Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἐκκλησία καί δημογραφικό πρόβλημα

Εἰσήγηση στό Διεθνές Συνέδριο μέ θέμα “Ἡ οἰκογένεια στήν 3η χιλιετία” πού διοργάνωσε τό Κέντρο Στήριξης Οἰκογένειας τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν τό διήμερο 19 καί 20 Σεπτεμβρίου.

Θεωρῶ τιμητικό νά ὁμιλῶ στήν συνάντηση αὐτή καί εὐχαριστῶ πρωτίστως τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλο τόσο γιά τό ἐνδιαφέρον του γιά τό σοβαρό αὐτό θέμα ὅσο καί γιά τήν πρόσκλησή του νά εἰσηγηθῶ σχετικά μέ τό σοβαρό αὐτό ζήτημα.

Κατά καιρούς ἔχω ὁμιλήσει καί γράψει γιά τά αἴτια καί τίς συνέπειες τῆς ὑπογεννητικότητος, καθώς ἐπίσης στό παρελθόν ἔχω ἀναπτύξει τίς ἀπόψεις τῆς Ἐκκλησίας στήν Διακομματική ἐπιτροπή τῆς Βουλῆς γιά τό θέμα αὐτό, τό ὁποῖο ἀπασχολεῖ καί τήν πατρίδα μας. Χαρακτηριστικότερα εἶναι τά κείμενά μου μέ τίτλο “Δημογραφικό πρόβλημα καί Ἐκκλησία”, πού γράφηκε τό 1992, καί “Τό πόρισμα τῆς Διακομματικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Βουλῆς γιά τό δημογραφικό προβλημα”, πού γράφηκε τό 1993.

Κατά τήν σημερινή συνάντηση θά ὑπογραμμίσω μερικές ἄλλες πλευρές.

1. Ἡ ἐπιστήμη τῆς δημογραφίας καί ἡ ὀρθόδοξη θεολογία

Τά τελευταῖα χρόνια, ὅπως εἶναι γνωστόν, ἀναπτύχθηκε ἡ ἐπιστήμη τῆς δημογραφίας. Ὅταν ὁμιλοῦμε γιά ἐπιστήμη τῆς δημογραφίας, ἐννοοῦμε τήν ἐπιστήμη ἐκείνη πού μελετᾶ τά φαινόμενα πού σχετίζονται μέ τήν γέννηση καί τήν γήρανση τοῦ πληθυσμοῦ μιᾶς χώρας καί γενικά της ἀνθρωπότητος. Δηλαδή ἡ δημογραφία ἀσχολεῖται μέ τήν μελέτη καί ἔρευνα τῆς ποσοτικῆς καί ποιοτικῆς ἐξέλιξης τοῦ πληθυσμοῦ κάθε χώρας καί τῆς ἀνθρωπότητος. Εἰδικότερα ἐξετάζει τόν δείκτη γονιμότητος κάθε κοινωνίας σέ σχέση μέ τόν δείκτη τῆς γηράνσεως τοῦ πληθυσμοῦ τῆς συγκεκριμένης κοινωνίας. Ἔχει δέ διαπιστωθῆ ἐπιστημονικά ὅτι γιά νά γίνη ἀνανέωση τοῦ πληθυσμοῦ μιᾶς χώρας τότε ὁ δείκτης γεννήσεως ἀνά γυναίκα πρέπει νά κυμαίνεται τουλάχιστον στό 2,1 διαφορετικά ὑπάρχει πρόβλημα γιά τήν συγκεριμένη κοινωνία.

Ἀπό τόν γενικό αὐτόν ὁρισμό γιά τήν ἐπιστήμη τῆς δημογραφίας μποροῦμε νά ὑπογραμμίσουμε δύο σημαντικά κατά τήν γνώμη μου σημεῖα.

Τό πρῶτο εἶναι ὅτι ἡ ἐπιστήμη τῆς δημογραφίας ἐξετάζει καί τήν ὑπογεννητικότητα καί τήν ὑπεργεννητικότητα. Δηλαδή σέ ἄλλες χῶρες ἐντοπίζει τόν κίνδυνο πού προέρχεται ἀπό τήν πτώση τοῦ δείκτη γονιμότητος καί συνιστᾶ ὁρισμένα μέτρα γιά τήν ἀνανέωση τοῦ πληθυσμοῦ, καί σέ ἄλλες χῶρες ἐντοπίζει τόν κίνδυνο τῆς ὑπεργεννητικότητος τοῦ πληθυσμοῦ. Καί αὐτό γίνεται διότι ὅπως εἴπαμε προηγουμένως ἡ ἐπιστήμη τῆς δημογραφίας ἀσχολεῖται καί μέ τήν ποιοτική ἐξέλιξη τοῦ πληθυσμοῦ μιᾶς χώρας.

Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι ἡ ἐπιστήμη τῆς δημογραφίας ἐξετάζει τίς κοινωνικές καί ἐθνικές συνέπειες τοῦ δείκτη γονιμότητος μιᾶς κοινωνίας. Περισσότερο ἀσχολεῖται μέ τίς κοινωνιολογικές καί ἐθνοφυλετικές ἐπιπτώσεις, παρά μέ τίς προσωπικές. Ἑπομένως, βλέπουμε ἐδῶ το ἐθνοφυλετικό στοιχεῖο τῆς ἔρευνας.

Αὐτά ἀκριβῶς τά δύο σημεῖα δείχνουν καί τήν διαφορά τῆς ἐπιστήμης τῆς δημογραφίας ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία. Βεβαίως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μελετᾶ καί ἐξετάζει τά πορίσματα κάθε ἐπιστήμης καί ἀποδέχεται ὅ,τι εἶναι θετικό γιά τήν ποιμαντική της ἀποστολή, ἀλλά ὅμως πρέπει νά παρατηρηθῆ ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει ἄλλες προϋποθέσεις καί ἄλλες, ἅς μου ἐπιτραπεῖ ἡ λέξη, προδιαγραφές.

Ἤδη στά δύο σημεῖα τά ὁποῖα προηγουμένως ἔχουμε ἐντοπίσει, γιά τό ἔργο τῆς ἐπιστήμης τῆς δημογραφίας φαίνεται ἡ διαφορά, ἀφοῦ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν κινεῖται μεταξύ της ὑπογεννητικότητος καί τῆς ὑπεργεννητικότητος, καί ἀκόμη τό ἐνδιαφέρον της δέν ἑστιάζεται ἁπλῶς στόν κοινωνικό καί ἐθνικό βίο. Βεβαίως ἡ Ἐκκλησία ζῆ καί κινεῖται μέσα στά ἱστορικά πλαίσια, ἀγκαλιάζει τόν κάθε ἄνθρωπο, σέβεται τήν πατρίδα κάθε ἀνθρώπου, ἀλλά ὅμως προσπαθεῖ μαζί μέ τήν βιολογική ὑπόσταση νά τοῦ δώση καί τήν πνευματική ὑπόσταση, καθώς ἐπίσης νά τοῦ ἀνεβάση τόν νοῦ σέ μιά ἄλλη πατρίδα, καί σέ ἕνα ἄλλο πολίτευμα, πού εἶναι τό οὐράνιο πολίτευμα. Καί βεβαίως ἐπιδιώκει νά διαμορφώση τήν ἐνταύθα διαγωγή του μέ βάση τίς ἀρχές τοῦ οὐρανίου πολιτεύματος, χωρίς νά καταργῆ τά ἀνθρώπινα πολιτεύματα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κινεῖται πέρα ἀπό κάθε φυλετισμό καί ρατσισμό.

Γιά νά δοῦμε το πῶς ἐργάζεται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τήν θεολογία της θά πρέπη νά ἐντοπισθοῦν δύο βασικά σημεῖα.

Τό πρῶτον εἶναι ὅτι ἡ γέννηση ἑνός παιδιοῦ δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀναγκαιότητος τοῦ ἐνστίκτου, ἀλλά μιά πράξη ἐλευθερίας τοῦ προσώπου, τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης καί αὐτό συνδυάζεται ἀπόλυτα μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ἀναπτύξει ἐπαρκῶς τό σημεῖο αὐτό. Γιά παράδειγμα νά σημειώσω τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ὅτι ἡ γέννηση ἑνός παιδιοῦ δέν εἶναι ἔργο τῆς φύσεως οὔτε τῆς συνουσίας, ἀλλά τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή δέν ὑπάρχουν μέσα στόν ἄνθρωπο μερικές ἁπλῶς φυσικές δυνάμεις πού τόν ὁδηγοῦν στήν τεκνοποιία, ἀλλά εἶναι οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού δόθηκε ἀμέσως μετά τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν γνωστό λόγο “αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε...”, καί ὁ ὁποῖος λόγος ἐνεργοποιήθηκε μετά τήν πτώση ὅταν ὁ ἄνθρωπος φόρεσε τούς δερμάτινους χιτῶνες τῆς φθορᾶς καί τῆς θνητότητος, δηλαδή τόν τρόπο γεννήσεως τῶν ζώων, ὅπως ἐξηγεῖ θαυμάσια ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης.

Ἑπομένως, ἡ γέννηση ἑνός ἀνθρώπου δέν τίθεται μέσα στήν ἀναγκαιότητα τοῦ ἐνστίκτου, ἀλλά στήν ἐλεύθερη συγκατάθεση καί συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου στήν δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ἐνεργεῖ καί ὁ ἄνθρωπος συνεργεῖ. Αὐτό γίνεται σέ μιά προσωπική ἔκφραση ἀγάπης καί ἐλευθερίας, πού εἶναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοῦ προσώπου καί βεβαίως μέσα στήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἄν ἐξετάσουμε προσεκτικά τίς εὐχές καί τό ὅλο τυπικό του γάμου πού γίνεται στήν Ἐκκλησία θά διαπιστώσουμε αὐτήν τήν πραγματικότητα. Ἡ ἡδονή ἀπό τήν ἀναγκαιότητα τοῦ ἐνστίκτου τίθεται μέσα στήν ἐλευθερία τοῦ προσώπου, ἀλλά αὐτή ἡ ἐλευθερία συνδέεται μέ τήν ἀγάπη, ὡς ἑκούσια προσφορά καί θυσία, καί βεβαίως ὅλα αὐτά τίθενται μέσα στό κλίμα καί τήν προοπτική της εὐλογίας τοῦ Θεοῦ. Μέ τίς ὀρθόδοξες αὐτές προϋποθέσεις αἴρεται ἡ ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως καί τοῦ ἐνστίκτου, πού εἶναι πράγματι ἕνα μεταπτωτικό φαινόμενο.

Τό δεύτερο σημεῖο στό ὁποῖο φαίνεται ἡ διαφορά τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας ἀπό τήν ἐπιστήμη τῆς δημογραφίας εἶναι, ἅς μου ἐπιτραπεῖ ἡ χρήση τῆς ἀριστοτέλειας ὁρολογίας, ἡ λεγομένη θεολογική ἐντελέχεια. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέν βλέπει τόν ἄνθρωπο ὡς μιά ἁπλή μονάδα, ὡς ἕνα ἄτομο τό ὁποῖο πρέπει νά προστεθῆ σέ ἄλλα κοινωνικά ἄτομα, ὥστε ἔτσι ἡ κοινωνία καί ἡ κάθε χώρα νά ἔχη ἐπάρκεια ἐμψύχου δυναμικοῦ γιά νά ἀντιμετωπίζη τόσο τά κοινωνικά προβλήματα ὅσο καί τούς ἐθνικούς κινδύνους μιᾶς χώρας. Ἕνα τέτοιο ἄτομο τό ὁποῖο ἔρχεται στήν ὕπαρξη γιά νά ἱκανοποιήση μερικές ἀτομικές, κοινωνικές καί ἐθνικές ἀνάγκες τῶν ἄλλων μπορεῖ νά γίνη μιά τραγική ὕπαρξη καί νά ἀποτελέση τό μεγαλύτερο κοινωνικό, ἐθνικό καί παγκόσμιο πρόβλημα.

Ἡ γέννηση ἑνός ἀνθρώπου εἶναι ὑπόθεση χαρᾶς γιατί εἶναι καρπός ἀγάπης δύο ἀνθρώπων καί εὐλογίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά συγχρόνως εἶναι ἀρχή καί ἄλλων γεννήσεων, ἤτοι τῆς πνευματικῆς γεννήσεως πού γίνεται μέσα στήν Ἐκκλησία καί τῆς αἰώνιας γεννήσεως μέσα στό φῶς τοῦ Θεοῦ.

Γιά τήν πρώτη γέννηση, δηλαδή τήν βιολογική, τονίσαμε τά δέοντα προηγουμένως. Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθῆ τό παράδειγμα τό ὁποῖο εἶπε ὁ Χριστός γιά τήν γέννηση ἑνός ἀνθρώπου. “Η γυνή ὅταν τίκτη, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς’ ὅταν δέ γεννήση τό παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διά τήν χαράν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τόν κόσμον” (Ἰω. ἴς', 21). Ἡ λύπη συνδέεται μέ τούς πόνους τοῦ τοκετοῦ, πού εἶναι μεγάλοι καί μπορεῖ νά πῆ κανείς ὅτι κατ’ αὐτόν τόν τρόπο θεραπεύεται ἡ ἡδονή. Ἡ χαρά ὅμως τῆς γεννήσεως ἑνός ἀνθρώπου συνδέεται μέ τά ὅσα θά ἐπακολουθήσουν αὐτήν.

Ἡ δεύτερη γέννηση εἶναι ἡ πνευματική, ἡ ὁποία λέγεται καί ἀναγέννηση καί γίνεται μέ τό μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Μέ τήν πρώτη γέννηση, τήν βιολογική, ὁ ἄνθρωπος ἐξέρχεται ἀπό τήν μήτρα τῆς μητέρας του καί ἔρχεται στό φῶς, ἀλλά μέ τήν δεύτερη γέννηση ἐξέρχεται ἀπό τήν ἱερά κολυμβήθρα πού εἶναι ἡ πνευματική μήτρα τῆς Ἐκκλησίας καί ἔρχεται στό φῶς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Αὐτό τό φῶς δέν εἶναι ἰδεατό καί φανταστικό, δέν εἶναι ἠθικό, ἀλλά ὀντολογικό, πραγματικό. Καί αὐτό τό ἀντιλαμβάνονται ὅσοι βαπτίζονται σέ μεγάλη ἡλικία καί ὕστερα ἀπό σχετική προετοιμασία, ἀφοῦ περάσουν, δηλαδή, τό στάδιο τῶν κατηχουμένων, πού εἶναι στάδιο καθάρσεως τῆς καρδιᾶς.

Ἀλλά καί οἱ δύο αὐτές γεννήσεις, ἤτοι ἡ βιολογική γέννηση καί ἡ πνευματική γέννηση δέν εἶναι αὐτοσκοπός τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἀπαραίτητες γιά νά ἐπιτευχθῆ ἡ τρίτη καί τελευταία γέννηση πού εἶναι ὁ σκοπός τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου καί αὐτή ἡ γέννηση συνδέεται στενά μέ τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, μέ τήν εἴσοδό του στό ἄκτιστο Φῶς, τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, ὅπως καθορίζεται σαφῶς στήν ὑμνογραφική ἀτμόσφαιρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἔκφραση τῆς τρίτης αὐτῆς γεννήσεως εἶναι ὁ ἐν Χριστῷ θάνατος ἑνός ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό καί ἡ ἡμέρα τῆς κοιμήσεως ἑνός ἁγίου εἶναι καί θεωρεῖται ὡς ἐορτάσιμη ἡμέρα, γεννέθλιος ἡμέρα. Ὅλη ἡ βιολογική ζωή τοῦ ἀνθρώπου μοιάζει σάν μιά ζωή μέσα στήν μήτρα τῆς κτίσεως, ὁπότε τήν ἡμέρα πού κοιμᾶται κανείς ἐν Χριστῷ ἐξέρχεται ἀπό αὐτήν τήν μήτρα, ἀφοῦ προηγουμένως κυοφορήθηκε καί εἰσέρχεται στό φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ὅλα αὐτά σημαίνουν ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δεχόμαστε τά πορίσματα κάθε ἐπιστήμης, εἰδικότερα δέ τά πορίσματα τῆς ἐπιστήμης τῆς δημογραφίας, ἀναγνωρίζουμε τούς κόπους πού καταβάλλουν οἱ ἐπιστήμονες γιά τήν βελτίωση τῆς ποσοτικῆς καί ποιοτικῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά βεβαίως πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ὑπερβαίνει κάθε ἐπιστήμη καί τήν δημογραφία, διότι βλέπει τά πράγματα μέσα ἀπό ἄλλη προοπτική.

Πέρα δέ ἀπό ὅσα εἴπαμε προηγουμένως καί διαφοροποιοῦν τόν σκοπό τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας ἀπό τόν σκοπό κάθε ἐπιστήμης, πρέπει νά ἐντοπισθῆ δεόντως καί τό γεγονός ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, χωρίς νά καταργῆ τίς πατρίδες τῶν ἀνθρώπων κινεῖται σέ οἰκουμενική προοπτική, ἀφοῦ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅσοι εἶναι βαπτισμένοι καί ζοῦν σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο, ἀνεξάρτητα ἀπό φύλο, φυλή καί ἐθνικότητα. Βεβαίως ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετωπίζει τήν γέννηση ἑνός ἀνθρώπου ἔχει συνέπειες καί καρπούς γιά τήν κοινωνία. Ἄλλωστε, ὅπως λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν γηράσκει, ποτέ δέν χάνει τήν εὐγονία της καί γεννᾶ παιδιά σέ ὅλους τους αἰῶνες.

2. Τά αἴτια τῆς ὑπογεννητικότητος

Εἶναι γεγονός ὅτι στήν Χώρα μας ἀντιμετωπίζουμε τό πρόβλημα τῆς ὑπογεννητικότητας. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἐντοπίσουμε τό δημογραφικό πρόβλημα, ἐάν δέν δοῦμε καί τά αἴτια τά ὁποῖα τό προκαλοῦν. Γιά νά τό ἐκφράσω κάπως καλύτερα θά ἤθελα νά πῶ ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει τίς δικές της προϋποθέσεις μέ τίς ὁποῖες ἀντιμετωπίζει, κρίνει καί ἐξετάζει τά πράγματα. Μεταξύ των πολλῶν θά ἐντοπίσω πέντε συγκεκριμένα αἴτια πού προκαλοῦν, τουλάχιστον στήν πατρίδα μας, τό λεγόμενο δημογραφικό πρόβλημα..

Τό πρῶτο εἶναι ἡ φιλαυτία, πού συνδέεται στενά μέ τήν ἀτομοκρατία. Φιλαυτία στήν γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας λέγεται ἡ ἄλογος φιλία πρός τό σῶμα. Καί βέβαια εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ φιλαυτία εἶναι μιά σύγχρονη ἀρρώστια πού ἔχει φοβερά ἀποτελέσματα στόν ἄνθρωπο καί τήν κοινωνία. Μέ τήν φιλαυτία καί τόν ἀτομοκεντρισμό πού συνδέεται μαζί της, ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖ τόν ἑαυτό τοῦ κέντρο ὅλου του κόσμου. Αὐτό τό φαινόμενο ἐκδηλώνεται καί μέσα στόν χῶρο τῆς οἰκογένειας. Ὁ σύζυγος ἤ ἡ σύζυγος εἶναι δυνατόν νά θεωρῆ τό παιδί ὡς ἀπειλῆ τῆς ὑπάρξεώς του, ὡς ἀνταγωνιστῆ τῆς ἀγάπης πού αἰσθάνεται στόν ἤ στήν σύζυγο, ὡς αἴτιο τῆς διασπάσεως τῆς ἑνότητος μέ τό ἄλλο ἀγαπώμενο πρόσωπο. Πρόκειται γιά ἕνα πρόβλημα πού παρατηρεῖται ἔντονα μέσα στό συζυγικό καί οἰκογενειακό περιβάλλον. Τό ἐνδιαφέρον καί ἡ προσοχή τῆς μητέρας στό νεογνό ἤ τά παιδιά προβληματίζει τόν σύζυγο, ὁ ὁποῖος προηγουμένως ἦταν τό κέντρο καί ἡ προσοχή τοῦ ἐνδιαφέροντος τῆς συζύγου, καί αὐτό ἐκδηλώνεται ποικιλοτρόπως. Τό φαινόμενο τῆς ἄγαμης μητέρας, πέρα ἀπό τίς περιπτώσεις ἐκεῖνες πού συνδέονται μέ ἀπορρίψεις καί ἀστοχίες, ἔχει σχέση μέ τό πάθος τῆς φιλαυτίας. Αὐτό παρατηρεῖται κυρίως σέ “ὑψηλούς” κύκλους πού θέλουν παιδιά χωρίς τήν ἐξουσιαστική παρουσία συζύγου καί πατρός.

Τό δεύτερο αἴτιο τῆς ὑπογεννητικότητος εἶναι ἡ ἠδονοκρατία. Μέσα στήν Ἐκκλησία δέν καταργεῖται οὔτε παραθεωρεῖται ἡ ἡδονή ἡ ὁποία οὕτως ἤ ἄλλως εἶναι ἕνα μεταπτωτικό στοιχεῖο τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά πρέπει νά ἐκφράζεται μέσα σέ ὁρισμένα πλαίσια ὥστε νά ἐξυπηρετῆ καί τό ὑπαρξιακό νόημα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἄκρατη ἀπόλαυση τῆς ἡδονῆς, ὅπως καί κάθε ἀπόλαυση πού δέν λειτουργεῖ καί δέν ἐκφράζεται μέσα ἀπό τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις καταλήγει ἤ στήν ἐπιθετικότητα ἤ στήν κατάθλιψη. Ἡ ἠδονοκρατία, στό θέμα πού μας ἀπασχολεῖ, ἐκφράζεται μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου νά ἀπολαύση τήν ἡδονή χωρίς νά τήν συνδέση μέ τήν δημιουργία καί χωρίς νά ἀναλάβη τήν εὐθύνη τῆς δημιουργικῆς αὐτῆς ἐξέλιξης τῆς ἡδονῆς. Αὐτό τό φαινόμενο στήν πραγματικότητα συνδέεται μέ τήν ἔλλειψη τῆς ψυχολογικῆς καί πνευματικῆς ὡριμότητος.

Τό τρίτο αἴτιο τῆς ὑπογεννητικότητος εἶναι ἡ εὐδαιμονία, πού εἶναι καί αὐτό ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. Ὅταν κάνουμε ἐδῶ λόγο γιά τήν εὐδαιμονία δέν τό ἐννοοῦμε κατά τήν διδασκαλία τοῦ πλατωνισμοῦ καί τοῦ νεοπλατωνσιμοῦ, ἀλλά κατά τήν τρέχουσα σημασία καί ἔννοια ὡς τήν ἐπιθυμία τῆς καλοπέρασης καί τῆς εὐχαριστήσεως. Ἡ ἐπιδίωξη τῆς εὐδαιμονίας δέν ἀνέχεται τήν σταυρική ζωή, τήν μακροχρόνια διαδικασία μιᾶς θυσιαστικῆς ἀγάπης καί προσφορᾶς. Γιατί εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ διαπαιδαγώγηση ἑνός ἀνθρώπου εἶναι μιά σταυρική ζωή πού ἀπαιτεῖ ἀπό τόν παιδαγωγό νά θυσιάζεται καί νά σταυρώνεται καθημερινά. Καί δυστυχῶς ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἀποφεύγει τήν ἐσταυρωμένη ζωή, καί ζῆ διαρκῶς μιά ἀσταύρωτη ζωή, ὡς ἀπόλαυση ὅλων των αἰσθήσεων.

Τό τέταρτο αἴτιο τῆς ὑπογεννητικότητος εἶναι ὁ λεγόμενος προγραμματισμός καί ὁ ἔλεγχος τῶν γεννήσεων. Ἡ βάση αὐτοῦ του προβλήματος βρίσκεται στό ὅτι κέντρο τῆς ὅλης δραστηριότητος τοῦ ἀνθρώπου τίθεται ὁ ὀρθός λόγος γιά νά βιώση ὁ ἄνθρωπος τά ὅσα τονίσθηκαν προηγουμένως. Βέβαια κανείς δέν ἀρνεῖται τήν ἀναγκαιότητα τῆς λογικῆς, ἀλλά πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ λογική ὡς ὄργανο λειτουργίας τοῦ ἀνθρώπου καί ἄλλο ὁ ὀρθολογισμός. Ὅταν μέ τήν χρήση τῆς λογικῆς ἐξοβελίζεται ἡ πίστη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ ἀνθρώπινος βίος γίνεται σκληρός, ἀπάνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνας ἀπρόσωπος ἠλεκτρονικός ὑπολογιστής, χωρίς προοπτική καί νόημα ζωῆς. Μέσα στόν προγραμματισμό τίθεται ὁ ἔλεγχος τῶν γεννήσεων, πού ἐκφράζεται τόσο μέ τήν ἐξωσωματική γονιμοποίηση καί ἄλλες μορφές γονιμοποίησης ὅσο καί μέ τίς διάφορες μεθόδους ἐκτρώσεων. Εἰδικά το δεύτερο εἶναι ἕνα ἀποτρόπαιο ἔγκλημα καί θά ἤθελα νά παρατηρήσω ὅτι δέν εἶναι δυνατόν ἡ Βουλή τῶν Ἑλλήνων μέ τήν Διακομματική της ἐπιτροπή καί τό Πόρισμα πού ἐκδόθηκε νά κάνη λόγο γιά τό δημογραφικό πρόβλημα καί νά προτείνη λύσεις γιά τήν ἀντιμετώπισή του, ἀλλά συγχρόνως ἡ ἴδια Βουλή νά ψηφίζη νόμους γιά τήν νομιμοποίηση τῶν ἐκτρώσεων.

Τό πέμπτο αἴτιο τῆς ὑπογεννητικότητος εἶναι ἡ ἔλλειψη προσωπικῆς πίστεως στόν Θεό. Ἐκεῖνος πού δέν πιστεύει στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, πού δέν παραδέχεται ὅτι ὁ Θεός κυβερνᾶ τόν κόσμο καί τήν ἱστορία καί ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι πού κατευθύνει τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, δέν μπορεῖ νά ἀποδυθῆ σέ αὐτό τό μαρτύριο, δηλαδή, τήν γέννηση καί τήν ἀνάπτυξη –σωματική, ψυχολογική καί πνευματική– τῶν παιδιῶν. Ἀπόδειξη τοῦ γεγονότος αὐτοῦ εἶναι ὅτι τήν πολυτεκνία τήν συναντᾶ κανείς περισσότερο στούς ἀνθρώπους πού πιστεύουν στόν Θεό. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο καί ἡ κινητήρια ἀρχή τῶν Χριστιανῶν γονέων γιά τήν γέννηση πολλῶν παιδιῶν δέν εἶναι ἁπλῶς οἱ παροχές τῆς Πολιτείας, ἀλλά ἡ ὑπακοή τους στόν Θεό καί ἡ ἀκράδαντη πίστη τους στό ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Πατέρας τῶν ἀνθρώπων, καί στήν συνέχεια ἡ Πολιτεία πρέπει νά συνδράμη τίς πολύτεκνες οἰκογένειες.

Βέβαια στήν κατηγορία αὐτήν δέν ὑπάγονται ἐκεῖνοι πού εἶναι πολύτεκνοι ἀπό ἄλλους ἰδιοτελεῖς λόγους.

Τά πέντε αὐτά αἴτια πού ἐντοπίσαμε εἶναι ἁπλῶς ἐνδεικτικά καί δείχνουν τά αἴτια τά ὁποῖα προσδιορίζει ἡ Ἐκκλησία γιά τό λεγόμενο δημογραφικό πρόβλημα.

Πρέπει ἀκόμη νά προστεθῆ ὅτι ἡ σύγχρονη γενετική ἐπιστήμη αὐξάνει τό πρόβλημα αὐτό, γιατί εὐνοεῖ ἄλλοτε μέν τήν γέννηση παιδιῶν χωρίς ἔρωτα (κλωνοποίηση) καί ἄλλοτε τόν ἔρωτα χωρίς γέννηση παιδιῶν (ἔλεγχος γονιμότητος). Πράγματι μέ πολλούς τρόπους τῆς συγχρόνου γενετικῆς δικαιολογοῦνται καί αὐξάνονται τά πάθη πού ἐντοπίσαμε πιό πάνω, ἤτοι τῆς φιλαυτίας, τῆς ἠδονοκρατίας, τῆς εὐδαιμονίας καί τῆς λογικοκρατίας, ὅπως ἐκφράζεται μέ τόν προγραμματισμό.

3. Ἡ προσφορά τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στό δημογραφικό πρόβλημα

Γιά νά μή φανῆ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει τό πρόβλημα αὐτό σε θεωρητικό ἐπίπεδο, θά ἀναφερθῶ στό πρόγραμμα τό ὁποῖο ἐνέκρινε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, ὕστερα ἀπό σχετική εἰσήγηση γιά τίς Χριστιανικές οἰκογένειες τῶν τεσσάρων Μητροπόλεων τῆς Θράκης, τό ὁποῖο πρόγραμμα ἤδη ἐφαρμόζεται.

Πράγματι, μέ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας συγκροτήθηκε εἰδική Ἐπιτροπή πού ἀσχολεῖται μέ τήν ἐπιδότηση Χριστιανικῶν οἰκογενειῶν πού ἀποκτοῦν τρίτο παιδί καί πού ζοῦν στίς τέσσερεις Μητροπόλεις τῆς Θράκης. Τό πρόγραμμα αὐτό ἄρχισε νά ἐφαρμόζεται τό ἔτος 1999 καί συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Σέ κάθε Ἱερά Μητρόπολη τῆς Θράκης λειτουργεῖ τοπική Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία ἀξιολογεῖ τίς αἰτήσεις πού κατατίθενται. Στήν συνέχεια ἡ κεντρική Ἐπιτροπή συνέρχεται κάθε μήνα στήν Ξάνθη ὑπό τήν προεδρεῖα τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ξάνθης κ. Παντελεήμονα καί ἐκπροσώπους τῶν ἄλλων Ἱερῶν Μητροπόλεων, γιά νά ληφθοῦν οἱ τελικές ἀποφάσεις γιά τήν χορήγηση τοῦ βοηθήματος.

Κάθε οἰκογένεια πού ἔχει ἤ ἀποκτᾶ τρίτο παιδί ἐπιχορηγεῖται μέ τό ποσό τῶν 40.000 δρχ. κατά μήνα μέχρις ὅτου τό παιδί συμπληρώσει τό δωδέκατο ἔτος. Τά ἀποτελέσματα εἶναι σημαντικά. Ὅταν ἄρχισε τό πρόγραμμα ἐπιδοτοῦντο 93 οἰκογένειες μέ τρίτο παιδί καί σήμερα αὐξήθηκαν θεαματικά, ἀφοῦ ἐπιδοτοῦνται 669 οἰκογένειες. Βεβαίως τό πρόβλημα τῆς γεννήσεως παιδιῶν εἶναι κατ’ ἐξοχήν πνευματικό, εἶναι θέμα πίστεως, ἀλλά ὅμως ἔχει καί οἰκονομικές καί ἄλλες ἐπιπτώσεις.

Τό ποσό πού ἀπαιτεῖται γιά τήν κάλυψη τοῦ προγράμματος καλύπτεται ἀπό τήν ΕΚΥΟ (Οἰκονομική Ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος) ἡ ὁποία ἀποφάσισε νά προσφέρη τό ποσόν τῶν 50 ἑκατομμυρίων δρχ. κατ’ ἔτος, ἀπό τίς καταθέσεις τῶν Ἀρχιερέων καί ἀπό τόν δίσκο πού περιάγεται γιά τόν σκοπό αὐτό σε ὅλους τους Ἱερούς Ναούς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἐπίσης καταθέτουν χρηματικά ποσά καί ἄλλοι χορηγοί, ὁ μεγαλύτερος ἀπό τούς ὁποίους εἶναι ἡ Τράπεζα Πειραιῶς, ἡ ὁποία μέχρι σήμερα προσέφερε γιά τήν ὑλοποίηση τοῦ προγράμματος τό ποσόν τῶν 350 ἑκατομμυρίων δραχμῶν.

Ἑπομένως, ἄν καί τό δημογραφικό πρόβλημα εἶναι κατ’ ἐξοχήν πνευματικό, διότι τά αἴτια πού τό δημιουργοῦν εἶναι κυρίως καί πρό παντός πνευματικά, ἐν τούτοις ἡ Ἐκκλησία τό ἀντιμετωπίζει καί στόν οἰκονομικό τομέα.

Πρέπει ἰδιαιτέρως νά ὑπογραμμισθῆ ἡ ἀποτελεματική βοήθεια τήν ὁποία προσφέρει στόν πνευματικό αὐτό τομέα ἡ Ἐκκλησία. Πολλά παιδιά εἶδαν τό φῶς τῆς ζωῆς, ἐπειδή οἱ γονεῖς τους, ἐμπνεόμενοι ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ὅλη παράδοσή της καί ἔχοντας ἀκλόνητη πίστη στόν Θεό ἐπιθύμησαν νά τά γεννήσουν, παρά τίς ἀντίξοες συνθῆκες καί τίς ποικίλες δυσκολίες πού συναντοῦν στόν δρόμο τους.

Συμπέρασμα

Τό δημογραφικό πρόβλημα εἶναι μιά ἀπειλή γιά τήν πατρίδα μας. Διάφορες στατιστικές ἔρευνες πού βλέπουν τό φῶς τῆς δημοσιότητος ἐντοπίζουν τόν μεγάλο προβληματισμό τόσο στόν κοινωνικό ὅσο καί στόν ἐθνικό τομέα. Καί βεβαίως ἡ Πολιτεία πρέπει νά λάβη σοβαρά μέτρα γιά τήν θεραπεία τοῦ τεραστίου αὐτοῦ προβλήματος. Εἶμαι βέβαιος ὅτι ἄλλοι, ἀρμοδιότεροι ἀπό μένα θά ἀναφερθοῦν διεξοδικά στό σημεῖο αὐτό.

Ὅμως τήν Ἐκκλησία περισσότερο τήν ἐνδιαφέρει ὁ ἄνθρωπος καί τά πάθη τά ὁποῖα ὑπάρχουν μέσα του καί αὐτά ἐντοπίσθηκαν στήν εἰσήγηση αὐτή. Ἡ Ἐκκλησία βλέπει τό θέμα αὐτό ὄχι τόσο κοινωνικά καί ἐθνικά - φυλετικά, ἀλλά προσωπικά’ βλέπει τόν κάθε ἄνθρωπο ἐκκλησιαστικά καί κυρίως θεολογικά. Συνδέει τό θέμα αὐτό μέ τά ἐρωτήματα: τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, γιατί ἔρχεται στήν ὕπαρξη, ποιός εἶναι ὁ δημιουργός του, ποιό εἶναι τό νόημα ζωῆς, ποιά εἶναι ἡ κατάληξή του, πῶς ζῆ στήν ἱστορία καί τήν μεταϊστορία κ.λ.π.

Καί ἐπειδή ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι θεραπευτήριο, πνευματικό νοσοκομεῖο πού θεραπεύει τόν ἄνθρωπο καί τόν ἐντάσσει μέσα στόν χῶρο της, καί τόν καθιστά μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί βλέπει τό δημογραφικό πρόβλημα μέσα ἀπό τήν προοπτική αὐτή. Αὐτό σημαίνει ὅτι θεραπεύει τά πάθη πού διακρίνουν τόν ἐμπαθῆ ἄνθρωπο καί τόν ἀναγεννᾶ πνευματικά. Διότι ὁ ἐμπαθής ἄνθρωπος εἴτε ἀρνεῖται τήν γέννηση παιδιῶν, εἴτε φέρνει στόν κόσμο παιδιά τά ὁποῖα στήν συνέχεια ἐγκαταλείπει, μέ ἀποτέλεσμα νά γίνουν ἐπικίνδυνα γιά τήν κοινωνία, εἴτε φονεύει παιδιά ἄλλων, εἶναι πηγή ἀνωμαλίας στήν κοινωνία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ἱκανοποιεῖ τόν ὑπαρξιακό του στόχο, τήν ὑπαρξιακή του πείνα καί δίψα, ὅταν δέν ἔχει νόημα ζωῆς, ἀλλά μᾶλλον ζῆ σέ μιά ὑπαρξιακή ἀνυπαρξία καί ὅταν ἡ ζωή τοῦ κινεῖται μέσα στήν ὑπαρξιακή ἀγωνία τοῦ θανάτου καί μάλιστα σέ μιά ἰδιότυπη καί ἰδιόμορφη ὑπαρξιακή αὐτοκτονία, τότε δημιουργεῖ τεράστια προβλήματα ἀκόμη καί στόν δημογραφικό τομέα.

Ὁπότε πέραν ἀπό τούς ἀριθμούς τῶν στατιστικῶν ἐρευνῶν πρέπει νά ἑστιάσουμε τήν προσοχή καί τό ἐνδαφέρον στόν ἄνθρωπο καί τήν ἐκπλήρωση τοῦ ὑψηλοῦ στόχου του, γιατί ὅταν ὁ ἄνθρωπος παραμένη ἀθεράπευτος εἶναι ἕνα θηρίο μέ λογική, εἶναι μιά τραγική ὕπαρξη χωρίς νόημα καί σκοπό εἴτε γεννᾶ παιδιά εἴτε ὄχι, εἴτε εἶναι πολύτεκνος εἴτε ὄχι. Σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά ἐξαγάγη τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν τραγωδία καί νά τόν ὁδηγῆ στήν ἐκπλήρωση τοῦ σκοποῦ τῆς ὑπάρξεώς του.