Γράφτηκε στις .

Φώτη Κόντογλου: Ἡ παραμονή τῆς πτώσεως τῆς Πόλης

Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο “Ἡ Πονεμένη Ρωμιοσύνη”, τοῦ Φώτη Κόντογλου

Ὅπως οἱ ἅγιοι βασανίζουνται, καί στό τέλος τελειώνουνε τό μαρτύριό τους μέ τόν θάνατο, καί παίρνουνε τό στεφάνι τῆς ἀφθαρσίας, ἔτσι κ’ ἡ ἁγιασμένη Πόλη, ἡ νέα Σιῶν τῆς χριστιανωσύνης, ἀφοῦ βασανίστηκε, ἔκλαψε, πόνεσε ἀπό κάθε λογής τυράννισμα, ἦρθε ἡ μέρα πού παράδωσε τό πνεῦμα της. Ἡ Ἱερά Κιβωτός, ἡ Δωδεκάτειχος Πόλις, ἔπεσε ματοβαμμένη στίς 29 Μαΐου 1453, σᾶ τήν σεβάσμια μητέρα τῶν Μακκαβαίων.

Ποιό καλέμι μπορεῖ νά γράψει μέ αἷμα, γιά νά ξιστορίσει τή θλίψη καί τόν πόνο πού περάσανε ὅσοι βρεθήκανε μέσα στήν χιλιόχρονη καί γεραρή αὐτή πολιτεία, πού ἤτανε, κατά τά θρηνητικά λόγια τοῦ βασιλιά τῆς Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου, “ἐλπίς καί χαρά πάντων των Ἑλλήνων, τό καύχημα πάσι τοῖς οὔσι ὑπό τήν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν”, καί πού τώρα ἤτανε σάν μαραμένο λουλούδι!

Τήν τελευταία μέρα της, Δευτέρα, 28 Μαΐου, πρόσταξε ὁ βασιλέας, ὁ βασανισμένος Κωνσταντῖνος, νά κάνουνε λιτανεία, μήπως λυπηθεῖ ὁ Θεός κ’ ἐλεήσει τή χριστιανωσύνη. Ὁ βασιλιάς, οἱ δεσποτάδες, οἱ παπάδες κι ὅλος ὁ λαός, μέ τά εἰκονίσματα, μέ τά ἑξαφτέρουγα καί μέ τά θυμιατά, πήρανε γύρο ὅλα τα κάστρα, ψέλνοντας καί φωνάζοντας μέ δάκρυα: “Κύριε, ἐλέησον!”

Τήν ἴδια μέρα τό βράδι, σύναξε ὁ βασιλέας ὅλους τους ἀξιωματικούς καί τούς προκρίτους, καί τούς εἶπε μιάν ὁμιλία, πού κ’ οἱ πέτρες ραγίσανε μέ τή θρηνητική φωνή του. “Ακούοντες δέ οἱ δυστυχεῖς Ρωμαῖοι, καρδίαν ὡς λέοντες ἐποίησαν, καί ἀλλήλοις συγχωρηθέντες ἤτουν εἷς τῷ ἐτέρω καταλλαγῆναι, καί μετά κλαυθμοῦ ἐνηγκαλίζοντο. Ἐν τῆδε τή ὥρα τίς διηγήσεταί τους τότε κλαυθμούς καί θρήνους τούς ἐν τῷ παλατίω; εἰ καί ἀπό ξύλου ἄνθρωπος ἤ ἐκ πέτρας ἥν, οὐκ ἐδύνατο μή θρηνήσαι”.