Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: Ἀντιμετώπιση τῶν μελλοντικῶν προκλήσεων

Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή πού δημιουργεῖ ἔντονο προβληματισμό. Ἡ ἔνταξή μας στήν Εὐρωπαϊκή Κοινότητα καί οἱ συζητήσεις πού γίνονται γιά τήν ὑπέρβαση τῶν Ἐθνικῶν Κρατῶν δημιουργοῦν μιά νέα πραγματικότητα, ἡ ὁποία θά ἔχη ἐπιπτώσεις καί στήν κοινωνική καί στήν πολιτισμική μας ζωή. Οἱ ἀποφάσεις τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης εἶναι βέβαιο ὅτι θά ἐπηρεάσουν τό δίκαιό της Πατρίδος μας, καθώς ἐπίσης καί τήν κοινωνική ζωή.

Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή θά ἤθελα νά μοῦ ἐπιτραπῆ νά διατυπώσω μερικές σκέψεις γιά τό πῶς θά πρέπη νά ἀντιμετωπίζη ἡ Ἐκκλησία τά διάφορα προβλήματα πού θά ἀναφύονται στό μέλλον, παρόμοια μέ τό θέμα τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες. Καί αὐτό λέγεται γιατί ὅλος αὐτός ὁ ἀγώνας πού ἔγινε πρέπει νά μᾶς προβληματίση θετικά καί δημιουργικά, τώρα μάλιστα πού βρισκόμαστε πρός τό τέλος τῆς ὅλης προσπάθειας.

Ἡ στάση τήν ὁποία μπορεῖ νά λαμβάνη ἡ Ἐκκλησία ἀπέναντί σε διάφορα θέματα πού ἀναφύονται εἶναι, ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ἰωαννίνων κ. Θεοκλητός, ὁμολογιακή καί ποιμαντική. Δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά δίδη τήν ὁμολογία τῆς πίστεως καί φυσικά νά ἐκφράζη τήν αὐτοσυνειδησία της, ἀλλά ταυτόχρονα μέ αὐτήν τήν βεβαιότητα τῆς πραγματικῆς ταυτότητός της νά καθοδηγῆ τούς πιστούς στήν πραγματική βίωση τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως.

Αὐτήν τήν ἀλήθεια σκέπτομαι πολύ τόν τελευταῖο καιρό, λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό ὅσα προηγήθηκαν καί ὅσα θά ἀκολουθήσουν. Βέβαια, τά ὅσα ἔγιναν καί ἐγράφησαν γιά τήν ἀναγραφή τοῦ Θρησκεύματος στίς ταυτότητες δέν ἔγιναν μέ ἀποκλειστική ὑπαιτιότητα τῶν ἐκκλησιαστικῶν παραγόντων. Εἶμαι σέ θέση νά γνωρίζω ὅτι ἡ ἁρμόδια Συνοδική Ἐπιτροπή εἶχε προετοιμασθῆ κατάλληλα, ὥστε μέ νηφαλιότητα νά ἐκφράση τήν ἄποψή της καί νά βοηθήση στήν καλύτερη ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος. Ἀλλά, δυστυχῶς, μερικοί κυβερνητικοί παράγοντες, καί μάλιστα ὅσοι δέν συνδέονται μέ τήν λεγόμενη «βάση» τῆς συγκεκριμένης παρατάξεως, ὤθησαν τά πράγματα στήν κατεύθυνση τῆς ρήξης μέ τήν «Ἐκκλησία», χωρίς νά ὑπολογίσουν ἐπαρκῶς τίς φοβερές συνέπειες αὐτῆς τῆς πράξης.

Κατά συνέπεια, τά ἀποτελέσματα τῆς συλλογῆς τῶν ὑπογραφῶν κατατέθησαν στόν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας, τήν Κυβέρνηση, τόν Πρόεδρο τῆς Βουλῆς καί τούς Ἀρχηγούς τῶν Κομμάτων. Ὅμως οἱ Ἐπίσκοποι, πού εἶναι οἱ ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες, πρέπει νά ἀσχοληθοῦν σοβαρότατα μέ τό τί δέον γενέσθαι ἀπό ἐδῶ καί στό ἑξῆς. Ἐννοῶ ὅτι πρέπει νά μελετηθοῦν σοβαρά οἱ δύο διαφαινόμενες διαπιστώσεις.

Ἡ πρώτη ὅτι τό κλίμα πού ἐπικρατεῖ στόν λεγόμενο Δυτικό χῶρο εἶναι ἐκεῖνο πού διαμορφώθηκε ἀπό τόν Καλβινιστικό πουριτανισμό καί τά κηρύγματα τοῦ Διαφωτισμοῦ, σέ μερικά σημεῖα καί τοῦ Ρομαντισμοῦ. Καί τά τρία αὐτά ρεύματα διακρίνονται ἀπό τήν νοησιαρχία, τήν ἀτομοκρατία καί τόν εὐδαιμονισμό. Τόν τελευταῖο καιρό ἀναπτύσσεται καί τό ρεῦμα τῆς μετανεωτερικότητος μέ τό συγκρητιστικό τῆς πνεῦμα. Μέσα σέ αὐτό τό κλίμα ἔχουν διαμορφωθῆ, ὅσοι ἀποτελοῦν τήν ἡγέτιδα τάξη στήν χώρα μας, σέ ὅλες τίς κομματικές παρατάξεις. Καί βεβαίως ὅλοι αὐτοί διαφέρουν ἀπό τήν παράδοση πού ὑπάρχει στόν λαό, ἄν καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι μεγάλο τμῆμα τῆς κοινωνικῆς, οἰκογενειακῆς καί προσωπικῆς ζωῆς ἔχει ἐπηρεασθῆ ἀπό αὐτό τό δυτικό πνεῦμα.

Ἡ δεύτερη διαπίστωση εἶναι ὅτι καί ἡ νέα τάξη πραγμάτων καί τό ρεῦμα τῆς παγκοσμιοποιήσεως σέ ὅλα τα ἐπίπεδα (οἰκονομικό, οἰκολογικό, πολιτικό, πολιτισμικό) τείνει νά ἰσοπεδώση πολλές πλευρές τῆς ἐθνικῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς. Αὐτό σημαίνει ὅτι τήν ἑπόμενη πενταετία ἡ χώρα μας θά δοκιμάση μεγάλες μεταρρυθμίσεις καί ἀλλαγές, ὁποιαδήποτε Κυβέρνηση καί ἄν διευθύνη τά πράγματα. Ἡ προσπάθεια νά περάσουμε ἀπό τό Ἐθνικό Κράτος, μέ ὅ,τι αὐτό σημαίνει, στούς ὑπερεθνικούς θεσμούς ἤ στήν ἀρχή τῶν Περιφερειῶν θά ἔχη συνέπειες σέ ὅλο τόν κοινωνικό χῶρο. Ἀπόδειξη ὅτι τόν λεγόμενο χωρισμό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, μέ διάφορες ἐκφράσεις, τόν θέλουν ἄνθρωποι ἀπό ὅλες τίς κομματικές παρατάξεις. Ἑπομένως, τήν ἑπόμενη πενταετία ἡ Ἐκκλησία θά δεχθῆ πολλές προκλήσεις.

Τό ζητούμενο εἶναι πῶς πρέπει νά ἀντιμετωπίση ἡ Ἐκκλησία ὅλες αὐτές τίς προκλήσεις, τίς ἀλλαγές. Θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσω μερικές ἐνδεικτικές ἀπόψεις.

Δέν νομίζω ὅτι πρέπει νά ἀντιδρᾶ σπασμωδικά πρός τήν Κυβερνητική πλευρά, ἡ ὁποία εἴτε θά δέχεται πιεζόμενη τίς Κοινοτικές ὁδηγίες, εἴτε θά ἐπιδιώκη γιά εὐνοήτους λόγους νά δείχνη ὑπερβάλλοντα ζῆλο. Στήν σύγχρονη ἐποχή ἡ ἑκάστοτε ἐξουσία ἔχει ἰσχυρή δύναμη νά ἐπιβάλη ἔστω καί τήν ἐσφαλμένη θέλησή της. Μέ ἄλλα λόγια δέν πρέπει νά ἐπιδιώκεται ἡ σύγκρουση μέ τήν Πολιτεία.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι φορεύς μιᾶς δυνατῆς παράδοσης, ἡ ὁποία ὄχι μόνον ἄντεξε σέ σκληρές, σεισμικές δοκιμασίες, ἀλλά καί ἀναμόρφωσε κοινωνίες, λαούς καί ἄλλες πολιτισμικές παραδόσεις. Γιά παράδειγμα, τόν 14ο καί 15ο αἰώνα πού τό Βυζάντιο ὡς Κράτος βρισκόταν στήν δύση του, ἡ πολιτισμική του παράδοση ἔφθασε σέ ἀκμή καί φυσικά αὐτή ἡ παράδοση διεφύλαξε τό Ἔθνος-Γένος, ὅταν καταλύθηκε τό Κράτος. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά δώση μεγάλη σημασία σέ αὐτόν τόν πολιτισμό καί νά τόν καλλιεργήση ἀκόμη περισσότερο. Ἡ ἅλωση ἑνός λαοῦ, ὅπως ἀπέδειξε ἡ ἱστορία, δέν ἔρχεται ἀπό τήν κατάργηση τῆς ἐξουσίας, ἀλλά κυρίως ἀπό τήν ἀλλοίωση τοῦ πολιτισμοῦ του. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά στραφῆ σέ αὐτόν τόν πολιτισμικό πλοῦτο καί νά τόν ἀναπτύξη μέ τήν λατρευτική ζωή, μέ τήν καλλιέργεια τῶν ἐκκλησιαστικῶν τεχνῶν κ.λ.π.

Μέσα στά πλαίσια αὐτά πρέπει νά δοῦν οἱ Κληρικοί καί τήν ποιμαντική του λαοῦ, πού θά γίνεται μέ ἐκκλησιαστικά κριτήρια. Ὁ λαός, ἐν πολλοῖς, εἶναι ἀποίμαντος, διέρχεται ὑπαρξιακές κρίσεις, πονάει καί ὑποφέρει. Ἡ κρατική ἐξουσία δέν μπορεῖ νά βοηθήση σέ αὐτήν τήν κατάσταση. Οἱ ποιμένες πρέπει νά δοῦν αὐτό τό πρόβλημα καί νά βοηθήσουν ἀποτελεσματικά. Καί τότε ὁ λαός θά μπορέση μέ τό ἀλάνθαστο κριτήριο, πού συνήθως διαθέτει, νά κρίνη τά πράγματα, ὁπότε αὐτός θά ἀντιδρᾶ στήν ἑκάστοτε ἐξουσία, ὅταν ἐκείνη, διακατεχόμενη ἀπό ἀλαζονεία, θά θέλη νά «ταπεινώνη» τήν Ἐκκλησία. Ὁ λαός θά ἀναδεικνύη ὡς ἄρχοντας ἐκείνους πού σέβονται τήν παράδοσή του.

Οἱ Κληρικοί, ὅλων των βαθμῶν, δέν πρέπει νά αἰσθάνονται ταπεινωμένοι ἀπό τίς ἀλαζονικές ἐπεμβάσεις τῆς ἐξουσίας στά ἐκκλησιαστικά καί πολιτισμικά πράγματα, γιατί ἀπό τήν ἱστορία γνωρίζουν ὅτι ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς ζωῆς ἐναντίον τοῦ θανάτου, ὁ Ἅδης γεμίζει ἀπό τό φῶς τῆς Θεότητος, τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νά εἶναι, ὅπως τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ στόν Σταυρό, «κατάστικτον τοῖς μώλωψι καί πανσθενουργόν», ἀλλά καί ὁ διά τοῦ μαρτυρίου θάνατος τῶν ἁγίων εἶναι ἡ γενέθλια ἡμέρα τους.

Ὅταν ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας θά χρειασθῆ νά ἐκφράση τήν ἄποψή της πάνω σε θέματα κοινοῦ ἐνδιαφέροντος, καί τότε πρέπει νά τό κάνη μέσα ἀπό θεολογικές προϋποθέσεις. Ἡ Ἐκκλησία θεολογεῖ καί ὅταν ἀκόμη βρίσκεται στόν Σταυρό ἤ μᾶλλον τότε θεολογεῖ αὐθεντικότερα. Δέν πρέπει ἡ Ἐκκλησία νά ὑποκύπτη στόν πειρασμό νά κατέρχεται ἀπό τό ὕψος τοῦ Σταυροῦ γιατί «ὁ Σταυρός εἶναι ἡ καθέδρα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας».

Καί μαζί μέ ὅλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πρέπει νά καλλιεργῆ στενούς δεσμούς μέ τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἰδιαιτέρως μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὄχι σέ ἕνα κλίμα ἐξουσίας καί ἀτομικῶν δικαιωμάτων, πού εἶναι καρπός τοῦ πνεύματος τοῦ διαφωτισμοῦ, ἀλλά σέ ἐπίπεδο ἀγάπης καί ἀληθινῆς ἐπικοινωνίας.

Γιά νά καταλήξω, θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσω ὅτι ἡ περίπτωση τῶν ταυτοτήτων ἦταν μιά δοκιμαστική πράξη, γιά νά διαπιστωθοῦν οἱ ἀντοχές τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί γιά μᾶς τούς ἐκκλησιαστικούς ἦταν δοκιμαστική πράξη, γιά νά ἀξιολογήσουμε τήν ποιότητα τῶν ἀντιδράσεών μας, ἐάν, δηλαδή, προέρχονταν ἀπό θεολογική ἀκρίβεια ἤ ἐάν ἐξεδήλωναν τήν παθολογία μας.

Ἐν ὄψει τῶν ὅσων πρόκειται νά συμβοῦν τήν ἑπόμενη πενταετία, πρέπει νά κινητοποιηθοῦμε γιά νά ἀναδείξουμε τήν ἐκκλησιαστική καί θεολογική αὐτοσυνειδησία μας. Ἡ κρισιμότητα τῆς καταστάσεως δέν θά φανῆ στόν τρόπο ἐπεμβάσεως τῆς Πολιτείας στά κοινωνικά ἤ ἐκκλησιαστικά πράγματα, ἀλλά στόν τρόπο ἀντιδράσεως τῆς Ἐκκλησίας σέ ἐξωτερικούς πειρασμούς. Μιά Ἐκκλησία πού δέν θεολογεῖ, ἀκόμη καί σέ καιρό μαρτυρίου, δείχνει ὅτι εἶναι ἐκκοσμικευμένη, καί ἑπομένως ἀνίκανη νά βοηθήση τόν ἀγωνιώντα καί τραυματισμένο ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας.