Γράφτηκε στις .

Χριστίνα Καρανικόλα-Σχοινᾶ: Βασίλειος ὁ Διγενῆς ἀκρίτης Καππαδόκης (Δ)

Ἀφιέρωμα στὰ 550 ἀπὸ τὴν ἅλωση

Χριστίνα Καρανικόλα-Σχοινᾶ, Φιλολόγου

Φιλολογική, ἱστορική, θεολογικὴ προσέγγιση στὸ ρωμαίϊκο ἔπος

Τὸ ἠρωϊκὸ στοιχεῖο

Ὁ Διγενὴς εἶναι ὁ ἥρωας ποὺ διαθέτει ὑπερφυσικὴ σωματικὴ δύναμη. Τὰ κατορθώματά του εἶναι μεγαλειώδη καὶ θαυμαστά. Εἶναι ὁ δαμαστὴς ὁποιασδήποτε ἄλλης δύναμης. Αὐτὸ τὸν κάνει νὰ ἔχη φοβερὴ ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὰ πρῶτα του κατορθώματα ποὺ κάνει στὰ δώδεκα χρόνια του, παρ' ὅλες τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ πατέρα του. Καὶ αὐτὴ ἡ αὐτοπεποίθηση τοῦ δίνει τὸ αἴσθημα τῆς αὐτάρκειας καὶ ἐπίμονη ἀγωνιστικότητα. Ἔτσι καταξιώνεται στὴν κοινωνία τῆς ἐποχῆς του, γίνεται πρότυπο, ὅλοι τὸν θαυμάζουν, διότι:

Πόλεμος δὲ τὸ σύνολον ἢ ἀκοὴ πολέμου

οὐδαμῶς ἐγνωρίζετο ἐν ταῖς αὐτοῦ ἡμέραις (τοῦ Διγενῆ)

ἀλλ' ἥν εἰρήνη πανταχοῦ, ἠρεμία μεγάλη,

καὶ πάντες ἄνθρωποι συχνῶς τῷ Θεῷ ἠυχαρίστουν

καὶ ἅπαντες τὸν Διγενὴν ἐκάλουν εὐεργέτην,

ἀντιλήπτορα μέγιστον καὶ σὺν Θεῷ προστάτην.

Ὁ ἠρωϊσμός του ὅμως ὁριοθετεῖται. Δὲν τὸν κάνει ὑπερτροφικὸ ἐσωτερικά. Δὲν κομπορρημονεῖ γιὰ τὰ κατορθώματά του, δὲν ἀλαζονεύεται. Γνωρίζει τὴ δύναμή του, ὅμως γνωρίζει ὅτι αὐτὴ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ Τὸν δοξολογεῖ. Ἐδῶ, θὰ λέγαμε, συναντιέται τὸ αὐθεντικὸ ἠρωϊκό-ἐπικὸ στοιχεῖο μὲ τὰ ἄγρια ἔνστικτα καὶ τὸν πρωτογονισμὸ τοῦ ἀφ' ἑνὸς καὶ τὸ ἦθος ποὺ καλλιεργεῖ ἡ χριστιανικὴ πίστη ἀφ' ἑτέρου. Καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ συνάντηση θὰ προέλθη ἕνας ἠρωϊσμὸς πιὸ ἀνθρώπινος, πιὸ ἱπποτικός, ποὺ ὑπακούει σὲ κανόνες σεβασμοῦ τοῦ ἀντιπάλου καὶ μάλιστα ἂν εἶναι γυναῖκα (ὅπως στὴν περίπτωση τῆς Μαξιμούς), ποὺ δὲν θριαμβολογεῖ, δὲν διασύρει τὸν νικημένο. Ἀντίθετα εὐχαριστεῖ καὶ δοξολογεῖ τὸν Θεὸ γιὰ τὴ νίκη του.

Τὴν ἀγριότητα τοῦ πολεμιστῆ τὴ βλέπουμε καθαρὰ στὸν ἀμιρά, ὅταν βγῆκε νὰ μονομαχήση μὲ τὸν νεαρὸ Κωνσταντῖνο. Γράφει ὁ ποιητής:

εἰς τὸν κάμπον ἐξῆλθε,

κραυγάζων ὦσπερ ἀετὸς καὶ συρίζων ὡς δράκων

ὡς λέων ὠρυόμενος καταπιεῖν τὸν νέον...

σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος, ὅταν βγῆκε πάνοπλος

τὼ σημείῳ τοῦ σταυροῦ φραξάμενος παντόθεν

τὸν ἵππον ἐπελάλησεν, εἰς τὸν κάμπον ἐξῆλθε.

Ἀπὸ τοὺς στίχους αὐτοὺς εἶναι φανερὸ ποὺ βασίζει τὴν νίκη του ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς δύο ἀντιπάλους. Ὁ πρῶτος στὴν γεμάτη πρόκληση καὶ ἀγριότητα ἐφόρμησή του, ποὺ ἀποσκοποῦσε νὰ κάμψη τὸ ἠθικὸ τοῦ νέου καὶ ὁ δεύτερος στὴ δύναμη τοῦ σταυροῦ. Ὁ πρῶτος καλύπτει τὸ ἄγχος του κάτω ἀπὸ τὶς φοβερὲς κραυγές του, ἐνῷ ὁ δεύτερος πιὸ ἤρεμος ἀναθέτει τὴ νίκη του στὴ μεγάλη δύναμη τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ.

Στὴ μονομαχία τοῦ Διγενῆ μὲ τοὺς ἀπελάτες Φιλοπαπποῦ, Ἰωαννάκη καὶ Κίνναμο, στὴν ὁποία ἐκεῖνοι τὸν προκάλεσαν, ὁ ἥρωας φέρεται μὲ εὐγένεια καὶ ἱπποτισμό, κάτι ποὺ δείχνουν καὶ οἱ ἀντίπαλοί του, ἀφοῦ δηλώνουν πῶς δὲν δέχονται, τρεῖς αὐτοὶ ἔφιπποι, νὰ πολεμήσουν μὲ ἕναν ἄοπλο καὶ πεζό, τὸν Διγενῆ. Ὅταν ὅμως ὁ ἥρωας νικᾶ σὲ μονομαχία τον Φιλοπαπποῦ, οἱ ἄλλοι δυὸ τρομαγμένοι ἐπιτέθηκαν, χωρὶς νὰ κατεβοῦν ἀπὸ τὰ ἄλογά τους, ἐναντίον τοῦ Διγενῆ, ξεχνῶντας τὰ προηγούμενα λόγια τους. Ὁ Διγενὴς τοὺς νίκησε καὶ ἐνῷ ἐκεῖνοι τρέμοντας περίμεναν τὴ χαριστικὴ βολή, ὅπως μποροῦσε καὶ δικαιούνταν νὰ τὸ κάνη, ὁ ἥρωας μεγαλόψυχα τοὺς δηλώνει πῶς δὲ χτυπᾶ ποτὲ ἀντίπαλο, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀμυνθῇ. Οἱ ἀπελάτες θαυμάζοντας τὴν ἀνωτερότητα καὶ τὴν ἱπποτικὴ εὐγένεια τοῦ Διγενῆ, σπεύδουν νὰ δηλώσουν ὑποταγὴ σ' αὐτόν, ἂν θελήση νὰ γίνη ἀρχηγός τους. Καὶ πάλι ὁ ἥρωας ἀρνεῖται τὴ θέση αὐτὴ δηλώνοντας πῶς δὲν ἔχει τέτοια ἐπιθυμία, πρᾶγμα ποὺ δηλώνει τὸ ἀνυστερόβουλο τῶν πράξεών του καὶ τὴν ἔλλειψη φιλοδοξίας καὶ προσωπικῆς προβολῆς μέσα ἀπὸ μιὰ ἀρχηγικὴ θέση.

Ἔτσι ὁ ποιητὴς περιχαρακώνει τὸν ἄκρατο ἠρωϊσμὸ καὶ τὴν ζωώδη δύναμη, τὴν ὁποία ὑποτάσσει σὲ ἐσωτερικὲς δυνάμεις, ὅπως εἶναι ἡ φρόνηση, ἡ μεγαλοψυχία, ἡ ἀρχοντικὴ εὐγένεια.

Τὸ Θρησκευτικὸ Στοιχεῖο στὸ ἕπος

Ὁ βυζαντινὸς ἄνθρωπος, γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἱστορία, ζῇ ἔντονα τὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ εὐλάβεια καὶ ἡ βαθιὰ πίστη του στὸν Τριαδικὸ Θεὸ εἶναι ἡ οὐσία τοῦ χαρακτῆρα του. Οἱ ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι συνυφασμένες μὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς καθημερινῆς του ζωῆς, εἶναι βίωμά του, ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς προσωπικότητός του καὶ τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς τοῦ γενικότερα. Ἡ καθημερινὴ ἀπασχόληση καὶ ψυχαγωγία τοῦ βυζαντινοῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία μὲ ὅλες τὶς Ἀκολουθίες της. Ἐκεῖ θέλγεται ἡ ψυχή του καὶ αὐτὴ εἶναι τὸ σημεῖο ἀναφορᾶς ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Στὴν Ἐκκλησία συγκεντρώνονται ὅλοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἀνεξάρτητα ἀπὸ κοινωνικὴ τάξη καὶ ἡλικία καὶ παρακολουθοῦν μὲ βαθιὰ κατάνυξη τὶς λαμπρότατες ἱεροτελεστίες, τὶς μεγαλόπρεπες πομπὲς καὶ λιτανεῖες, ποὺ συνοδεύονται ἀπὸ τὴ γλυκόηχη μελωδία τῶν ψαλτῶν, μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο, τὸν Αὐτοκράτορα, τὴ βασιλικὴ αὐλή, τοὺς ἄρχοντες, νὰ λάμπουν ὅλοι μέσα στὶς ἀστραφτερὲς ἐνδυμασίες τους.

Αὐτὸ τὸ πρωταρχικὸ στοιχεῖο τῆς βυζαντινῆς ζωῆς φαίνεται ἔντονα στὸ ἔπος. Ἀπὸ τὴν ἀρχή, τὸ προοίμιο, ὁ ἄγνωστος ποιητὴς ἐκφράζει τὴ βαθιὰ τοῦ πίστη ὅτι ἡ μεγάλη δύναμη τοῦ Διγενῆ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅλα τὰ ὑπερφυσικὰ ἀνδραγαθήματα καὶ τοὺς ἠρωϊσμοὺς τὰ πραγματοποιεῖ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴν βοήθεια τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἀγγέλων καὶ Ἀρχαγγέλων, τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Δὲν εἶναι τυχαία ἡ ἀναφορὰ στοὺς συγκεκριμένους Ἁγίους, ἀφοῦ κι ἐκεῖνοι στὴν ἐπίγεια ζωή τους ἦταν στρατηλᾶτες. Γιὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ τὴν πατρίδα ἀγωνίστηκαν, γι' αὐτὸ εἶναι πολὺ οἰκεῖοι, τὸ πρότυπο τῶν ἀκριτών, ποὺ πολεμοῦν γιὰ τὰ ἴδια ἰδανικά. Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι καὶ στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ ἔχουν ξεχωριστὴ θέση τὰ παληκάρια αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ.

Ἀλλὰ κι ὅταν ὁ μικρὸς Κωνσταντῖνος ἑτοιμάζεται νὰ μονομαχήση μὲ τὸν ἀμιρά, ἀφοῦ αὐτὸ ἐτέθη ὡς ὅρος γιὰ νὰ ἐλευθερώση τὴν ἀγαπημένη του ἀδελφή, τὰ ὑπόλοιπα ἀδέλφια, ὄντας κι ἐκεῖνοι ἀκρίτες, τὸν παροτρύνουν καὶ τὸν ἐνθαρρύνουν νὰ ἀγωνιστὴ γενναῖα καὶ ἄφοβα, ἔχοντας στὸ νοῦ του ὅτι ὁ Θεὸς θὰ βοηθήση τὸ δίκαιο τοῦ ἀγῶνα καὶ δὲν θὰ ἐπιτρέψη νὰ ἡττηθῇ, πρᾶγμα ποὺ θὰ ἔχη συνέπεια τὴν ὑποδούλωσή τους σ' αὐτόν, ἕναν ἄπιστο. Καὶ στὴν προσευχὴ ποὺ γίνεται πρὶν τὸ μεγάλο ἐγχείρημα ζητοῦν:

"Μὴ συγχωρήσης, Δέσποτα, δούλους ἡμᾶς γενέσθαι".

Καὶ ὁ Κωνσταντῖνος, ἀφοῦ ἀνέβηκε στὸ ἄλογο πάνοπλος, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Νιώθει ὅτι ἡ δύναμη θὰ ἔρθη ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ Θεοῦ. Ποτισμένος βαθιὰ ἀπὸ τὴν πίστη του στὸν Ἕναν καὶ ἀληθινὸ Θεό, σ' Αὐτὸν ἀναφέρεται αὐτὴ τὴ δύσκολη στιγμή. Κι ὅταν ἐπιβάλλεται στὸν ἀντίπαλό του, τὸ πρῶτο ποὺ κάνει μὲ τ' ἀδέλφια του εἶναι νὰ δοξολογήσουν τὸν Θεὸ γιὰ τὴ νίκη του.

"Ἡ δόξα, πάντες λέγουσι, σοὶ μόνῳ Θεῷ πρέπει·

ὁ γὰρ ἐλπίζων ἐπὶ σὲ οὐ μὴ καταισχυνθείη".

Ὁ Μουσουλμᾶνος ἀμιρὰς προτείνει ἀπὸ μόνος του νὰ ἀσπασθῇ τὸ Χριστιανισμό, προκειμένου νὰ παντρευτῇ τὴν κόρη ποὺ ἀγαποῦσε. Ἡ εὐκολία μὲ τὴν ὁποία ὁ σκληροτράχηλος αὐτὸς ἄντρας δέχεται νὰ ἀλλάξη τὴν πίστη του, ὀφείλεται, κατὰ τὰ λόγια του, στὴ μεγάλη ὀμορφιὰ τῆς κόρης. Ὁ ποιητὴς ὅμως ἀφήνει νὰ ἐννοηθῇ ὅτι συνεκτίμησε καὶ τὸ ἦθος της, ἀφοῦ κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα, ποὺ τὴν εἶχε αἰχμάλωτη στὴ σκηνή του- κι αὐτὴ ἡ διάκριση ἦταν πολὺ τιμητικὴ γι' αὐτήν- ἡ κόρη ὄχι μόνο δὲν ἔδωσε τὴν παραμικρὴ ἀφορμὴ γιὰ ὁποιαδήποτε προσέγγιση ἀλλὰ ἔδειχνε τὴν ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση στὴν οἰκογένειά της ἀποζητῶντας τὴν συνέχεια μὲ ἀσταμάτητο θρῆνο. Πέραν ὅμως αὐτῶν ὁ ποιητὴς ἔμμεσα μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ ἀμιρὰς ἔτρεφε ἐνδόμυχα θαυμασμὸ γιὰ τὴν Ρωμανία, ἀναγνωρίζοντας μὲ τὶς πράξεις του τὴν ἀνωτερότητα τοῦ πνευματικοῦ της πολιτισμοῦ καὶ τοῦ πλούτου της. Κι αὐτὸ ἦταν μιὰ ὑποδομή, ὅπου στηρίχτηκε ἡ μεγάλη ἀλλαγὴ ποὺ πρότεινε. Ἔτσι βλέπουμε ὅτι γνώριζε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα πολὺ καλὰ καὶ δὲν δίστασε, παλαίμαχος αὐτός, νὰ ἀναγνωρίση τὴν ἀνωτερότητα τῆς μαχητικῆς τέχνης καὶ ἀνδρείας τοῦ νεαροῦ Κωνσταντίνου καὶ νὰ ὑποστείλη ἐνώπιόν του τὴν ἀλαζονεία τῆς δικῆς του ἀνδρείας, γιὰ τὴν ὁποία πρὶν τὴ μονομαχία καυχιόταν εἰρωνευόμενος τὸν ἀντίπαλό του.

Κατάπληξη προκάλεσε σὲ ὅλους, Χριστιανοὺς καὶ Μουσουλμάνους, ἡ ἀλλαξοπιστία τοῦ ἀμιρά, τὴν ὁποίαν ἀπέδωσαν στὴ δύναμη ποὺ ἐξέπεμψε ἡ ὑψηλοῦ ἔπιπέδού παιδεία καὶ ὁ πολιτισμὸς τῶν Ρωμαίων, ποὺ ἐξασφάλιζε μιὰ ποιότητα ζωῆς ποὺ θαύμαζαν καὶ ὑποκλίνονταν μπροστά της φίλοι καὶ ἐχθροί. Γράφει ὁ ποιητής:

"Ὦ θαῦμα, ὅπερ βλέπομεν, δύναμις τῶν Ρωμαίων,

αἰχμάλωτα ἀναρρύουσι, φουσᾶτα καταλύουν,

πίστιν ἀρνεῖσθαι πείθουσιν, θάνατον μὴ φοβεῖσθαι".

Ἡ γνώση καὶ ἡ εὐγένεια τῶν Ρωμαίων, ποὺ εἶχαν τὴ σφραγῖδα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι πηγὴ ἔμπνευσης, θαυμασμοῦ καὶ δύναμης γιὰ τοὺς ἴδιους, ἀλλὰ κυρίως γιὰ τοὺς ἄλλους λαούς.

Ἀλλὰ καὶ ἡ μητέρα τῆς κόρης, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν αἴσια ἔκβαση τῶν πραγμάτων καὶ τὸ γυρισμὸ τῶν παιδιῶν της μαζὶ μὲ τὸν μέλλοντα γαμπρό της, ποὺ θέλει νὰ βαπτισθῇ Χριστιανός, ξεσπᾶ σὲ δοξολογία στὸν Θεὸ γιὰ τὴν παντοδυναμία Τοῦ ποὺ ἀκόμα καὶ τοὺς βάρβαρους εἰδωλολάτρες τους ἡμερώνει ἡ χάρη Τοῦ καὶ τοὺς εἰρηνεύει:

"Δόξα, Χριστέ μου", λέγουσα, "τὴ σὴ φιλανθρωπία,

δόξα τὴ δυναστεία σου, ἐλπὶς τῶν ἀνελπίστων·

ὅσα γὰρ θέλεις δύνασαι, οὐδὲν ἀδυνατεῖ σοι.

Αὐτὸν γὰρ τὸν πολέμιον ἥμερον κατειργάσω..."

Ὁ ἀμιρᾶς πράγματι δείχνει τὴ μεγάλη του ἀλλαγὴ ὅταν, καθὼς ἐρχόταν στὴν πατρίδα τῆς καλῆς του, ἐλευθέρωνε ὅλους τοὺς αἰχμαλώτους στὰ μέρη τῆς Ρωμανίας, τὰ ὁποῖα εἶχε καταλάβει.

Ἐκεῖ ὅμως ποὺ θριαμβεύει ἡ δύναμη καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι τὸ σημεῖο ποὺ ὁ ἀμιράς, μετὰ τὴ βάπτιση καὶ τὸ γάμο του στὴ Ρωμανία, ἐπιστρέφει στὴν πατρίδα του καὶ κηρύσσει τὸν Χριστιανισμό, ὁμολογῶντας μὲ ταπείνωση τὴν εὐγνωμοσύμη του καὶ τὴν πίστη του στὸν Τριαδικὸ Θεό, στὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου ἔλαβε τὸ Βάπτισμα τῆς "παλλιγγενεσίας" καὶ ἐπισημαίνοντας τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ἡ σωτηρία του. Ὁμολογεῖ μὲ θάρρος τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, τὸ ὁποῖο συνοψίζει ὁ ποιητὴς στοὺς παρακάτω 19 στίχους:

Ἐγὼ πιστεύω εἰς Θεόν, Πατέρα τῶν ἁπάντων,

ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς καὶ ἀοράτων πάντων·

καὶ εἰς Χριστὸν τὸν Κύριον, Υἱὸν Θεοῦ καὶ Λόγον,

τὸν γεννηθέντα ἐκ Πατρὸς πρὸ πάντων τῶν αἰώνων,

φῶς ἐκ φωτὸς ὑπάρχοντα, Θεὸν ἀληθῆ, μέγαν,

τὸν κατελθόντα ἐπὶ γῆς δι' ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους

καὶ γεννηθέντα ἔκ μητρὸς Μαρίας τῆς Παρθένου,

τὸν ὑπομείναντα σταυρὸν δι' ἡμῶν σωτηρίαν

καὶ ταφέντα ἐν μνήματι ὃ καὶ αὐτὴ θαυμάζεις,

καὶ ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν ἐν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ,

καθὼς ἡμᾶς διδάσκουσιν αἱ γραφαὶ αἱ ἀγίαι,

τὸν ἀεὶ καθεζόμενον τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν,

οὗ Βασιλείας της αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος·

καὶ εἰς Πνεῦμα τὸ ἅγιον ζωοποιοῦν τὰ πάντα,

ὃ προσκυνῶ σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ Λόγῳ·

ἕν Βάπτισμα ὁμολογῶν εἰς ἄφεσιν πταισμάτων,

καὶ προσδοκῶ ἀνάστασιν πάντων τῶν τεθνεότων,

ἑκάστου ἀνταπόδοσιν καὶ τῶν πλημμελημένων,

τῶν δὲ δικαίων ἄφεσιν, καθῶσπερ ἐπηγγέλθη,

ζωὴν τὴν ἀτελεύτητον τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.

Μέσα σὲ 19 15σύλλαβους στίχους ὁ ποιητὴς συμπυκνώνει ὅλη τὴ θεολογία τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ὁ ἀμιρᾶς παροτρύνει τὴ μητέρα του καὶ τοὺς δικούς του ὅλους νὰ ἀσπασθοῦν τὸν ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεό. Τέλος ἀποφασιστικὰ ἀνακοινώνει ὅτι ὁ ἴδιος θὰ ἐπιστρέψη στὴ Ρωμανία, στὸ Θεὸ τῆς ὁποίας βρῆκε σκοπο καὶ νόημα ζωῆς, ἐπίγειας καὶ αἰωνίου.

"Οὐ γὰρ ἀντάξιός ἐστιν μιᾶς ψυχῆς ὁ κόσμος"

δηλώνει μὲ ἐπίγνωση καὶ σοφία ὁ νῦν νεοφώτιστος, πρώην δὲ ἄξεστος καὶ πολεμοχαρὴς ἀμιρᾶς.

Ἐδῶ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε τὴν ὀργανωμένη Ἱεραποστολὴ ποὺ ἀσκοῦσαν οἱ Βυζαντινοὶ στοὺς γείτονες εἰδωλολάτρες λαούς, οἱ ὁποῖοι ὀφείλουν τὸν ἐκχριστιανισμὸ καὶ ἐκπολιτισμό τους σ' αὐτὴ τὴ δραστηριότητα τῶν Βυζαντινῶν. Ἡ Ἱεραποστολὴ ἐντάσσεται στὰ πλαίσια τῆς γενικότερης διπλωματίας, ποὺ εἶχαν ἀναπτύξει οἱ Βυζαντινοὶ καὶ μάλιστα ἀποτελοῦσε τὸ ἀποκορύφωμα, τὴν ὑψηλότερη ἔκφρασή της. Στοχος τῆς πολιτικῆς τῶν ὀρθοδόξων Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων ἦταν ἡ φιλία καὶ ἡ συμμαχία μὲ τοὺς γείτονες λαούς. Παρ' ὅλον ὅτι ἦταν οἱ πιὸ ἰσχυροὶ ἡγεμόνες τῆς ἐποχῆς τους, "οἱ πλανητάρχες", ὅπως θὰ λέγαμε σημερα, δὲν ἔκαναν χρήση τῆς δύναμής τους καὶ δὲν ἐπιβάλλονταν μὲ τὴ χρήση τῶν ὅπλων ἐκτὸς κι ἂν ἀποτύγχαναν ὅλες οἱ διπλωματικές τους προσπάθειες. Τὸ ἰδεῶδες γι' αὐτοὺς ἦταν νὰ ἐκχριστιανίσουν, ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερους γειτονικοὺς λαοὺς καὶ νὰ τοὺς βοηθήσουν νὰ ἐνταχθοῦν στὴν ὀργάνωση ἑνὸς πολιτισμένου χριστιανικοῦ κράτους. Ἔτσι ἐξασφάλιζαν καὶ τὴ φιλία καὶ τὴ συμμαχία τους, ποὺ βασίζονταν σὲ πνευματικοῦ περιεχομένου σχέσεις μαζί τους.

Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ ὀργάνωναν πολὺ προσεκτικὰ καὶ μεθοδικὰ τὴν Ἱεραποστολή, τὴν ὁποία ἀναλάμβαναν πολὺ μορφωμένοι, φωτισμένοι καὶ εἰδικὰ ἐκπαιδευμένοι κληρικοὶ καὶ μοναχοί. Εἶχαν ὡς ἀρχὴ γιὰ τὴν προσέγγιση τῶν λαῶν τὴ γνώση τῆς κουλτούρας τους καὶ τῆς ἰδιοσυγκρασίας τους καὶ προσάρμοζαν ἀνάλογα τὸ κήρυγμά τους. Πολὺ γνωστὸ καὶ σπουδαῖο εἶναι τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, οἱ ὁποῖοι παρὰ τὶς τεράστιες δυσκολίες κατάφεραν ὄχι μόνο νὰ ἐκχριστιανίσουν τοὺς Σλάβους, ἀλλὰ νὰ γίνουν καὶ οἱ δημιουργοὶ τῆς γραπτῆς σλαβικῆς γλώσσας, ποὺ υἱοθετήθηκε ἀπὸ ὅλους τοὺς σλαβικοὺς λαοὺς καὶ αὐτὸ συνετέλεσε στὴν εἴσοδό τους στὸν βυζαντινὸ πολιτισμό. Ἡ μεγάλη εὐεργεσία ποὺ δέχθηκαν μὲ τὸν ἐκχριστιανισμό τους οἱ λαοὶ τοῦ Αἵμου, φάνηκε καθαρὰ ἀργότερα, στοὺς αἰῶνες τῆς δουλείας τους στοὺς Τούρκους. Ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ διαμόρφωσαν ἕναν κοινὸ ἱστορικὸ καὶ πνευματικὸ βίο ποὺ ἐξασφάλισε τὴν συνοχὴ καὶ τὴν διαφορετικότητά τους ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ αὐτὴ τὴν ἐπίδραση τὴν ἔχουν ἐξακριβώσει ἱστορικοὶ καὶ ἀρχαιολόγοι μελετητές.

Καὶ στὸ ὑπόλοιπο ἔπος εἶναι ἔντονο καὶ διάχυτο τὸ θρησκευτικὸ στοιχεῖο. Ὁ ποιητὴς τονίζει πολὺ συχνὰ ὅτι ἡ δύναμη τοῦ Διγενῆ ἔχει θεϊκὴ προέλευση καὶ γιὰ ὅλα τὰ κατορθώματά του ὁ ἥρωας εὐχαριστεῖ καὶ δοξάζει τὸν Θεό. Τὰ πάντα ὀφείλονται στὴ δικὴ Τοῦ παντοδυναμία, ἀγάπη καὶ οἰκονομία. Ὁ ἥρωας ἔχει ἀναφορὰ στὸ Θεὸ σὲ ὁποιαδήποτε στιγμὴ τῆς ζωῆς του. Ὅ,τι σπουδαῖο, ἠρωϊκὸ καὶ σωτήριο συμβαίνει στὴ ζωή του· ὅλα τὰ χαρίσματα τὰ δικά του καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ὅπως ἡ φρόνηση, τὸ θάρρος, ἡ δύναμη, ἡ δόξα, ἡ ὑγεία, ἡ ἤρεμη ζωή, ὅλα εἶναι δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὰ πάντα ἐλέγχει καὶ κινεῖ. Καὶ Ἐκεῖνος εἶναι τὸ στήριγμα, ἡ ἐλπίδα, ἡ ζωή, ἡ νίκη καὶ ἡ παρηγοριὰ γιὰ κάθε ἄνθρωπο. Γι' αὐτὸ σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς τους, ὁ Διγενὴς καὶ ὅλα τὰ πρόσωπα τοῦ ἔπους, ἀναπέμπουν πλούσιες τὶς εὐχαριστίες, τὶς δοξολογίες καὶ τὶς προσευχές τους στὸ Θεό. Κι ὅταν ὁ ἥρωας διηγεῖται τὶς ἀνδραγαθίες του στοὺς δικούς του, δικαιολογεῖ τὴν ἐνέργειά του λέγοντας ὅτι τὸ κάνει ὄχι γιὰ νὰ καυχηθῇ, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνουν γνωστὲς οἱ δωρεὲς τοῦ Πλάστου.

Τέλος τὴν ἀγάπη του στὴ θρησκεία ἐκδηλώνει ὁ Διγενῆς ἀντλῶντας τὰ θέματα, γιὰ τὴν εἰκονογράφηση τοῦ παλατιοῦ του στὸν Εὐφράτη, ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη κυρίως. Ἔτσι ἀπεικονίζει στοὺς τοίχους τοῦ παλατιοῦ τὸν πολεμιστὴ Σαμψῶν, τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν γίγαντα Γολιάθ, τὸν φθονερὸ κι ἐκδικητικὸ Σαούλ, τὴν Ἔξοδο τῶν Ἰουδαίων ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, τὰ θαύματα τοῦ Μωϋσή, τὴν δόξα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Καὶ βέβαια στὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ κτιζει ὄμορφο παρεκκλήσι, ποὺ τὸ ἀφιερώνει στὸ ἀγαπημένο του Ἅγιο Θεόδωρο, δείχνοντας καὶ μ' αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό.