Γράφτηκε στις .

Ἀρχιμ. Καλλινίκου Ε. Γεωργάτου: “Ἀναστάσεως Ἡμέρα”

Καταγράφω τήν διήγηση ἑνός Ἱερέως γιά τό πῶς ἔζησε τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως. Δέν ὑπάρχει χῶρος γιά σχόλια. Θέλω μόνον νά ὑπογραμμίσω, μεταξύ ἄλλων, τήν ἀγνόηση τῆς παιδείας, ἡ ὁποία προσφέρεται πλούσια στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας.

“Κύματι θαλάσσης...” Ἡ φωνή τοῦ “ψάλτη” ἀκουγόταν μονότονη, καθώς πελαγοδρομοῦσε στήν γαλήνια θάλασσα τοῦ κανόνος τοῦ Μ. Σαββάτου. Εἶχε συνηθίσει τήν καθιερωμένη ρότα του, μές στά “λειτουργικά” τῆς θείας Λειτουργίας, σέ ἦχο ...διάφορο, καί πλέον τούτων ἦταν δύσκολη ἡ ἀπόδοση ὕμνων πού ἀκούγονται μόνον μία φορά τόν χρόνο. Οἱ χωρικοί καί οἱ παρεπιδημοῦντες εἰσέρχονταν στόν Ναό καί χαιρετιόντουσαν φωναχτά, κρατώντας ἕνα ἀσύμμετρο καί θορυβῶδες “ἰσοκράτημα” στόν πελαγοδρομούντα ψάλτη. Ὡστόσο, λίγο τα λόγια τῶν τροπαρίων, λίγο ἡ ἀναμονή τοῦ “Χριστός Ἀνέστη”, κρατοῦσαν τό ἐκκλησίασμα σέ μιά ἤρεμη κατάσταση.

“Ιδού σκοτία καί πρωί...”, μέσα ἀπό τό Ἱερό ἀκούσθηκε τό δοξαστικό του βαρέως ἤχου. Τά φῶτα ὅλα εἶχαν σβήσει. Μόνον ἡ ἀκοίμητη κανδήλα τῆς ἁγίας Τραπέζης ἀχνόφεγγε. Ἀπό αὐτήν τήν φλογίτσα τῆς θρυαλίδος θά γέμιζε σέ λίγο ἡ Ἐκκλησία φῶς, φλόγες ἀπό τίς λαμπάδες τῆς Ἀναστάσεως.

Ἔξω ἀπό τόν Ναό ἡ χειμωνιάτικη βροχή φαινόταν νά μή ...συννερίζεται τήν Ἡμέρα. Σπάνιο πράγμα νά γίνη ἡ Ἀνάσταση μέσα στόν Ἱερό Ναό.

Μετά τό “Χριστός Ἀνέστη”, ὁ πρῶτος Ἰωάννης, ὁ Δαμασκηνός, προσήνεγγε ἀπό τούς θησαυρούς πού τόν εἶχε πλουτίσει ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί πρόσφερε στό Ἐκκλησίασμα: “Ἀναστάσεως Ἡμέρα...”, “Δεῦτε πόμα πίωμεν καινόν...”, “Φωτίζου, φωτίζου...”. Ποιός μπορεῖ νά μείνη ἀσυγκίνητος, ποιός μπορεῖ νά κλείση τά αὐτιά τοῦ ὅταν φθέγγεται τό Ἅγιον Πνεῦμα; Καί στό τέλος τοῦ ὄρθρου ἕτερος Ἰωάννης, ὁ ἐξ Ἀντιοχείας, ὁ Χρυσορρήμων, παραθέτει τό δικό του πρόσφορο, τούς δικούς του πνευματικούς θησαυρούς, πού ὡς Ποιμένας καί ὡς ἀσκητής συνέλεξε: “Εἰ τίς εὐσεβής καί φιλόθεος...”.Μᾶς κατηχῆ γιά νά μᾶς εἰσάγει στό μυστήριο τῶν μυστηρίων, πού μᾶς παρέδωσε ὁ Κύριος. Καί ἡ θ. Λειτουργία τό νοητό (ὡς ἀκολουθία ὕμνων, εὐχῶν, προσευχῶν, κινήσεων) αὐτό καί χρυσοποίκιλτο “δοχεῖο” πού περιβάλλει τά Τίμια Δῶρα, εἶναι προσφορά αὐτοῦ του Ἁγίου. Τά δικά του φιλόπονα ἀρχιερατικά χέρια τήν φιλοτέχνησαν, τήν στερέωσαν μέ τάξη, τήν στόλισαν μέ μελωδία, τήν συγκρότησαν μέ θεολογία.

Καί ὅταν ἦλθε ἡ στιγμή τῆς ἱερουργίας τοῦ λόγου, τῶν ἀναγνωσμάτων, ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἔδωσε ἐντολή σέ ἕτερον Ἰωάννη, τόν ἠγαπημένο, τόν ἐπιστήθιο, τόν “υἱό τῆς βροντής”, τόν θεολόγο, τόν “στύλο τῶν κατά τήν οἰκουμένην Ἐκκλησιών”, τόν “ἔχοντα τάς κλεῖς τοῦ οὐρανού”, τόν “πίοντα τό ποτήριον τοῦ Χριστού”, νά προσφέρη στούς Χριστιανούς τούς πολυτιμότερους μαργαρίτες τοῦ χριστιανικοῦ λόγου: “Ἐν ἀρχή ἥν ὁ Λόγος...”.

Αὐτά σκεφτόταν καί αὐτά ζοῦσε ὁ εὐτυχής Λειτουργός, πού ἔβλεπε ὅτι ὅλα πήγαιναν κατά Θεόν• καί ἡ πνευματική τροφή προσφερόταν, καί ὁ λαός δεχόταν τίς προσφορές καί τό Δεῖπνο ἑτοιμαζόταν.

Καί ὁ ψάλτης βρῆκε βοηθό, καί ὁ λαός εἶχε γεμίσει τόν Ναό, καί τά παιδιά κρατοῦσαν στά χέρια τούς τίς ἀναστάσιμες λαμπάδες καί ἔβλεπαν καί ἔγραφαν ἤχους καί εἰκόνες... Ἦλθε καί ἕνα παιδί νά βοηθήση στό Ἱερό, νά κρατήση τήν λαμπάδα, νά ἑτοιμάση τό θυμιατό. Φαινόταν πρόθυμο, καί στεκόταν ὄρθιο, μᾶλλον ἀπό εὐλάβεια. Τοῦ ἔδωσε ὁ Ἱερέας νά κρατᾶ τήν ἀναστάσιμη λαμπάδα του. Καί ἡ φωνή τοῦ ψάλτη εἶχε ζεσταθῆ κάπως, ἄλλωστε θά ἔμπαινε σέ λίγο στά ...ρηχά της γνώριμης θείας Λειτουργίας.

Πλήν ὅμως, ἑτοιμαζόταν καί ἄλλο δεῖπνο, ληστρικό, παραπλανητικό, ἀφοῦ αἰχμαλώτιζε τήν σκέψη καί τήν ἐπιθυμία τῶν Χριστιανῶν. Ἕνα τραπέζι διαφορετικό ἀπό αὐτό πού ἡ Ἐκκλησία ἐπιθυμῆ νά προσφέρη στά παιδιά της. Σ’ αὐτό τό ἄλλο τραπέζι ὁ ἀμνός ἦταν ὑλικός. Σ’ αὐτό τό ἄλλο τραπέζι διακονοῦσε τό ἔθιμο, προσκαλοῦσε ἡ ἐπιθυμία...

Καί ἐκεῖ, γύρω στήν τρίτη ὠδή, ὁ λαός σά ν’ ἄκουσε “ὀμαθυμαδόν” τήν φωνή τῆς ἐπιθυμίας πού καλοῦσε στήν ἄκαιρη τράπεζα, ἄρχισε ν’ ἀνησυχῆ, νά μετακινεῖται, νά χαιρετᾶ ὁ ἕνας τόν ἄλλον: “Χριστός Ἀνέστη”, “Χρόνια Πολλά”• ἄκαιρη ἡ στιγμή, ξύλινά τα λόγια. Καί ὁμάδες ὁμάδες κατευθύνονταν πρός τίς ἐξόδους, γιά νά τηρήσουν τό ἔθιμο, νά φᾶνε ...τό Πάσχα. Καί ὁ Ἱερέας δέν ἄντεξε τήν σκηνή καί τούς ἐπέπληξε...

“Την Ἁγία καί μεγάλη Κυριακή του Πάσχα...”. Καί ὁ βοηθός τοῦ ψάλτη, αὐτός ὁ ὄψιμος, πού πονοῦσε γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ του, ἔφυγε καί αὐτός. Καί οἱ ἐπίσημοι καί οἱ ἐπίτροποι ἔφυγαν. Πῆραν καί τά παιδιά τους. Πῆραν καί τό παιδάκι πού θά βοηθοῦσε στό Ἱερό, μαζί μέ τήν λαμπάδα τοῦ παπᾶ... Καί ἔμεινε ὁ λειτουργός, καί ὁ ψάλτης. Μερικά ζευγάρια γέρικα μάτια καί κάποια ἄλλα νυσταλέα κοιτοῦσαν πλέον ἀπλανῶς τό τέπλο. Καί τρία-τέσσερα ἀνδρόγυνα μέ τίς λαμπάδες του. Καί ἕνας νεαρός, μέ μακριά μαλλιά καί σκουλαρίκι στό αὐτί, ἦλθε νά βοηθήση στό Ἱερό –ἦταν ὁ νεώτερος μές στόν Ναό– γιά τόν Δεῖπνο, τόν μέγα, τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδοξίας...

Καί οἱ θησαυροί τῆς ὑμνωδίας μας νά πάλλονται μέσα στόν Ναό, καί οἱ ἄγγελοι νά κατέρχονται, καί ὁ λόγος νά προφέρεται, καί ὁ Λόγος νά προσφέρεται... Ἀναστάσεως Ἡμέρα!...