Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Μιὰ νέα Χριστολογία

Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη

Τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ θεμέλιό της ζωῆς της. Ἐκφράζουν τὴν πίστη ποὺ σώζει. Γι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητὴς στὸ ἔργο τοῦ Μυσταγωγία, στὸ ὁποῖο ἀναλύει τὴν θ. Λειτουργία, λέει ὅτι ἡ ὁμολογία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως -ἡ ἀπαγγελία, δηλαδή, τοῦ “Πιστεύω”- στὴ θ. Λειτουργία “προδηλώνει τὴ μυστικὴ εὐχαριστία, ποὺ θὰ κάνουμε στὴν ἄλλη ζωή, γιὰ τοὺς θαυμαστοὺς λόγους καὶ τρόπους τῆς πάνσοφης Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ γιὰ μάς”. Ἡ ἀλλοίωση τῶν δογμάτων, ἰδιαίτερά των δογμάτων ποὺ ἀφοροῦν τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλοιώνει τὴν ζωή, γιατί μᾶς ὑποδεικνύει ἕνα τέλος στὴν πνευματική μας πορεία διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Θεὸς “ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ”.

Σημείωσα τὰ παραπάνω, ἐπειδὴ θέλω νὰ ἀσχοληθῶ στὴ συνέχεια μὲ μιὰ καινοφανῆ χριστολογία, ποὺ ἦλθε τελευταία στὸ φῶς τῆς δημοσιότητας, στὸ περιοδικὸ Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν (τεῦχος 47), ἡ ὁποία θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομασθῆ “μοναχικὴ χριστολογία”. Ὁ χαρακτηρισμὸς “μοναχικὴ” δὲν ὑποδηλώνει καμμιὰ μομφὴ ἐναντίον τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τὸν Σύρο ἀποτελεῖ καύχημα τῆς Ἐκκλησίας. “Καύχημα γὰρ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἡ μοναχικὴ πολιτεία”. Ὁ προσδιορισμὸς “μοναχικὴ” στὸν ὄρο “χριστολογία” θέλει νὰ δηλώση τὴν μερικότητα τῶν ἀντιλήψεων ποὺ θέλω νὰ σχολιάσω σὲ σχέση μὲ τὴν καθολικότητα τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας, διότι γίνεται λόγος γιὰ τὸν Χριστὸ μὲ ἀπολυτοποιήσεις αὐτονομημένων προσωπικῶν ἐμπειριῶν, ἢ ἀκόμη μὲ σκοπιμότητα, προκειμένου νὰ ἐξασφαλισθῆ, μέσα ἀπὸ τὸ δόγμα περὶ Χριστοῦ, ἄλλοθι σὲ προσωπικὲς ἐπιλογὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς δραστηριότητες.

Ἡ σχολιαζόμενη διδασκαλία ἔχει διατυπωθῆ σὲ ἐρωταποκρίσεις. Συγκεκριμένα, στὸ ἐρώτημα γιὰ τὴν θέση τοῦ μοναχισμοῦ ἀπέναντι στὸν κόσμο ἤ, κατὰ τὴν χαρακτηριστικὴ διατύπωση τῆς ἐρώτησης, γιὰ τὸ “τί διδάσκει ὁ Μοναχισμὸς καὶ τί ζοῦν οἱ Μοναχοὶ ὡς πρὸς τὸν κόσμο καὶ τὰ κοσμικά”, δίνεται ἀπάντηση μὲ βάση τὴν ἔνταξη τοῦ Χριστοῦ στὴν τάξη τῶν μοναχῶν! Ὁ Χριστός, σύμφωνα μὲ τὴν χριστολογία ποὺ ἀναπτύσσεται στὴν ἀπάντηση, δὲν προβάλλεται ὡς ἡ Κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔχει μέλη ἀνθρώπους μὲ ποικίλα χαρίσματα, διάφορες πνευματικὲς ἡλικίες, ἀνόμοιες ἐξωτερικὲς συνθῆκες ζωῆς καὶ διαφορετικὲς ἐπιλογὲς στὸν τρόπο τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους, διότι ἄλλοι εἶναι ἔγγαμοι, ἄλλοι ἄγαμοι στὸν κόσμο, ἄλλοι μοναχοὶ σὲ Κοινόβιο, ἄλλοι ἀναχωρητὲς στὴν ἔρημο, ἄλλοι κληρικοί, ἄλλοι λαϊκοί. Ὁ Χριστὸς προβάλλεται ὡς ἱδρυτὴς τοῦ μοναχισμοῦ καὶ ὡς ὁ πρῶτος μοναχός, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ εὐλόγησε τὸν Γάμο, “δὲν νυμφεύθηκε, δὲν ἔκανε παιδιά, δὲν ἔκανε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ κόσμος οἰκογένεια”. Ἔζησε “μέσα στὴν οἰκογένεια ἑνὸς κοινοβίου ἀνδρών”, ὡς Ἡγούμενος μὲ τοὺς μοναχοὺς Ἀποστόλους. Ἐπανειλημμένως μάλιστα χαρακτηρίζεται ὡς “ὁ Ἅγιος Μοναχὸς Ἰησοῦς Χριστός”, ὁ ὁποῖος “ἔζησε ὁ ἴδιος σὰν Μοναχὸς καὶ ἐκάλεσε τοὺς ἀνθρώπους στὴν Μοναχικὴ ζωή”.

Θέλω νὰ ἐπισημάνω πολὺ συνοπτικὰ τρία σημεῖα:

Πρώτον, ἡ διατύπωση τοῦ ἐρωτήματος: “Τί διδάσκει ὁ Μοναχισμὸς καὶ τί ζοῦν οἱ Μοναχοὶ ὡς πρὸς τὸν κόσμο καὶ τὰ κοσμικά;” δηλώνει αἱρετικὴ προδιάθεση. Φανερώνει μιὰ διαφοροποίηση τοῦ μοναχισμοῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μιὰ αὐτονόμησή του, σὰν νὰ εἶναι κάτι τὸ ξεχωριστὸ ἀπὸ αὐτήν. Τοὺς βαπτισμένους στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει “τί διδάσκει ὁ Μοναχισμός” γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ τί διδάσκει ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὸν μοναχισμὸ καὶ γιὰ τὸν κόσμο, διότι, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ἡ Ἐκκλησία εἶναι “στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας”. Μοναχισμὸ ἔχουν καὶ οἱ Ἰνδουϊστὲς καὶ οἱ Μουσουλμάνοι καὶ οἱ Παπικοί. Αὐτὸ ποὺ διαφοροποιεῖ τὸν ὀρθόδοξο μοναχισμὸ ἀπὸ τοὺς ἑτερόδοξους καὶ ἐτερόθρησκους μοναχισμοὺς εἶναι ὅτι ζῆ καὶ ἀναπτύσσεται ὀργανικὰ ἐνταγμένος μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Πρωτεῦον καὶ θεμελιῶδες εἶναι τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στὸ ὁποῖο ὀφείλει νὰ εἶναι ἐνταγμένος ὁ μοναχισμός, ἂν θέλη νὰ εἶναι ὀρθόδοξος.

Δεύτερον, ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ Χριστοῦ ὡς “Ἁγίου Μοναχοὺ” τὸν δεσμεύει στὸν παρόντα αἰώνα, στὸν αἰώνα τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἀσκήσεως. Τὸν συνδέει μὲ τὸ κομποσχοίνι, τὶς μετάνοιες, τὴν ὑπακοὴ σὲ Γέροντα (τὴν ὁποία κάποιοι ἀνεξαρτητοποιοῦν ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο)! Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Σιναΐτη “Μοναχός ἐστι, βία φύσεως διηνεκής, καὶ φυλακὴ αἰσθήσεων ἀνελλιπής”. Ἂν ὀνομάσουμε τὸν Χριστὸ “μοναχὸ” μὲ τὴν ἔννοια ποὺ δίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει τὸ πραγματικὸ περιεχόμενο τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, τότε πέφτουμε στὴν αἵρεση τοῦ Καζαντζάκη, ποὺ ἤθελε τὸν Χριστὸ νὰ ἀγωνίζεται ἐναντίον τῶν παθῶν του. Ἡ βία τῆς φύσεως συνδέεται μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀνυποταξία στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός, μὲ τὴν ἄσπορη σύλληψή Του, ἦταν παντελῶς ἄσχετος μὲ τὴν ἁμαρτία. Ἀκόμη καὶ τὰ ἀδιάβλητα πάθη τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ κόπου κ.τ.λ. ἦταν ὑποκείμενα στὴ θέλησή Του. Ἤθελε νὰ πεινᾶ, καὶ πεινοῦσε, ἤθελε νὰ διψᾶ, καὶ διψοῦσε. Ὅταν, λοιπόν, τὸν συναριθμοῦμε στὴν χορεία τῶν μοναχῶν, τὸν ὑποβιβάζουμε ἀπὸ ἀρχέτυπό της δημιουργίας σὲ ἀγωνιζόμενο νὰ φθάση στὸ “καθ’ ὁμοίωσιν”. Αὐτὸ ἀποτελεῖ βλασφημία. Γιὰ νὰ γίνη καλύτερα κατανοητό το πράγμα, θυμίζω ὅτι σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας “Αἳ γὰρ τῶν Μοναχῶν συνθῆκαι ὑποταγῆς λόγον ἐπέχουσι καὶ μαθητείας, ἀλλ’ οὐχὶ διδασκαλίας, ἢ προεδρείας, οὐδὲ ποιμαίνειν ἄλλους, ἀλλὰ ποιμαίνεσθαι ἐπαγγέλλονται”(Πηδάλιο σέλ. 364). Ὁ Χριστός, βέβαια, δὲν ἔδειξε ποτὲ ὅτι ἦταν ὑποτεταγμένος στὶς “συνθήκες” τῶν μοναχῶν. Εἶπε κάποτε χαρακτηριστικὰ στοὺς μαθητές Του: “ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ραββί• εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστὶν ὁ διδάσκαλος ὁ Χριστός.... μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί• εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός”. Ὀνομάζοντας τὸν Χριστὸ “Ἅγιο Μοναχὸ” τὸν ὑποβιβάζουμε ἀπὸ “καθηγητὴ” καὶ “διδάσκαλο” σὲ “μαθητὴ” καὶ “ποιμαινόμενο”.

Ὁ Χριστὸς εἶναι “εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου” καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, διότι πλάστηκε “κατὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεού”. Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν ὁμολογητὴ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ “θεῖος σκοπός” τῆς δημιουργίας, τὸ “μακάριο τέλος”, γιὰ τὸ ὁποῖο δημιουργήθηκαν τὰ πάντα. Στὴν Ἀποκάλυψη ὁ Χριστὸς λέει γιὰ τὸν ἑαυτό Του ὅτι εἶναι “τὸ Α καὶ τὸ Ὤ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος”. Εἶναι δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ κάθε δημιουργία, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ποὺ διαρκῶς θὰ ὑπάρχη, γιατί δὲν ὑπόκειται σὲ φθορά, τροπή, ἀλλοίωση, θάνατο• εἶναι ἡ δημιουργικὴ ἀρχὴ τῶν κτισμάτων, ἀλλὰ καὶ τὸ “τέλός” τους, δηλαδή, “ὁ ὕψιστος σκοπός” τους, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Π. Τρεμπέλας. Ἡ ὁμοίωση μὲ τὸν Χριστὸ δὲν εἶναι ὁ σκοπὸς τῶν μοναχῶν μόνον, ἀλλὰ ὅλων των ἀνθρώπων. Ἂν ἐγκλείσουμε τὸ “μακάριο τέλος” τῶν κτισμάτων στὸ πλαίσιο τοῦ μοναχισμοῦ, ἀφήνουμε ἔξω ἀπὸ αὐτὸ πλειάδα ἁγίων, τῶν ὁποίων τὶς πρεσβεῖες διαρκῶς ζητᾶ ἡ Ἐκκλησία.

Τρίτον, στὴν προβολὴ τοῦ Χριστοῦ ὡς “Ἁγίου Μοναχοὺ” διαφαίνεται ἡ σκοπιμότητα ὑπερβάσεως τῶν ὁρίων τοῦ παραδοσιακοῦ μοναχισμοῦ. Μὲ πρότυπο τὸν “μοναχὸ Χριστὸ” ὁ μοναχισμὸς ἔχει τὴν πρόφαση νὰ βγαίνη ἔξω ἀπὸ τὰ ὅριά του καὶ νὰ ἀναπτύσση δραστηριότητες ποὺ ἀνήκουν στοὺς Ἀρχιερεῖς. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ “Ποιμὴν ὁ καλός” ὡς ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς. Ἡ ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, διὰ τῶν ἀποστόλων, δόθηκε στοὺς κατὰ τόπους Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι εἶναι “εἰς τύπον καὶ τόπον τῆς παρουσίας τοῦ Χριστού”, ἐνῶ οἱ μοναχοί, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Διονύσιο τῶν ἀρεοπαγίτη, ἀνήκουν στὴν τάξη τῶν λαϊκῶν, τῶν ποιμαινομένων. Γνωρίζω “ἀπὸ αὐτὰ ποὺ διάβασα στὰ βιβλία γιὰ τὸν μοναχισμὸ” ὅτι οἱ μοναχοὶ ὀφείλουν νὰ ζοῦν ἐν σιωπὴ τὴν μετάνοια καὶ τὸν θρῆνο τοῦ Ἀδάμ. Μὲ τὴν προσευχὴ ποὺ ἀναπτύσσουν μέσα τους καὶ τὴν σταδιακὴ ὑπέρβαση τῶν ἐμπαθῶν ἐξαρτήσεων ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, ἐμπνέουν τοὺς πιστοὺς στὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ ἔτσι βοηθοῦν τοὺς Ποιμένες. Εὐτυχῶς πάντως ποὺ ὑπάρχουν βιβλία ἁγίων μοναχῶν στὰ ὁποῖα παρουσιάζεται ὁ ἀληθινὸς μοναχισμὸς καὶ ἔτσι μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸν ἐκκοσμικευμένο, ἀλλοτριωμένο καὶ πλανεμένο μοναχισμό.

Οἱ μοναχοὶ εἶναι κατ’ ἐξοχὴν πρότυπα μετανοίας. Μποροῦμε νὰ ἐντάξουμε τὸν Χριστὸ σ’ αὐτὴν τὴν κατηγορία; Ἡ προπτωτικὴ καὶ ἡ ἐσχατολογικὴ παρθενία τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης δὲν μπορεῖ νὰ δικαιολογήση μιὰ τέτοια ὕβρη. Εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο νὰ προβάλουμε στὸν Χριστὸ τὴν δική μας πεπερασμένη καὶ μερικὴ ἐμπειρία. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τὸ κεφάλαιο τῆς Σωτηρίας, εἶναι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου καὶ ἡ Ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι τὸ πρότυπο ὅλων μας.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ