Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Ἐκκλησία καί ἐκλογές

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Δημοσιεύθηκε στήν “Ἐλευθεροτυπία” τό Σάββατο 19-10-2002, πρό τῶν ἐπαναληπτικῶν ἐκλογῶν

Εἶναι κοινός τόπος τό λεγόμενο ὅτι ἔχουν θεσμοθετηθῆ οἱ διακριτοί ρόλοι μεταξύ Πολιτείας καί Ἐκκλησίας. Βεβαίως δέν μέ ἱκανοποιοῦν οἱ ὄροι Ἐκκλησία καί Πολιτεία, ἐνῶ αὐτό ἀποδιδόταν καλύτερα στούς Βυζαντινούς χρόνους μέ τούς ὅρους “Βασιλεία” καί “Ἱερωσύνη” καί σήμερα μποροῦν νά ἀποδοθοῦν μέ τήν διάκριση μεταξύ της πολιτικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως.

Πράγματι ὑφίσταται διάκριση ρόλων μεταξύ “Βασιλείας - Πολιτείας” καί “Ἱερωσύνης”, ἀπό τήν ἄποψη ὅτι ἄλλο εἶναι τό ἔργο τῆς Πολιτείας καί ἄλλο τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Πολιτεία ἐνδιαφέρεται γιά τήν ἐπίλυση τῶν κοινωνικῶν καί οἰκονομικῶν προβλημάτων τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία μέ τήν Ἱερωσύνη καί τήν ὅλη θεολογία τῆς ἐνδιαφέρεται γιά τήν ἐπίλυση τῶν ὑπαρξιακῶν προβλημάτων τῶν ἀνθρώπων, τήν θεραπεία τῶν ψυχικῶν τραυμάτων καί τήν ἕνωσή τους μέ τόν Θεό. Μιά πολιτική ἐξουσία καί διοίκηση πού εἰσέρχεται ἀλαζονικά μέσα στήν ἐκκλησιαστική διοίκηση λέγεται Καισαροπαπισμός καί μιά ἐκκλησιαστική ἐξουσία καί διοίκηση πού εἰσέρχεται αὐθαίρετα καί καταλαμβάνει τίς ἁρμοδιότητες πού ἔχει ἡ Πολιτεία, αὐτό λέγεται Παποκαισαρισμός καί αὐτό χαρακτηρίζεται μέ τόν ὄρο ἐκκοσμίκευση.

Αὐτά εἶναι σχεδόν ξεκαθαρισμένα καί ἔχουν λεχθῆ καί γραφή ἀπό πολλούς. Ὅμως ὑπάρχει μεγάλη σύγχυση τῶν ρόλων Πολιτείας καί Ἐκκλησίας στό θέμα τῶν ἐκλογῶν, τόσο τῶν ἐθνικῶν ὅσο καί τῶν Δημοτικῶν - Νομαρχιακῶν ἐκλογῶν. Πολλές φορές στό σημεῖο αὐτό ἀναμειγνύονται καί ἐμπλέκονται οἱ ρόλοι, μέ συνέπεια νά δημιουργοῦνται κοινωνικά καί ἐκκλησιαστικά προβλήματα. Καί τό σπουδαιότερο εἶναι ὅτι αὐτήν τήν σύγχυση δημιουργοῦν καί ἐκεῖνοι πού συχνά κάνουν λόγο γιά τήν διακριτότητα τῶν ρόλων μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας.

Μέ ἀφορμή τίς ἐκλογές μερικοί Κληρικοί προσπαθοῦν νά ἐπηρεάσουν τά πολιτικά πράγματα καί νά ψηφισθοῦν ἄρχοντες εὐπρόσδεκτοι ἀπό αὐτούς. Καί αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέ τό νά ἀσκοῦν ἔμμεσες ἤ ἄμεσες πιέσεις σέ ἀνθρώπους πού συνδέονται πνευματικά μαζί τους. Αὐτό ὅμως δημιουργεῖ δυό μεγάλα προβλήματα πού πρέπει ὁπωσδήποτε νά ἀποφεύγονται.

Τό ἕνα εἶναι ὅτι οἱ Κληρικοί αὐτοί χρησιμοποιοῦν τίς ἐκλογές γιά νά ἀποκτήσουν οἱ ἴδιοι κοινωνική προβολή καί ἐξουσία μέσα στήν κοινωνία, ὥστε νά θεωροῦνται ὡς κοινωνικοί παράγοντες στίς τοπικές, μεγάλες ἤ μικρές, κοινωνίες. Αὐτό δείχνει μιά νοοτροπία νά ἀφήνουν τό κύριο ἔργο τους, πού εἶναι ἡ πνευματική θεραπεία τῶν ἀνθρώπων καί ἡ νοηματοδότηση τῆς ζωῆς τους, καί νά ἀσκοῦν ἔμμεσες πολιτικές ἤ κοσμικές ἐξουσίες.

Τό ἄλλο εἶναι ὅτι, δυστυχῶς, διά τοῦ τρόπου τοῦ ἐπηρεασμοῦ τῶν ψηφοφόρων, οἱ Κληρικοί αὐτοί διαπράττουν τό ὀλίσθημα νά ἐκμεταλλεύονται τήν ἐμπιστοσύνη πού τρέφουν σέ αὐτούς οἱ Χριστιανοί λόγω τῆς πνευματικῆς σχέσεως. Θεωρῶ ὅτι εἶναι “ἔγκλημα” νά ἐκμεταλλεύεται ἕνας Κληρικός τό ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς ἑνός ἀνθρώπου, διά τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως, σέ μιά εὐαίσθητη καί κρίσιμη γι’ αὐτόν περίοδο τῆς ζωῆς του, γιά νά τό κατευθύνη πολιτικά, προκειμένου νά ἱκανοποιηθοῦν ἰδιοτελεῖς καί ἀλλότριοι σκοποί του.

Τό λάθος ὅμως αὐτό διαπράττεται καί ἀπό τούς πολιτικούς ἄρχοντες –Βουλευτές, Νομάρχες, Δημάρχους– οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ διατρανώνουν σέ ὅλους τους τόνους ὅτι ὑπάρχει διακριτότητα τῶν ρόλων μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἐν τούτοις σέ περιόδους ἐκλογῶν προσπαθοῦν νά ἐκμεταλλευθοῦν γιά τόν ἑαυτό τους, τόσο τήν φιλοδοξία-κομπλεξικότητα μερικῶν Κληρικῶν ὅσο καί τήν δουλική ὑποταγή –τήν ὁποία ἀπεχθάνονται οἱ γνήσιοι ὀρθόδοξοι ποιμένες– πού ἔχουν μερικοί Χριστιανοί στούς Πνευματικούς τους πατέρας. Αὐτή ἡ προσπάθεια τῶν ὑποψηφίων ἐκφράζεται μέ πολλούς τρόπους, ὅπως μέ κολακεῖες, μέ ἀλληλοδεσμεύσεις, μέ ψεύτικες-ὑποκριτικές, θεατρινίστικες, θρησκευτικές καί λατρευτικές ἐκδηλώσεις, μέ ὑποσχέσεις κλπ.

Καί στίς δυό περιπτώσεις χρησιμοποιεῖται ἡ θρησκεία ἤ ἡ Ἐκκλησία ἀπό τούς ἐπικοινωνιολόγους κάθε παράταξης, καί σαφῶς πολιτικοποιεῖται ἡ ἐκκλησιαστική ζωή, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία ἀπό χῶρος ὑπέρβασης τῶν ποικίλων διακρίσεων, μετατρέπεται σέ μιά παραταξιακή ὀργάνωση. Ὅταν ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἐκλαμβάνεται ὡς μιά κοινωνική ὀργάνωση καί ἀποδεσμεύεται ἀπό τόν ρόλο της πού εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καί ἡ ἑνότητα τῆς κοινωνίας μέσα ἀπό τίς πολυκομματικές διαιρέσεις, τότε χάνει τήν ἀποστολή της καί χρησιμοποιεῖται εἴτε ἀπό τούς Κληρικούς εἴτε ἀπό τούς πολιτικούς γιά δικούς τους ἐγκοσμιοκρατικούς λόγους.

Σέ μιά τέτοια περίπτωση ὁ τονισμός τῆς διακριτότητας τῶν ρόλων εἶναι μιά ἀπάτη, ἕνας μύθος, γιατί στήν πράξη, σέ μιά δεδομένη περίσταση, καταργεῖται αὐτή ἡ διακριτότητα, ἀφοῦ ἐμπλέκεται μέσα στά μικροσυμφέροντα κάθε ὑποψηφίου, ἀλλά καί τῶν κομματικῶν παρατάξεων. Τελικά οὔτε οἱ Κληρικοί οὔτε καί οἱ πολιτικοί πρέπει νά ἐκμεταλλεύονται τό θρησκευτικό συναίσθημα τοῦ λαοῦ.

Ὅμως τήν εὐθύνη αὐτῆς τῆς σύγχυσης τήν ἔχουν καί οἱ πολίτες, οἱ ὁποῖοι πρέπει νά διακρίνουν σαφῶς τούς ρόλους καί νά μή ἐπιτρέπουν στούς ποικίλους φαρισαίους-ὑποκριτές καί διαφόρους “τυραννίσκους” νά εἰσέρχονται στόν ἄβατο χῶρο τῆς προσωπικῆς τους ἐλευθερίας. Καί ἄν μερικοί Κληρικοί ἐπιδιώκουν νά ἐλέγξουν τίς πολιτικές ἐπιλογές τους, τότε μέ σταθερότητα καί εἰλικρίνεια νά τούς τό ἀρνοῦνται. Δέν εἶναι δυνατόν νά μετατρέπεται ἡ πνευματική σχέση μεταξύ Κληρικῶν καί Χριστιανῶν σέ πολιτικές συναλλαγές, καί τό ἱερό ἐξομολογητήριο νά γίνεται χῶρος καθορισμοῦ πολιτικῶν ἐπιλογῶν. Οἱ πολίτες μέ τήν ὡριμότητά τους πρέπει νά δίδουν τήν εὐκαιρία στούς ἐκκλησιαστικούς καί τούς πολιτικούς ἠγέτας νά ἀντιλαμβάνονται ὅτι πρέπει νά παραμένουν στόν χῶρο γιά τόν ὁποῖον λειτουργοῦν, καί ἔτσι νά μή ἀναμειγνύονται οὔτε οἱ πολιτικοί στά ἐκκλησιαστικά οὔτε οἱ ἐκκλησιαστικοί στά πολιτικά.

Τελικά πρέπει νά γίνη κατανοητό ὅτι τό αὐτεξούσιο - ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου συνδέεται μέ τό λογικό του, ἐνῶ τά ἄλογα ζῶα δέν εἶναι αὐτεξούσια. “Ο ἄνθρωπος λογικός ὧν ἄγει μᾶλλον τήν φύσιν, ἥπερ ἄγεται” (Ἰωάννης Δαμασκηνός). Ὁ Θεός σέβεται ἀπόλυτα τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, μόνον οἱ δαιμονοποιημένοι “τυραννίσκοι” μετατρέπουν μέ τά ποικίλα μαγικά ραβδιά τῆς Κίρκης-ἐξουσίας τά λογικά ὄντα σέ ἄλογα, καί τά καθιστοῦν ὄντα χωρίς λογική καί αὐτεξούσιο - ἐλευθερία.
Ποιός ὅμως ἐπιθυμεῖ νά γίνη ἄλογο καί ἀνελεύθερο ὅν, νά ἄγεται καί νά φέρεται ἀνάλογα μέ τίς ἐπιθυμίες ἄλλων;

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ