Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ὅσιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος, 5 Δεκεμβρίου

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ὁ ἅγιος Σάββας καταγόταν ἀπό τήν ἁγιοτόκο Καππαδοκία καί ἔζησε στά χρόνια του αὐτοκράτορος Ἰουστιανιανοῦ, τόν 6ο αἰώνα μ. Χ. Γιός εὐσεβῶν γονέων, ἀγάπησε ἀπό μικρός τήν πνευματική ζωή καί διακρίθηκε στήν προσευχή καί τήν ἄσκηση. Σέ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν πῆγε στά Ἱεροσόλυμα, στήν Μονή τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου, ὁ ὁποῖος τόν ἔστειλε στήν Μονή τοῦ ὁσίου Θεοκτίστου, ἐπειδή ἦταν ἀκόμη ἀγένειος. Ἐκεῖ προόδευσε στήν πνευματική ζωή καί ἔγινε πατέρας καί ποιμένας πολλῶν μοναχῶν της ἐρήμου. Ἦταν ἐγκρατής σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε ὁρισμένες τροφές δέν τίς γεύτηκε ποτέ στήν ζωή του. Μάλιστα, ὅταν ἦταν νήπιο δέν θήλαζε ποτέ Τετάρτη καί Παρασκευή. “Ετελειώθη ἐν εἰρήνη” σέ ἡλικία 94 ἐτῶν.

“Μέτριος, ἄκακος, πράος, ἁπλούς, ἠσύχιος, ὡς χρηματίσας Πάτερ, ὑπέρ ἄνθρωπον ὄντως, καί ἄϋλος ἐν ὕλη οἶκος Θεοῦ, καθωράθης πανάξιος, τάς ἐξ αὐτοῦ προϊούσας σοί δωρεᾶς συμπαθῶς διαπορθμεύων ἠμίν”. Στό τροπάριο αὐτό ὁ ἱερός ὑμνογράφος κατάφερε, μέ λίγες λέξεις, νά σκιαγραφήση τήν μεγαλειώδη προσωπικότητα τοῦ ὁσίου Σάββα τοῦ ἠγιασμένου, ὁ ὁποῖος, μεταξύ των ἄλλων, ἐκοσμεῖτο καί μέ τό μεγάλο χάρισμα τῆς ἁπλότητος, γι’ αὐτό καί τόν ἀποκαλεῖ ἁπλοῦν. Ἐβίωνε τήν μακαρία κατάσταση τῆς ἁπλότητος, πού εἶναι ὁ ἀληθινός πλοῦτος τῆς ψυχῆς.

Ἡ λέξη ἁπλότητα σημαίνει εἰλικρίνεια. Ὁ ἁπλοῦς ἄνθρωπος εἶναι εἰλικρινής, εὐθύς καί ἄδολος. Εἶναι “ἀγαθός Ἰσραηλίτης ἐν ὤ δόλος οὐκ ἔστι”, γιά νά χρησιμοποιήσω τά λόγια τοῦ Χριστοῦ πρός τόν ἅγιο Ναθαναήλ. Ὁ ἁπλούς ἄνθρωπος ὁμοιάζει μέ τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἁπλούς. Ἄλλωστε ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο “κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Τού”. Οἱ πρωτόπλαστοι στόν Παράδεισο, λόγω τῆς ἐσωτερικῆς τους καθαρότητος εἶχαν ζωντανή κοινωνία μέ τόν Θεό καί οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς τούς ἤσαν ἑνοποιημένες καί λειτουργοῦσαν κατά φύσιν. Ἐδῶ θά πρέπη νά σημειωθῆ ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τριμερής. Ἔχει τρεῖς δυνάμεις, ἤτοι τό λογιστικό, τό θυμικό καί τό ἐπιθυμητικό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑγιής πνευματικά, τότε οἱ δυνάμεις αὐτές λειτουργοῦν φυσιολογικά καί δέν “ἀντίκεινται ἀλλήλαις”, ἀλλά ὑπάρχει μεταξύ τους ἑνότητα καί συμφωνία. Ὅταν οἱ δυνάμεις αὐτές, λόγω τῆς ἐμπαθοῦς καί ἁμαρτωλῆς ζωῆς, λειτουργοῦν παρά φύσιν, τότε ὁ ἄνθρωπος, ἄλλα σκέπτεται, ἄλλα ἐπιθυμεῖ, ἄλλα λέγει καί ἄλλα πράττει. Καί ὁ θυμός του ἀντί νά στρέφεται ἐναντίον τοῦ κακοῦ, ἐναντίον τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας, στρέφεται ἐναντίον τῶν συνανθρώπων του μέ τά γνωστά, σέ κάποιες μάλιστα περιπτώσεις, τραγικά ἀποτελέσματα. Στήν κατάσταση αὐτή ὁ ἄνθρωπος εἶναι πνευματικά ἄρρωστος, βιώνει μιά πνευματική σχιζοφρένεια. Καί ἐάν δέν καθοδηγῆται ἀπό πνευματικό πατέρα καί δέν ἀγωνίζεται νά θεραπευθῆ, τότε ἀποτελεῖ γιά τό οἰκογενειακό καί τό κοινωνικό του περιβάλλον πηγή ἀνωμαλίας. Ἡ ὑποδούλωση στά πάθη, στήν κυριολεξία ἀποδιοργανώνει τόν ἄνθρωπο, τόν τεμαχίζει, τόν κάνει σύνθετο.

Ὁ τρόπος θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἐπάνοδός του στήν κατάσταση τῆς ἁπλότητος, γίνεται διά τῆς ὀργανικῆς ἔνταξεώς του στήν ὅλη ἀτμόσφαιρα καί ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐπειδή διατηρεῖ ἀνόθευτη τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια, θεραπεύει τόν ἄνθρωπο, τόν ἁγιάζει, τόν ἑνοποιεῖ καί ἀπό σύνθετον τόν κάνει ἁπλοῦν. Μέ τήν “ἐν ἐλευθερία καί ἀγάπη” ὑπακοή στήν Ἐκκλησία καί γενικότερα μέ τήν κατά Χριστόν ζωή καί πολιτεία, ὁ ἄνθρωπος σύν τῷ χρόνω καθαίρεται ἀπό τά πάθη, φωτίζεται ὁ νοῦς του, καί οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς τοῦ ἑνοποιοῦνται καί λειτουργοῦν φυσιολογικά. Ἀποκτᾶ τήν ἀρετή τῆς διακρίσεως καί μπορεῖ νά διακρίνη τό κτιστό ἀπό τό ἄκτιστο, τό ἀγαθό ἀπό τό πονηρό, τήν ἀλήθεια ἀπό τήν πλάνη, ἀλλά ἀποκτᾶ καί τήν μακαρία ἀρετή τῆς ἁπλότητος καί “ἀληθεύει ἐν εἰλικρινεία”. Παύει νά ὑπάρχη διάσταση μεταξύ των σκέψεων, τῶν λόγων καί τῶν ἔργων του.

Οἱ κεκαθαρμένοι ἀπό τά πάθη καί ἁγιασμένοι ἄνθρωποι εἶναι ἁπλοί, λιτοί, εἰλικρινεῖς, καταδεκτικοί, γεμάτοι ἀγάπη καί καλωσύνη, ἀληθινοί ἄρχοντες σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς καθημερινῆς τους ζωῆς. Ὅταν γράφουν, ὁμιλοῦν, ψάλλουν ἤ ἁγιογραφοῦν, ὁ λόγος, ἡ ψαλμωδία καί τά ἔργα τούς ἔχουν μιά θαυμαστή ἁπλότητα, ἀλλά ταυτόχρονα καί μιά ἐκπληκτική ζωντάνια καί ἀμεσότητα. Κάθε τί τό ψεύτικο, τό ἐπιτηδευμένο, εἶναι ξένο γι’ αὐτούς. Δέν προσβάλλουν κανέναν, δέν προκαλοῦν, ἀλλά ἀντίθετα παρακαλοῦν, ἤτοι παρηγοροῦν καί στηρίζουν. Καί ἐπειδή γνωρίζουν ἀπό τήν πείρα τούς τήν δύναμη τῆς “ἐν ἁπλότητι καρδίας” ψαλμωδίας καί προσευχῆς, προτρέπουν καί ἐμᾶς, νά προσευχόμαστε καί νά “αἰνοῦμεν τόν Δεσπότην ἐν ἁπλότητι καρδίας” γιατί μέ τόν τρόπο αὐτόν θά “συντρίβομεν καί θά καταλύομεν τά τοῦ ἐχθροῦ μηχανήματα” (Φιλοκαλία, ἔκδ. Ἀστέρος, τόμος Α', σέλ. 278).

Ἡ ἁπλότητα, ἡ εὐθύτητα καί ἡ εἰλικρίνεια, δυστυχῶς, ἐκλαμβάνονται ἀπό τούς πολλούς ὡς ἀφέλεια καί βλακεία. Ὡσάν νά ἤσαν οἱ βλάκες καί οἱ ἀφελεῖς, ἁπλοί, εὐθεῖς καί εἰλικρινεῖς. Μᾶλλον τό ἀντίθετο συμβαίνει, ἀφοῦ σήμερα, στήν κατά πάντα ἄχρωμη καί ἀνειλικρινῆ ἐποχή μᾶς ἔχει αὐξηθεῖ ἐπικίνδυνα ἡ κουτοπονηριά. Ἀπόδειξη τούτου εἶναι το ὅτι “οἱ πολλοί πιστεύουσι προθύμως τά μηθεύματα, ἡ δέ ἀλήθεια φαίνεται αὐτοῖς ἀπιθανωτέρα τοῦ ψεύδους”, ὅπως θά ἔλεγε ὁ Παπαδιαμάντης. Καί ὑπογραμμίζει, μέσα ἀπό τήν προσωπική του πείρα, μιά πραγματικότητα, πού διαπιστώνουμε καί ἐμεῖς σήμερα. Φαίνεται ὅτι ἡ ἐποχή τοῦ εἶχε πολλές ὁμοιότητες μέ τήν δική μας. Γράφει: “Ὁσάκις ἠθέλησα χάριν παιδιᾶς νά εἴπω ψεῦδος τί, εὗρον τούς ἀκροατᾶς τοσούτον εὐπίστους, ὥστε διαμαρτυρομένου ἐμοῦ ὕστερον ὅτι ἠστεϊζόμην δέν ἐπείθοντο, ἀλλά ἐπέμενον νά πιστεύωσιν ὡς ἀληθές το ψευδές’ ὁσάκις ἠθέλησα νά εἴπω ἀλήθειαν τινά τούς εὗρον δυσπίστους καί βλακοπονήρως μειδιώντας”.
Εὐτυχῶς πού ὑπάρχουν καί σήμερα ἄνθρωποι ἁπλοί, ἄδολοι, εἰλικρινεῖς, ἄκακοι, ἠσύχιοι καί ἁγιασμένοι. Εἶναι ἡ ἀληθινή παρηγοριά τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ