Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Μιά ἑρμηνεία τοῦ «πολιτικοῦ» φόβου

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Τόν τελευταῖο καιρό ἐκφράσθηκε πολύ ἔντονα ἀπό τά χείλη πολλῶν πολιτικῶν φόβος γιά τήν παρουσία καί ἐμπλοκή τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως στά πολιτικά δρώμενα. Σέ ὁρισμένες περιπτώσεις μάλιστα ἡ ἔκφραση αὐτοῦ του φόβου ὑποδήλωνε πανικό. Αἰσθάνονταν ὁρισμένοι ὅτι ἡ Ἐκκλησία μιά ἐξωκοινοβουλευτική δύναμη μέ μεγάλη λαϊκή βάση παραβίαζε τό ἐπαγγελματικό (πολιτικό) ἄσυλό τους.

Ἔχω τήν γνώμη ὅτι αὐτός ὁ φόβος δέν πρέπει νά ἑρμηνευθῆ μέ βάση τόν παροξυσμό τῆς σύγκρουσης πού δημιούργησε τό θέμα τῶν Ταυτοτήτων. Ἡ ἔνταση αὐτοῦ του ἀγώνα προκάλεσε ἑκατέρωθεν ἐκφράσεις καί ἐπιχειρηματολογίες πού ἐπιδέχονταν παρεξήγηση. Ἀπό τήν μιά μεριά ὁρισμένοι πολιτικοί προσπαθοῦσαν ἀνεπιτυχῶς νά θεολογήσουν, προκειμένου νά πείσουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν πρέπει νά ἀσχολῆται μέ τέτοια θέματα, καί ἀπό τήν ἄλλη ὁ ἐκκλησιαστικός λόγος κάποιες φορές διολίσθησε στό ἐπίπεδό της πολιτικῆς φρασεολογίας, ἐπηρεασμένος ἀπό τό κλίμα τῆς πολιτικῆς ἀδιαλλαξίας, τό ὁποῖο ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίση. Αὐτό τό τελευταῖο, ο-μῶς, δέν δικαιολογεῖ τήν ταραχή τῶν πολιτικῶν. Ὑπάρχει κάποια βαθύτερη αἰτία, τήν ὁποία θά προσπαθήσω νά παρουσιάσω στή συνέχεια.

Τό σύγχρονο κράτος συρρικνώνεται καί σκληρύνεται. Περιορίζεται στήν οἰκονομία, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀδυνατίζη ἡ κοινωνική του διάσταση. Ἀποκόπτεται, ἐπίσης, ἀπό τίς πολιτιστικές του ρίζες. Ὁ πολιτισμός καί ἡ ἱστορία ἐπιβιώνουν στούς σχεδιασμούς τοῦ κυρίως ὡς πηγές ἐσόδων. Κλείνονται στό Μουσεῖο καί ἀποδεσμεύονται ἀπό τήν ζωή. Ἔτσι, εὐαισθησίες πού σχετίζονται μέ τήν παράδοση, ὡς ρεῦμα ζωῆς, δέν γίνονται κατανοητές. Καί ὅταν ὁ λαός ἀντιδρᾶ σέ προκλήσεις πού παρενοχλοῦν τήν πολιτιστική του ὑπόσταση, τότε τό Κράτος δείχνει τήν σκληρότητα καί ἀκαμψία του. Μιά σκληρότητα ἔμφοβη, μεγεθυμένη ἀπό τόν φόβο, ὅτι ἄλλοι φορεῖς, ἐξωκοινοβουλευτικοί, προσελκύουν τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ λαοῦ.

Καταγράφω τηλεγραφικά ὡς ἀποδείξεις αὐτῆς τῆς ἔμφοβης σκληρότητας τοῦ Κράτους τά ἀκόλουθα γνωστά γεγονότα: Τό αἴτημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως πρός τήν πολιτική ἡγεσία τοῦ τόπου γιά διάλογο στό θέμα τῶν Ταυτοτήτων, θεωρήθηκε ὡς προσπάθεια τῆς Ἐκκλησίας νά συγκυβερνήση! Μετά ἀπό τήν σκληρή ἄρνηση τοῦ διαλόγου, ἡ συλλογή τριῶν καί πλέον ἑκατομμυρίων ὑπογραφῶν Ἑλλήνων πολιτῶν, μέ αἴτημα τήν ἐνεργοποίηση ἀπό τήν Πολιτεία τοῦ ἄρθρου 44 τοῦ Συντάγματος, πού εἶναι σχετικό μέ τήν διενέργεια δημοψηφίσματος, διαβλήθηκε ὡς κίνηση πού βρίσκεται ἔξω ἀπό τά συνταγματικά πλαίσια. «Χωρίς αἰδῶ», τό αἴτημα γιά προσφυγή στό «λαϊκό σῶμα», στήν «Ἐκκλησία τοῦ Δήμου», συκοφαντήθηκε ὡς κίνηση τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῆς κοινοβουλευτικῆς μας δημοκρατίας! Δηλαδή, τό ἄρθρο 10 τοῦ Συντάγματος, μέ βάση τό ὁποῖο συγκεντρώθηκαν οἱ ὑπογραφές, θεωρήθηκε ὅτι ἐπιβουλεύεται τό πολίτευμά μας!

Εἶναι φανερό ὅτι ἡ στροφή τοῦ λαοῦ σέ ἐξωκοινοβουλευτικούς φορεῖς ἀνησυχητικό φαινόμενο γιά τήν δημοκρατία μᾶς ὀφείλεται στήν ὑλοποίηση τῆς «ἐκσυγχρονισμένης» ἀντίληψης περί κράτους, ἡ ὁποία ἔχει τήν δική της «ἀνθρωπολογία». Τό σύγχρονο κράτος βλέπει τόν ἄνθρωπο πολίτη σάν μιά βιολογική καί οἰκονομική μονάδα, σάν ἕνα ζῶο πού φτιάχνει καί χρησιμοποιεῖ ἐργαλεῖα. Τόν ἔχει περιορίσει μέσα στά στενά ὅρια τῆς Βιολογίας καί τῆς Οἰκονομίας, σ’ ἕναν ὁρίζοντα πολύ κλειστό, στόν ὁποῖο ὡς δεῖκτες τῆς εὐτυχίας του καί τῆς ποιότητας τῆς ζωῆς τοῦ προβάλλονται μόνο οἱ δεῖκτες τῆς Οἰκονομίας.

Ὑπάρχει τό ἑξῆς παράδοξο: Ἐνῶ στίς μέρες μᾶς ἐπικρατοῦν οἱ κανόνες τῆς ἐλεύθερης ἀγορᾶς, θριαμβεύουν ταυτόχρονα οἱ ἀνθρωπολογικές καί κοσμολογικές ἀντιλήψεις τοῦ Μάρξ. Κάτω ἀπό τά συντρίμμια τῶν Κυβερνήσεων τοῦ λεγόμενου ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ καταπλακώθηκε ἡ κοινωνική διάσταση τοῦ μαρξισμοῦ, ἀλλά ἐπιβίωσε ἡ ὑλιστική ἀνθρωπολογία του. Οἱ ἰδεολογικές διαφοροποιήσεις στίς μέρες μᾶς ἔχουν καταφαγωθῆ ἀπό τήν πρακτική λογική του παγκόσμιου ἐμπορίου, πού εἶναι καθαρά ὑλιστική. «Ὁ κόσμος, γιά τόν Μάρξ, εἶναι ἀποκλειστικά ὑλικός στό σύνολό του, ὅ,τι ὑπάρχει καί ὅ,τι γίνεται στόν κόσμο εἶναι διάφορες μορφές μετασχηματισμῶν τῆς ὕλης, γιατί οὐσία τῆς ὕλης εἶναι ἡ κίνηση» (Χρ. Γιανναρά, Σχεδίασμα εἰσαγωγῆς στή Φιλοσοφία, τ. Ά΄, σ. 210). Ἡ διαρκής οἰκονομική ἀνάπτυξη εἶναι μιά κίνηση, γεμάτη ἰδιοτέλεια καί ἄγχος, πού δημιουργεῖ νέες «μορφές μετασχηματισμῶν τῆς ὕλης», νέες εὐκαιρίες καί νέα ἀγαθά. Μέ τό ἰδανικό της οἰκονομικῆς ἀνάπτυξης τό σύγχρονο κράτος ἔχει ἐντάξει καί φυλακίσει τόν ἄνθρωπο μέσα στόν ὑλισμό τῆς παγκοσμιοποιημένης Οἰκονομίας. Τό «πνεῦμα» τοῦ Μάρξ ἐπιβιώνει μέσα στό «πνεῦμα» τοῦ καπιταλισμοῦ. Ἀλλά μέσα σ’ αὐτό τό «πνεῦμα» ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀναπνεύση, δέν μπορεῖ νά λειτουργήση φυσιολογικά, νά ζήση κατά τόν λόγο τῆς ὑπάρξεώς του. Ἀντιδρᾶ ὁ βαθύτερος ἐαυτός του, τό ἄπειρο καί ἀπροσδιόριστο πού κρύβει μέσα του, ὡς «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καί καθ’ ὁμοίωσιν» πλασμένος. Ἡ κίνηση τῆς ὕλης εἶναι κάτι τό πολύ μικρό, σχεδόν ἀσήμαντο, γιά νά τόν ἱκανοποιήση.

Ὅταν, λοιπόν, οἱ φορεῖς τῆς κρατικῆς ἐξουσίας ἀδιαφοροῦν γιά σημαντικές ἀνάγκες τῆς ψυχοσωματικῆς συγκρότησης τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν, γιά παράδειγμα, δέν δίνουν σημασία γιά τίς πολιτιστικές εὐαισθησίες του καί τήν θεολογική του ἀναφορά, τότε ἡ δημοκρατική ἐκλογή τους δέν ἐξασφαλίζει τήν πλήρη ἀπό μέρους τούς ἐκπροσώπηση τοῦ λαοῦ. Αὐτό, βέβαια, δέν σημαίνει ὅτι τό ἴδιο το Κράτος πρέπει νά καλύπτη ὅλες τίς ἀνάγκες τοῦ λαοῦ, ἀλλά ὅτι ὀφείλει νά ἑδραιώνη ἕνα κλίμα ἁρμονικῆς συνεργασίας μέ τούς φορεῖς ἐκείνους (ὅπως ἡ Ἐκκλησία) πού διακονοῦν τόν ἄνθρωπο στά ἐπέκεινα τῆς οἰκονομίας καί στά ἐνδότερά των αἰσθήσεων τοῦ σώματος.

Τό σύγχρονο Κράτος ἀφήνει πολύ χῶρο στήν Ἐκκλησία, ὄχι ἀπό ἐκτίμηση στίς θεολογικές ἀνησυχίες τῶν πολιτῶν, πού ἱκανοποιοῦνται μέ πληρότητα ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἀπό πλήρη ἀδιαφορία γι’ αὐτές. Αὐτό ἀποτελεῖ μιά μεγάλη πρόκληση γιά τούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος χρειάζεται τήν Ἐκκλησία. Μπορεῖ νά μή τό συνειδητοποιεῖ, ὅμως αὐτό πού ζητάει εἶναι ἡ σχέση καί κοινωνία μέ τόν Θεό, ἡ ἀνιδιοτελής σχέση μέ τούς συνανθρώπους. Ἔχει ἀνάγκη νά βγῆ ἀπό τόν κλοιό τῆς ἰδιοτέλειας, ἀπό τήν λογική πού κατοχυρώνει τήν φιλαυτία, ἀπό τόν κορεσμό πού δημιουργεῖ ἀδιέξοδα. Διψάει, ἴσως ἀνεπίγνωστα, τήν προσευχή τό ἄνοιγμα τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό, τήν ἀνακάλυψη τοῦ «κρυπτοῦ της καρδίας ἀνθρώπου». Σέ αὐτή τήν συγκυρία ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά πῆ τόν λόγο της, πού εἶναι λόγος ἀφυπνιστικός καί παραμυθητικός αὐστηρός «μετ’ ἐπιεικείας» πρέπει νά βγάλη στό φῶς, μέ τήν ζωντανή σημερινή γλώσσα, τούς θησαυρούς τῆς Φιλοκαλίας νά διεισδύση στά πολύπλοκα σύγχρονα προβλήματα μέ τό πνεῦμα τοῦ Ἡσυχασμοῦ καί τήν σοφία τῶν Πατέρων νά κάνη τόν Ἡσυχασμό πεμπτουσία τῆς ποιμαντικῆς παρέμβασής της στήν σύγχρονη κοινωνία. Αὐτός ὁ θεολογικός καί ἀσκητικός ὁπλισμός μπορεῖ ταυτόχρονα νά τήν προφυλάξη ἀπό τούς ἰσχυρούς πειρασμούς τοῦ ἐθνικισμοῦ, τοῦ παποκαισαρισμοῦ, τῶν κοσμικῶν κριτηρίων τῆς δράσης της. Τῆς δίνει τήν δυνατότητα νά διακονῆ τό ἔθνος, χωρίς νά φυλακίζεται σ’ αὐτό, νά βοηθᾶ τήν Κυβέρνηση τοῦ τόπου, χωρίς νά γίνεται ἐξάρτημά της.

Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά γίνη Κράτος, χωρίς νά ἀρνηθῆ τόν ἑαυτό της, οὔτε τό Κράτος μπορεῖ νά ὑποκαταστήση τήν Ἐκκλησία στό ρόλο της, γιατί ὁ ρόλος αὐτός εἶναι ἄσχετος μέ τήν φύση του. Χρειάζεται ἡ συναλληλία, ὁ ἀλληλοσεβασμός καί ἡ συμπληρωματικότητα τῶν διακονιῶν.

Ὁ περιορισμός τοῦ Κράτους στίς «λογιστικές διευθετήσεις τῆς οἰκονομίας» καί στίς «τεχνοκρατικές ρυθμίσεις γιά τή γενικευμένη ἀκώλυτη καταναλωτική ἀποχαύνωση» (Χρ. Γιανναρᾶς), εἶναι μιά ἀναπόφευκτη συνέπεια τῆς μοναχικῆς ἐξέλιξής του. Ἔφθασε ἐκεῖ, ἐπειδή θέλει νά πορεύεται μόνο του ἐπειδή στήν ἀντιμετώπιση διαφόρων κοινωνικῶν καί ἄλλων προβλημάτων φοβᾶται ἤ ἀπαξιοί νά ἔρχεται σέ διάλογο μέ φορεῖς πού ἔχουν τήν δυνατότητα νά ἀκοῦνε τίς μυστικές κραυγές τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ