Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἡ Θεοτόκος ὡς πρότυπο ζωῆς

Τὴν Κυριακὴ 23 Νοεμβρίου 2003 τὸ Πνευματικὸ Κέντρο Ρουμελιωτῶν διοργάνωσε τὴν καθιερωμένη ἐτήσια Πανρουμελιώτικη Θρησκευτικὴ καὶ Πνευματικὴ ἐκδήλωση γιὰ τὴν Παναγία τὴν Προυσιώτισσα, στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Νικολάου Πευκακίων.

Τὴν θεία Λειτουργία ἐτέλεσε ὁ Μητροπολίτης μας κ. Ἰερόθεος. Μετὰ τὴν ἀρχιερατικὴ θεία Λειτουργία τελέσθηκε ἀρτοκλασία καὶ ἀκολούθησε λιτάνευση τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας καὶ δέηση στὸ Μέγαρο τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου Ρουμελιωτῶν.

Ἀκολούθησε χαιρετισμὸς τοῦ Προέδρου τοῦ Π.Κ.Ρ. κ. Βασιλείου Κόκκινου, ἐπιτ. Προέδρου τοῦ Ἀρείου Πάγου, καὶ ἡ ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Ἱεροθέου μὲ θέμα "Ἡ Θεοτόκος ὡς πρότυπο ζωῆς", τὴν ὁποία καὶ δημοσιεύουμε ἐν συνεχείᾳ.

***

Θὰ ἀρχίσω μὲ τὶς εὐχαριστίες μου στὸ Πνευματικὸ Κέντρο Ρουμελιωτῶν καὶ στὸν Πρόεδρό της κ. Βασίλειο Κόκκινο, διακεκριμένο νομικό, καθὼς ἐπίσης καὶ σὲ ὅλο τὸ Διοικητικὸ Συμβούλιο ποὺ μὲ προσκάλεσαν νὰ ἔλθω σήμερα στὴν ἐτήσια αὐτὴ πανήγυρη ποὺ ἀναφέρεται στὴν Παναγία μας. Καὶ εἶναι τιμὴ ποὺ τὸ Κέντρο Ρουμελιωτῶν μὲ ἀφορμὴ τὴν ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στὸν Ναὸ ἑορτάζει καὶ πανηγυρίζει κάθε χρόνο μὲ λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις τὴν Παναγία μας. Μετὰ τὴν θεία Λειτουργία βρισκόμαστε τώρα στὸ κέντρο αὐτὸ γιὰ νὰ συνεχίσουμε τὸ πνευματικὸ πανηγύρι.

Ἐπίσης, χαίρομαι γιατί συναντῶ σήμερα ὅπως καὶ ἄλλες φορὲς ποὺ ἦλθα αὐτὴν τὴν ἡμέρα, τόσο ἐκλεκτὸ ἀκροατήριο καὶ γνωστοὺς Ρουμελιῶτες, οἱ ὁποῖοι ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ἔχουν ἕνα διακριτικὸ γνώρισμα ὅτι ἀγαποῦν τὴν Ἐκκλησία, τοὺς Ἐπισκόπους τῆς καί, βεβαίως, τὴν Παναγία ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τῆς χαρᾶς ὅλης τῆς κτίσεως καὶ ἡ αἰτία τῆς ἀναδημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ἀνακαίνισης τῆς κτίσεως.

Στὴν σημερινή μου ὁμιλία, ὅσο μπορῶ σύντομα καὶ ἁπλά, θὰ προσπαθήσω νὰ ἀναπτύξω τὸ θέμα: «Ἡ Θεοτόκος ὡς πρότυπο ζωῆς», γιατί ἡ Παναγία, ὅπως τονίζουν ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες δὲν εἶναι μόνον ἡ αἰτία τῆς ἐναθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ τύπος τοῦ ἀνθρώπου ποὺ θέλει νὰ βρῇ τὸν σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς του καὶ τὸ νόημα τῆς ζωῆς, καθὼς ἐπίσης εἶναι καὶ ὁ τύπος τοῦ ἐσχατολογικοῦ ἀνθρώπου, ὅπως θὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος στὴν μέλλουσα ζωή. Τὸ ἕνα συνδέεται στενὰ μὲ τὸ ἄλλο, γιατί ὅποιος ἀποκτήσει νόημα ζωῆς, δηλαδὴ ξέρει γιατί ζῇ, αὐτὸς μπορεῖ νὰ βιώση καὶ τὶς ἐσχατολογικὲς καταστάσεις τοῦ ἀναγεννημένου ἀνθρώπου.

Μιλῶντας, βέβαια, γιὰ πρότυπο ζωῆς, γνωρίζω ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι δύσκολο νὰ ὁρισθῇ. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Καθηγητὴς Μάριος Μπέγζος λέγει ὅτι, ἐνῷ τὸ ἐρώτημα τί εἶναι ἡ ζωὴ εἶναι δύσκολο, ἐν τούτοις ἡ ἀπάντηση στὸ τί εἶναι ἡ ζωὴ ἔχει σχέση μὲ τὸ ἀποτέλεσμα, ἀφοῦ «τὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς τεκμαίρεται, τεκμηριώνεται, ἀποδεικνύεται μὲ ἐπιστημονικὰ τεκμήρια, δηλαδὴ μὲ ἀδιάψευστα στοιχεῖα, ὅταν ὑπάρχουν δύο δεδομένα: ἡ σχέση καὶ ἡ ἐνέργεια». Κάθε ζωντανὸς ὀργανισμὸς ἐνεργεῖ καὶ σχετίζεται, δηλαδὴ ἐκπέμπει ἐνέργεια καὶ ἔρχεται σὲ μιὰ σχέση καὶ ἐπικοινωνία μὲ ἄλλα ὄντα. Βλέπουμε τὸν ἄλλον, τὸν ἀκοῦμε καὶ λέμε ὅτι ζῇ. Ὁ νεκρὸς ἄνθρωπος δὲν ἐκπέμπει ἐνέργεια καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σχετισθῇ μὲ ἄλλους, γι' αὐτὸ λέμε ὅτι σταμάτησε ἡ καρδιὰ νὰ κινῆται, δὲν ὑπάρχει πίεση, δὲν κυκλοφορεῖ τὸ αἷμα, δὲν ἔχει θερμότητα, ἀφοῦ πάγωσε τὸ σῶμα καὶ βεβαίως δὲν μπορεῖ νὰ ἀνταποκριθῇ στὶς ἐρωτήσεις μας, καὶ τὶς ἀνάγκες μας νὰ μιλήσουμε μαζί του. Αὐτὸ ἀποδεικνύει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ζωή, πέθανε. Ὁπότε, ὁ ζωντανὸς ἄνθρωπος ἐκπέμπει ἐνέργεια καὶ σχετίζεται μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι «ἡ ζωὴ εἶναι ἕνα σύνολο ἐνεργουμένων σχέσεων».

Ὅ,τι συμβαίνει στὰ βιολογικά, αὐτὸ συμβαίνει καὶ στὰ πνευματικά. Πνευματικὴ ζωὴ ἔχει ἐκεῖνος ποὺ ἐνεργεῖ καὶ σχετίζεται, πρωτίστως μὲ τὸν Θεὸ καὶ στὴν συνέχεια μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸς ἔχει νόημα ζωῆς. Ὅπως θὰ δοῦμε στὴν συνέχεια, ἡ Παναγία εἶχε τὴν ἀληθινὴ ζωὴ γιατί ἦταν ἡ Μητέρα τῆς Ζωῆς καὶ στὴν συνέχεια ἔγινε καὶ γίνεται πρότυπο ζωῆς γιὰ ὅλους μας.

1. Τὸ θεολογικὸ ἐρώτημα

Τὸ βαθύτερο ἐρώτημα ποὺ ἀπασχολεῖ τὸν ἄνθρωπο εἶναι τὸ θεολογικό. Μελετῶντας τὰ ἐρωτήματα ποὺ ἀναπτύσσονται στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ γεννιέται μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ πεθαίνει βλέπουμε ὅτι τὸ πρῶτο ἐρώτημα ποὺ ἀναπτύσσεται εἶναι τὸ θεολογικὸ καὶ καταλήγει ἡ ζωή του μὲ αὐτό.

Στὴν πρώιμη ἡλικία του ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια, ἀσχολεῖται μὲ τὸν Θεό. Τὸ μικρὸ παιδὶ ἀγαπᾶ τὶς εἰκόνες, κάνει τὸν σταυρό του, κυρίως ἀρχίζει μὲ τὸ ἐρώτημα τί εἶναι ὁ Θεός, ποιός τὸν ἔκανε, ποῦ ζῇ. Αὐτὸ τὸ ἐρώτημα μᾶς κάνουν συνήθως τὰ μικρὰ παιδιά. Ὕστερα στὴν ἡλικία τῶν 7-10 ἐτῶν ἀπασχολεῖ τὰ παιδιὰ τὸ ἐρώτημα τοῦ θανάτου, ὅπως ἀπέδειξε ὁ μεγάλος Ἑλβετὸς παιδαγωγὸς Πιαζέ, ἀφοῦ στὴν ἡλικία αὐτὴ τὰ παιδιὰ ἀποκτοῦν τὴν ἔννοια τῆς μὴ ἀνατρεψιμότητος τοῦ θανάτου. Ἔπειτα, κατὰ τὴν ἐφηβικὴ ἡλικία ἀπασχολοῦν τὸν ἄνθρωπο τὰ ὑπαρξιακὰ καὶ ψυχολογικὰ ἐρωτήματα. Ἀργότερα ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ κοινωνικά, γιατί θέλει μιὰ ἀποκατάσταση καὶ κατοχύρωση μέσα στὴν κοινωνία. Στὴν μέση ἡλικία ἀναπτύσσονται πάλι τὰ ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα καὶ πρὸς τὴν γεροντικὴ ἡλικία ἀρχίζει καὶ πάλι νὰ ἀπασχολῆται ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ ἐρώτημα περὶ τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὸ δείχνει ὅτι τὰ προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου διαγράφουν ἕνα κύκλο, ἤτοι ἀρχίζουν μὲ τὸ θεολογικὸ πρόβλημα, προχωροῦν στὰ ὑπαρξιακά, ἔπειτα φθάνουν στὰ κοινωνικὰ καὶ τέλος ἐπιστρέφουν καὶ πάλι στὰ ὑπαρξιακά - ψυχολογικὰ καὶ θεολογικά.

Ἡ Παναγία ἔλυσε πλήρως τὸ θεολογικὸ ἐρώτημα, ἀφοῦ μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Παναγίου Πνεύματος καὶ τὴν σύλληψη τοῦ Χριστοῦ μέσα της κατάλαβε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μιὰ ἀφηρημένη ἰδέα, οὔτε ἕνα ἀνύπαρκτο ὅν, ἀλλὰ πρόσωπο, ποὺ ἐνεργεῖ καὶ σχετίζεται μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἔννοια τοῦ προσώπου στὸν Θεὸ εἶναι πολὺ καθοριστική, γιατί τὸ πρόσωπο ἀγαπᾶ καὶ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἰδέα δὲν ἀγαπᾶ καὶ δὲν σχετίζεται μὲ τὸν ἄνθρωπο.

Καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Παναγία μάθαμε καὶ βεβαιωθήκαμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικός, ἀφοῦ τὸ Δεύτερο Πρόσωπο ἐνηνθρώπησε, τὸ Πρῶτο Πρόσωπο, ὁ Πατέρας, ἠυδόκησε τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ Τοῦ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα συνήργησε στὴν ἐνανθρώπηση.

Ἐπίσης μάθαμε ἐκ πείρας, ὅπως βεβαιώνει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς καὶ ἄλλοι Πατέρες ὅτι, μποροῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ γίνουμε μητέρες τοῦ Χριστοῦ πνευματικά. Ἡ Παναγία γέννησε τὸν Χριστὸ σωματικὰ ἅπαξ, ἀλλὰ αὐτὸ γίνεται πνευματικὰ σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦν τὸν Θεὸ καὶ θέλουν νὰ ἑνωθοῦν μαζὶ Τοῦ. Ὁπότε, ὁ Θεὸς δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀφηρημένο, μιὰ ἀόρατη καὶ ἀφηρημένη δύναμη ποὺ κυβερνᾶ τὸν κόσμο, ἀλλὰ πρόσωπο ποὺ συνδέεται μὲ τὸν ἄνθρωπο στενά. Ἐπίσης, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γεννήση τὸν Θεὸ πνευματικὰ καὶ ὅλοι ἐμεῖς μποροῦμε νὰ γίνουμε μητέρες τοῦ Χριστοῦ - Θεοῦ.

2. Τὸ ἐκκλησιολογικὸ θέμα

Αὐτὴ ἡ σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Χριστὸ γίνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καὶ κοινωνία θεώσεως.

Τὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ ἀναφέρεται στὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἦταν καρπὸς προσωπικῆς ἐμπειρίας τοῦ Ἀποστόλου. Στὴν πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὴ γράφεται: "Ὑμεῖς δὲ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους". Καὶ στὴν συνέχεια περιγράφει τὰ χαρίσματα τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν μέσα στὴν Ἐκκλησία: "Καὶ οὕς μὲν ἔθετο ὁ θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν" (Α' Κόρ. ἰβ' 27-28).

Τὴν φράση ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι κοινωνία θεώσεως χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γιὰ νὰ δηλώση ὅτι μέλη τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἁπλῶς ἐκεῖνοι ποὺ βαπτίσθηκαν, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ μὲ τὴν μέθεξη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν προσωπικό τους ἀγῶνα ἁγιάζονται καθημερινῶς, μεταμορφώνονται ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν. Οἱ ἅγιοι αὐτοὶ στὴν γλῶσσα τῆς πατερικῆς θεολογίας ὀνομάζονται θεούμενοι.

Οἱ δύο φράσεις "ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ" καὶ "κοινωνία θεώσεως" δείχνουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας εὐλογημένος θεσμὸς μέσα στὸν ὁποῖο ἐπιπολάζει τὸ χαρισματικὸ στοιχεῖο. Ἑπομένως, μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅσοι μὲ τὰ ἅγια μυστήρια καὶ τὴν ἄσκηση αἰσθάνονται κοινωνία μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Πρώτη ἡ Παναγία μας γεύθηκε τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καὶ κοινωνία θεώσεως. Ἀπὸ αὐτὴν προσέλαβε σῶμα ὁ Χριστὸς καὶ καθ' ὅλη τὴν διάρκεια τῆς κυοφορίας του ἡ Παναγία εἶχε στενὸ σύνδεσμο καὶ στενὴ ἐπαφὴ καὶ κοινωνία μαζὶ Τοῦ καὶ ἐβίωσε τὴν κατὰ Χάριν θέωση.

Κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Τοῦ «σάρκα Ἐκκλησίας προσέλαβε». Ἡ Παναγία ἦταν τὸ ἀποκορύφωμα ὅλων τῶν καθαρμῶν τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἦταν τὸ καλύτερο ἄνθος ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος. Ἐπίσης, ἡ Παναγία ποὺ ἔχει στὴν ἀγκαλιά της τὸν Χριστὸ συμβολίζει καθαρὰ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γράφει: "ὑμνοῦντας τὴν ἀειπάρθενον Μαρίαν, δηλονότι τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν".

Αὐτὸ φαίνεται ἔντονα στὴν κόγχη τοῦ ἱεροῦ Βήματος. Ὅπως εἶναι γνωστὸν ἡ κόγχη τοῦ ἱεροῦ Βήματος ἑνώνει τὸν τροῦλλο ὅπου εἰκονίζεται ὁ Παντοκράτωρ, μὲ τὴν γῆ ὅπου βρίσκονται οἱ ἄνθρωποι. Ἡ Πλατυτέρα ποὺ εἰκονίζεται στὴν κόγχη τοῦ ἱεροῦ Βήματος ἑνώνει τὸν οὐρανὸ μὲ τὴν γῆ. Καὶ στὴν κόγχη ζωγραφίζεται ἡ Παναγία ἔχουσα στὴν ἀγκαλιά της τὸν Χριστὸ καὶ περιβαλλομένη ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Ἡ εἰκονογραφία αὐτὴ δείχνει τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἐκκλησία εἶναι ὁ σύνδεσμος μεταξὺ Νυμφίου Χριστοῦ, νύμφης τοῦ Χριστοῦ καὶ φίλων τοῦ νυμφίου Χριστοῦ.

Αὐτὸ δείχνει καὶ μερικὲς ἄλλες ἀλήθειες. Ὅπως ὁ Χριστὸς βρίσκεται στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Παναγίας ἔτσι καὶ κέντρο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός. Ὅπως δὲν μποροῦμε νὰ ἐννοήσουμε τὴν Παναγία ἐκτὸς τοῦ Χριστοῦ, γιατί αὐτὸ ποὺ τὴν ἐδόξασε δὲν ἦταν ἁπλῶς οἱ ἀρετές της, ἀλλά το ὅτι ἔγινε Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἐννοήσουμε τὴν Ἐκκλησία ὡς μιὰ ἀνθρώπινη - κοινωνικὴ ὀργάνωση, ἀλλὰ ὡς ἔχουσα στὸ κέντρο της τὸν Θεάνθρωπο Χριστό. Ὅπως ὁ Χριστὸς ἐνηνθρώπησε ἀπὸ τὴν Παναγία, ἔτσι καὶ μποροῦμε νὰ τὸν συναντήσουμε μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ ὄχι ἐκτὸς αὐτῆς.

3. Τὸ ἀνθρωπολογικὸ πρόβλημα

Ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ προβλήματα ποὺ ἀπασχόλησαν πάντοτε τὸν ἀρχαῖο καὶ νεώτερο φιλοσοφικὸ λόγο ἦταν, τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποιό εἶναι τὸ πνευματικό του μέγεθος, ἀπὸ ποῦ προῆλθε, ποῦ ὑπάγει, ποιός εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ τὸ νόημα τῆς ζωῆς του. Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ προσπάθησαν νὰ ἀπαντήσουν διάφορα φιλοσοφικά, θρησκευτικὰ καὶ οὐμανιστικὰ συστήματα. Ἡ μεγαλύτερη ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποιά εἶναι ἡ ὀντολογία καὶ ποιός εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς του, εἶναι τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας.

Ἡ Παναγία ἀναζήτησε τὸν Θεό, γιατί γνώριζε ὅτι Αὐτὸς τὴν δημιούργησε καὶ δημιουργήθηκε κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωση Αὐτοῦ. Πέρα ἀπὸ τὸν πόθο Της γιὰ τὴν εὕρεση τοῦ Θεοῦ, συγχρόνως ἀκολούθησε καὶ μιὰ εἰδικὴ μέθοδο, ποὺ λέγεται ἡσυχαστική. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἑρμηνεύει ὅτι ἡ εἴσοδος τῆς Παναγίας στὰ ἅγια τῶν ἁγίων δηλώνει τὴν ἱερὰ ἡσυχία, ἤτοι τὴν ἀποβολὴ ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων λογισμῶν, τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ νοὸς ἀπὸ τὴν φαντασία καὶ τὴν προσφορά της στὸν Θεό. Μὲ τὴν καθαρότητα αὐτή, ποὺ ἐξασφαλίζει ἡ νοερὰ προσευχὴ καὶ ἡ ἱερὰ ἡσυχία βρῆκε τὸν Θεό, εἰσῆλθε στὰ ἅγια τῶν ἁγίων τῆς θεολογίας καὶ τῆς θεώσεως, συνέλαβε τὸν Χριστό, τὸν γέννησε, ἔγινε κέντρο τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴν συνέχεια μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ καὶ ὡς Μητέρα τοῦ Χριστοῦ νίκησε καὶ τὸν θάνατο.

Ἡ Παναγία δείχνει καθαρὰ ποιός εἶναι ὁ σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο γίνεται πρότυπο ζωῆς γιὰ ὅλους μας, ἰδίως σήμερα σὲ μιὰ ἐποχὴ συγχύσεως πνευματικῆς καὶ ἀνισορροπίας ἐσωτερικῆς. Βλέποντας τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας μποροῦμε νὰ δοῦμε ποιά εἶναι ἡ ὀντολογία μας καὶ ποιός εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας.

Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Πρότυπο τῆς δημιουργίας του εἶναι ὁ Λόγος, τὸ Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὀποτε, ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ἀναπαυθῇ ἐὰν δὲν ἀνταποκριθῇ στὶς ὑψηλὲς προδιαγραφὲς μὲ τὶς ὁποῖες δημιουργήθηκε.

Ὁ Θεὸς ποὺ τὸν δημιούργησε τοῦ ἔπλασε τὸ σῶμα καὶ τοῦ ἐνεφύσησε ψυχή. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματικὸ ὅν, ἀφοῦ ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα. Ὅμως γιὰ νὰ εἶναι ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος θὰ πρέπη νὰ λάβη καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὅπως ἡ ψυχὴ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ σώματος ἔτσι καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς.

Ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ ἐν Πνεύματι γίνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὅταν ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ μιὰ εἰδικὴ μέθοδο ποὺ λέγεται ἡσυχαστική. Πρόκειται γιὰ τὸν τρόπο ἐκεῖνο διὰ τοῦ ὁποίου ἐλευθερώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν τυραννία τῆς λογικῆς καὶ τῶν λογισμῶν, ἀναπτύσσεται ἡ νοερὰ ἐνέργεια, λαμβάνει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ γίνεται κατὰ Χάρη θεούμενος.

Φθάνοντας ὁ ἄνθρωπος σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση ποὺ μᾶς ὑποδεικνύει ἡ ζωὴ τῆς Παναγίας μας, ὑπερβαίνει ὅλα τὰ κοινωνικὰ καὶ ψυχολογικὰ ζητήματα. Δὲν τὸν ἀπασχολοῦν τὰ θέματα τῆς καθημερινότητος, παρὰ τὸ ὅτι τὰ ἀντιμετωπίζει, γιατί ζῇ ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴν τὴν ἀνάστασή του. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὑπερβαίνει τὸν θάνατο, ὅπως τὸ βλέπουμε στὴν ζωὴ τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ἀντιμετωπίζουν τὸν θάνατο ὡς ἕνα πέρασμα ἀπὸ τὴν βιολογικὴ ζωὴ στὴν ἀληθινὴ ζωή, ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα στὰ ἀληθινά, ἀπὸ τὴν ξενιτεία στὴν πραγματικὴ πατρίδα. Οἱ ἅγιοι βλέπουν τὸν θάνατο νὰ ἔρχεται καὶ χαίρονται, ὅπως χαίρεται ὁ ξενητεμένος ἐπιστρέφοντας στὴν Πατρίδα, ὅπου θὰ συναντήση τοὺς ἀγαπητούς του ἀνθρώπους. Πατρίδα εἶναι ὁ χαμένος Παράδεισος, ὅπου βρίσκονται ὅλοι οἱ προπάτορές μας.

Ζῶντας σὲ μιὰ ἐποχὴ στὴν ὁποία ὑπάρχει μεγάλη σύγχυση στὰ κοινωνικὰ καὶ ὑπαρξιακὰ προβλήματα, ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἐπιλύση μόνος του καὶ χρησιμοποιεῖ διάφορα φιλοσοφικὰ ζητήματα, ἡ Παναγία δείχνει ποιός εἶναι ὁ σκοπός μας, ποιό εἶναι τὸ νόημα τῆς ζωῆς μας, πῶς θὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἐσωτερική, ψυχικὴ ἠρεμία ποὺ τὸ ἔχουμε τόσο πολὺ ἀνάγκη, πῶς θὰ συναντήσουμε τὸν Θεό, πῶς θὰ ὑπερβοῦμε τὸ μεγάλο πρόβλημα τοῦ θανάτου.

4. Ἡ ζωὴ τῆς Ρωμηοσύνης

Ἡ Παναγία μας εἶναι καὶ ἡ ἔκφραση τῆς Ρωμηοσύνης. Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ Ρωμηοσύνη ἐννοοῦμε τὴν ζωὴ τῆς Χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, στὴν ὁποία ἦταν στενὰ συνδεδεμένος ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς μὲ τὸν ἀποκαλυπτικὸ λόγο καὶ στὴν ὁποία πρότυπο ἦταν οἱ θεούμενοι ἅγιοι.

Πρωτεύουσα τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους ἦταν ἡ Νέα Ρώμη ἡ ὀνομασθεῖσα Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ ἱδρυτοῦ της. Ὅταν βλέπη κανεὶς τὴν Πόλη αὐτήν, θυμᾶται τὴν Πλατυτέρα, τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ ἔχει στὴν ἀγκαλιά της τὸν Χριστό.

Ὁλόκληρη ἡ Πόλη ἦταν ἀφιερωμένη στὴν Παναγία. Γνωστὸ εἶναι τὸ Κοντάκιο τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου: «Τὴ Ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια...». Αὐτὸ τὸ τροπάριο ἦταν ὁ ἐθνικὸς ὕμνος τῶν Ρωμηῶν - Βυζαντινῶν. Ὁ ὕμνος τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους εἶναι τὸ ποίημα τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ στὸ ὁποῖο γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἐλευθερία. Ὅμως οἱ Ρωμηοί - Βυζαντινοὶ ὡς ἐθνικὸ ὕμνο εἶχαν τὸν ὕμνο τῆς Παναγίας ἡ ὁποία γέννησε τὸν Χριστὸ καὶ ἔτσι ἐλευθερώθηκε τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὸν θάνατο, τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν διάβολο.

Κέντρο τῆς Πόλεως ἦταν ὁ Ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος ὄχι στὴν μάρτυρα Σοφία, ἀλλὰ στὸν Χριστὸ ποὺ εἶναι ἡ ἀληθινὴ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Καὶ εἶναι σημαντικὸ ὅτι, ὅλες οἱ χιλιομετρικὲς ἀποστάσεις τῶν πόλεων καὶ τῶν χωρίων τῆς Χριστιανικῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας μετριόνταν μὲ ἀφετηριακὴ ἀρχὴ τὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, δηλαδὴ στὴν πραγματικότητα τὸν Χριστό.

Ἑπομένως, ἡ Νέα Ρώμη - Κωνσταντινούπολη, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένη στὴν Παναγία καὶ τὸ κέντρο της ἦταν ἡ Ἁγία Σοφία - ὁ Χριστός, εἰκονίζει ἀνάγλυφα καὶ παραστατικὰ τὴν εἰκόνα τῆς βρεφοκρατούσης Παναγίας.

Αὐτὸ εἶναι τὸ πρότυπο τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ, τοῦ Ρωμηοῦ. Μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ σύμπλεγμα Χριστοῦ καὶ Θεοτόκου μποροῦμε νὰ δοῦμε ὅλη τὴν θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ὅλη τὴν ζωὴ τῆς Ρωμηοσύνης. Τὸ κέντρο τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας δὲν ἦταν οἱ φιλοσοφικὲς καὶ κοινωνιολογικὲς θεωρίες, ἀλλὰ τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ συνδεδεμένο μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας. Ἐκεῖ πρέπει νὰ κατατείνη κάθε ἄνθρωπος.

Ἀκριβῶς γι' αὐτὸ ὁ Ρωμαίικος - Βυζαντινὸς πολιτισμὸς ἔχει μιὰ διαχρονικὴ ἀξία καὶ σπουδαιότητα. Αὐτὸ φαίνεται στὴν εἰκονογραφία, στὴν μουσική, τὴν ναοδομία, τὴν ὑμνογραφία, ὅλες τὶς λειτουργικὲς τέχνες, τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση, ἀκόμη καὶ τὴν διοίκηση τῆς Πολιτείας. Ὅλα εἶχαν ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὸ θεανθρώπινο ἦθος ὅπως ἐκφράζεται στὴν σύνθεση τῆς Πλατυτέρας τῆς κόγχης τοῦ ἱεροῦ Βήματος.

5. Τὰ Μοναστήρια μας

Τὸ ἦθος αὐτὸ ποὺ περιγράψαμε προηγουμένως εἶναι αὐθεντικὸ καὶ αὐτὸ μόνον ἀναπαύει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκριβῶς γι' αὐτὸ καὶ οἱ εὐσεβεῖς Ρωμηοὶ κτίζουν Μοναστήρια πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας μας, ποὺ ὑπῆρξε ἡ αἰτία τῆς ἀναδημιουργίας καὶ σωτηρίας μας. Μέσα στὴν μητρικὴ Τῆς ἀγκαλιὰ αἰσθάνονται ἀναπαυμένοι.

Πόσο δὲν νοσταλγοῦμε τὴν μητέρα μας καὶ πόσο δὲν θὰ θέλαμε νὰ εἴμαστε στὴν ἀγκαλιά της καὶ νὰ αἰσθανόμαστε τὴν μητρική της στοργὴ καὶ θαλπωρή! Αὐτὸ ἀναπληρώνεται μὲ τὴν ἀγάπη μας στὴν μεγάλη πνευματική μας Μητέρα, τὴν Παναγία, ἀφοῦ ζοῦμε μέσα στὴν ἀγκάλη Της. Μόνον τὰ μητρόθεα σπλάγχνα μας ἀναπαύουν. Βλέπουμε εἰκονισμένη τὴν Παναγία στὶς ἱερὲς εἰκόνες, ἀλλὰ αἰσθανόμαστε τὴν κοινωνία μαζί Της καὶ τὴν στοργικὴ Τῆς ἀγκαλιὰ ἀνεικονίστως. Ἀκριβῶς γι' αὐτὸν τὸν λόγο οἱ Χριστιανοὶ κτίζουμε ἱερὲς Μονὲς καὶ τὶς ἐπισκεπτόμαστε, γιατί θέλουμε νὰ βρισκόμαστε μαζὶ μὲ τὸν Υἱό Της μέσα στὴν Θεομητορική της ἀγκαλιά. Ἑπομένως, οἱ προσκυνηματικὲς ἐκδρομὲς στὰ Μοναστήρια καὶ μάλιστα σὲ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀφιερωμένα στὴν Παναγία μας, φανερώνουν τὴν θεολογική μας ἀναζήτηση.

Καὶ ἐμεῖς στὴν Ρούμελη ἔχουμε δύο τέτοια Μοναστήρια, ἤτοι τὴν Παναγία τὴν Προυσιώτισσα καὶ τὴν Παναγία τὴν Ἀμπελακιώτισσα. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ Μοναστήρια εἶναι κέντρα τοῦ πνευματικοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐθνικοῦ βίου. Ἡ Παναγία ἀνέπαυσε ὅλους τοὺς πονεμένους καὶ θλιμμένους ἀνθρώπους διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ τοὺς ἔλυσε ὅλα τὰ προσωπικά, ὀντολογικά, ψυχολογικὰ καὶ κοινωνικὰ προβλήματά τους.

Πολὺ συγκινοῦμαι ὅταν διαβάζω περιγραφὲς παλαιῶν προσκυνητῶν γιὰ τὶς πολύωρες νυκτερινὲς ὁδοιπορίες, προκειμένου νὰ φθάσουν στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας. Αὐτὴ ἡ κουραστικὴ πορεία ἦταν μιὰ κίνηση ἀγάπης, μιὰ ἁγία ἐρωτικὴ ἔκφραση πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία. Ἀκόμη καὶ σήμερα οἱ εὐσεβεῖς Ρουμελιῶτες ἀκούγοντας ἢ μιλῶντας γιὰ τὴν Παναγία τὴν Προυσιώτισσα καὶ τὴν Παναγία τὴν Ἀμπελακιώτισσα κλαῖνε. Αὐτὸ τὸ κλάμα εἶναι ἐπένδυση ζωῆς, ἀνάμνηση οἰκογενειακή, προσδοκία συνάντησης μὲ ἀγαπητὰ πρόσωπα, προσευχὴ γιὰ Θεομητορικὴ στοργή, ἀναζήτηση μιᾶς ζεστῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγκαλιᾶς, ὅπως εἶναι ἡ ἀγκαλιὰ τῆς Παναγίας μας.

Καὶ ἐπειδὴ στὴν αἴθουσα αὐτὴν εὑρίσκονται ἐκλεκτοὶ Ρουμελιῶτες θὰ ἤθελα νὰ σᾶς ἀναφέρω καὶ ἕνα στόχο μου ποὺ ἐλπίζω νὰ βοηθήσετε νὰ γίνη πραγματικότητα. Μπορεῖ δὲ νὰ γίνη. Δηλαδὴ θὰ ἤθελα νὰ συνδεθῇ μὲ ἀσφαλτοστρωμένο ὁδικὸ δίκτυο ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἀμπελιακιώτισσας μὲ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Προυσιώτισσας καὶ ταυτοχρόνως νὰ γίνη σύνδεση μεταξὺ τῆς Ναυπακτίας καὶ τῆς Εὐρυτανίας. Μέχρι τὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἀμπελακιώτισσας μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ὑπουργοῦ Μεταφορῶν καὶ Ἐπικοινωνιῶν κ. Βερελὴ ὑπάρχει ἄσφαλτος δρόμος. Ἐπίσης ἀπὸ τὸ χωριὸ Περδικόβρυση ὑπάρχει ἀσφαλτοστρωμένος δρόμος μέχρι τὴν Ἱερὰ Μονὴ Προυσιώτισσας. Τὸ μόνο ποὺ ἀπομένει εἶναι νὰ γίνη ἀσφαλτόστρωση τῆς ὁδοῦ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἀμπελακιώτισσας μέχρι τὴν Περδικόβρυση, περίπου 15 χιλιόμετρα. Ἤδη ἀπέστειλα ἔγγραφο στὴν κ. Βάσω Παπανδρέου, ἀλλὰ πρὸς τὸ παρὸν δὲν ἔλαβα ἀπάντηση.

Παρακαλῶ βοηθῆστε ὅσο μπορεῖτε, γιατί ἔτσι ἑνώνονται ὁδικῶς δύο μεγάλα προσκυνήματα μὲ πολλὲς ὠφέλειες γιὰ τὸν τόπο καὶ τὴν ὀρεινὴ Ναυπακτία. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀνεβαίνουν χειμῶνα - καλοκαίρι στὴν ὄμορφη Ἄνω Χώρα, ὅπου λειτουργεῖ μιὰ ὡραία Ξενοδοχειακὴ μονάδα, ἀλλὰ καὶ ὡραῖοι ξενῶνες, θὰ μποροῦν νὰ κάνουν μέσα σὲ μιὰ ἡμέρα προσκύνημα καὶ στὰ δύο αὐτὰ Μοναστήρια καὶ νὰ λαμβάνουν τὴν εὐλογία τῆς Παναγίας μας.

Ἀγαπητὲ κ. Πρόεδρε καὶ ἀγαπητοί μου,

Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν πρόσκληση νὰ ἔλθω σήμερα στὴν γιορτή σας. Σᾶς συγχαίρω γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ τρέφετε στὴν Παναγία καὶ μάλιστα τὴν Παναγία τὴν Προυσιώτισσα. Καὶ εὔχομαι ἡ Παναγία ποὺ εἶναι "τὸ καινὸν παντὸς τοῦ τῶν ἀνθρώπων γένους ἱλαστήριον", ἡ "διὰ πάντων κεκοσμημένη τῶν χαρισμάτων τοῦ θείου Πνεύματος", ἡ "φωτὸς φαιδροτέρα, παραδείσου εὐανθεστέρα, κόσμου παντὸς ὁρατοῦ τε καὶ ἀοράτου κοσμιωτέρα", κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, νὰ σᾶς σκεπάζη νὰ σᾶς προστατεύη καὶ νὰ σᾶς ἐνισχύη στὴν ζωή σας. Ἐπίσης, ἂς εὐχηθοῦμε ὅπως ἐκείνη εἰσῆλθε στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ἔτσι καὶ ἐμεῖς νὰ εἰσέλθουμε στὰ ἅγια τῶν ἁγίων τῆς πνευματικῆς ζωῆς ποὺ εἶναι ἡ θέωση καὶ ὁ ἁγιασμός. Καὶ ὅπως ἐκείνη ὑπερέβη τὸν θάνατο ἐν Χριστῷ, ἔτσι καὶ ἐμεῖς νὰ ὑπερβοῦμε τὸν θάνατο ποὺ μᾶς βασανίζει ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ συλληφθήκαμε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας. Καὶ σᾶς παρακαλῶ νὰ προσεύχεσθε γιὰ μένα ὥστε νὰ δέχομαι στὴν ζωή μου τὴν Θεομητορικὴ στοργὴ τῆς Παναγίας μας.

Θὰ ἤθελα νὰ κλείσω τὴν σύντομη αὐτὴ ὁμιλία μου ἐπαναλαμβάνοντας τοὺς λόγους τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου: "Πρὸς τίνα καταφύγω ἄλλην, Ἁγνή; ποῦ προσδράμω λοιπὸν καὶ σωθήσομαι; ποῦ πορευθῶ; ποίαν δὲ ἐφεύρω καταφυγήν; ποίαν θερμὴν ἀντίληψιν; ποίαν ἐν ταῖς θλίψεσι βοηθόν; εἰς σὲ μόνην ἐλπίζω, εἰς σὲ μόνην καυχῶμαι, καὶ ἐπὶ σὲ θαρρῶν κατέφυγον". Ἀμήν.