Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἅγιος Μάρτυς Πολύευκτος, 9 Ἰανουαρίου

Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Ἅγιος Μάρτυς Πολύευκτος, 9 ἸανουαρίουὉ ἅγιος Πολυευκτος καταγόταν ἀπό τήν Μελιτινή τῆς Μεσοποταμίας καί ἔζησε τήν ἐποχή τῶν σκληρῶν διωγμῶν κατά τῆς Ἐκκλησίας, τόν 3ο μ. Χ. αἰώνα, ὅταν αὐτοκράτορας τῆς Ρώμης ἦταν ὁ Οὐαλεριανός.

Ἦταν ἀξιωματικός του ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, ἀλλά παράλληλα ἦταν καί γενναῖος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ. Ὁμολόγησε μέ θάρρος καί παρρησία τήν πίστη του καί ἀρνήθηκε νά πειθαρχήση στό αὐτοκρατορικό στράτευμα καί νά προσφέρη θυσία στά ἄψυχα εἴδωλα. Ἐφάρμοζε στήν ζωή τοῦ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ «Κύριον τόν Θεόν σου προσκυνήσης καί αὐτῶ μόνω λατρεύσης» καί τόν ἀποστολικό λόγο «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῶ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις». Αὐτό εἶχε σάν συνέπεια νά συλληφθῆ καί νά βασανισθῆ σκληρά προκειμένου νά ἀρνηθῆ τήν πίστη του καί νά θυσιάση στά εἴδωλα. Οἱ διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας γιά νά πετύχουν τόν σκοπό τους, ἀλλά καί γιατί δέν ἤθελαν νά θανατώσουν ἕναν τόσο γενναῖο στρατιώτη, ἐπιστράτευσαν ὅλα τα «μέσα» γιά νά τοῦ ἀλλάξουν τήν γνώμη. Ἀφοῦ προηγουμένως εἶχαν πέσει στό κενό οἱ συμβουλές τοῦ πενθεροῦ τοῦ περί τυφλῆς ὑπακοῆς στό στράτευμα, ἦλθε νά τόν μεταπείση ἡ νεαρή σύζυγός του, ἡ ὁποία ἔκλαιε ἀπαρηγόρητα καί τόν ἱκέτευε νά σώση μέ κάθε τρόπο τήν ζωή του καί νά μή τήν ἀφήση χήρα. Ὁ Πολυευκτος, πού ἀγαποῦσε ἀληθινά τήν σύζυγό του, τῆς λέγει ὅτι δέν πρέπει νά θελήση νά ἔχη ὡς σύζυγο ἕναν ἐξωμότη καί προδότη τοῦ Σωτήρα μας καί Θεοῦ μας.

Ἔδειξε θαυμαστή ὑπομονή σέ ὅλους τους πειρασμούς καί στά φρικτά βασανιστήρια καί παρέδωσε τήν ἁγία του ψυχή στά χέρια τοῦ ζῶντος Θεοῦ μετά τόν διά ξίφους ἀποκεφαλισμό του.

Σέ πολλά σημεῖα τῆς θαυμαστῆς πολιτείας τοῦ ἁγίου Πολυεύκτου μπορεῖ νά σταθῆ κανείς καί νά τά ἑρμηνεύση, ἐδῶ ὅμως θά ὑπογραμμίσουμε δύο μόνον σημεῖα, τά ὁποῖα ἀξίζει νά προσέξουμε ἰδιαίτερα.

Πρῶτον, τό ὅτι ἔμεινε σταθερός στήν ὁμολογία του καί ἀκλόνητος μπροστά στό δίλημμα νά πειθαρχήση στούς ἀνωτέρους του, καί κυρίως τό ὅτι δέν λύγισε μπροστά στόν πόνο καί τά δάκρυα τῆς συζύγου του. Καί αὐτό συνέβαινε, γιατί βίωνε τήν ἀληθινή ἀγάπη, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἕνα ἁπλό συναίσθημα, ἀλλά καρπός θεοκοινωνίας. Ἡ ἀγάπη στήν αὐθεντική της ἔκφραση δέν στοχεύει στήν ἱκανοποίηση ἀρρωστημένων συναισθηματικῶν καταστάσεων, ἀλλά εἶναι στενά συνδεδεμένη μέ τόν σταυρό καί τήν θυσία. Ὅποιος ἀγαπᾶ ἀληθινά σταυρώνεται καθημερινά καί εἶναι ἕτοιμος νά ὑποστῆ κάθε εἴδους θυσία γιά τό ἀγαπώμενο πρόσωπο. Δέν ἀγαπᾶ ἀληθινά αὐτός πού σκέπτεται μόνο τόν ἑαυτό τοῦ ἀδιαφορώντας γιά τόν ἄλλο καί τό αἰώνιο μέλλον του. Ὅταν ἡ σύζυγος τοῦ μάρτυρος τοῦ προτείνη νά ἀρνηθῆ τόν Χριστό προκειμένου νά κερδίση μερικά χρόνια ζωῆς καί αὐτή νά μή γίνη χήρα, στήν πραγματικότητα σκέφτεται μόνο τόν ἑαυτό της καί σέ ἐκεῖνον προτείνει οὐσιαστικά τόν θάνατο, γιατί πραγματική ζωή δέν εἶναι ἡ βιολογική ὕπαρξη, ἀλλά ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς. Ὁ βιολογικός θάνατος γιά τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ εἶναι κέρδος, γιατί τούς φέρνει πιό κοντά στόν Χριστό.

Ἡ ἀληθινή ἀγάπη δέν ζητεῖ «τά ἐαυτῆς». Ὁ ἱερός Χρυσόστομος σέ μιά ὁμιλία του πού ἀπευθύνεται σέ πενθοῦντες, λέγει χαρακτηριστικά: «Ἄν ἀκούσης προσεκτικά τα λόγια μιᾶς χήρας πού κλαίει πάνω ἀπό τόν τάφο τήν στιγμή πού ἐντιαφιάζεται ὁ σύζυγός της, θά διαπιστώσης ἀπό τά λεγόμενά της ὅτι δέν ἀπευθύνεται στόν ἄνδρα της, ἀλλά κάνει ἕναν μονόλογο καί στήν πραγματικότητα σκέφεται μόνον τόν ἑαυτό της. Διότι λέγει: "ποῦ μέ ἀφήνεις, τί θά ἀπογίνω ἡ ἔρημη, τί θά κάνω τώρα μόνη". Δέν λέγει ποῦ πηγαίνεις; θά σωθῆς; θά πᾶς στόν Παράδεισο;». Αὐτό δέν εἶναι ἀληθινή ἀγάπη διότι συνδέεται μέ τήν φιλαυτία. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό τά πάθη, εἶναι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής «ἔκγονος ἀπαθείας». Ὁ ἅγιος Πολυευκτος ὅταν ἀπευθύνεται στήν σύζυγό του καί τήν παρακαλῆ νά μή θέλη νά ἔχη ὡς σύζυγο ἕναν ἐξωμότη καί προδότη τοῦ Χριστοῦ, ἐκείνη τήν ὥρα ἀφήνει νά φανῆ τό μεγαλεῖο της ἀληθινῆς ἀγάπης, γιατί δέν σκέφτεται τόν ἑαυτό του, ἀλλά ἐκείνη, γιά τήν ὁποία θά εἶναι μεγάλη τιμή καί εὐλογία το νά εἶναι καί νά ὀνομάζεται σύζυγος μάρτυρος.

Δεύτερον, τό ὅτι ἀντιμετώπιζε τίς διάφορες δυσκολίες, τούς πειρασμούς, ἀλλά καί τά φρικτά βασανιστήρια μέ ἀφάνταστη καρτερία καί ὑπομονή. Αὐτό βέβαια θεωρεῖται πολύ φυσικό γιά τόν Πολυευκτο, ὅπως ἄλλωστε γιά ὅλους τους Ἁγίους, ἀφοῦ βίωνε τήν ἀληθινή ἀγάπη, ἡ ὁποία «πάντα ὑπομένει» (Ἅ' Κορ. ἰγ', 8). Οἱ ἅγιοι ζοῦν τήν φυσική ζωή, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἡ παραμονή ἔξω στό ὕπαιθρο, ἀλλά ἡ μεταμόρφωση τῶν παθῶν πού ἐπιτυγχάνεται μέ τήν βίωση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Βιώνουν τήν αὐθεντική ζωή πού ἔχει τήν δυνατότητα νά ὑπερβαίνη τά κτιστά καί αἰσθητά, καί εἶναι πεπληρωμένοι ἀπό τόν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος. Γι’ αὐτό καί δέν τούς στενοχωρεῖ ἡ ἀκτημοσύνη καί ἡ φτώχεια, γιατί εἶναι ἐλεύθερη ἐπιλογή τους καί τήν θεωροῦν ἀσφαλῆ περιουσία. Δέν δυσανασχετοῦν στόν καύσωνα καί δέν γκρινιάζουν στό ψύχος. Τά δέχονται ὅλα μέ ἀγαθό λογισμό δοξολογώντας τόν Θεό καί διατηροῦν ἔτσι τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς τους, ἀλλά καί χαίρονται πραγματικά τήν ζωή τους.

Σέ ἐμᾶς ἴσως νά φαίνονται παράξενα ὅλα αὐτά, γιατί συνηθίσαμε νά θεωροῦμε ὡς φυσικό το παρά φύσιν. Μάθαμε νά δουλεύουμε στά πάθη μας καί δυστυχῶς ὑφιστάμεθα τήν τυραννία τῶν κτισμάτων. Ἀπό κύριοί της κτίσεως γίναμε δοῦλοι της καί λατρεύουμε «τήν κτίσιν παρά τό Κτίσαντα». Κάναμε τήν ζωή μᾶς κόλαση. Ὅλα μας φταῖνε. Ὁ γείτονας, ὁ συνάδελφος, ὁ σύζυγος ἤ ἡ σύζυγος, τά παιδιά, τό κρύο τόν χειμώνα, ἡ ζέστη τό καλοκαίρι. Διαμαρτυρόμαστε καί γκρινιάζουμε γιά τά πάντα. Γίναμε μίζεροι, κακομοίρηδες, γκρινιάρηδες καί δέν μποροῦμε νά χαροῦμε ἀληθινά τήν ζωή μας.

Ἡ βίωση τῆς αὐθεντικῆς ζωῆς, τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς βιοτῆς θά μᾶς βοηθήση στό νά ἐπανεύρουμε τόν ἑαυτό μας, τήν χαμένη μᾶς πνευματική ἀρχοντιά καί στό νά χαιρόμαστε ἀληθινά τήν ζωή μας.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ