Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ὁ Καλλικέλαδος ψάλτης καὶ Ἀγγελόφωνος - Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης, 1 Ὀκτωβρίου

Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

 Ὁ Καλλικέλαδος ψάλτης καὶ Ἀγγελόφωνος - Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης, 1 ΟκτωβρίουὉ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης ἦταν περίφημος Ψάλτης, μουσικός καί καλλικέλαδος. Ὅλοι ὅσοι τόν γνώριζαν τόν ἀποκαλοῦσαν ἀγγελόφωνο. Καταγόταν ἀπό τό Δυρράχιο καί ἔζησε στά χρόνια των Κομνηνῶν. Ὀρφανός ἀπό πατέρα, ἀνατράφηκε ἀπό τήν εὐλαβέστατη μητέρα του πού φρόντισε γιά τήν μόρφωσή του. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, πῆγε στό Ἅγιον Ὅρος καί μόνασε στό κελί τῶν Ἀρχαγγέλων, πού ἀνῆκε στήν Ἱερά Μονή Μεγίστης Λαύρας καί ἦταν ἕνας ἀπό τούς δύο μεγάλους Ψάλτες τῆς Μονῆς αὐτῆς. Ὁ ἄλλος ἦταν ὁ Γρηγόριος Δομέστικος.

Ἐκοιμήθη στίς ἀρχές τοῦ 15ου αἰώνα μ. Χ. καί τάφηκε στό κελλί πού μόναζε. Ἡ παράδοση διασώζει μερικά χαριτωμένα περιστατικά ἀπό τήν ζωή του, πού ἔχουν σχέση μέ τό μουσικό του τάλαντο. Καταγράφουμε δύο ἀπό αὐτά, πολύ χαρακτηριστικά.

- Ὅταν ἔβγαζε στήν βοσκή τά γιδοπρόβατα τοῦ Μοναστηριοῦ, αὐτά γύριζαν ἀργά τό ἀπόγευμα πίσω στήν στάνη τούς σχεδόν νηστικά, σέ ἀντίθεση μέ ἄλλες φορές πού τά ἔβοσκαν ἄλλοι πατέρες. Ὁ Ἡγούμενος, γιά νά ἐξακριβώση τί ἀκριβῶς συμβαίνει, ἀνέθεσε σέ κάποιον μοναχό νά παρακολουθήση τόν Ἰωάννη. Ὁ μοναχός ἐκεῖνος ἔμεινε ἔκθαμβος μέ ὅ,τι εἶδε καί κυριολεκτικά δέν πίστευε στά μάτια του. Τήν στιγμή πού ἔβοσκαν τά ζῶα, ὁ Κουκουζέλης ἄρχισε νά ψάλλη καί τότε ἐκεῖνα ἔπαψαν νά τρῶνε καί τόν ἄκουαν μέ προσοχή. Ὅταν σταμάτησε τό ψάλσιμο, τότε ἄρχισαν πάλι νά τρῶνε. Κάποια στιγμή ξανάρχισε, καί τά ζῶα τόν κοίταζαν καί πάλι σάν μεγεμένα ἀκούοντας τήν ψαλμωδία του, πού ἦταν πλημμυρισμένη ἀπό τήν ἄκτιστη Θεία Χάρη.

- Κάποια ἄλλη φορᾶ, ὅταν ἔψαλλε σέ ὁλονύκτια ἀγρυπνία καί μόλις τελείωσε τό “Ἄξιόν ἐστι...”, εἶδε ἔκπληκτος μπροστά του τήν Παναγία, ἡ ὁποία τόν εὐχαρίστησε καί ταυτόχρονά του ἔβαλε στό χέρι ἕνα χρυσό φλουρί, ἐπειδή ἔψαλλε τόν ὕμνο τῆς ταπεινά καί κατανυκτικά.

Ὁ Ὅσιος δέν προσπαθοῦσε νά ἐντυπωσιάση κάνοντας ἐπίδειξη τῶν φωνητικῶν του ἱκανοτήτων, ἀλλά ἔψαλλε φυσικά, ἤρεμα καί ἔνοιωθε τά ἱερά κείμενα ὡς τά κατάβαθά της ψυχῆς του. Προσευχόταν ψάλλοντας καί ἔψαλλε προσευχόμενος καί γι’ αὐτό συνάρπαζε τούς ἀκροατᾶς, παράλληλα ὅμως προξενοῦσε στίς ψυχές τούς κατάνυξη καί διάθεση γιά προσευχή. Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό, γιατί ὅταν οἱ ψάλτες προσεύχονται, τότε βοηθοῦν καί τόν λαό νά προσεύχεται. Ἀλλά καί ἀντίστροφα. Ὅταν τό ἐκκλησίασμα συμμετέχη οὐσιαστικά στήν Λατρεία χωρίς νά θορυβῆ, καί οἱ χοροί τῶν ψαλτῶν διευκολύνονται στό ἔργο τους, γιατί τούς δίνεται ἡ δυνατότητα νά αὐτοσυγκεντρώνονται καί νά ἔχουν τεταμένη τήν προσοχή τους, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀποδίδουν τά ὑμνολογικά κείμενα κατά τόν καλύτερο δυνατόν τρόπο. Ὅταν ὅμως “οἱ κυκλοῦντες τό ἱερόν ἀναλόγιον”, δέν προσέχουν ὅσο θά ἔπρεπε ἤ τό χειρότερο ὁμιλοῦν μεταξύ τους καί γελοῦν, τότε ἀντί νά δημιουργοῦν κατάνυξη καί ἀτμόσφαιρα προσευχῆς, προξενοῦν διάσπαση καί στενοχώρια στούς προσευχομένους. Καί οἱ ἴδιοι ἁμαρτάνουν, ἀλλά γίνονται αἰτία νά ἁμαρτάνουν καί ἄλλοι. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή καί καθημερινός ἀγώνας ἐναντίον τῆς συνήθειας, πού εἶναι φθοροποιός.

Ὁ ἀείμνηστος Γέροντας π. Φιλόθεος Ζερβάκος, θέλοντας νά διδάξη τόν ὀρθό τρόπον τοῦ ψάλλειν, προβάλλει ὡς πρότυπο ταπεινοῦ καί προσευχομένου ψάλτη, τόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, πού τόν ὀνομάζει διδάσκαλό του, ἐπειδή ἀπό αὐτόν ἔμαθε νά ψάλλη ταπεινά καί μέ φόβο Θεοῦ. Ὁμολογεῖ ὅτι πρίν τόν γνωρίσει ἔψαλλε δυνατά καί μέ ὑπερηφάνεια. Γράφει: “Πρίν ὑπάγω εἰς τάς ἀγρυπνίας καί εἰς τόν Παπαδιαμάντην... ἐγνώριζον νά ψάλλω μέ ὑπερηφάνειαν, νά ψάλλω δυνατά νά μέ ἀκούουν οἱ ἐκκλησιαζόμενοι, νά εὐχαριστοῦνται, νά μέ ἐπαινοῦν λέγοντες "εὖγε, εὖγε, ἔχεις καλήν φωνήν, ψάλλεις καλά". Ἀπό τόν Παπαδιαμάντην ἔμαθον νά ψάλλω ταπεινά μέ σύνεσιν, συναίσθησιν καί φόβον, εὐχαριστῶν τόν Θεόν καί τούς ἀνθρώπους”. Ὁ Παπαδιαμάντης, ὅπως ἀναφέρει καί ἕνας ἄλλος σύγχρονός του, ὁ Σπύρος Μελάς, “ἔψελνε χωρίς νάχει μάθει ποτέ μουσική, χωρίς νά ξέρει κάν νά διαβάζει τά σημεῖα της καί σχεδόν χωρίς νάχει φωνή. Καί ὅμως συνέπαιρνε τά πληρώματα τοῦ Ναοῦ, ψέλνοντας μέ τήν ψυχή του, πούδινε χρῶμα στήν κάθε λέξη, στήν κάθε φράση, ἀνάλογα μέ τό μέλος... ἡ μουσική τοῦ ἦταν ὁλότελα ἐσωτερική...”.

Τά ὑμνολογικά κείμενα γράφτηκαν ἀπό θεοπτες Ἁγίους καί περιέχουν ὅλη τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό καί ὅταν ψάλλονται σωστά, χωρίς λάθη καί σύμφωνα μέ τόν ἦχο, τόν ρυθμό καί τό μέτρο, προξενοῦν στήν ψυχή κατάνυξη, πνευματική γλυκύτητα καί διάθεση γιά προσευχή, ὅταν ὑπάρχη, φυσικά, καί ἡ ἀνάλογη προσήλωση καί προσοχή.

Δυστυχῶς, πολλές φορές, κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λατρείας, ὁ νοῦς φεύγει καί περιπλανᾶται ἐδῶ κι’ ἐκεῖ καί ὁ ἄνθρωπος, ἀντί νά λαμβάνη μέ τήν προσευχή χάρη καί εὐλογία, ἁμαρτάνη μέ τήν φαντασία του. Ὁ ἱερός ὑμνογράφος ἐπισημαίνει αὐτήν τήν ἀλήθεια καί προτρέπει γιά διόρθωση μέ τόν παρακάτω ὕμνο, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ αὐτοέλεγχο, αὐτοκατάκριση, ἀλλά καί παράκληση πρός τόν Θεό γιά μετάνοια καί διόρθωση: “Πολλάκις τήν ὑμνωδίαν ἐκτελῶν, εὑρέθην τήν ἁμαρτίαν ἐκπληρῶν. Τή μέν γλώσση ἄσματα φθεγγόμενος τή δέ ψυχή ἄτοπα λογιζόμενος, ἀλλ’ ἑκάτερα διόρθωσον διά τῆς μετανοίας Χριστέ ὁ Θεός καί ἐλέησον μέ”. Δηλαδή, πολλές φορές, τήν ὥρα πού ἔψαλλα συνέλαβα τόν ἑαυτό μου νά ἁμαρτάνη. Μέ τήν γλώσσα μου ἔψαλλα τούς ὕμνους καί μέ τήν ψυχή σκεφτόμουν ἁμαρτωλά πράγματα. Ἀλλά Χριστέ ὁ Θεός μου, διόρθωσε καί τά δύο μέ τήν μετάνοια καί ἐλέησε μέ. Αὐτά ἰσχύουν, φυσικά, γιά ὅλους μας καί ὄχι μόνον γιά τούς χορούς τῶν ψαλτῶν. Ἄλλωστε οἱ χοροί ψάλλουν ἐξ ὀνόματος ὅλων ἐκείνων πού μετέχουν στήν θεία Λατρεία.

Ὅταν ἡ ἀνθρώπινη ψυχή εἶναι δεκτική της θείας Χάριτος, τότε τά ἀναγινωσκόμενα καί ψαλλόμενα, ἐάν ἀναγινώσκονται εὐκρινῶς καί ψάλλονται ὀρθῶς καί ἱεροπρεπῶς, δημιουργοῦν κατάνυξη, φωτίζουν τόν νοῦν καί θερμαίνουν τήν καρδιά, ἡ ὁποία γεννᾶ τήν προσευχή. Καί τότε ὁ χορός τῶν πιστῶν προσεύχεται ψάλλων καί ψάλλει προσευχόμενος.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ