Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Ἡ “συγγνώμη” τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν Ἑπταετία

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(δημοσιεύθηκε στήν “Ἐλευθεροτυπία” τήν 28η-5-2001)

Μέ ἀφορμή διάφορα γεγονότα, μεταξύ των ὁποίων καί ἡ “συγγνώμη” τοῦ Πάπα, διατυπώνονται κατά καιρούς προτάσεις ὅτι καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πρέπει νά ζητήση συγγνώμη γιά τήν στάση τῆς κατά τήν Ἑπταετία (1967-1974), ὅταν ἐπιβλήθηκε τό στρατιωτικό καθεστώς στήν Ἑλλάδα.

Δυστυχῶς, ὅσοι ἰσχυρίζονται κάτι τέτοιο δέν εἶναι μόνον ἀνεπαρκεῖς σέ θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές γνώσεις, ἀλλά ταυτόχρονα ἔχουν ἄγνοια, ἠθελημένη ἤ ἀθέλητη, τῶν ἱστορικῶν γεγονότων.

Θά ἤθελα μέ μεγάλη συντομία νά καταθέσω τίς ἀπόψεις μου πάνω στό κρίσιμο αὐτό ζήτημα.

1. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα κοινωνικό καί πολιτικό σύστημα ἀλλά τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί κύριο ἔργο της εἶναι ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικό θεραπευτήριο -Νοσοκομεῖο πού θεραπεύει τίς πνευματικές ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων. Καί ὅπως κανείς δέν διαμαρτύρεται γιατί τά Νοσοκομεῖα τῶν Ἀθηνῶν δέν ἔλαβαν κάποια ἀρνητική θέση κατά τήν διάρκεια τῆς Ἑπταετίας, ἀφοῦ ἦταν ἄλλος ὁ σκοπός τους καί συνέχιζαν νά θεραπεύουν τίς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, τό ἴδιο θά ἔπρεπε νά σκέπτεται γιά τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία θεραπεύει τούς ἀνθρώπους σέ ὅποιες κοινωνικές συνθῆκες καί ἄν εὑρίσκεται, ὅπως ἔκανε στόν τόπο μας ἡ Ἐκκλησία κατά τήν Τουρκοκρατία καί ἡ Ρωσική Ἐκκλησία κατά τήν διάρκεια τῶν πρόσφατων διωγμῶν.

Ἀλλά τό πρόβλημα εἶναι ὅτι ὅσοι κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία γιά ἀδράνεια κατά τήν διάρκεια τῆς Ἑπταετίας παραγνωρίζοντας τό βαθύτερο ἔργο της, δέν κάνουν καμμιά ἀναφορά γιά ἄλλους Ὀργανισμούς, ὅπως γιά παράδειγμα τήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία ἑόρταζε καί πανηγύριζε τήν 21η Ἀπριλίου ὡς τρίτη ἐθνική ἑορτή, ὥστε ὁ Παναγιώτης Κανελλόπουλος νά ἐξαναγκασθῆ νά διαμαρτυρηθῆ ἐγγράφως στόν Πρόεδρο τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, ὅπου μεταξύ των ἄλλων ἔγραφε ὅτι ἡ ἱστορία “δέν θά συγχωρήση τό γεγονός ὅτι τό ἀνώτατον πνευματικόν Ἵδρυμα τῆς Χώρας συνεμορφώθη ἀσυζητητί πρός τάς ἐπιθυμίας τοῦ καθεστῶτος αὐτού”, ἀφοῦ “ἀπεφάσισε νά ἐξισώση ἱστορικῶς τήν 21η Ἀπριλίου πρός τήν 25η Μαρτίου καί τήν 28ην Ὀκτωβρίου”. Οὔτε, βέβαια, ἀναφέρονται καί σέ πολλούς πανεπιστημιακούς διδασκάλους, οἱ ὁποῖοι χειροκροτοῦσαν τους τότε παραξικοπηματικῶς καταλαβόντας τήν ἐξουσία τῆς Χώρας.

2. Ὅσοι ὁμιλοῦν γιά λάθη τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν διάρκεια τῆς Ἑπταετία ἔχουν μιά βατικανοποιημένη ἀντίληψη περί τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ θεωροῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ταυτίζεται μέ τήν Ἱεραρχία τῶν Ἐπισκόπων ἤ τήν Ἱερά Σύνοδο. Ὅμως, Ἐκκλησία εἶναι τό σύνολο Κληρικῶν καί λαϊκῶν, οἱ ὁποῖοι ζοῦν μέσα στήν μυστηριακή ἀτμόσφαιρά της. Καί μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική, κυρίως τά λαϊκά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί πολλοί Κληρικοί, μέ τόν ἰδιαίτερο τρόπο τοῦ ὁ καθένας, ἀντιδροῦσαν στό τότε καθεστώς. Καί τότε πράγματι πολλά μέλη τῆς Ἐκκλησίας διώχθηκαν, φυλακίσθηκαν, ἐξορίσθηκαν καί ταλαιπωρήθηκαν ποικιλοτρόπως. Βεβαίως, ὑπῆρξαν καί ἀρνητικά παραδείγματα, ἀλλά τό κύρος τῆς Ἐκκλησίας διαφυλάχθηκε στά πρόσωπα αὐτά πού ἀντιδροῦσαν στήν καταπάτηση τῶν ἐλευθεριῶν τοῦ λαοῦ.

3. Εἶναι γνωστόν ὅτι τό καθεστώς τῆς Ἑπταετίας μέ Συντακτική Πράξη κατήργησε τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας διά τοῦ ὁποίου καθορίζονται μεταξύ των ἄλλων καί ἡ συγκρότηση τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Παραθεώρησε τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, ἔπαυσε τήν τότε ὑπάρχουσα Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο καί διόρισε ἑπταμελῆ “Ἀριστίνδην” Σύνοδο. Μέ τήν Πράξη αὐτή στήν οὐσία παραθεώρησε τόσο τόν Συνοδικό Τόμο τοῦ 1850, ὅσο καί τήν Πατριαρχική Πράξη τοῦ 1928. Ὅπως ἡ Ἑπταετία κατήργησε τό Κοινοβούλιο, ἔτσι ἀκριβῶς κατήργησε καί τήν κανονική καί νόμιμη διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας.

Γιά τήν ἐπέμβαση αὐτή στά ἐκκλησιαστικά πράγματα ὑπῆρξε ἀντίδραση πού εἶναι γνωστή σέ ὅσους ἀσχολοῦνται μέ τίς πηγές καί τό ἀρχειακό ὑλικό. Πολλοί Ἀρχιερεῖς διαμαρτύρονταν, μέ κορυφαίους τόν Μητροπολίτη Κορίνθου κ. Παντελεήμονα, τόν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιο καί τόν Μητροπολίτη Φλωρίνης κ. Αὐγουστίνο. Ἔγιναν προσφυγές στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, ἀντέδρασε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, διεξήχθησαν θυελλώδεις συζητήσεις στίς Ἱεραρχίες τῶν ἐτῶν 1972-1973, γράφονταν θεολογικά ἄρθρα στίς Ἐφημερίδες. Τόν ἀγώνα τῶν Ἱεραρχῶν αὐτῶν ἐναντίον τῆς ἐπιβληθείσης ἀπό τήν Ἑπταετία καταστάσεως στήν Ἐκκλησία ἐνίσχυαν οἱ πολιτικοί παράγοντες, ὅπως οἱ: Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Γεώργιος Ράλλης, Γεώργιος Μαῦρος, Ἰωάννης Ζίγδης, Ἀνδρέας Κοκκέβης, Παναγιώτης Παπαληγούρας, Δημήτριος Παπασπύρου κ.α., οἱ ὁποῖοι μέ δηλώσεις τούς τάσσονταν ὑπέρ τῶν ἀγωνιζομένων Ἱεραρχῶν γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς κανονικῆς τάξεως στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διασαλεύθηκε ἀπό τό καθεστώς τῆς Ἑπταετίας μέ τήν συγκρότηση Ἀριστίνδην Συνόδου.

Ὅποιος διαβάσει τόν πολιτικό καί ἐκκλησιαστικό τύπο τῶν ἡμερῶν ἐκείνων θά δή τήν ὅλη κατάσταση. Αὐτό φαίνεται καί στό κείμενο τῆς παραιτήσεως τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Ἱερωνύμου, στό ὁποῖο λέγεται γιά τό σημεῖο αὐτό: “Ἀπομακρύνομαι, τέλος, ἐκ τῆς ἐνεργοῦ ὑπηρεσίας, διότι ἕνεκα τῶν συνεχῶν κατ’ ἐμοῦ ἐπιθέσεων, μοῦ ἦτο ἀδύνατον νά ἀπασχολοῦμαι ἐν τῇ Ἐκκλησία δημιουργικώς”.

4. Γιά τά λάθη τῶν ἐκκλησιαστικῶν παραγόντων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, θέλω νά σημειώσω ὅτι ἤδη ἔχει ζητηθῆ, στήν οὐσία, συγγνώμη καί γι’ αὐτό δέν ὑπάρχει λόγος νά γίνεται συνεχῶς λόγος γι’ αὐτό.

Στήν ἀπό 15-12-73 παραίτησή του ἀπό τόν Ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῶν Ἀθηνῶν, ὁ ἀείμνηστος Ἱερώνυμος, ὁ ὁποῖος πέρα ἀπό τά ὅποια λάθη του, πού ἦταν συνάρτηση τῆς ὅλης καταστάσεως τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἦταν μιά ἐξαιρετική φυσιογνωμία, πράγμα τό ὁποῖο φαίνεται καί στό κείμενο τῆς παραίτησής του, μεταξύ ἄλλων γράφει:

“Απέρχομαι, ἐπωμιζόμενος προσωπικῶς τόν σταυρόν μιᾶς κατακραυγῆς ἤ ἴσως καί σκανδαλισμοῦ. Βεβαίως, διά τῆς παρούσης, δέν προτίθεμαι νά θέσω ὑπό συζήτησιν οὔτε τήν πραγματικήν ἔκτασιν αὐτῆς οὔτε τά αἴτια, τά ὁποῖα τήν προεκάλεσαν, ὡς καί τούς ὑποκινήσαντας ταύτην. Ἀλλ’ οὔτε πάλιν θά ἐπεθύμουν νά ἀποσείσω τό βάρος τῆς εὐθύνης μου διά τά ὅσα τυχόν λάθη βαρύνουν προσωπικῶς ἐμέ, ἐπειδή ἡ συνείδησίς μου μέ πληροφορεῖ, ὅτι πᾶσαι αἵ ἀποφάσεις καί αἵ ἐνέργειαί μου ὑπηγορεύθησαν πάντοτε ἀπό ἀγάπην πρός τήν Ἐκκλησίαν καί τά τέκνα της, τόν ἄνθρωπον. Ζητῶ μόνον καί παρακαλῶ, ὅπως οἱαδήποτε ἀπογοήτευσις ἤ κατακραυγή ἤ καί πιθανός σκανδαλισμός περιορισθῆ ἀποκλειστικῶς καί μόνον εἰς τό πρόσωπόν μου καί ὄχι εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί τό λυτρωτικόν ἔργον της. Ἄν ὅσοι ἐξ ἠμῶν ὡς διάκονοι τοῦ ἔργου Τῆς τυχόν ἀστοχοῦμεν καί διαπράττομεν λάθη, ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε παύει νά ἀποτελῆ διά πάντα ἄνθρωπον τήν ἀνοικτήν θύραν ἀναψυχῆς, ἁγιασμοῦ καί σωτηρίας”,

Καί ἀκόμη:

“Εντεύθεν, ἴνα μή ἔστω καί ἀκουσίως γίνωμαι συνεργός εἰς τήν φθοράν τοῦ κύρους τῆς Ἐκκλησίας, ἀπεφάσισα ὅπως ἀποσυρθῶ τῆς ἐνεργοῦ ὑπηρεσίας ἐπί τῇ ἐλπίδι καί τή εὐχή, ὅτι διά τοῦ παραμερισμοῦ τοῦ προσώπου μου, θά κοπάσουν τά πάθη καί θά ἐπέλθη πάλιν ἡ ἀπαραίτητος εἰς τάς ψυχάς τῶν Χριστιανῶν μας γαλήνη”.

Νομίζω, ὁ καθένας μας πρέπει νά βλέπη τά δικά του λάθη σέ διαφόρους σταθμούς τῆς ζωῆς του καί ὄχι νά ρίπτη τόν “λίθο τοῦ ἀναθέματος” στήν Ἐκκλησία. Καί τέτοια λάθη ἔγιναν καί γίνονται πολλά. Οἱ ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες ἀγωνίζονται καθημερινῶς γιά νά ἀνεβάζουν τό ἐπίπεδό του λαοῦ, ἀγωνίζονται γιά ὅλα ἐκεῖνα πού τόν ἀπασχολοῦν ἀκόμη καί γιά τίς ἐλευθερίες του. Καί ἅς μή ξεχνοῦμε ὅτι οἱ διαφωτιστές, κυρίως ὁ Jean Jacques Rousseau, ἔβλεπε μέ δυσπιστία ἀκόμη καί τήν ἀντιπροσωπευτική δημοκρατία πού μπορεῖ νά ἐξελιχθῆ σέ βάρος τοῦ πολίτη καί γι’ αὐτό ἔγραφε: “Ἡ ἰδέα αὐτή περί ἀντιπροσώπων εἶναι σύγχρονη: μᾶς ἔρχεται ἀπό τήν φεουδαρχική κυβέρνηση –ἀπ’ αὐτήν τήν ἀνόητη καί ἄδικη κυβέρνηση, ὅπου το ἀνθρώπινο εἶδος ὑποβαθμίζεται, κι ὅπου το ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου ἀτιμάζεται”, γι’ αὐτό καί ὑπεστήριζε τήν ἄμεση δημοκρατία. Καί ἐν πάση περιπτώσει οἱ νέοι Ἀρχιερεῖς δέν εἴμαστε διατεθειμένοι οὔτε νά ἀλλοιώσουμε τόν βασικό σκοπό τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε φυσικά νά βοηθοῦμε στήν καταστρατήγηση τῶν ἐλευθεριῶν τοῦ λαοῦ.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ