, ἀλλά ἀρνοῦνται τήν δύναμή της. Ὅσοι δέν ἀκοῦνε τήν φωνή του, “ἀπορραγέντες” ἀπό αὐτόν, σημαίνει ὅτι ἔχουν χάσει τήν πιστότητά τους στήν Παράδοση τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων -μᾶλλον ποτέ δέν εἶχαν ὀργανική σχέση μέ τήν Παράδοση αὐτή- καί εἶναι οἱ πιό ἐπικίνδυνοι φορεῖς τοῦ νεκροποιοῦ πνεύματος τῆς ἐκκοσμίκευσης.

Τό ἄλλοθι τῆς ὑπακοῆς σέ πνευματικό δέν μᾶς σώζει, ὅταν μέ αὐτήν ἀλλοιώνεται ἡ Παράδοση τῶν Πατέρων καί σχίζεται ἡ Ἐκκλησία. Ὑπακοῦμε, γιά νά γευθοῦμε στήν προσωπική μας ζωή τήν ἑνότητα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τήν κοινωνία μέ τά βαπτισμένα καί βεβαιόπιστα μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι γιά νά ἀλλοτριωθοῦμε ἀπό αὐτή.

Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ