Γράφτηκε στις .

Παναγιώτη Μελικίδη: Τό σχῖσμα τῶν «Καθαρῶν»

Παναγιώτη Μελικίδη

Τά συνειδητά μέλη τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζουν ἀπό τήν ἐμπειρία τους ὅτι ὁ ἀγώνας γιά τό καθ’ ὁμοίωσιν εἶναι σκληρός καί ὅτι ἡ πτώση στήν ἁμαρτία εἶναι ἕνα ἐνδεχόμενο, πού ἡ Ἐκκλησία τό ἀντιμετωπίζει μέ τήν ἀσκητική-θεραπευτική μέθοδο. Ἄν ἐρευνήσουμε τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, θά παρατηρήσουμε ὅτι δημιουργήθηκαν ἀποσχιστικές τάσεις ἐξ αἰτίας ζητημάτων πού ἀφοροῦσαν τό ἦθος τῶν πιστῶν. Θά δοῦμε ἐπίσης ὅτι οἱ σχισματικοί ἀπέρριπταν τήν ἐπιείκεια, πού ἔδειχνε ἡ Ἐκκλησία ἀπέναντι στά μέλη της, υἱοθετώντας ἀκραῖες τάσεις. Μέ τίς ἀκραῖες αὐτές θέσεις τούς συνδυάζονταν ἐπίσης προσωπικές φιλοδοξίες πού δέν πραγματοποιήθηκαν.

Ἕνα ἀπό τά παλαιότερα σχίσματα πού εἶχε ὡς ἐφαλτήριο τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίζονται οἱ πεπτωκότες ἀπό τήν Ἐκκλησία, εἶναι τό Νοβατιανό. Ἀξίζει τόν κόπο νά περιγράψουμε τά χαρακτηριστικά του σχίσματος, γιατί θά δοῦμε πῶς χρησιμοποιεῖται ἡ ἠθικολογία ἀπό τό πάθος τῆς ἀρχομανίας καί πῶς ἡ μονοδιάστατη θεώρηση τῶν πραγμάτων μπορεῖ νά ὁδηγήση σέ ἐπικίνδυνες ἀτραπούς πού ὁδηγοῦν στήν διάσταση ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Μετά τόν διωγμό τοῦ Δεκίου (249-250) προέκυψε διαφωνία στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης γιά τόν τρόπο ἀποδοχῆς τῶν Χριστιανῶν πού ἀρνήθηκαν τήν ταυτότητά τους ἐξ αἰτίας τῶν δυσμενῶν γιά τήν Ἐκκλησία περιστάσεων. Ἀπό τήν διαφωνία αὐτή προέκυψε τό Νοβατιανό σχίσμα (251).

Ὁ Νοβατιανός ἦταν πρεσβύτερός της Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης. Μετά τόν θάνατο τοῦ Ἐπισκόπου Φαβιανοῦ, πού θανατώθηκε στή φυλακή, ἡ διοίκηση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας καταλήφθηκε ἀπό πρεσβυτέρους καί διακόνους, προεξέχοντος τοῦ Νοβατιανοῦ. Μετά τό τέλος τῶν διωγμῶν οἱ πρεσβύτεροι ἀντιμετώπισαν τό ζήτημα τῆς εἰσδοχῆς στήν Ἐκκλησία αὐτῶν πού ἀρνήθηκαν τόν Χριστιανισμό, ἀλλά μετά τό πέρας τῶν διωγμῶν μετανόησαν. Ἔτσι υἱοθέτησαν τήν ἰσόβια μετάνοια, μέ τήν ἔννοια ὅτι οἱ πεπτωκότες θά γίνονταν δεκτοί στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας στήν ἐπιθανάτια κλίνη. Ὅταν ὅμως ἐκλέχτηκε νέος Ἐπίσκοπος Ρώμης ὁ Κορνήλιος, υἱοθέτησε μέ Σύνοδο, πού ἔγινε στή Ρώμη τό 251, ἐπιεικέστερη στάση ἔναντι αὐτῶν πού δέν θυσίασαν στά εἴδωλα, ἀλλά ἀρνήθηκαν τόν Χριστιανισμό μέ ἔγγραφη δήλωση. (λιβελλοφόροι). Αὐτοί θά γίνονταν δεκτοί στό ἐκκλησιαστικό σῶμα μετά ἀπό πρόσκαιρη μετάνοια.

Ἐπειδή ὅμως ὁ Νοβατιανός ἀπέτυχε νά ἐκλεγῆ Ἐπίσκοπος Ρώμης, ἀρνήθηκε τήν συγκαταβατική τακτική του κανονικοῦ Ἐπισκόπου καί χειροτονήθηκε ἀπό τρεῖς συντηρητικούς ἐπισκόπους Ἐπίσκοπος Ρώμης. Ἡ θέση τῶν Νοβατιανῶν σκληρύνθηκε ὄχι μόνον ἔναντί των πεπτωκότων, ἀλλά καί ἔναντι αὐτῶν πού τυχόν περιέπεσαν στά λεγόμενα θανάσιμα ἁμαρτήματα. Ἡ μετάνοια αὐτῶν τῶν ὁμάδων ἦταν ἰσόβια μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια, μέχρι δηλαδή τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ὅπου ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θά ἀποφαινόταν γι’ αὐτούς. Γιά νά διακρίνουν οἱ Νοβατιανοί τούς ἑαυτούς τους ἀπό τούς ὑπόλοιπους Χριστιανούς, υἱοθέτησαν τήν ὀνομασία Καθαροί. Θεωροῦσαν τό βάπτισμα τῶν Κληρικῶν πού ὑπάγονταν στόν κανονικό Ἐπίσκοπο Κορνήλιο ἄκυρο καί ἀναβάπτιζαν αὐτούς πού προσέρχονταν στό σχῖσμα.

Ἡ Σύνοδος τῆς Ρώμης (251) ἀπέκοψε ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία τόν Νοβατιανό καί τούς ὀπαδούς του. «Δόγμα παρίσταται τοῖς πάσιν, τόν μέν Νοουάτον (Νοβατιανό) ἅμα τοῖς σύν αὐτῶ συνεπαρθείσιν τούς τέ συνευδοκεῖν τή μισαδέλφω καί ἀνθρωποτάτη γνώμη τ’ ἀνδρός προαιρουμένους ἐν ἀλλοτρίοις τῆς Ἐκκλησίας ἠγεῖσθαι, τούς δέ τή συμφορά (τοῦ διωγμοῦ) περιπεπτωκότας τῶν ἀδελφῶν ἰάσθαι καί θεραπεύειν τοῖς τῆς μετανοίας φαρμάκοις» (Εὐσεβίου Ἐκκλησ. Ἱστορία ἔα,43). Ἡ ἀρρωστημένη τακτική του Νοβατιανοῦ, πού συνδυάσθηκε μέ τήν μισαλλοδοξία καί τήν ἀρχομανία του, προκύπτει καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἀνάγκαζε τούς ὀπαδούς του νά ὁρκιστοῦν ὅτι δέν θά ἀκολουθήσουν τόν Ρώμης Κορνήλιο. «Ὄμωσον μοί κατά τοῦ αἵματος καί τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μηδέποτε μέ καταλιπεῖν καί ἐπιστρέψαι πρός Κορνήλιον». Ὁ Νοβατιανός προσπάθησε νά στηρίξη τίς δοξασίες του στίς ἐγκεφαλικές θεολογικές γνώσεις πού διέθετε. Ὁ Κορνήλιος ὅμως μέ μιά δόση εἰρωνείας δείχνει τήν πραγματική διάσταση τοῦ πράγματος. «Οὗτος γάρ τοί ὁ δογματιστής, ὅ της ἐκκλησιαστικῆς ἐπιστήμης ὑπερασπιστῆς... ἀνθρώπους ἁπλουστέρους... μετά βίας ἠνάγκασεν εἰκονική τινί καί ματαῖα χειρεπιθεσία ἐπισκοπήν αὐτῶ δοῦναι» (Εὐσεβίου, Ἐκκλησ. Ἱστορία ἔα,43).

Ὁ Ἀλεξανδρείας Διονύσιος ὑποστήριξε, μέ ἐπιστολή πού ἔστειλε στή Σύνοδο τῆς Ἀντιοχείας, ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά πρέπη νά δέχεται σέ κοινωνία «τούς ἁπαλλαττομένους τοῦ βίου, εἰ δέοιντο καί μάλιστα εἰ καί πρότερον ἰκετεύσαντες τύχοιεν» καί κάλεσε τόν Νοβατιανό νά ἐγκαταλείψη τήν πλάνη. Ὁ Κορνήλιος μέ τήν σειρά τοῦ ἀπηύθυνε ἐκτενέστατη ἐπιστολή πρός τούς κυριότερους ἐπισκόπους καί στόν Ἀντιοχείας Φάβιο, μέ τήν ὁποία κατήγγειλε τίς ἀντικανονικές ἐνέργειες τοῦ Νοβατιανοῦ καί ἐξέθεσε τήν ἔκρυθμη κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε στήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Νά σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι οἱ ἀντιθέσεις Δύσης καί Ἀνατολῆς σχετικά μέ τό ζήτημα τῆς μετανοίας σχεδόν ἐξαλείφθηκαν, ὅταν στόν θρόνο τῆς Ἀνιόχειας ἀνέβηκε ὁ Δημητριανός.-