Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Ἡ ἀρρώστια τῆς θρησκείας

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(δημοσιεύθηκε στήν "Ἐλευθεροτυπία", τήν 23-12-2001)

Ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ νά περικλεισθῆ σέ μερικές συναισθηματικές καταστάσεις, σέ ἕνα ἑορταστικό διάκοσμο, σέ μιά ἐγκεφαλική ὀρθολογιστική ἑρμηνεία τῶν γεγονότων, σέ ἕνα ἠθικιστικό πλαίσιο, ἀλλά ἔχει βαθύτατο ὑπαρξιακό νόημα καί ὑπαρξιακή σημασία. Ἄν μείνη κανείς σέ ἕνα ἐξωτερικό ἐπίπεδο, τότε ἀφήνει τόν ἑαυτό τοῦ πεινασμένο καί διψασμένο, στερημένο ἀπό νόημα ζωῆς καί ὑπαρξιακῆς ἐλευθερίας.

Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ θεωρήθηκε καί ἑορτάσθηκε ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τήν λατρευτική ἐκκλησιαστική κοινότητα ὡς κατάργηση τῆς θρησκείας καί μετατροπή της σέ Ἐκκλησία. Μάλιστα, κατά τόν πιό κατηγορηματικό τρόπο ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστός ἐνηνθρώπησε γιά νά μᾶς ἐλευθερώση ἀπό τήν ἀσθένεια τῆς θρησκείας.

Ἡ λέξη θρησκεία ἀναφέρεται στά Ὁμηρικά ἔπη, χρησιμοποιεῖται καί ἀπό τόν Ἡρόδοτο γιά νά δηλώση τήν λατρεία καί τήν τιμή πού ὀφείλει νά ἀποδίδη ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό. Ἐτυμολογικά ἡ λέξη θρησκεία προέρχεται ἀπό τό θρώσκω καί σημαίνει ἀναβαίνω, καί ἑπομένως μέ τόν ὄρο θρησκεία νοεῖται ἡ ἀνάβαση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. Ἀλλά καί ἡ λέξη ἄνθρωπος ἐτυμολογικά παράγεται ἀπό τό ἄνω θρώσκω καί σημαίνει ἀνάβαση.

Ὅμως, ὅπως φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως ἡ ἀνάβαση προϋποθέτει τήν ἀποδοχή τῆς οὐσίας τῆς μεταφυσικῆς, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου πού περιέπεσε ἀπό τόν ἀθάνατο καί ἀπρόσωπο κόσμο τῶν ἰδεῶν καί περικλείσθηκε στό σῶμα, πρέπει νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τό σῶμα-σῆμα-τάφο καί νά ἐπιστρέψη στόν κόσμο τῶν ἰδεῶν. Ἀλλά καί ἡ λατινική λέξη religio, ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται γιά νά δηλώση τήν λέξη θρησκεία, σημαίνει, κατά τά λεξικά, δεσμό-ἑνότητα-ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, δηλώνει τό ἴδιο γεγονός, δηλαδή τήν οὐσία καί τό περιεχόμενο τῆς μεταφυσικῆς. Μάλιστα δέ προϋποθέτει, ἄν τό δοῦμε μέσα στίς ἀνατολικές θρησκεῖες, καί μιά ἀπρόσωπη ἔκφραση τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά χαθῆ ὡς σταγόνα μέσα στόν ὠκεανό τοῦ Ἀνωτάτου Ὄντος, ὁπότε χάνεται τό πρόσωπο.

Ὅπως δίδασκε ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, μέ τόν ὄρο θρησκεία νοεῖται ἡ ταύτιση τοῦ ἀκτίστου μέ τό κτιστό, καί μάλιστα ἡ ταύτιση τῶν παραστάσεων τοῦ ἀκτίστου μέ τά νοήματα καί ρήματα τῆς ἀνθρώπινης σκέψης καί, βέβαια, αὐτή ἡ ταύτιση εἶναι τό θεμέλιό της θρησκείας καί τῆς λατρείας τῶν εἰδώλων. Ὁπότε, στήν περίπτωση αὐτή χάνεται τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τό πρόσωπό τοῦ ἀνθρώπου, ἀρρωσταίνει βαθειά ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ καλλιεργοῦνται τά πάθη καί ἡ φαντασία καί ἀκόμη περισσότερο μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τά λεγόμενα ἀδιάβλητα-φυσικά πάθη (ἡ πείνα, ἡ δίψα κλπ.) γίνονται διαβλητά πάθη, αἰτία κοινωνικῶν ἀνωμαλιῶν μέ τήν ἄκρατη φιλοδοξία, τήν ἄδικη φιλοκτημοσύνη καί τήν ἀχαλίνωτη φιληδονία.

Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ Φόϋερμπαχ κατ’ ἀρχάς καί ὕστερα ὁ Μάρξ εἶπαν ὅτι ἡ «θρησκεία εἶναι τό ὄπιο τοῦ λαοῦ». Μποροῦμε νά δεχθοῦμε αὐτήν τήν ἄποψη, ὅτι ἡ θρησκεία, ὅπως τήν συναντοῦμε στήν Ἀνατολή καί στήν θρησκειο-ποί-η-μέ-νή θεώρηση τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶναι τό ὄπιο τοῦ λαοῦ, ἀφοῦ ἀδρανοποιεῖ τόν λαό, νεκρώνει τίς κοινωνίες καί τίς ὁδηγεῖ σέ τέτοιο βαθμό ἀπενεργοποίησης, ὥστε νά εἶναι ἐκμεταλλεύσιμο ὑλικό γιά ἐγκαθίδρυση μιᾶς τυραννίας πού στερεῖ τόν ἄνθρωπο ἀπό τό ἀναφαίρετο δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας του.

Θά ἤθελα στό σημεῖο αὐτό νά δώσω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα θρησκευτικῶν ἐκδηλώσεων.

Τό ἕνα προέρχεται ἀπό τήν βουδιστική θρησκεία. Εἶναι γνωστόν ὅτι κατά τόν βουδισμό ἐκεῖνο πού ἀπασχολεῖ τόν ἄνθρωπο εἶναι τό πρόβλημα τῆς ὀδύνης πού προέρχεται ἀπό τόν πόθο τῆς ζωῆς. Ὁπότε, ὁ ὕψιστος σκοπός τοῦ «πεφωτισμένου» εἶναι νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τόν πόθο αὐτό τῆς ζωῆς. Ἡ νέκρωση τῆς ἐπιθυμίας τῆς ζωῆς γίνεται μέ εἰδική μέθοδο πού λέγεται γιόγκα, μέ τούς διαφόρους τύπους της, ἤτοι Χάτα Γιόγκα (ἕνωση μέ τό Βράχμαν μέ σωματικές ἀσκήσεις), Κάρμα Γιόγκα (ἕνωση μέ τό Βράχμαν μέ ἔργα καί λειτουργικές πράξεις), Μάντρα Γιόγκα (ἕνωση μέ τό Βράχμαν μέ ψαλμωδίες καί μαγικές συλλαβές), Βάκτι Γιόγκα (ἕνωση μέ τό Βράχμαν μέ τήν ὁλοκληρωτική λατρεία μιᾶς θεότητος ἤ τοῦ ἰδίου τοῦ Γκουρού), Γκνάνα Γιόγκα (ἕνωση μέ τό Βράχμαν μέ μυστικιστική γνώση), Κουνταλίνι Γιόγκα (ἕνωση μέ τό Βράχμαν μέ δαιμονικές ἐνέργειες), Τάντρα Γιόγκα (ἕνωση μέ Βράχμαν μέ ἀχαλίνωτες σεξουαλικές πράξεις). Μέ τίς μεθόδους αὐτές πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά φθάση στό ἀπόλυτο νιρβάνα, πού εἶναι ἡ σβέση τῆς ὕπαρξης καί ἡ ἀπαλλαγή τοῦ πόθου γιά τήν ζωή, καί ἀπώτερο σκοπό νά ἀποφύγη τήν σαμσάρα, ἤτοι τήν ἀνακύκληση τῆς ζωῆς, τήν μετενσάρκωση. Ἔτσι τό ἀτομικό Ἄτμαν ἑνώνεται μέ τό καθολικό Βράχμαν, ὅπως ἡ σταγόνα εἰσέρχεται μέσα στόν ὠκεανό.

Εἶναι φανερό ὅτι σέ μιά τέτοια θρησκευτική ζωή δέν ὑπάρχει πρόσωπο, ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖται ἁπλῶς ἄτομο, καθώς ἐπίσης δέν ὑπάρχει κοινωνία, δέν ἀναπτύσσεται κοινωνική ζωή, ἀφοῦ ἡ κάθε ζωή θεωρεῖται ἀπαρχή μιᾶς ὀδύνης.

Τό ἄλλο παράδειγμα προέρχεται ἀπό τίς θεωρίες τοῦ Ἀνσέλμου Καντερβουρίας, ἑνός σχολαστικοῦ θεολόγου, ὁ ὁποῖος θεμελιώνει ἕνα χριστιανικό σύστημα, πού ἐπεκράτησε στήν Δύση, ἔχοντας ὑπ’ ὄψη τοῦ τό φεουδαλιστικό σύστημα διοργάνωσης τῆς κοινωνίας. Ὅπως ὁ φεουδάρχης ἔχει τήν ἀπόλυτη ἀξία καί τιμή καί κανείς δέν μπορεῖ νά τήν προσβάλη, διότι κάθε προσβολή τῆς τιμῆς του καί κάθε διασά-λευση τοῦ φεουδαλιστικοῦ συστήματος, πού θεωρεῖται ἔργο τοῦ Θεοῦ, συνεπάγεται τήν τιμωρία τοῦ παραβάτη, ἔτσι καί ὁ Θεός εἶναι ἡ ὑψίστη δικαιοσύνη, ἔχει τιμή, καί ἔχει θεσπίσει τήν τάξη μέσα στήν δημιουργία, ὁπότε ὁ παραβάτης πρέπει ἤ νά ἱκανοποιήση τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἤ νά τιμωρηθῆ. Ἔτσι ὁ Ἄνσελ-μός ἑρμήνευσε τήν σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ ὄχι ὡς ἔκφραση ἀγάπης γιά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ὡς ἐξιλέωση τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Αὐτό τό σύστημα καί μέ τήν συνδρομή τοῦ ἀπολύτου προορισμοῦ δημιούργησε τεράστια προβλήματα στόν δυτικό χῶρο, προβλήματα προσωπικά καί κοινωνικά, ὅπως ἀνέλυσε ὁ Μάξ Βέμπερ στό βιβλίο του «ἡ προτεσταντική ἠθική καί τό πνεῦμα τοῦ καπιταλισμοῦ».

Τά δύο αὐτά παραδείγματα, ἕνα ἀπό τόν ἀνατολικό καί τό ἄλλο ἀπό τόν δυτικό χῶρο μᾶς δείχνουν πῶς ἔφθασε ὁ Φόϋερμπαχ στήν ρήση ὅτι «ἡ θρησκεία εἶναι τό ὄπιο τοῦ λαοῦ». Καί βέβαια καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε ὅτι ἄν στήν θρησκεία δώσουμε αὐτόν τόν ὁρισμό, τόν μεταφυσικό, τότε μπορεῖ νά εἶναι τό ὄπιο τοῦ λαοῦ, γιατί καταστρέφει κάθε προσωπική ζωή, ἀφανίζει τήν προσωπική ἐλευθερία, ἀκόμη δέ διασπᾶ καί αὐτήν τήν κοινωνική ζωή, τόν ἄνθρωπο ἀπό πρόσωπο τόν κάνει ἄτομο.

Ὁ Χριστιανισμός ὅμως παρουσιάσθηκε στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος ὡς τό τέλος τῆς θρησκείας καί ὡς ἡ βίωση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ὅρος Ἐκκλησία εἶναι ἀρχαιοελληνικός καί δείχνει μιά κοινότητα, τήν σύναξη τοῦ λαοῦ –τοῦ Δήμου– γιά νά λύση τά προβλήματά του. Φυσικά, μέ τόν ὄρο Ἐκκλησία δέν ἐννοοῦμε κάτι ἐξωτερικό, ἀλλά δηλώνουμε τήν προσωπική κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί τούς συνανθρώπους του, ὅπως τό βλέπουμε στούς Προφήτας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στούς Ἀποστόλους τῆς Καινῆς Διαθήκης, στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὅπου «πάντες οἱ πιστεύοντες ἤσαν ἐπί τό αὐτό καί εἶχον ἅπαντα κοινά, καί τά κτήματα καί τάς ὑπάρξεις ἐπιπρασκον καί διεμέριζον αὐτά πάσι καθότι ἄν τίς χρείαν εἶχεν...» (Πράξ. β' 44-45), τήν συναντοῦμε στά κοινόβια τῶν μοναχῶν, στήν ζωή καί τήν διδασκαλία τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί φθάνει μέχρι τίς ἡμέρες μας, ὅπως τό βλέπουμε στίς ἐκκλησιαστικές κοινότητες τοῦ Παπαδιάμάντη καί στά ἀπομνημονεύματα τοῦ Μακρύγιάννη. Καί γνωρίζουμε καλά, ἀπό διάφορες μελέτες, ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης καί ὁ Μακρυγιάννης δέν ἦταν θρησκευτικοί ἄνθρωποι, ἀλλά ἐκκλησιαστικοί, δέν διαπνέονταν ἀπό τόν δυτικό πουριτανισμό, ἀλλά ἀπό τήν ἡσυχαστική-νηπτική Ὀρθόδοξη παράδοση.

Τό μεγαλύτερο πρόβλημα τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλά καί πολλῶν Ὀρθοδόξων, εἶναι ὅτι, ὅπως λέγει καί ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς, θρησκειοποίησαν τόν Χριστιανισμό, μετέτρεψαν τήν Ἐκκλησία σέ θρησκεία. Καί ἔτσι καλλιεργοῦνται οἱ φονταμενταλισμοί, τά μίση καί οἱ διαιρέσεις, ἡ μαγική ἀντίληψη καί σχέση μέ τόν Θεό, ἡ ἀνταγωνιστική διάθεση τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλο, ἡ ἀτομοκρατική θεώρηση τῆς ζωῆς, ἡ χρησιμοθηρική καί ὠφελιμιστική ἀντίληψη τῆς κοινωνίας, ἡ φανταστική ἑρμηνεία τῶν πάντων, ἡ συναισθηματική προσέγγιση τοῦ βίου καί γενικά ἡ ἄποψη ὅτι ὁ ἄλλος ἀποτελεῖ καί εἶναι ἀπειλή τῆς δικῆς μας ὕπαρξης. Ὁπότε σέ αὐτές τίς περιπτώσεις τά φωτισμένα χριστουγεννιάτικα δένδρα, οἱ συναισθηματικές μελωδίες, οἱ ἠθικοπλαστικές ἀναλύσεις καλύπτουν ἐγκληματικά τήν ὑπαρξιακή γύμνια καί καθιστοῦν τόν ἄνθρωπο τραγικό ὅν.

Ἄν οἱ σύγχρονοι προβληματισμένοι ἄνθρωποι μποροῦν νά ἀναζητήσουν ἕνα νόημα στήν ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅτι ὁ Χριστός μέ τήν Γέννησή του κατήργησε τήν ἀρρώστια τῆς θρησκείας καί τήν μετέβαλε σέ ζωντανή Ἐκκλησία, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται στήν αὐθεντική του ἔκφραση. Αὐτό ἔχει ἀνάγκη ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος πού ὑποφέρει ἀπό τήν τραγική τριάδα, ὅπως θά ἔλεγε ὁ Βίκτωρ Φράνκλ, ἤτοι τόν πόνο, τίς ἐνοχές καί τόν θάνατο, πού αἰσθάνεται τήν ζωή του ὡς μιά προθανάτεια ἐμπειρία, ἑνός ὑπαρξιακοῦ καί αἰωνίου θανάτου καί ἀναζητᾶ ὄχι ἁπλῶς τήν βίωση τῆς ἡδονῆς, ἀλλά ἴσως καί μέσα ἀπό αὐτήν, τήν ἐπιβίωση τῆς ὕπαρξης.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ