Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Ἑβδομάδα παθῶν καί «μαθών»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(Δημοσιεύθηκε στόν «Τύπο τῆς Κυριακῆς», 9-9-2001)

Τήν ἑβδομάδα τῶν ἀνακοινώσεων τῶν ἀποτελεσμάτων ἀπό τήν προσπάθεια τῆς Ἱερᾶς Συνόδου γιά τήν συλλογή τῶν ὑπογραφῶν ἐλέχθησαν καί ἐγράφησαν πάρα πολλά, τά ὁποῖα ἦταν ἐκτός πραγματικότητος καί στήν οὐσία βλαπτόταν αὐτή ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια.

Θά ἐπικεντρώσω τήν προσοχή μόνον σέ ἕνα σημεῖο στό ὁποῖο φαίνεται τό φαινόμενο ὅτι, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Daniel Boorstin, περάσαμε ἀπό τήν συλλογή τῶν εἰδήσεων στήν κατασκευή τῶν εἰδήσεων. Πρόκειται γι’ αὐτό πού κατά κόρον ἐλέχθη ὅτι ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου εἶπε δῆθεν στίς ἀνακοινώσεις πού ἔκανε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔγινε πρῶτο κόμμα, ἐπειδή συγκέντρωσε ὑπογραφές περισσότερες ἀπό τούς ψήφους πού συγκέντρωσαν τά δύο μεγάλα κόμματα στίς προηγοούμενες Βουλευτικές Ἐκλογές.

Μέ ὑπευθυνότητα θέλω νά βεβαιώσω καί νά ἐνημερώσω ὅτι οὐδέποτε ὑποστήριξα τήν ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔγινε πρῶτο κόμμα ἤ ἔχει τήν δυνατότητα νά γίνη κομματικός μηχανισμός.

Ἀντίθετα μάλιστα στίς ἀνακοινώσεις πού ἔκανα κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη (28 Αὐγούστου) μεταξύ ἄλλων ἐτόνισα: «Μέσα σέ αὐτά τά πλαίσια πρέπει νά γίνη ἀντιληπτό ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν κάνει πολιτική. Ἀντιθέτως, ἀπό τήν φύση τῆς εἰσέρχεται μέσα στήν διηρημένη κοινωνία γιά νά τήν ἑνώση καί νά δράση συνεκτικά, καταργώντας διά τῆς ἀγάπης τίς διαιρέσεις. Ἡ Ἐκκλησία δέν κόμ-ματιάζει, ἀλλά ἑνώνει τούς ἀνθρώπους, χρησιμοποιώντας ὅλα τα μέσα πού διαθέτει, καί τά ὁποῖα εἶναι πνευματικά καί πολιτισμικά. Σεβεται τίς ἐλευθερίες τοῦ λαοῦ, γι’ αὐτό ἄλλωστε καί στό θέμα τῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος στά Δελτία Ταυτοτήτων ἔλαβε θέση ὑπέρ τῆς προαιρετικῆς ἀναγραφῆς καί ἔδειξε τήν διάθεσή της νά συνεργασθῆ μέ τήν Πολιτεία γιά νά τροποποιηθῆ ὁ ἰσχύων νόμος 1988/1991, ὑπερβαίνοντας μέ ἀγάπη καί τίς παλαιότερες δικές της ἀποφάσεις». Ἐπίσης ὑπογράμμισα: «Εἴμαστε σέ θέση νά γνωρίζουμε ὅτι ὑπέγραψαν πρόσωπα πού ἀνήκουν σέ ὅλους ἀδιακρίτως τούς πολιτικούς χώρους γιατί σέ ὅλους τους χώρους αὐτούς ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού καί τήν Πατρίδα ἀγαποῦν καί τήν Ἐκκλησία Σεβονται». Ἀκόμη ἐτόνισα ἐμφανῶς: «Πολλές φορές ἐπίσης ἔχουμε τονίσει ὅτι ἡ Ἱερά Σύνοδος μέ τίς δύο αὐτές ἀποφάσεις της δέν ἀντιπολιτεύθηκε τήν Κυβέρνηση, ἀλλά διεφώνησε μέ μιά συγκεκριμένη Κυβερνητική ἀπόφαση. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει ἀντιπάλους οὔτε θέλει νά παίζη τόν ρόλο τῆς ἀντιπολίτευσης. Ἔχει ἀνθρώπους τούς ὁποίους ἀγαπᾶ, ὅποια καί ἄν εἶναι ἡ ἔναντί Της συμπεριφορά τους. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀναμειγνύεται στά πολιτικά δρώμενα τῆς Χώρας, ἀλλά δέν μπορεῖ νά ἐκχωρήση στό Κράτος τήν ἀποστολή Της, πού εἶναι νά ὀρθοτομῆ τόν λόγο τῆς Ἀληθείας, νά κρατῆ τίς Παραδόσεις καί νά ποδηγετῆ πνευματικά τα τέκνα της, προσφέροντας στούς δοκιμαζόμενους τήν ἀλληλεγγύη της». Ἐπί πλέον εἶπα γιά ὅσους δέν ὑπέγραψαν: «Σεβόμαστε ἐπίσης τήν στάση ὅσων δέν ὑπέγραψαν, ἐπικαλούμενοι σοβαρούς λόγους γιά τούς ὁποίους δείχνουμε κατανόηση. Τούς διαβεβαιώνουμε ὅτι πάντοτε τούς ἀγαπᾶμε καί πάντοτε τούς αἰσθανόμαστε παιδιά τῆς Ἐκκλησίας καί πάντοτε τούς ἔχουμε στήν καρδιά μας».

Αὐτές ἦταν οἱ θέσεις μου ἐν συντομία, τίς ὁποῖες ὅμως ἔχω ἀναπτύξει διεξοδικά στά πάνω ἀπό 100 βιβλία καί ἀνάτυπα πού ἔχω ἐκδόσει, ὅπου φαίνεται ἡ ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ταυτίζεται μέ κάποια κομματική παράταξη, ὅτι ὑπάρχουν δυνάμει καί ἐνεργεία μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καί ἐν πάση περιπτώσει ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά κλειστῆ ὁμάδα εὐσεβῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἀγκαλιάζει μέ τήν ἀγάπη τῆς ὅλους τους βαπτισθέντας.

Βεβαίως, στό Ὑπόμνημα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου γίνεται μιά συγκριτική ἀνάλυση τοῦ ἀριθμοῦ ὑπογραψάντων μέ τό ἐκλογικό σῶμα καί τό ποσοστό πού ἀπαιτεῖται σέ ἄλλες χῶρες γιά νά γίνη Δημοψήφισμα. Ἕνα τμῆμα αὐτοῦ του Ὑπομνήματος ἀνέγνωσα κατά τήν ἡμέρα τῶν ἀνακοινώσεων, χωρίς νά ἀναφερθῶ καθόλου στήν σύγκριση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ὑπογραψάντων στά ἔντυπα μέ τούς ψηφοφόρους τῶν ἄλλων κομμάτων. Πάντως, ἡ σύγκριση μέ τούς ψηφοφόρους στίς προηγούμενες ἐκλογές δέν ἔγινε γιά νά φανῆ ὅτι ἡ Ἐκκλησία γίνεται κόμμα, οὔτε γιά νά γίνη σύγχυση ἤ ταύτιση μεταξύ ὑπογραψάντων καί ψηφισάντων, ἀλλά γιά νά γίνη φανερό το ὑψηλό ποσοστό αὐτῶν πού ἀνταποκρίθηκαν στήν ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί, ὅπως γράφεται στό Ὑπόμνημα, γιά νά διαπιστωθῆ «ὅτι ὑπέγραψαν ἀπό ὅλες τίς κομματικές παρατάξεις, ἀφοῦ ὁ ἀριθμός τῶν ὑπογραψάντων ὑπερέβη καί τόν ἀριθμό ψηφοφόρων τοῦ ΠΑ.ΣΟ.Κ. καί τόν ἀριθμό ψηφοφόρων τῆς Ν.Δ. Ἐάν δέ ὑπολογισθῆ καί πάλι ὅτι δέν συμμετεῖχε ἐπισήμως ἡ Κρήτη, τότε τό συμπέρασμα τῆς πολυκομματικῆς συμμετοχῆς στήν προσπάθεια τῆς Ἱερᾶς Συνόδου εἶναι ἰσχυρότερο».

Τό ὅτι δέν ταυτίσαμε τούς ὑπογράψαντες μέ τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται καί ἀπό ἄλλο σημεῖο τοῦ Ὑπομνήματος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου στό ὁποῖο σημειώνεται: «Ὁ τελικός ἀριθμός τῶν ὑπογραψάντων Ἑλλήνων Πολιτῶν (3.008.901) εἶναι ἀντιπροσωπευτικός του 97% τῶν Ἑλλήνων πού εἶναι βαπτισμένοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, τούς ὁποίους ἐμεῖς θεωροῦμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καί αὐτῶν πού ἤθελαν νά ὑπογράψουν ἀλλά δέν τό ἔκαναν γιά διαφόρους λόγους». Καί σέ ἄλλο σημεῖο ἐπισημαίνεται: «Καί ἐάν ἀκόμη ὑπολογισθῆ ὅτι ὑπῆρχαν πολίτες πού δέν ὑπέγραψαν γιά διαφόρους λόγους, καί κυρίως λόγω μή μυστικότητος τῆς διαδικασίας, ἐν ἀντιθέσει πρός τίς ἐκλογές, ἐνῶ ἤθελαν νά ὑπογράψουν καί θεωροῦν τόν ἑαυτό τούς πιστό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, τότε τό ποσοστό εἶναι πολύ ὑψηλότερο».

Ἀπό ὅλα αὐτά φαίνεται καθαρά ὅτι ἡ Ἱερά Σύνοδος καί ὁ γράφων ποτέ δέν ταυτίσαμε τούς ὑπογράψαντας τά ἔντυπά της Ἐκκλησίας μέ τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ποτέ ὑποστηρίξαμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά πολιτική - κομματική παράταξη.

Ἐπίσης τίς ἡμέρες αὐτές παρατηρήθηκαν καί ἄλλες παραχαράξεις τῆς ἀλήθειας. Κυρίως πρέπει νά σημειωθῆ το ὅτι ἡ ἐνυπόγραφη αἴτηση τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν, πού ἔγινε ἀπολύτως μέσα σέ συνταγματικά πλαίσια (ἄρθρα 5 καί 10 τοῦ Συντάγματος) ἐκλήφθηκε ὡς ἔκφραση ἐπιβολῆς τῆς θεοκρατίας καί ὡς πράξη κατάργησης διατάξεων τοῦ Συντάγματος. Ἀλλά εἶναι φανερό ὅτι γίνεται διαστρέβλωση τῆς ἀληθείας, διότι ὁ ὅρος θεοκρατία σημαίνει ταύτιση πολιτικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως σέ ἕνα πρόσωπο καί ταύτιση θρησκευτικοῦ καί πολιτικοῦ νόμου. Ὅμως, στήν παράδοσή μας, ὅπως ὑποστήριξε καί ἡ Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ, ποτέ δέν ἐπικράτησε ἡ θεοκρατία, πράγμα τό ὁποῖο συμβαίνει ἀλλοῦ, ἀλλά πάντοτε ἐπικρατοῦσαν παράλληλες διοικήσεις –«ἡ παράλληλη ἐξουσία καί ἡ ἁρμονική σύμπραξη τῶν δύο αὐτῶν ἀρχῶν, τοῦ αὐτοκράτορα καί τοῦ πατριάρχη, χαρακτηρίζει ὅλη τή ζωή τῆς ὀρθόδοξης αὐτοκρατορίας καί Ἐκκλησίας κατά τήν βυζαντινή ἱστορική πραγματικότητα, παρά τίς κάποιες ἑξαιρέσεις καί ἀποκλίσεις... Συμβουλευτικός ὁ ρόλος τοῦ πατριάρχη στά κοσμικά, διαιτητικός ὁ ρόλος τοῦ αὐτοκράτορα στά θεολογικά πράγματα»– καί παράλληλες ἱεραρχίες –τοῦ Κράτους καί τῆς Ἐκκλησίας «πού διαπνέουν καί στηρίζουν τή βυζαντινή κοινωνία: ἡ Πρωτη, ἡ κοσμική ἱεραρχία (λαϊκή πολιτική καί στρατιωτική) ἀπορρέει ἀπό τήν αὐτοκρατορική ἐξουσία, ἡ δεύτερη, ἡ πνευματική, καταλήγει στόν πατριάρχη».

Ἔπειτα τό ἀναφαίρετο δικαίωμα τοῦ λαοῦ «τοῦ ἀναφαίρεσθαι» στήν Κυβέρνηση, ὥστε ἐκείνη νά ἐνεργοποιήση τό ἄρθρο 44, πάρ. 2 τοῦ Συντάγματος, δέν μπορεῖ μέ κανένα λόγο νά νοηθῆ ὡς προσπάθεια κατάργησης τοῦ Συντάγματος, ἀντίθετα πρέπει νά ἑρμηνευθῆ ὡς ἐνεργοποίηση τῶν σχετικῶν διατάξεων τοῦ Συντάγματος, κατά τόν τρόπο πού καθορίζεται ἀπό τό Σύνταγμα.

Δέν ἐπιθυμῶ νά ἐπεκταθῶ περισσότερο στό θέμα αὐτό, ἀλλά ἁπλῶς νά ὑπογραμμίσω ὅτι στήν περίπτωση αὐτή πού ἀναφερόμαστε δοκιμάσαμε λίγο τί θά πῆ νεοταξική ἀντίληψη, ὅπως τήν ἐκφράζει ὁ Νόαμ Τσόμσκι, πού ἀναλύει τίς ἀπόψεις τοῦ Λίπμαν, ἀφοῦ στήν νέου τύπου δημοκρατία ὑπάρχουν δύο τάξεις: «ἡ εἰδικευμένη τάξη» καί τό «ζαλισμένο κοπάδι». Γράφει:

«Ὁ Λίπμαν τό ὑποστήριξε αὐτό μέ μιά πολύ καλά ἐπεξεργασμένη θεωρία γιά τή σύγχρονη δημοκρατία. Ὑποστήριξε ὅτι σέ μία δημοκρατία πού λειτουργεῖ σωστά ὑπάρχουν τάξεις πολιτῶν. Ὑπάρχει Πρωτ’ ἄπ’ ὅλα ἡ τάξη τῶν πολιτῶν πού πρέπει νά συμμετέχουν ἐνεργητικά στή διαχείριση τῶν δημοσίων ὑποθέσεων. Αὐτή εἶναι ἡ εἰδικευμένη τάξη. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού ἀναλύουν, ἐκτελοῦν, παίρνουν ἀποφάσεις καί διαχειρίζονται τά πράγματα στά πολιτικά, οἰκονομικά, καί ἰδεολογικά συστήματα. Αὐτό εἶναι μόνο ἕνα μικρό ποσοστό τοῦ πληθυσμοῦ. Φυσικά, ὁποιοσδήποτε προτείνει αὐτές τίς ἰδέες πάντα εἶναι μέλος αὐτῆς τῆς μικρῆς ὁμάδας, καί μιλᾶ γιά τό τί θά ἔπρεπε νά κάνουν γιά αὐτούς τούς ἄλλους. Αὐτούς τούς ἄλλους, αὐτούς ἔξω ἀπό τή μικρή ὁμάδα, τή μεγάλη πλειονότητα τοῦ πληθυσμοῦ, τό "κοπάδι πού τά ’χει χαμένα" ὅπως ἔλεγε ὁ Λίπμαν. Πρέπει νά προστατεύσουμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό "τό ποδοπάτημα καί τό βρυχηθμό τοῦ ζαλισμένου κοπαδιοῦ". Τώρα ὑπάρχουν δύο "λειτουργίες" σέ μιά δημοκρατία: Ἡ εἰδικευμένη τάξη, οἱ ὑπεύθυνοι ἄνθρωποι διεξάγουν τήν ἐκτελεστική λειτουργία, πού σημαίνει ὅτι αὐτοί εἶναι πού σκέφτονται, σχεδιάζουν καί καταλαβαίνουν τά κοινά συμφέροντα. Μετά εἶναι καί τό ζαλισμένο κοπάδι, καί αὐτό ἔχει μιά λειτουργία στή δημοκρατία. Ἡ λειτουργία του σέ μιά δημοκρατία, εἶπε, συνίσταται στό νά ἀποτελεῖ τούς "θεατές" καί ὄχι τούς συμμετέχοντες στή δράση».

Φυσικά δέν μπορῶ νά υἱοθετήσω μιά «δημοκρατία τοῦ θεατῆ» ἤ, ὅπως ἔγραψε ὁ Θέμος Ἀναστασιάδης, μιά «δημοκρατία χωρίς βουλή καί λαό», ἀφοῦ τό θέμα δέν πῆγε οὔτε στό Κοινοβούλιο οὔτε στόν λαό.

Τό πρόβλημα, λοιπόν, δέν βρίσκεται στήν ἀνύπαρκτη ἀπό μᾶς ταύτιση μεταξύ ὑπογραψάντων καί ψηφισάντων, ἀλλά στό ὅτι, ὅπως ἔχει παρατηρηθῆ πολύ σωστά, τά Δελτία Ταυτοτήτων πού ἔχει ἡ συντριπτική πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ εἶναι νόμιμα ἀλλά ταυτόχρονα καί ἀντισυνταγματικά (!) κατά τήν ἀπόφαση τοῦ Σ.τ.Ε., ἐπειδή ἔχουν τήν ἔνδειξη τοῦ θρησκεύματος, καί ὅτι στήν πατρίδα μᾶς κυκλοφοροῦν δύο τύποι ταυτοτήτων, ὁ ἕνας τύπος εἶναι ἀντισυνταγματικός κατά τό Σ.τ.Ε., ἐπειδή ἔχει τό θρήσκευμα, ὁ ἄλλος τύπος εἶναι ἀντισυνταγματικός, ἐπειδή δέν ἔχει τήν ἰθαγένεια, καί σύντομα θά κυκλοφορήση καί τρίτος τύπος ταυτοτήτων πού θά εἶναι συνταγματικός κατά τό Σ.τ.Ε., ἀφοῦ θά ἔχη τήν ἰθαγένεια χωρίς τό θρήσκευμα. Αὐτή ἡ διαφοροποίηση παραβιάζει τό ἄρθρο 4 τοῦ Συντάγματος πού καθορίζει ὅτι ὅλοι οἱ Ἕλληνες εἴμαστε ἴσοι ἐνώπιόν του νόμου.

Αὐτό ἀκριβῶς, σύν τοῖς ἄλλοις, δείχνει ὅτι τό θέμα δέν ἔκλεισε, οὔτε καί ἀπό Κυβερνητικῆς πλευρᾶς, ἀλλά πρέπει νά ρυθμισθῆ βάσει τοῦ ἄρθρου 4 τοῦ Συντάγματος.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ