Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Καθημερινότητα καὶ θεολογία

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμά Βαμβίνη

Ἀνάλογα μέ τό τί καταλαβαίνουμε ὁ καθένας, ὁρίζουμε καί τούς στόχους πού πρέπει νά ἐπιδιώκουν οἱ διάφοροι φορεῖς τοῦ συλλογικοῦ μας βίου. Ὅλοι μας λίγο πολύ ἔχουμε γνώμη γιά τό τί πρέπει νά κάνη ὁ Πρωθυπουργός, οἱ Ὑπουργοί, οἱ φορεῖς τῆς Νομαρχιακῆς καί Δημοτικῆς αὐτοδιοίκησης, ἀλλά καί οἱ Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτά πού λέμε, βέβαια, κρίνουν κάθε φορᾶ τήν ἐμβέλεια τῆς σκέψης μας, τίς “αἰχμαλωσίες τῶν λογισμών” μας, τόν βαθμό τῆς ἀνιδιοτέλειας (ἡ ἰδιοτέλειάς) μας, ἀλλά καί τό πόσο εὐχαριστημένοι εἴμαστε ἀπό τόν τρόπο τῆς ζωῆς πού ἐπιλέξαμε. Συνήθως, ὅταν ὁρίζουμε τούς στόχους πού πρέπει νά ἔχουν οἱ ἄλλοι ἤ τόν τρόπο πού πρέπει νά δραστηριοποιοῦνται, στήν πραγματικότητα “γενικεύουμε” τόν ἑαυτό μᾶς -προσαρμόζουμε τούς πάντες στίς ἀντιλήψεις μας- καί μέ αὐτό τόν εὔσχημο τρόπο ἐκφράζουμε τό ἀνικανοποίητο ἀπό τή δική μας ζωῆς. Κάτι τέτοιο, λοιπόν, θά προσπαθήσω στή συνέχεια νά τό ἀποφύγω. Ἐπειδή, ὅμως, ἔτυχε τελευταία νά ἀκούσω (ἀπό μή εἰδήμονες καί αἰδήμονες) ὁρισμένες “πρωτοτυπες” ἀπόψεις γιά τήν ποιμαντική της Ἐκκλησίας, συγκεκριμένα γιά τά θέματα πού πρέπει νά ἀπασχολοῦν τούς Ἱεράρχες καί κατ’ ἐπέκταση τήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, θά διατυπώσω -μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῶν ἑορτῶν τοῦ Δωδεκαημέρου- ὁρισμένες σκέψεις, προσπαθώντας νά μήν ἐκφράσω τόν ἑαυτό μου, ἀλλά αὐτό πού κατάλαβα ἀπό τήν γραπτή καί προφορική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Τό θεμέλιο πάνω στό ὁποῖο στηρίζεται ἡ ποιμαντική της Ἐκκλησίας εἶναι ἡ θεολογία της. Ἡ ἀθεολόγητη ποιμαντική κινεῖται ἀναγκαστικά μέσα στό πλαῖσο τοῦ ἠθικισμοῦ, καί κάποτε τοῦ λαϊκισμοῦ. Αὐτό πού θέλει νά μεταδώση ἡ Ἐκκλησία μέ τήν ποιμαντική της εἶναι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ. Θέλει ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ νά γίνη ζωή τῶν μελῶν της. Αὐτό δέν μπορεῖ νά γίνη ἔξω ἀπό τή θεολογία της. Ἄν δέν ξέρουμε αὐτά πού μᾶς δίδαξαν οἱ Ἀπόστολοι γιά τόν Χριστό, τόν “Υἱό τοῦ Θεού”, πού ἔγινε “ἀσπόρως” ἀπό τήν Παναγία μᾶς “Υἱός Ἀνθρώπου”, δέν μποροῦμε νά ἐννοήσουμε τήν ἁμαρτία, τήν φθορά, ἀλλά καί τήν ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου. Πρακτικότερα, αὐτό σημαίνει, ὅτι δέν μποροῦμε νά προσευχηθοῦμε στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, ὅταν δέν γνωρίζουμε ἤ δέν δεχόμαστε ὅ,τι διατυπώθηκε μέ ἀνθρώπινο λόγο γιά τό πρόσωπό Του. Ὁ λόγος τρέφει τήν καρδιά, εὐαισθητοποιεῖ τήν συνείδηση, ἰσχυροποιεῖ τούς νυγμούς τῶν τύψεων, προκαλεῖ τήν μετάνοια, ἡ ὁποία μέ τήν σειρά της, ἀνάλογα μέ τό βάθος καί τήν εἰλικρίνειά της, καθαρίζει τό ὀπτικό της ψυχῆς καί ὁδηγεῖ τόν μετανοοῦντα ἄνθρωπο στήν ἐμπειρική βεβαίωση τῆς διδασκαλίας πού δέχθηκε.

Μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ θεολογία δέν εἶναι φιλοσοφικός στοχασμός, ἄσχετος μέ τήν καθημερινότητα τοῦ πιστοῦ. Στήν Ἐκκλησία ζοῦμε μέ τήν θεολογία, ἡ ὁποία καθοδηγεῖ καί τίς πιό ἀσήμαντες κινήσεις μας, διότι δέν ὑπάρχει τίποτε ἔξω ἀπό τήν κυβερνητική καί προνοητική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί διότι δέν ἔχει ἀξία καί νόημα καμμιά δραστηριότητα ἤ πράξη μας, ὅταν δέν εἶναι ἀποτέλεσμα πίστεως καί ἀγάπης. Ἡ “ἠθική” διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι ἡ μέθοδος μέ τήν ὁποία φθάνουμε στήν ἐμπειρική βεβαίωση τῆς θεολογίας. Δέν μποροῦμε νά γνωρίσουμε τόν Θεό τῆς ἀγάπης, ἄν δέν ἀσκηθοῦμε στήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Δέν μποροῦμε, ἐπίσης, νά ἀσκηθοῦμε στήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, ἄν ὁ Θεός δέν μᾶς προσελκύσει, μέ τρόπους πού Ἐκεῖνος γνωρίζει, σ’ αὐτήν “ἀνθρωποποιό” ἄσκηση. Εἶναι περιττό, βέβαια, νά ποῦμε ὅτι ἡ ἄσκηση τῆς ἀγάπης δέν ἀπαιτεῖ εἰδικές ἐξωτερικές συνθῆκες. Γίνεται σέ κάθε στιγμή καί σέ κάθε τόπο. Ἀπαιτεῖ μόνο -γιά νά μήν εἶναι μιά ἀνθρωποκεντρική θνητή ἐνέργεια- πίστη στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί ὑπακοή στόν λόγο Του. Χρειάζεται, δηλαδή, νά ἔχουμε θεολογική προοπτική στήν ὕπαρξή μας.

Ὅλα τα παραπάνω (γνωστά καί τετριμμένα), γιά τήν σχέση τῆς θεολογίας μέ τήν καθημερινή πράξη, σημειώθηκαν γιατί οἱ “πρωτοτυπες” ἀπόψεις πού ἄκουσα, γιά τά θέματα πού πρέπει νά ἀπασχολοῦν τούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, ἀποδέσμευαν τήν ποιμαντική ἀπό τήν θεολογία. Ἡ θεολογία ἀντιμετωπιζόταν σάν μιά περιττή πολυτέλεια, σάν κάτι πού ἀφορᾶ κάποιους ἀπομακρυσμένους ἀπό τό λαό, περίεργους καί ἀργόσχολους, ἀφοῦ τά δύσκολα νοήματά της δέν ἔχουν καμμιά σχέση μέ τά καθημερινά προβλήματα τοῦ κόσμου.

Ἄν, βέβαια, ὡς θεολογία ἐννοοῦνταν κάποια ἐξειδικευμένα ἀκαδημαϊκά συγγράμματα, κάποιες στριφνές φιλοσοφικές ἀναλύσεις τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων, θά μποροῦσε νά δώση κανείς κάποιο ἐλάχιστο δίκαιο σ’ αὐτές τίς ἀπόλυτες ἀπόψεις. Ὅμως, στό στόχαστρο δέν ἦταν ἡ “ἀκαδημαϊκή θεολογία” -ἡ “θεολογία τῶν σπουδαστηρίων”- ἀλλά τά θέματα στά ὁποῖα δίνουν προτεραιότητα οἱ Ἱεράρχες τῆς  Ἐκκλησίας καί ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας.

Μοῦ δημιουργήθηκε ἡ ἐντύπωση ὅτι ἀπό ἀρκετούς “παρά-θεολογούντες” καί “πατρα-ποιμαίνοντες” δίνεται προτεραιότητα σέ ὅ,τι γίνεται εὔκολα ἀποδεκτό ἀπό τόν πολύ κόσμο καί ὄχι σέ ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο γιά τό λαό. Εἶναι πολύ δύσκολο νά δώση κανείς στόν κόσμο ἕνα ὑψηλό νόημα ζωῆς, ἕνα νόημα πού νά ὑπερβαίνη τήν ἀμεσότητά του. Δέν εἶναι εὔκολο νά τοῦ ἀνοίξεις τήν θεολογική προοπτική της ὕπαρξής του καί νά τόν διατηρήσης σ’ αὐτήν. Εἶναι πολύ εὔκολο νά τοῦ μιλᾶς γιά τά προβλήματα πού ταλαιπωροῦν τό σῶμα του ἤ ἐκεῖνα πού ἀδειάζουν τήν τσέπη του. Κάποιοι, λοιπόν, πού γνωρίζουν τό τί κυκλοφορεῖ πιό εὔκολα στή σύγχρονη ἀγορά, θέλουν νά πάψη ἡ “ποιμαίνουσα Ἐκκλησία” νά θεολογῆ. Ἀντί νά κατατρίβεται μέ “θεολογίες”, πρέπει κατά τήν γνώμη τούς ν’ ἀρχίση ν’ ἀσχολῆται μέ “πρακτικά” θέματα’ γιά παράδειγμα, μέ τό βαμβάκι πού δέν πάει καλά, μέ τίς πλημμύρες πού ἔπνιξαν νοικοκυριά ἤ ἀκόμη μέ τό πρόβλημα τῶν φροντιστηρίων, πού τρῶνε ὅλο τόν ἐλεύθερο χρόνο τῶν παιδιῶν, γιατί αὐτά τά προβλήματα ἀπασχολοῦν τά παιδιά της’ δέν τά ἐνδιαφέρουν οἱ “θεολογίες”.

Κανένας δέν διαφωνεῖ ὅτι ὁ πνευματικός πατέρας πρέπει ν’ ἀσχολῆται μέ ὅλα τα προβλήματα τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν, ν’ ἀγωνίζεται μάλιστα γιά τή λύση τους. Αὐτό εἶναι ἐπιταγή τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης. Τό ἐρώτημα, ὅμως, εἶναι: Γιατί αὐτό τό ἔργο ν’ ἀντιδιαστέλλεται ἀπό τή θεολογία; Στίς προηγούμενες δεκαετίες ἔγιναν σημαντικά θεολογικά βήματα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, μέ τήν ἐπανέκδοση τῶν πατερικῶν ἔργων καί τήν ἄνθιση τοῦ Ἁγίου Ὅρους, πού πλούτησαν τήν ζωή μᾶς (ἀκόμη καί στίς καθημερινές της λεπτομέρειες ) μέ θεολογικό νόημα. Δέν εἶναι ὑπερβολή ἄν ποῦμε, ὅτι μᾶς ἐπανεκχριστιάνησαν’ μᾶς γνώρισαν τόν πραγματικό ἑαυτό μας. Κάποιοι, ὅμως, φαίνεται ὅτι ἐπιθυμοῦν τήν ἐπιστροφή στό παρελθόν τῆς διάσπασης τῆς ζωῆς ἀπό τήν θεολογία.

Κλείνω αὐτές τίς σκέψεις μέ τήν ἄποψη, ὅτι τό βασικότερο ποιμαντικό πρόβλημα τῶν ἡμερῶν μᾶς εἶναι το πῶς ὁ Χριστιανός τῶν ἡμερῶν μας, μέσα στίς συνθῆκες τῆς σύγχρονης ζωῆς, θά μπορῆ νά ἀποκτᾶ ἔμπνευση γιά πνευματική ζωή καί πῶς θά γίνη ἱκανός νά διατηρῆ αὐτή τήν ἔμπνευση.

***

- “Ακηδία”, ἐτυμολογικά, σημαίνει ἀπουσία φροντίδας γιά τή σωτηρία. Ἐκτός ἀπό σπάνιες σχεδόν περιπτώσεις, ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα ζεῖ σέ κατάσταση ἀκηδίας. Οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν ἀδιάφοροι γιά τή σωτηρία τους. Δέν ἀναζητοῦν τή θεία ζωή. Περιορίζονται στά σχήματα τῆς σαρκικῆς ζωῆς, στίς καθημερινές ἀνάγκες, στά πάθη τοῦ κόσμου καί τίς συμβατικές πράξεις. Ὡστόσο ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε ἀπό τό μηδέν “κατ’ εἰκόνα” τοῦ Ἀπολύτου καί “καθ’ ὁμοίωσίν” Του. Ἄν ἡ ἀποκάλυψη αὐτή ἀληθεύει, ἡ ἀπουσία τῆς μέριμνας γιά τή σωτηρία δέν εἶναι ἄλλο παρά ὁ θάνατος τοῦ προσώπου.
- Ἡ ζωή τοῦ κόσμου ὀργανώνεται γύρω ἀπό μερικά ἀνθρώπινα πάθη καί ἡ πνευματική ζωή βρίσκεται στό περιθώριο. Ὀφείλουμε νά ἀντιστρέψουμε τήν κατάσταση αὐτή τῶν πραγμάτων, νά τοποθετήσουμε τήν πνευματική ζωή στήν καρδιά τῆς ζωῆς μας.

Γέροντας Σωφρόνιος (Σαχάρωφ)

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ