Γράφτηκε στις .

Γιάννη Βαρδακουλᾶ: Ἀπό τόν παλαιότερο Ἐπαχτο (Α')

Ναυπακτιακά Σημειώματα:

Γιάννη Βαρδακουλᾶ

Ἐπιβιβασθήκαμε στό τρένο –ταχεία– τῆς Ε.Ε., ποῦ κινεῖται πάνω στίς ράγες τῆς παγκοσμιοποίησης' κάναμε μιά στιγμιαία στάση στό περιλάλητο ἔτος σύμβολο 2000' συνεχίζουμε σέ ἕναν ξέφρενο ρυθμό, παρατηρώντας ἀπό τό «παράθυρό» μας τόν κόσμο, αὐτόν πού φωτίζεται ἀπό τόν αἰσθητό ἥλιο, νά ἀλλάζη ἰλιγγιωδῶς, καί μαζί μ’ αὐτόν ν’ ἀλλάζουν οἱ συνήθειές μας, οἱ ἐργασίες μας, τά ἤθη, οἱ σχέσεις, καί αὐτά τά πιστεύω μας. Ἡ ἐφημερίδα μᾶς φιλοξενεῖ πολλάκις κείμενα πού σχολιάζουν καί ἑρμηνεύουν βαθύτερα αὐτήν τήν ἐπιφανειακή ἀλλαγή τῆς ὑφ’-ἡλίου.

Συγχρόνως, ὅλο καί περισσότερο δημιουργεῖται ἡ τάση «φωτογράφισης» τῶν ἐποχῶν, πού τόσο γρήγορα φεύγουν ἀπό μπροστά μας. Ἔτσι, ἀπό τό τεῦχος αὐτό θά δημοσιεύσουμε σέ συνέχειες ἕνα ἑνιαῖο «περιηγητικό» κείμενο ἑνός «ἀθεράπευτου» νοσταλγοῦ τοῦ παλαιοῦ καί ἐνεργοῦ πολίτη τοῦ τωρινοῦ Ἐπάχτου, τοῦ Ἰωάννη Βαρδακουλᾶ –τοῦ κ. Γιάννη. Εἶναι συγκινητική αὐτή ἡ «περιήγηση» στήν Ναύπακτο τοῦ παροδεύσαντος αἰῶνος, γιά τόν ἐπιπρόσθετο λόγο ὅτι ὁ ἀρθρογράφος εἶναι αὐτόπτης μάρτυς δύο ἀταίριαστων μεταξύ τους ἐποχῶν: τῆς ἐποχῆς τοῦ εὐρώ, καί τῆς ἐποχῆς κατά τήν ὁποία τό ἡμερομίσθιο «δέν εἶχε γίνει ἀκόμη ἄψυχες δραχμές».

Ὁ ἀρθρογράφος καταγράφει τά γεγονότα καί τά ἔθιμα, ὅπως τά γνώρισε. Βέβαια, κάθε παλαιό δέν εἶναι καί τέλειο, καί ἐπειδή ἡ Ἐφημερίδα μας δέν ἔχει ἁπλῶς πληροφοριακό ἤ ἐρευνητικό χαρακτήρα, ἀλλά ποιμαντικό, γι’ αὐτό καί θά προσθέση τό δικό της σχόλιο, ὅπου χρειασθῆ.

Δίδουμε λοιπόν τόν (γραπτό) λόγο στόν κ. Γιάννη, γιά νά περιγράψη καί νά διασώση μέ τήν γραφίδα τοῦ τόν «παλαιότερο Ἐπαχτο».

Ὁ ἀγώνας στή ζωή, εἴτε γιά τήν ἐπιβίωση, εἴτε γιά τίς σπουδές, πολύ δέ περισσότερο, ὅταν ἀπό ἀνάγκη προσπαθῆ κανείς νά συμβιβάση καί τά δύο, καλλιεργεῖ σταδιακά τήν ψύχραιμη ἀντιμετώπιση τῶν ἄλλων προσώπων, μέ τά ὁποῖα ἔρχεται σέ ἐπαφή, ὅπως καί τῶν καταστάσεων, πού ἀντιμετωπίζει. Ὁ συναισθηματικός του κόσμος, χωρίς φυσικά καμιά ἀφυδάτωσή του, κλείνεται βαθιά μέσα του καί τόν ξαναβρίσκει καί παραδίδεται στήν ἀγκαλιά του στίς ὧρες τῆς νοσταλγίας καί τῆς περισυλλογῆς, ὅταν ἀναζητάει τήν ἀνθρωπιά του. Τότε γυρίζει πίσω στά παλιά, στή συγκίνηση, πού δέθηκε μέ τήν καρδιά του.

Σ’ αὐτό τό κλίμα τῆς αἰώνιας ἐπιστροφῆς ἔζησα σαράντα περίπου χρόνια μακριά ἀπό τόν τόπο, πού γεννήθηκα, ἀπό τήν ἡλικία τῶν δέκα ὀκτῶ χρόνων μου.

Τώρα σάν ἄλλος Ὀδυσσέας ξαναγύρισα στήν Ἰθάκη μου καί κάθε μέρα χάνομαι στά σοκάκια της καί τίς γειτονιές, ἀναζητώντας ἐκεῖνον τόν ἀνθρώπινο κόσμο....

Σ’ αὐτά τά σοκάκια, σ’ αὐτές τίς γειτονιές τῆς πόλης μᾶς περπατῶ πολλές φορές, ὅταν ἡ ἐπιστροφή τῆς νοσταλγίας κανοναρχή τά βήματά μου' αὐτές τίς ὡραῖες ὧρες χάνονται ἀπό τά μάτια μου, καθώς προχωρῶ, οἱ σημερινοί ὄγκοι τοῦ τσιμέντου, τά πελώρια κτίσματα, καί προβάλλουν ζωντανές οἱ εἰκόνες τοῦ παλιοῦ καιροῦ. Εἶμαι πολύ εὐτυχής, πού οἱ εἰκόνες τῆς ζεστῆς ἀνθρωπιᾶς ἀναδύονται ἀκόμη ἀπό τήν μνήμη μου καί μοῦ προσφέρουν ἀπό τίς ἱερότερες συγκινήσεις στήν ζωή μου...

Στή σημερινή μου περιήγηση θά προσπαθήσω νά ζωντανέψω μιά εἰκόνα ἀπό τόν παλιό Ἐπαχτο.

Παλαιά, πολύ παλαιά πόλη ἡ Ναύπακτος, ἀφοῦ ἡ παρουσία της στόν γεωγραφικό αὐτό χῶρο καί στήν ἴδια πάντοτε θέση, ἀριθμεῖ περισσότερα ἀπό τρεῖς χιλιάδες χρόνια ζωῆς. Σ’ αὐτή τή μακραίωνη διάρκεια ἡ Ἱστορία ἔχει καταγράψει στήν περιοχή αὐτή μάχες καί ναυμαχίες γιά τήν κατοχή της, πού ἤλεγχε παλαιότερα δρόμους στρατηγικούς καί γι’ αὐτό ἐπιμαρτυροῦσε τήν ἐπικυριαρχία στήν εὐρύτερη περιοχή' ξένοι κατακτητές καί δυνάστες ἀνέκοπταν τήν ἱστορική της πορεία μέχρι πού, μέσ’ ἀπό τή φωτιά καί τήν αὐταπάρνηση καί τήν αὐτοθυσία στερεώθηκε μιά γιά πάντα ἡ Σημαία τῆς Ἐλευθερίας στήν κορυφή τοῦ Κάστρου της. Σέ ὅλη ὅμως αὐτή τήν μακραίωνη περίοδο ἡ πόλη μᾶς ἔχει νά ἐπιδείξη πνευματική καί πολιτιστική γενικότερα ζωή: Μέ τά «Ναυπάκτια Ἔπη» τοῦ Καρκίνου' τόν ἰατρομάντη Ἄπι τόν Ναυπάκτιο' τούς γλύπτες Μέναιχμο καί Σοϊδα' τά Ἱερά καί τό Ἀσκληπιεῖο τῆς' τή Διακήρυξη τῆς ἑνότητας τῶν Ἑλλήνων ἀπό τόν Ναυπάκτιο Ἀγέλαο' μέ τήν ἀνάδειξή της ὡς ἕδρας τῆς Αἰτωλικῆς Συμπολιτείας, μετά τήν καταστροφή καί τήν ἐρήμωση τοῦ Θέρμου' τήν ἑδραίωση στήν πόλη μας ἀπό πολύ νωρίς, τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, πού ἡ ἀνταύγειά της ἔφθανε μέχρι τό Δυρράχιο' τό ρόλο της, τέλος, στή χάραξη τῶν ὁρίων τοῦ νεωτέρου ἑλληνικοῦ Κράτους βορειοτέρα ἀπό τήν προαποφασισμένη, ἀπό τίς προστάτριες Δυνάμεις, γραμμή τοῦ Ἰσθμοῦ τῆς Κορίνθου - μιά μακραίωνη πορεία ἐξάρσεων καί καταπτώσεων' κάπως ἔτσι σκιαγραφεῖται ἡ Ἱστορία....

Στά μεταπελευθερωτικά χρόνια ἦταν μιά μικρή ἐπαρχιακή πόλη, πού στό διάστημα τοῦ Μεσοπολέμου ἀριθμοῦσε μετά βίας 4.000 κατοίκους. Στή συντριπτική πλειοψηφία τούς οἱ οἰκογένειες ἤσαν ἀπό γενιές ἐδῶ ἐγκατεστημένες, ἀπό τίς ὁποῖες ὁρισμένες εἶχαν σουλιώτικη καί ἠπειρώτικη καταγωγή, εὐθύς μετά τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τόν ὀθωμανικό ζυγό' ὑπῆρχε ἀκόμη ἕνας μικρός ἀριθμός οἰκογενειῶν προσφύγων, πού ρίζωσαν ἐδῶ μετά τήν Μικρασιατική Καταστροφή, συνταξιούχων πού ἐπαναπατρίστηκαν καί ἀκόμη οἱ οἰκογένειες τῶν ξένων ὑπαλλήλων, πού συνήθως ἔμειναν ἐδῶ γιά ἱκανό χρονικό διάστημα, ἐπειδή οἱ ὄροι τῆς ἐγκατάστσής τους ἦταν, φαίνεται, ἐπωφελεῖς, ἐνσωματούμενοι καί αὐτοί στήν μικρή κοινωνία μας.

Ὡς διοικητικό καί ἐμπορικό κέντρο ἦταν ἡ Πρωτεύουσα ὄχι μόνο της Ἐπαρχίας Ναυπακτίας, ἀλλά καί τῶν χωριῶν τῆς ὅμορης δυτικῆς Δωρίδας, ὡς κέντρο δέ συγκοινωνίας καί ὁρισμένων ἀκόμη ἀνατολικῶν χωριῶν τῆς ἐπίσης ὅμορης Μακρυνείας, καθώς ὅλοι τους ἐξυπηρετοῦνταν μέσω τῶν «Περαμάτων» Ναυπάκτου-Ψαθοπύργου καί Ναυπάκτου-Πάτρας καί τῆς ἀκτοπλοϊκῆς γραμμῆς Πειραιᾶς-Ἰτέα-Αἴγιο-Ναύπακτος-Μεσολόγγι. Ἡ ἐπικοινωνία μέ τά χωριά τῆς Ναυπακτίας καί τῆς Δωρίδας πραγματοποιεῖτο μέ μεταφορικά ζῶα, ἐνῶ μέ τά χωριά τῆς Μακρυνείας παλαιότερα μέ τά ζῶα καί ἀργότερα μέ ἕνα-δύο μικρά αὐτοκίνητα καί μέ τό Μεσολόγγι, τήν Πρωτεύουσα τοῦ Νομοῦ, μέσω Πάτρας μέ τό πλοῖο τῆς γραμμῆς Πάτρα-Κρυονέρι «Καλυδώνα» καί ἐκεῖθεν μέ τό σιδηρόδρομο πρός Μεσολόγγι καί Ἀγρίνιο. Τό 1932 ἄρχισαν οἱ ἐργασίες διάνοιξης τῆς ὁδοῦ Ναύπακτος-Μεσολόγγι, πού κράτησαν μερικά χρόνια.

Ἔτσι ἡ πόλη μᾶς ἦταν κέντρο μιᾶς εὐρύτερης περιοχῆς μέ καθημερινή πρόσβαση πρός Ἀθήνα καί Πάτρα, πού ἦταν ἡ κατ’ ἐξοχήν κεντρική ἀγορά, ἀπό τήν ὁποία ἦταν κυρίως ἐξαρτημένο τό ἐμπόριο τῆς πόλης μας καί ἡ προσφυγή της γιά θέματα ὑγείας.

Γιά τήν ἱστορία πρέπει νά ἀναφερθῆ ὅτι, ἐπειδή κατά τήν ἐκτέλεση τῶν δρομολογίων τῶν Σιδηροδρόμων Βορειοδυτικῆς Ἑλλάδας (Κρυονέρι-Ἀγρίνιο), δημιουργοῦνταν προβλήματα ἀπό τίς δυσμενεῖς καιρικές συνθῆκες στό Κρυονέρι, μέσω τοῦ ὁποίου πραγματοποιεῖτο ἡ σύνδεση ἀτμοπλοϊκά μέ τήν Πάτρα («Καλυδώνα»), ἀξιώθηκε περί τό τέλος τοῦ 1909 ἡ ἐπέκταση τῆς κεφαλῆς τοῦ Σιδηροδρόμου στήν Ναύπακτο καί τήν Ἄρτα, ὅπως αὐτό ἦταν στίς προθέσεις τοῦ Χαρίλαου Τρικούπη, ἀπό τήν κυβέρνηση τοῦ ὁποίου καθιερώθηκε ἡ σιδηροδρομική αὐτή γραμμή. Καί εἶναι εὔκολο νά ἀναλογισθῆ κανείς ποιά θά ἦταν ἡ ἐξέλιξη τῆς περιοχῆς μας ἀπό τήν ἐπέκταση αὐτή.