Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ ἡσυχαστικὸς μοναχισμὸς τοῦ Μ. Βασιλείου (Δ')

(συνεχίζεται ἀπό τό προηγούμενο Ὁ ἡσυχαστικὸς μοναχισμὸς τοῦ Μ. Βασιλείου (Γ'))


ζ) Σχέσεις μέ τόν κόσμο

Τό Μοναστήρι, ὅπως τό περιγράφει ὁ Μ. Βασίλειος, εἶναι μιά κοινότητα πού σαφῶς βρίσκεται σέ χῶρο ἔξω ἀπό τήν κοινωνία καί ἀπαρτίζεται ἀπό μοναχούς πού προηγουμένως ἔκαναν ἀποταγή ὅλων των ὑλικῶν ἀναγκῶν, ἀκόμη καί τῶν συγγενικῶν σχέσεων καί ἐντάσσονται σέ μιά ἀδελφότητα, ὁπότε ἀποκτοῦν μιά ἄλλη πνευματική οἰκογένεια. Ὅμως, ἄν καί οἱ μοναχοί εὑρίσκονται ἔξω ἀπό τήν κοινωνία, εἶναι ὑποχρεωμένοι μερικές φορές νά ἔχουν μιά ἐπικοινωνία μέ τήν ἀνθρώπινη κοινωνία. Ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Μ. Βασίλειος καθορίζει καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο οἱ μοναχοί θά ἔρχονται σέ ἐπικοινωνία μέ τόν κόσμο.

Κατ’ ἀρχάς ὁ Μ. Βασίλειος τονίζει ὅτι ὁ μοναχός πρέπει νά ἀποφεύγη κάθε δημόσια ἐμφάνιση, γιατί μέ τέτοιες ἐμφανίσεις γίνονται διαχύσεις τῆς καρδίας. “Πάσαν προέλευσιν παραιτού, ὅσον ἐστίν ἐν σοῖ, φεύγων τάς τῆς καρδίας σου διαχύσεις”. Μάλιστα στό κείμενο αὐτό συνδέει τήν ἔξοδο ἀπό τό Μοναστήρι καί τήν συναναστροφή μέ τόν κόσμο, ὡσάν μιά συναναστροφή μέ τήν πόρνη γυναίκα: “Ἀπέλιπες τήν ἐγκράτειαν, ἐνέκυψας τῷ κόσμω, συνέτυχες πόρνη γυναικί”. Ὁ μοναχός μέ τήν συναναστροφή στόν κόσμο θέλγεται ἀπό τά ὅσα διαθέτει ὁ κόσμος, ὅπως κάποιος πού συναντᾶται μέ τήν πόρνη γυναίκα καί ἔτσι ἀφήνει τήν ἐγκράτεια, πού πρέπει νά ἐξασκῆ καί ἑλκύεται πρός τήν ζωή τοῦ κόσμου. Ἀλλά καί ἄν μπορέση μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ νά ξεφύγη τά δίκτυα τοῦ κόσμου, θά ἐπιστρέψη στό Μοναστήρι ἄρρωστος καί θά χρειασθῆ πολύ χρονικό διάστημα γιά νά ἐπανέλθη στήν προηγούμενη κατάσταση: “Εἰ δέ ποῦ καί βοηθούμενος ὑπό τοῦ Θεοῦ διαδράναι δυνηθῆς τά τοιαύτης δίκτυα, ἐπανῆκες μέν τή κέλλη, ἀλλ’ οὔχ ὁ αὐτός, παρέτος δέ τίς καί νενοσηκῶς καί πρός ἅπαν ἔργον τῶν ἀρετῶν δυσάρεστος, πολλῶ δέ χρόνω ἐπανελθεῖν εἰς τήν οἰκείαν ἕξιν δυνάμενος”. Ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Μ. Βασίλειος συνιστᾶ στούς μοναχούς: “Πρόοδος δέ, πλήν τῶν τεταγμένων καί ἀναγκαίων ἐξόδων, ἀπό ἀσκητηρίου οὐκ ἔστιν”.

Βεβαίως, ὅταν ὑπάρχει ἀνάγκη γιά τό Μοναστήρι, ὁ μοναχός ἐξέρχεται ἀπό τό Μοναστήρι του. Ἀλλά καί τότε ὁ μοναχός πρέπει νά τό κάνη “περιτεθωρακισμένος τόν φόβον τοῦ Θεού”, μέσα στό χέρι του νά ἔχει βάλει τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί νά ἀντιμετωπίζη τήν προσβολή τῶν ἡδονῶν μέ τήν ἐγκράτεια. Καί ὅταν ἐκτελέση τό ἔργο του νά ἐπανέρχεται χωρίς χρονοτριβή στό Μοναστήρι “ὥσπερ τίς ἄκακος περιστερά”, ὅπως τό περιστέρι ἐπέστρεψε στήν Κιβωτό τοῦ Νῶε φέροντας στό στόμα τοῦ τά ἐλέη τοῦ Θεοῦ. Μέ τόν τρόπον αὐτό πείθει τούς ἐσωτερικούς λογισμούς “ἄβατον εἶναι τήν ἐπί παντός ἑτέρου τόπου σωτηριώδη ἀναπαυσιν”. Ὁ μοναχός πρέπει νά αἰσθάνεται ὅτι ὁ μοναδικός τόπος ἀναπαύσεως καί σωτηρίας εἶναι ὁ χῶρος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς του.

Ὅμως, ὄχι μόνον δέν πρέπει νά ἀναχωρῆ στόν κόσμο, ἀλλά καί πρέπει νά φροντίζη νά μή εἰσαγάγη τόν κόσμο, δηλαδή τό κοσμικό φρόνημα, στήν Ἱερά Μονή. Ὁ μοναχός, ὅπως λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, πρέπει νά ἀποφεύγη τίς συναναστροφές μέ τούς συνομηλίκους, ἰδιαίτερα ἄν εἶναι νέος στήν ἡλικία καί τό φρόνημα: “Νέος ὧν εἴτε τήν σάρκα εἴτε τό φρόνημα, φεῦγε τήν συνδιαγωγήν τῶν ὁμηλίκων καί ἀποδίδρασκε ἀπ’ αὐτῶν ὡς ἀπό φλογός”. Καί ἐξηγεῖ ὅτι πολλές φορές ὁ διάβολος μέ τήν δῆθεν πνευματική ἀγάπη ὁδήγησε πολλούς στήν ἁμαρτία καί τελικά στήν αἰώνια κόλαση. Καί εἶναι φοβερό νά διασωθῆ κανείς ἀπό τό πέλαγος καί ἀπό τούς ἀνέμους καί τά κύματα καί νά καταστραφῆ στό λιμάνι, ἐνῶ τελοῦσε σέ ἀμεριμνησία. Γενικά πρέπει νά ἀποφεύγη ὅσο εἶναι ἀκόμη νέος τήν συναναστροφή μέ νέους στίς συζητήσεις, τήν ψαλμωδία, τό κελλί, τίς οἰκίες ἀκόμη καί μέ τό πρόσχημα “μελέτης θείων λογίων ἤ ἑτέρας ὁποιασοῦν καί ἀναγκαιοτάτης χρείας”. Ἀντίθετα, ὁ μοναχός πρέπει νά συναναστρέφεται δυσπροσίτους Γέροντες πού ἔχουν τήν δυνατότητα νά τοῦ δώσουν γηραλέο φρόνημα καί νά τόν βοηθήσουν νά διανύη τόν ὑψηλό δρόμο τῆς μοναχικῆς ζωῆς: “Πρόστρεχε γέρουσι δυσεντεύκτοις, οἵτινες λόγοις μέν παροιμιῶν ἀλείφουσι τούς νέους πρός τάς ἐναρέτους πράξεις, βλάπτουσι δέ προσώπω οὐδαμώς”.

Ὁ μοναχισμός εἶναι μία πορεία πρός τήν θέωση καί πρέπει νά ἑξασκῆται μέ σοβαρό τρόπο καί μέ ὑψηλό λόγο. Ἡ μοναχική ζωή εἶναι ἄνοδος σέ ὑψηλότερα ἐπίπεδα πνευματικῆς ζωῆς, καί, βεβαίως, ὅταν συναναστρέφεται ὁ μοναχός μέ τόν κόσμο εἶναι ἐνδεχόμενον νά παρασύρεται σέ χαμηλότερα μέτρα καί ἐπίπεδα πνευματικῆς ζωῆς, τά ὁποῖα γιά μέν τούς ἀνθρώπους εἶναι φυσικά, ἀλλά γιά τούς μοναχούς συνιστοῦν πτώση.

η) Γυναικεῖος Μοναχισμός

Εἴδαμε προηγουμένως ὅτι οἱ μοναχοί καλοῦνται στρατιῶτες Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά τό ἴδιο λέγεται καί γιά τίς μοναχές. Λέγει ὁ Μ. Βασίλειος: “Στρατεύεται γάρ καί τό θῆλυ παρά Χριστώ”. Γράφει ὅτι οἱ γυναῖκες δέν ἀποδοκιμάζονται “διά τήν τοῦ σώματος ἀσθένειαν”, ἀλλά λόγω τῆς ψυχικῆς ἀνδρείας πού τίς διακρίνει, καταλέγονται καί αὐτές “εἰς στρατείαν” καί ἔτσι “πολλαί γυναῖκες ἠρίστευσαν ἀνδρῶν οὐκ ἔλαττον”. Μερικές δέ ἀπό τίς γυναῖκες ἀπεδείχθησαν ἀνώτερες ἀπό τούς ἄνδρες. “Εισί δέ αἵ καί μειζόνως εὐδοκίμησαν”. Μερικές ἀπό τίς γυναῖκες ἀνήκουν στόν χορό τῶν παρθένων, ἄλλες ἔδωσαν τήν ὁμολογία τῆς πίστεως καί ἄλλες ὑπέστησαν τό μαρτύριο. Ἄλλωστε καί οἱ γυναῖκες ἀκολουθοῦσαν τόν Χριστό διότι “δί’ ἀμφοτέρων (τῶν φύλων) ἡ λειτουργία τοῦ Σωτῆρος ἐπετελεῖτο”.

Ὅταν ὁ Μ. Βασίλειος ἀναλύει διεξοδικῶς ποιός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ μοναχισμοῦ καί ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ ζωή τόσο τοῦ Ἡγουμένου, ὅσο καί τῶν μοναχῶν μέσα στό Κοινόβιο σημειώνει ὅτι τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τίς μοναχές. Μάλιστα δέ ὑπογραμμίζει ὅτι “ἐν πάσι γάρ τούτοις μετά πλείονος σπουδῆς ὅ των παρθένων ὀφείλει κατορθοῦσθαι βίος”. Δηλαδή, ὁ βίος τῶν μοναχῶν ἀπαιτεῖ σέ μεγαλύτερο βαθμό τήν εὐσχημοσύνη, τήν ἀκτημοσύνη, τήν ἡσυχία, τήν ὑπακοή, τήν φιλαδελφία, τήν αὐστηρότητα στίς ἐξόδους ἀπό τήν Ἱερά Μονή, τήν προσοχή στίς συναντήσεις, τήν μεταξύ τους ἀγάπη καί τήν ἀποφυγή τῆς ἰδιαίτερης φιλίας.

Τήν Ἡγουμένη στά Γυναικεῖα Μοναστήρια ὁ Μ. Βασίλειος τήν χαρακτηρίζει μέ τρία ὀνόματα, ἤτοι “ἡ πεπιστευμένη τήν εὐταξίαν”, “ἡ διδάσκαλος”, “ἡ προκαθηγουμένη”. Ἡ Γερόντισσα πρέπει νά εἶναι σοβαρή καί σεβαστῆ, νά μήν ἐπιδιώκη τό εὐχάριστο οὔτε τήν εὔνοιά τους, ἀλλά νά ἐμπνέη τό δέος. Νά φροντίζη γιά ὅλες τίς ὑλικές ἀνάγκες, ἤτοι νά ἀπαγορεύη τήν νηστεία καί νά συμβουλεύη γιά τήν λήψη τροφῆς. Σέ ὅλα αὐτά “τό παρ’ ἐκείνης λεγόμενον νόμος ἐστίν”. Γενικά ἡ Ἡγουμένη πρέπει νά ἀναγνωρίζη ὅτι θά δώση λόγο στόν Θεό, γιά ὅλα τα σφάλματα πού γίνονται στήν κοινότητα. “Ειδέναι γάρ αὐτήν χρή ὅτι τῶν παρά τό δέον ἐν τῷ κοινῶ πλημμελουμένων ἐκείνη ἐπί Θεοῦ τόν λόγον ὑφέξει”.

Κάθε μοναχή πρέπει νά ἀποδέχεται ὅλες τίς ἐντολές τῆς Ἡγουμένης ὡς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Καί μάλιστα αὐτές τίς ἐντολές πρέπει νά τίς ἐπιτελῆ “μή ἐκ λύπης ἤ ἐξ ἀνάγκης, ἴνα γένηται αὐτή ἔμμισθος ἡ ὑπακοή”. Κάθε δέ ἀδελφή πρέπει νά ζητῆ ἀπό τήν Ἡγουμένη ὄχι τό εὐχάριστο, ἀλλά τό ἐπωφελές καί χρήσιμο. Οὔτε, βέβαια, πρέπει νά σχολιάζη τίς ἐντολές τῆς Ἡγουμένης, γιατί μιά τέτοια συνήθεια “μελέτη καί ἀκολουθία τῆς ἀναρχίας γίνεται”.

Ἐάν παρίσταται ἀνάγκη νά γίνη κάποια συζήτηση μέ ἄνδρα ἤ μέ ἐπιμελητή, τότε αὐτήν τήν συζήτηση πρέπει νά τήν κάνη ἡ Ἡγουμένη “συμπαρούσης αὐτή μιᾶς ἤ δευτέρας ἐκ τῶν ἀδελφών”, οἱ ὁποῖες λόγω βίου καί ἡλικίας δέν θά ἔχουν κάποιο πρόβλημα. Καί ἐάν κάποια ἄλλη μοναχή ἔχει κάτι χρήσιμο νά πῆ, τότε νά τό ἀναφέρη στήν Ἡγουμένη καί ἐκείνη θά πῆ ὅ,τι εἶναι ἀνάγκη, καί ἔτσι “δί’ ἐκείνης λαληθήσεται ὅ δεῖ λαληθῆναι”.

Φαίνεται λοιπόν, ὅτι στόν γυναικεῖο μοναχισμό ὄχι μόνον δέν γίνονται πιό ἐλεύθερά τα πράγματα, ἀλλά τίθενται αὐστηρότεροι κανόνες γιά νά διασφαλίζεται καί ἡ τάξη, ἀλλά καί νά ἐξυπηρετῆται ὁ σκοπός τῆς παρθενίας.

θ) “Ὄροι κατά πλάτος”, “ὄροι κατ’ ἐπιτομήν”

Μελετήσαμε προηγουμένως τά κείμενα τοῦ Μ. Βασιλείου “ἀσκητική προδιατύπωσις”, τούς τρεῖς “ἀσκητικούς του λόγους” καί τόν λόγο “περί ἀσκήσεως” καί εἴδαμε τήν διδασκαλία τοῦ περί τοῦ μοναχισμοῦ. Βεβαίως ὑπάρχουν καί οἱ “ὄροι κατά πλάτος” καί οἱ “ὄροι κατ’ ἐπιτομήν”, οἱ ὁποῖοι κινοῦνται στήν ἴδια προοπτική. Γιά νά μή μακρύνη αὐτή ἡ ἀνάλυση, ἁπλῶς θά ἤθελα νά παραθέσω ἐδῶ μερικά σημεῖα ἀπό τά προοίμια ἀπό τούς “ὅρους κατά πλάτος” καί τούς “ὅρους κατ’ ἐπιτομήν”, στά ὁποῖα φαίνεται ἡ ἡσυχαστική ἀντίληψη τοῦ Μ. Βασιλείου περί τοῦ μοναχισμοῦ.

Ὁ σκοπός τοῦ μοναχοῦ πρέπει νά εἶναι ἡ ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς, ἡ ἐπιμέλεια καί διόρθωση τῆς ματαιότητος τοῦ παρόντος βίου καί ἡ ἀναζήτηση τῶν μελλόντων ἀγαθῶν: “ἀψώμεθα πότε τῆς φροντίδος τῶν ψυχῶν ἠμῶν' λυπηθῶμεν ἐπί τῇ ματαιώσει τοῦ προλαβόντος βίου, ἀγωνισώμεθα ὑπέρ τῶν μελλόντων εἰς δόξαν τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ καί τοῦ προσκυνητοῦ καί ἁγίου Πνεύματος” Ὁ χρόνος τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι χρόνος καί καιρός μετανοίας, ἐνῶ ὁ ἄλλος αἰώνας εἶναι αἰώνας τῆς παρακλήσεως. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ μοναχός εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού ζῆ μέσα στό πνεῦμα τῆς μετανοίας καί ὄχι τῆς ἀνθρωπίνης παρακλήσεως. “Ούτος ὁ αἰών τῆς μετανοίας, ἐκεῖνος τῆς ἀνταποδόσεως' οὗτος τῆς ὑπομονῆς, ἐκεῖνος τῆς παρακλήσεως”.

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος διαγράφει καί τήν μέθοδο τήν ὁποία πρέπει νά μετέλθη ὁ μοναχός γιά τήν σωτηρία του καί αὐτή εἶναι ἡ ὀρθόδοξη ἡσυχία. Αὐτό σημαίνει σαφῶς ὅτι ὁ μοναχός ζῆ ἔξω ἀπό τήν κοινωνία, ἀπηλλαγμένος ἀπό τούς θορύβους καί τίς κοσμικές μέριμνες. “Καιρός δέ ἐπιτηδειότατος ἠμίν ὁ παρών καί τόπος οὗτος ἡσυχίαν παρέχων καί σχολήν πάσαν ἀπό τῶν ἔξωθεν θορύβων, συνευξώμεθα ἀλλήλοις...”. Σαφῶς ἀπό τά γραφόμενα αὐτά φαίνεται ὅτι πρόκειται περί κοινότητος, ἡ ὁποία βρίσκεται κεχωρισμένη ἀπό τόν κόσμο.

Ὁ μοναχός, κατά τόν Μ. Βασίλειο, εἶναι ἐκεῖνος πού ἐξέλεξε τόν ἥσυχο καί ἀπερίσπαστο βίο, ὥστε στήν συνέχεια νά τηρήση πλήρως τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ στήν καθημερινή του ζωή. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ Μεγάλου αὐτοῦ Πατρός τῆς Ἐκκλησίας πού δείχνει καί τόν σκοπό καί τόν τρόπο τῆς μοναχικῆς ζωῆς: “...φέρε δή οἵ της εὐσεβείας ἀγωνισταί, οἱ τόν ἠσύχιον καί ἀπράγμονα βίον ὡς συνεργόν τῆς φυλακῆς τῶν εὐαγγελικῶν δογμάτων τιμήσαντες, κοινήν φροντίδα καί βουλήν προθώμεθα, ὅπως ἄν μηδέν ἠμᾶς διαφύγη τῶν ἐντεταλμένων”. Δηλαδή, ἡ πλήρης καί τέλεια τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καί μάλιστα ὄχι ἀπό τόν φόβο τῆς κολάσεως, οὔτε ἀπό τό κέρδος τοῦ μισθοῦ, ἀλλά ἀπό χαρά γιά τόν Θεό πού ἔδωκε τόν νόμο καί ἀπό αἴσθηση υἱοθεσίας, ἀπαιτεῖ ἡσυχία καί ἀπράγμονα βίο. Μόνον διά τῆς νοερᾶς, ἀλλά καί σωματικῆς, ἡσυχίας μπορεῖ κανείς νά τηρήση ἐπακριβῶς τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί ὁ μοναχός εἶναι ἐκεῖνος πού ζῆ εὐαγγελικῶς, καί ἔτσι καθαρίζει τήν καρδιά του ἀπό τά πάθη. “Ει γάρ δεῖ τέλειον εἶναι τόν τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπον,... ἀνάγκη πάσα διά πάσης ἐντολῆς καθαρισθῆναι εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστού”. Ἑπομένως ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καθαρίζει τόν ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγεῖ στήν τελείωση, τήν θέωση, ἀλλά καί ἡ δυνατότητα τηρήσεως τῶν ἐντολῶν συνεπάγεται ἥσυχον καί ἀπράγμονα βίο.

Ὁ μοναχός κατά τόν Μ. Βασίλειο εἶναι ἐκεῖνος πού ξεφεύγει ἀπό τόν συνήθη βίο καί ἀγωνίζεται γιά τήν βίωση τῆς ἀκριβείας τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐρωτᾶ: “Οὐκ ἀνακαλεσόμεθα ἑαυτούς ἀπό τοῦ κατά συνηθείαν βίου πρός τήν ἀκρίβειαν τοῦ Εὐαγγελίου;”.

Τό ἴδιο πνεῦμα συναντοῦμε καί στό προοίμιο τῶν “ὅρων κατ’ ἐπιτομήν” τοῦ Μ. Βασιλείου. Ἔχει συνείδηση ὁ θεῖος Πατήρ ὅτι ἔχει λάβει ἀπό τόν Θεό τήν διακονία τοῦ λόγου καί αἰσθάνεται ὑποχρεωμένος νά καθοδηγήση τούς μοναχούς πρός τόν καταρτισμό τῶν ψυχῶν τους. Γράφει: “Διόπερ ἀνάγκη ἠμᾶς μέν, τούς τήν διακονίαν τοῦ λόγου πεπιστευμένους, ἐν παντί καιρῶ προθύμους εἶναι πρός τόν καταρτισμόν τῶν ψυχῶν...”.

Αὐτή ἡ καθοδήγηση γίνεται ἄλλοτε μέ τό κήρυγμα ἐνώπιον ὅλης της Ἐκκλησίας καί ἄλλοτε μέ τό νά ἐπιτρέπη τούς ἄλλους νά ἐρωτοῦν: “τά τέ πρός ὑγείαν τῆς πίστεως καί ἀλήθειαν τῆς κατά τό Εὐαγγέλιον τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ πολιτείας”. Ὅμως οἱ μοναχοί δέν πρέπει ἁπλῶς νά ἐρωτοῦν, ἀλλά νά μήν ἀφήνουν τίποτε ἄκαρπο: “ὑμᾶς δέ μηδέν ἄκαρπον παριέναι...” καί βεβαίως “πάσαν σχολήν τοῦ βίου πρός τό χρήσιμον διατίθεσθαι”.

Ἄν αὐτό πρέπει νά κάνουν ὅλοι οἱ Χριστιανοί, πολύ περισσότερο πρέπει νά συμβαίνη μέ τούς μοναχούς, γιατί αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί τήν κατάρτιση τῶν ψυχῶν τούς συγκέντρωσε στά Μοναστήρια ὁ Θεός καί σέ αὐτό βοηθᾶ ἡ πολλή ἡσυχία καί ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τούς θορύβους: “...εἰς τοῦτο συνήγαγεν ἠμᾶς ὁ Θεός, καί ἡσυχία πολλή ἀπό τῶν ἔξωθεν θορύβων ἐστίν...”. Ὁ μοναχός πρέπει νά ἐδιαφέρεται, ὥστε μέρα καί νύκτα νά μελετᾶ τόν νόμο τοῦ Κυρίου. Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: “μήτε πρός ἑτέραν τινά ἐργασίαν τρεπώμεθα μήτε ὕπνω πάλιν παραδῶμεν τά σώματα, ἀλλ’ ἐν τῇ μερίμνη καί ἐξετάσει τῶν ἀναγκαίων το λειπόμενον μέρος τῆς νυκτός διενέγκωμεν πληροῦντες τό εἰρημένον ὑπό τοῦ μακαρίου Δαβίδ, ὅτι "ἐν νόμω Κυρίου μελετήσει ἡμέρας καί νυκτός"”.

Ἡ ἔρευνα σέ ὅλα τα ἀσκητικά συγγράμματα τοῦ Μ. Βασιλείου ἀποδεικνύει ὅτι ὁ θεῖος Πατέρας καθ’ ὅλην τήν διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ ἠσχολεῖτο μέ μοναχικά θέματα. Ἄλλα ἀπό τά ἀσκητικά συγγράμματά του ἐγράφησαν κατά τόν χρόνο πού ἦταν μοναχός στόν Πόντο, ἄλλα στόν καιρό πού ἦταν Πρεσβύτερος καί ἄλλα ὅταν εἶχε γίνει Ἐπίσκοπος. Τό γεγονός εἶναι ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος διοργάνωσε τόν μοναχικό βίο τῆς Καππαδοκίας καί ὅρισε τόν σκοπό τῆς μοναχικῆς πολιτείας πού εἶναι ἡ πορεία πρός τήν θέωση, διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, διά τῶν ὁποίων ἐπιτυγχάνεται ἡ κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου. Σέ αὐτό βοηθᾶ πολύ ἡ ἡσυχαστική μέθοδος μέ ὅλη τήν σημασία της, ὡς ἡσυχία σωματική, ἡσυχία αἰσθήσεων καί ἡσυχία νοός. Καί μάλιστα ὅταν ἡ ἡσυχία συνδέεται μέ τήν προσευχή τότε ἀναπτύσσεται ἡ μεγάλη ἀγάπη πρός τόν Θεό καί μέσα σέ αὐτήν τήν ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγάπης ὁ μοναχός γεμίζει ἀπό τά χαρίσματα καί τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ.

ι) Συμπεράσματα

Ἀπό ὅσα παρατέθησαν προηγουμένως ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου περί τοῦ μοναχισμοῦ φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος δέν εὐνοεῖ καθόλου ἕναν μοναχισμό κοινωνικό, τό νά διαμένουν οἱ μοναχοί καί οἱ μοναχές μέσα στόν κόσμο, νά συμφύρονται μέ αὐτόν, χάρη μιᾶς κοινωνικῆς προσφορᾶς καί ἑνός ἱεραποστολικοῦ ἔργου. Τά Μοναστήρια, κατά τόν Μ. Βασίλειο, εἶναι ὀργανωμένες κοινότητες, πού ζοῦν πλησίον της κοινωνίας, ὄχι ὅμως μέσα στήν κοινωνία. Ο Μ. Βασίλειος ἐκεῖνο πού ἔκανε εἶναι ὅτι διοργάνωσε τούς ἐρημίτες μοναχούς σέ ἕναν κοινοβιακό τρόπο ζωῆς καί πολιτείας.

Ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου περί τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ ἐξάγεται τό συμπέρασμα ὅτι ὁ Φωστήρ τῆς Καισαρείας ὑποστηρίζει ἕναν ἡσυχαστικό μοναχισμό μέ νήψη καί προσευχή, μέ τήν ἱερά ἡσυχία καί τήν ὑπακοή. Ἀπό τά ἀσκητικά του κείμενα ἀποπνέει ἕνα ἄρωμα πνευματικῆς ὑγείας καί νηπτικῆς ζωῆς. Ὁ μοναχός ἐνδιαφέρεται γιά τήν σωτηρία του, γιά τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό, τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη, καί τήν ἀπόκτηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ὁ μοναχισμός τοῦ Μ. Βασιλείου δέν εἶναι μοναχισμός κοινωνικός, ὅπως ἐννοεῖται σήμερα ἡ κοινωνικότητα, οὔτε ἱεραποστολικός, ὅπως ἐκλαμβάνεται σήμερα ἡ Ἱεραποστολή. Ὀρθόδοξος μοναχός κατά τόν Μ. Βασίλειο εἶναι ὑπέρβαση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, εἶναι μιά ἀσώματη καί ἀγγελική πολιτεία: “Λογίζεσθαι δέ ἐκεῖνο μάλιστα χρή, ὅτι, διαβᾶς τά μέτρα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, πρός τήν ἀσώματον πολιτείαν ἐαυτόν μετέστησεν ὁ τόν τῶν ἀγγέλων βίον ἐλόμενος”. Μάλιστα χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν ἀγγέλων εἶναι ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τήν κοινωνία τοῦ γάμου καί τό νά μή μετεωρίζεται πρός ἄλλο κάλλος, “ἀλλ’ εἰς τό θεῖον πρόσωπον διηνεκῶς ἀτενίζειν”. Αὐτό πού κάνουν οἱ ἄγγελοι, αὐτό πρέπει νά κάνουν καί οἱ μοναχοί. Πρέπει νά ζοῦν ἀγγελικό βίο καί νά ἀτενίζουν διαρκῶς τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.

Αὐτά διδάσκει ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ Καθηγητής τοῦ ὀρθοδόξου μοναχικοῦ ἡσυχαστικοῦ βίου. Καί μή νομίζη κανείς ὅτι δέν πρέπει νά βλέπουμε τόν σύγχρονο μοναχισμό μέσα ἀπό τά βιβλία τῶν ἁγίων Πατέρων, ὡσάν αὐτό νά εἶναι ἔνδειξη ἐλλείψεως πείρας μοναχισμοῦ. Ἀντίθετα μάλιστα σέ περιόδους κατά τίς ὁποῖες ὑπάρχει ἐκκοσμίκευση τοῦ μοναχισμοῦ καί ἑπομένως ἀγνοεῖται καί ὁ βαθύς σκοπός τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί ἀλλοιώνεται ἡ ἀληθινή ἔκφραση τοῦ μοναχισμοῦ, τότε πρέπει νά μελετοῦμε τά ἅγια συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως τοῦ Μ. Βασιλείου, ὥστε νά ἐντοπίζουμε τίς ἀσθένειες τοῦ μοναχισμοῦ καί νά τίς θεραπεύουμε.

Τελικά πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος μοναχισμός εἶναι ἡσυχαστικός-νηπτικός, ἐμπνέεται ἀπό τήν ἱερά ἡσυχία, ὅπως τήν ἑρμηνεύουν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.

Μεγάλη εὐθύνη γιά τήν ἀλλοίωση τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ στίς ἡμέρες μᾶς ἔχουν οἱ Ἡγούμενοι, ὅσοι ἀπό αὐτούς εἶναι πνευματικῶς καί ἐκκλησιαστικῶς ἄρρωστοι, ἄπειροι στά πνευματικά ζητήματα καί ἔτσι μεταδίδουν τήν δική τους πνευματική ἀσθένεια καί στούς μοναχούς, τούς ὁποίους ἀντί νά τούς ὁδηγοῦν στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τούς περικλείουν μέσα στίς ἀρρωστημένες ἐπιδιώξεις τους, στήν δική τους βασιλεία!

Πρέπει νά βλέπουμε τό ὕψος τῆς ἀγγελικῆς αὐτῆς πολιτείας καί μέ ταπείνωση νά διορθώνουμε ὅλες τίς ἐλλείψεις. Τελικά αὐτό εἶναι εὐθύνη καί ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου. Γιατί ὁ σύγχρονος κόσμος δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό κοινωνικά ἔργα καί ἀκτιβιστικές προσπάθειες, ἀλλά ἀπό τήν διατήρηση τῆς ἀληθινῆς θεραπευτικῆς μεθόδου διά τῆς ὁποίας θά φθάση ὁ ἄνθρωπος στό ἀρχέτυπο κάλλος, στήν ἐμπειρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, πού καθίσταται δόξα καί τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου.