Skip to main content

Π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης (1927-2001) - Παναγιώτη Χριστινάκη: Ἐπικήδειος λόγος

Ἀφιέρωμα στόν Π. Ἰωάννη Σ. Ρωμανίδη (1927-2001)

Ἐπικήδειος στόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη

Ἀπὸ τὸν Καθηγητὴ κ. Παναγιώτη Χριστινάκη

Τό Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν ἐκπροσώπησε ὁ Καθηγητής κ. Παναγιώτης Χριστινάκης.

Ὁ κ. Χριστινάκης, ἐκφράζοντας τά συναισθήματα καί τῶν συναδέλφων του, ὑπεγράμμισε τήν μεγάλη προσωπικότητα τοῦ ἐκλιπόντος, καθόσον «δέν φθάνουν τά λόγια γιά νά περιγράψη κανείς μιά προσωπικότητα σάν τόν π. Ἰωάννη».

Ἐν συνεχεία στάθηκε σέ δύο σημεῖα-περιστατικά τῆς ζωῆς τοῦ π. Ἰωάννη, σέ δύο μαρτυρίες, τίς ὁποῖες θεώρησε ἐκφραστικές της προσωπικότητάς του.

Τό πρῶτο σημεῖο ἀφοροῦσε ἕνα περιστατικό, στό ὁποῖο ἦταν μάρτυρας ὁ ἴδιος, κατά τό ὁποῖο ὁ π. Ἰωάννης, ἀπορροφημένος ἀπό τήν προσευχή πού συνήθιζε νά κάνη βηματίζοντας, δέν ἀνταπέδωσε τόν χαιρετισμό σέ ἕναν φοιτητή του, καί αὐτό ἔγινε αἰτία νά ἀποκαλυφθῆ, τελικά, ἡ κρυφή ἀρετή του: «Δεῖγμα ὅτι πρῶτα ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ», ὅπως χαρακτηριστικά ἀνέφερε ὁ κ. Χριστινάκης.

Τό δεύτερο σημεῖο ἀφοροῦσε τό ἐπιστημονικό του ἔργο καί συγκεκριμένα τήν διδακτορική του διατριβή, «τό προπατορικό ἁμάρτημα». Ἀπό τούς πολλούς διδάκτορες πού ἔχει βγάλει ἡ «ἐπιστημονική φωλιά», ἡ Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν, ὁ π. Ἰωάννης ξεχώριζε: «Στήν περίπτωση τοῦ π. Ἰωάννη, μέ τήν διδακτορική του διατριβή ἐπιτρέψατέ μου νά πῶ ὅτι, γιά μένα, φάνηκε ἀμέσως ὅτι αὐτό πού βγῆκε εἶναι ἀετόπουλο, ὅτι ἐπρόκειτο νά γίνη, ὅπως καί ἔγινε, ἀετός, πέταξε πέρα, μακριά ἀπ’ ἐδῶ, πῆγε στήν Θεσσαλονίκη». Τήν μετέπειτα πορεία τοῦ παρακολουθοῦσαν οἱ συνάδελφοί του τῶν Ἀθηνῶν μέ «καμάρι», διότι τόν θεωροῦσαν καί δικό τους Καθηγητή, μέχρι καί τά τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του, τήν ὁποία χαρακτήριζε «ὁ σταυρός καί ἡ λαμπάδα τοῦ Χριστοῦ».

Καί ὁ κ. Χριστινάκης προέπεμψε τόν π. Ἰωάννη μέ τήν εὐχή:

«Ἅς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη του, διότι μᾶς φώτισε καί μᾶς φωτίζει πολύ».

π. Ἰωάννου Ρωμανίδη: “Ἡ Ἀποκάλυψις, ἡ Ἱερά Παράδοσις, ἡ Ἁγία Γραφή καί τό Ἀλάθητον”

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

Ἕνα ἔτος συμπληρώνεται τήν 1 Νοεμβρίου ἀπό τήν κοίμηση τοῦ ἀειμνήστου Πρωτοπρεσβυτέρου καί Καθηγητού τῆς Θεολογίας π. Ἰωάννου Ρωμανίδη. Ὡς μνημόσυνο ἡ Ε.Π. παραθέτει ἐν συνεχεία τμῆμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ τῆς Δογματικῆς το ὁποῖο μας κατέλιπε (http://romanity.org).

Τό κέντρον τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως εἶναι ὁ Χριστός καί ἡ μετ’ Αὐτοῦ κοινωνία καί ἡ περί Αὐτοῦ μαρτυρία τῶν φίλων Αὐτοῦ προφητῶν, ἀποστόλων καί ἁγίων. Εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην ὁ Χριστός ἀπεκάλυπτεν Ἐαυτόν ἀσάρκως καί ἐν Ἐαυτῶ τόν Πατέρα διά Πνεύματος Ἁγίου εἰς τούς προφήτας φίλους Αὐτοῦ’ μετά δέ τήν ἐνανθρώπησιν Αὐτοῦ ἐν σαρκί εἰς τούς φίλους Αὐτοῦ προφήτας, ἀποστόλους καί ἁγίους.

Ἐν τῇ ἀποκαλύψει ὡς καί ἐν τῇ Ἱερά Παραδόσει ἔχομεν τρία τινά’ 1) Τόν ἀποκαλύπτοντα καί δοτήρα, 2) τό ἀποκαλυπτόμενον ἤ τήν δωρεάν, καί 3) τόν δέκτην, φύλακα καί μεταδότην τῆς ἀποκαλυπτομένης δωρεᾶς.

1) Ὁ ἀποκαλύπτων δοτήρ εἶναι ὁ Θεός. Ὁ ἀπεσταλμένος μεταφορεύς καί ἐν Ἐαυτῶ κατά φύσιν φέρων καί ἀποκαλύπτων τόν Θεόν καί τήν Αὐτοῦ δωρεάν δοτήρ εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅστις ἐν τῷ ἀποκαλύπτοντι καί κατά φύσιν δοτήρι Πνεύματι Αὐτοῦ χαρίζει τήν ἀποκάλυψιν καί μέθεξιν τῆς δωρεᾶς τοῖς ἀνθρώποις μέσω τῶν προφητῶν, τῶν ἀποστόλων, τῶν ἁγίων καί τοῦ ἱερατείου.

2) Ἡ ἀποκαλυπτομένη καί μετεχομένη δωρεά τῆς ὁποίας τήν μέθεξιν χαρίζει ὁ Χριστός ἐκ τοῦ Πατρός ἐν Πνεύματι Ἁγίω εἰς τόν λαόν τοῦ Θεοῦ, μέσω τῶν προφητῶν, ἀποστόλων καί ἁγίων εἶναι ἡ ἄκτιστος φυσική δόξα τοῦ Χριστοῦ, ἥτις ἀμερῖστως μερίζεται ἐν μεριστοῖς κατά τήν ἀξίαν ἤ προετοιμασίαν τῶν ἀνθρώπων. Ἡ δωρεά τῆς ἀποκαλύψεως καί μεθέξεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Πνεύματι Αὐτοῦ τοῖς προφήταις καί τῷ λαῶ τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ Παλαιά Διαθήκη, συμπεριλαμβάνει ἐν τῇ ἐνσαρκώσει καί τήν ἀνθρωπίνην φύσιν τοῦ Θεοῦ Λόγου.

...

Αὐτή ἡ ἐν τῷ λαῶ τοῦ Θεοῦ ἐνέργεια τοῦ Λόγου πρό καί μετά τήν ἐνσάρκωσιν Αὐτοῦ εἶναι ἡ Παρακαταθήκη τῆς πίστεως, ὡς καί τό κέντρον καί ἡ μορφοποιός δύναμις τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί ἡ κεντρική διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

3) Ὁ δέκτης, φύλαξ καί μεταδότης τῆς θείας ταύτης ἀποκαλύψεως καί δωρεᾶς εἶναι ὁ διά τῆς θεώσεως γενόμενος προφήτης, ἀπόστολος καί ἅγιος της Ἐκκλησίας, ὡς καί ὁ παραμένων ἐν Πνεύματι Ἁγίω πιστός εἰς τούς θεουμένους καί τήν διδασκαλίαν αὐτῶν λαός τοῦ Θεοῦ. Ὁ οὕτω θεούμενος προφήτης, ἀπόστολος καί ἅγιος λαμβάνει ἄμεσον γνῶσιν τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Χριστοῦ ἐν Πνεύματι, καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ λαμβάνει μέσω τῶν θεουμένων φίλων του Χριστοῦ ἔμμεσον γνῶσιν περί τοῦ Θεοῦ...

Ἡ ἐκ τῶν προφητῶν, ἐκ τοῦ ἐνσαρκωθέντος Λόγου καί ἐκ τῶν ἀποστόλων ἔμμεσος γνῶσις περί τοῦ Θεοῦ ἐμπεριέχεται εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν, εἰς τήν λειτουργικήν καί μυστηριακήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τά συγγράμματα τῶν Πατέρων καί εἰς τάς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων. Ἡ δέ ἄμεσος ὑπό τῶν θεουμένων γνῶσις τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνει τά περί Θεοῦ σύμβολα ταῦτα, οὐδέποτε ὅμως διαφέρει αὐτῶν, ἀλλ’ εἶναι πάντοτε σύμφωνος πρός ταῦτα. Ὅπως ἡ ἄμεσος καί ἔμμεσος γνῶσις πάντοτε συμφωνοῦν οὕτω καί οἱ ἔχοντες τήν ἄμεσον γνῶσιν πάντοτε συμφωνοῦν μεταξύ των καί κατανοοῦν τά νοήματα ἀλλήλων. Ὑπάρχει μεταξύ αὐτῶν ἑρμηνευτική ταυτότης. Διά τοῦτο ψευδοπροφήτης καί ψευδαπόστολος καί ψευδοάγιος ἤ ψευδοθεούμενος διδάσκει ἀντίθετα πρός τήν διδασκαλίαν τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν θεουμένων.

Ἡ δύναμις ἥτις καθιστᾶ δυνατήν τήν ἀποδοχήν, τήν φύλαξιν καί τήν μετάδοσιν ἤ παράδοσιν τῆς ἀποκαλυπτομένης καί σωστικῆς, ἁγιαστικῆς καί θεωτικής δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τῆς Παρακαταθήκης τῆς ἐν τῷ σαρκωθέντι Λόγω ὡς ἄνω ἐνεργείας καί χάριτος, εἶναι αὐτή αὕτη ἡ Παρακαταθήκη, ἥτις μεταδίδεται καί μετέχεται διά τοῦ μυστηρίου τῆς δόξης καί βασιλείας ἤ διά τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως.

Ὁ ἐμφανίσας Ἐαυτόν ἐν δόξη ἀσάρκως τοῖς προφήταις καί ἐν σαρκί αὐτοῖς καί τοῖς ἀποστόλοις Λόγος τοῦ Θεοῦ, Ὅστις τῷ Πνεύματι Αὐτοῦ ἐνεφάνισεν ἐν Ἐαυτῶ τόν Πατέρα Θεόν καί ἐπ’ ἐσχάτων των ἡμερῶν ἐγεννήθη ὡς ἄνθρωπος ἐκ τῆς Θεοτόκου, εἶναι Αὐτός ἡ Παρακαταθήκη ἥν παραλαμβάνει καί παραδίδει ἡ Ἱεραρχία ἀπό γενεᾶς εἰς γενεάν κατά τήν θείαν Εὐχαριστίαν εἰς τούς ἐπισκόπους καί τούς πρεσβυτέρους κατά τήν ἡμέραν τῆς χειροτονίας αὐτῶν, ἴνα διά τῶν ἐπισκόπων καί τῶν πρεσβυτέρων φυλαχθῆ καί μεταδοθῆ πρός ἁγιασμόν καί θέωσιν τῶν πιστῶν. Ἀλλά ὁ σαρκωθεῖς Λόγος, ὁ ἴδιος, ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ καί τό κατοικητήριον τῶν πιστῶν, εἶναι Ἐκεῖνος Ὅστις ἐν τῷ ἐπισκόπω τή ζώση ἐν τοῖς μυστηρίοις εἰκόνι Αὐτοῦ, δέχεται, φυλάττει καί μεταδίδει ἤ παραδίδει τήν Παρακαταθήκην, δηλαδή τόν Ἐαυτόν Τοῦ μετά τῶν ἀγγέλων καί τῶν φίλων Αὐτοῦ πρός τελείωσιν τοῦ λαοῦ Αὐτοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἤ ἡ Ἄμπελος, ἥν ἐφύτευσεν ὁ Θεός τή δεξιά Αὐτοῦ, ἤτοι διά τῆς δόξης καί τῆς βασιλείας Αὐτοῦ, δί’ ἧς κατέστρεψε τό βασίλειον τοῦ θανάτου καί ἀνέστησε τάς ψυχᾶς τῶν νεκρῶν ἐν τῷ Ἅδη καί διά τοῦ βαπτίσματος ἀνιστᾶ τάς ψυχᾶς τῶν κεκαθαρμένων τῶν πεφωτισμένων καί τῶν θεουμένων. Αἵ δέ ψυχαί αὑταί εἶναι τά κλήματα τῆς ἀμπέλου καί γεωργός ὁ Θεός.

Ὁ Θεός διά τοῦ ἐνσαρκωθέντος Λόγου ἐν Πνεύματι Ἁγίω καθιστᾶ δυνατήν τήν ἀποδοχήν, φύλαξιν καί μετάδοσιν τῆς χάριτος, οὐχί παρά τήν βούλησιν ἀκαταγωνίστως, ἀλλ’ ἀντιθέτως τή συνεργεῖα τοῦ ἀνθρώπου πρός καρποφόρον βλάστησιν τῶν κλημάτων. Ἡ ἄμπελος καί τά κλήματα ὁμού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Τό ἀποκοπτόμενον τῆς ἀμπέλου ἄκαρπον καί ξηρόν κλῆμα παύει νά εἶναι φορεύς τῆς Παρακαταθήκης, ἀφοῦ, ἡ Παρακαταθήκη δέν δύναται νά ταυτισθῆ μέ τό νεκρόν κλῆμα. Ἡ Παρακαταθήκη εἶναι ὁλόκληρος ἡ ἄμπελος μετά τῶν καρποφόρων κλημάτων, δηλαδή ὁ σεσαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ σύν τοῖς μετόχοις τοῦ σώματος καί τῆς βασιλείας Αὐτοῦ ἁγίοις καί πιστοῖς.

+ Ἰωάννου Πρεσβυτέρου, αἰωνία ἡ μνήμη

Πα­ρά­δει­σος-Κό­λα­ση

Ὁ Παράδεισος καὶ ἡ Κόλαση ὑπάρχουν ἐξ ἐπόψεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι ἐξ ἐπόψεως τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς θὰ ἐμφανισθῇ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἄλλοι θὰ δοῦν τὸν Θεὸ ὡς Φῶς, ἐπειδὴ εἶχαν καθαρίσει τὸ νοερὸ τῆς ψυχῆς καὶ εἶχαν ἀποκτήσει αὐτοπτικὸ ὄμμα, ὁπότε αὐτὸ εἶναι ὁ Παράδεισος, καὶ ἄλλοι θὰ δοῦν τὸν Θεὸ ὡς πῦρ καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ Κόλαση. Ὅταν καθίση κανεὶς κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ ἀνοίξη τὰ μάτια του τὰ ὁποία δὲν μποροῦν νὰ ἀνθέξουν τὴν ὅραση αὐτή, θὰ τυφλωθῇ. Αὐτὸ εἶναι ἡ Κόλαση. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια λέγεται ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι καὶ φῶς καὶ πῦρ, γιατί ἄλλους φωτίζει καὶ ἄλλους κατακαίει.

Ὁ Χριστὸς στὴν διδασκαλία Του, μιλῶντας γιὰ τὴν Κόλαση χρησιμοποίησε τὶς λέξεις «σκότος» καὶ «πῦρ». Ἀλλὰ τὸ αἰσθητὸ σκότος δὲν εἶναι πῦρ τὸ ὁποῖο φωτίζει, καὶ ὅταν ὑπάρχη τὸ πῦρ δὲν ὑπάρχει τὸ σκότος. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Κόλαση δὲν εἶναι οὔτε πῦρ οὔτε σκότος, ὅπως γνωρίζουμε ἐμεῖς τὰ στοιχεῖα αὐτὰ στὴν κτιστὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ εἶναι βίωση τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς ὡς σκότους λόγῳ τῆς ἀσθένειας τοῦ ἀνθρώπου. Ἑπομένως, δὲν ἔκανε ὁ Θεὸς τὴν Κόλαση, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος βιώνει τὸν Θεὸ ὡς Κόλαση, καὶ οὔτε ἡ Κόλαση εἶναι μιὰ κτιστὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ βιώνεται ὡς πῦρ καταναλῖσκον. Ὁ Θεὸς θὰ ἀγαπᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, δικαίους καὶ ἀδίκους, ἀλλὰ οἱ ἄδικοι δὲν θὰ μποροῦν νὰ καταλάβουν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Οἱ ἅγιοι στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ ἔχουν διαρκῆ πρόοδο στὴν μέθεξη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ ὑπάρχη μιὰ εὐδαιμονία, δηλαδὴ μιὰ στατικὴ κατάσταση, καὶ οἱ κολασμένοι θὰ ἔχουν πώρωση καὶ θὰ μετέχουν τοῦ Θεοῦ ὡς πυρός. Μετὰ θάνατον δὲν ὑπάρχει μετάνοια, ἀλλὰ ὑπάρχει πρόοδος στὴν μετάνοια, ποὺ σημαίνει ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίση νὰ μετανοῇ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή, ἡ μετάνοια θὰ ὁλοκληρωθῇ στὴν ἄλλη.

(Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Τὰ κεντρικὰ σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, εἰς Ἐμπερικη Δογματική, τόμ. Β')

Περιλήψεις Εἰσηγήσεων: Τὸ ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη

Τὸ ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη  (Video)

Ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνὸς στὴν εἰσήγησή του παρουσίασε τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ὡς "σημεῖον ἀντιλεγόμενον", διότι ἡ παρουσία του στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ ἀκαδημαϊκὸ περιβάλλον συνδέθηκε ἀπ' ἀρχῆς μὲ φανερὴ ἢ συγκεκαλυμμένη ἀντίδραση ἐναντίον του, διότι γιὰ κάποια πρόσωπα ἢ ὁμάδες ὁ π. Ἰωάννης ἀποτελοῦσε πρόκληση ἰσχυρή. Καὶ αὐτό, διότι εἰσήγαγε στὸν ἐκκλησιαστικό μας βίο καὶ στὴν ἀκαδημαϊκὴ οἰκογένεια ἕναν νέο τρόπο διδασκαλίας τῆς θεολογικοδογματικὴς παραδόσεώς μας, συνδέοντας τὴν ἀκαδημαϊκή μας θεολόγηση μὲ τὴν ἐμπειρικὴ Πατερικὴ ἀσκητικονηπτικὴ πράξη. Μὲ αὐτὸν ὅμως τὸν τρόπο ἐκλόνιζε τὴν ἡγεμονία τῆς σχολαστικῆς μεταφυσικῆς (παπικῆς καὶ προτεσταντικῆς), ἐνῷ αὐτόματα περιθωριοποιοῦσε κατεστημένες καὶ πολυθαυμαζόμενες αὐθεντίες. Ἐπίσης, προκάλεσε ἀντιθέσεις καὶ στὸν χῶρο τῆς ἱστορίας, διότι, γνωρίζοντας τὴν διαχρονικὴ διαλεκτικὴ Ρωμαιοσύνης καὶ Φραγκοσύνης, μπόρεσε νὰ προσδιορίση τὴν διαμετρικὴ διαφορὰ στὶς προϋποθέσεις καὶ πραγματώσεις φραγκικοῦ καὶ ρωμαίϊκου (ἑλληνορθόδοξου) πολιτισμοῦ καὶ τὶς πραγματικὲς προϋποθέσεις τῆς διαφοροποιήσεως καὶ τελικὰ ἀποσχίσεως τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης. Προσέφερε, ἔτσι, αὐθεντικὰ ρωμαίϊκα κλειδιὰ γιὰ τὴν κατανόηση καὶ ἑρμηνεία τοῦ πολιτισμοῦ μας.

 Περιλήψεις Εισηγήσεων: Τό έργο καί η διδασκαλία τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη

Παρουσίασε διάφορες ὄψεις τῆς ἐναντίον του πολεμικῆς, ὄχι μόνον στὸν ἐπιστημονικό-ἀκαδημαϊκὸ χῶρο, ἀλλὰ καὶ σὲ διαπροσωπικὸ ἐπίπεδο, ποὺ ἄγγιζε τὰ ὅρια τῆς συκοφαντίας καὶ μιᾶς ἀληθινῆς συνωμοσίας. Τὸ βεληνεκὲς αὐτῆς τῆς στάσης ἔφθανε μέχρι τοὺς θεολογικοὺς Διαλόγους, στοὺς ὁποίους μετεῖχε καὶ ὁ π. Ἰωάννης, κατηγορούμενος ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες συναδέλφους του ἀκόμη καὶ γιὰ αἱρέσεις, ποὺ φυσικὰ δὲν εἶχε. Ὁ φθόνος ἀποτελοῦσε, κατὰ τὴν ἐκτίμηση τοῦ εἰσηγητοῦ, κίνητρο ἰσχυρό, ὥστε νὰ ἐπιχειρῆται ἡ ἠθικὴ ἐξόντωση καὶ ἐκμηδένισή του, ὄχι μόνον ἀπὸ "ἐχθρούς", ἀλλὰ ἐνίοτε καὶ ἀπὸ προσποιούμενους τὸν φίλο του, ποὺ διέσπειραν κατηγορίες, τὶς ὁποῖες ἀναπαρῆγαν ἐκεῖνοι, ποὺ ἐπεδίωκαν τὴν μείωση καὶ ἀποδυνάμωσή του. Ἀντίθετα, τὴν ἐπιστημοσύνη καὶ θεολογικὴ προσφορὰ τοῦ π. Ἰωάννη ἦσαν σὲ θέση νὰ κατανοήσουν διακεκριμένοι Δυτικοί, ποὺ συχνὰ ἐξέφραζαν τὸν θαυμασμό τους καὶ τὴν ἐκτίμησή τους στὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο του.

Τέλος ὁ εἰσηγητὴς τόνισε τὴν σημασία τῆς Ἡμερίδας ποὺ διοργάνωσε ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Ναυπάκτου καὶ μὲ τὴν ὁποία φανερώνεται γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἡ ἀγάπη καὶ ὁ σεβασμὸς τοῦ Μητροπολίτου κ. Ἱεροθέου πρὸς «τὸν ἀείμνηστο διδάσκαλό μας καὶ ἐπιστήθιο φίλο του».

Ἡ κ. Δέσπω Λιάλιου, μαθήτρια τοῦ π. Ἰωάννου καὶ μεταφράστρια κειμένων του ἀπὸ τὰ ἀγγλικά, κατέθεσε γραπτῶς τὴν δική της μαρτυρία πρῶτα γιὰ τὴν δυνατὴ παρουσία καὶ τὴν μεγάλη ἐπίδραση τοῦ π. Ἰωάννου στὸν χῶρο τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας στὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἔπειτα γιὰ τὶς «θεολογικὲς προϋποθέσεις τῆς ἑρμηνευτικῆς στὸ ἔργο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη»

Οἱ προϋποθέσεις αὐτὲς εἶναι, μεταξὺ ἄλλων, οἱ ἑξῆς: Τὰ μεγάλα ἐπιστημονικά, γνωστικά, κοινωνικά, διανοητικὰ καὶ θεολογικὰ ἐφόδια τοῦ π. Ἰωάννη, ποὺ τὸν βοήθησαν στὴν ἔκφραση τῆς ὀρθόδοξης ἑρμηνείας τῶν θεολογικῶν προβλημάτων τὸ ὅτι εἶχε ὡς κέντρο τοῦ θεολογικοῦ τοῦ προβληματισμοῦ τὸν πεπτωκότα ἄνθρωπο καὶ τὴν πορεία του μέσα στὴν ἱστορία ἡ ἀποφυγὴ τῆς ἀντίθεσης Θεός-ἄνθρωπος στὴν σωτηριολογία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἀντίθεση ἄλλοτε ἡ σωτηρία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος τὴν ὑπομένει κατὰ προορισμό, καὶ ἄλλοτε προέρχεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο κατὰ τὴν νομοτέλεια τῶν καλῶν του ἔργων ἡ ἕνωση τοῦ λόγου γιὰ τὴν δημιουργία μὲ τὸν λόγο γιὰ τὰ ἔσχατα καὶ τῆς διήγησης τῆς Γενέσεως μὲ τὸν λόγο γιὰ τὴν θέωση καὶ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἡ στήριξη τῆς ἑρμηνείας στὴν μαρτυρία τῶν ἀπ' αἰῶνος ἁγίων ἡ θεώρηση τῆς ἑνότητας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου ἡ σημασία τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀποκαλύπτεται ἐν δυνάμει καὶ δόξη τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται διαρκῶς σὲ μιὰ πορεία ἀποδοχῆς τῆς θείας Χάριτος στὴν πορεία αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος ἀναμετρᾶται μὲ τὶς ἀντίθεες δυνάμεις καὶ ὄχι μὲ τὸν Θεό.

Ἐπίσης, ὁ π. Ἰωάννης ἀποκλείει στὸν θεολογικὸ λόγο τὴν προσωπικὴ αὐθαιρεσία καὶ αὐτοσχεδιασμὸ ἢ τὸ θρησκευτικὸ βίωμα μιᾶς ψυχολογικῆς ἀνάγκης ἢ παρέκκλισης. Ἀντίθετα τὸν στηρίζει πάντα στὸν βίο καὶ στὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων. Ἡ τεκμηρίωση τῶν πατερικῶν κειμένων γίνεται μὲ κριτήριο τὸν ἔλεγχο τῆς συνοδικῆς πράξης τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως «καρποφορεῖ στὴν λατρεύουσα κοινότητα» στὴν συγκεκριμένη ἐποχὴ καὶ τὸ συγκεκριμένο περιβάλλον. Ἡ θεολογία εἶναι ἐφαρμοσμένη ἐπιστήμη, ἀφοῦ ἔχει ἄμεση ἐφαρμογὴ στὴν μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας, τῆς θεωτικὴς ἐμπειρίας καὶ ὁμολογίας, στὴν ζωὴ τῆς μετανοίας καὶ τὴν παράκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δὲν ἀποδέχεται τὴν χαώδη ἑρμηνεία ἐκτὸς τῆς ἱστορίας. Χαρακτηριστικὸ εἶναι ἡ κριτικὴ ἐναντίον τῶν ἑρμηνευτῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς ποὺ ξεχνῶντας τὴν ἱστορία προσπαθοῦν νὰ κάνουν ἱστορικὰ ἅλματα 20 αἰώνων καὶ πραγματοποιοῦν μιὰ ἀποκεκομμένη ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἐκκλησιαστικὴ συνέχεια ἑρμηνεία.

Ὁ κ. Ἀντώνιος Παπαδόπουλος ἐκθέτοντας τὶς ἀναμνήσεις του ἀπὸ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη μίλησε γιὰ τὸν «καημὸ» τοῦ π. Ρωμανίδη, ποὺ ἦταν ἡ «ἐμπειρικὴ δογματική», αὐτὸς ὁ ὅρος ποὺ χρησιμοποίησε γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἰερόθεος ποὺ συστηματοποίησε τὴν προφορικὴ διδασκαλία τοῦ π. Ἰωάννη. Αὐτὴν τὴν ἐμπειρικὴ διάσταση τῆς δογματικῆς, καὶ τῆς θεολογίας ἐν γένει, τόνιζε πάντα ὁ π. Ἰωάννης στοὺς φοιτητές του, μιλῶντας γιὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ἡσυχία, τὴν ἄσκηση, τὴν νήψη, τὴν Ἁγία Γραφή, τὸν Ὄντα, τὸν ζωντανὸ Θεὸ τῶν ζωντανῶν Πατέρων. Ὅλος ὁ κόσμος, ἔλεγε ὁ π. Ρωμανίδης, ἔγινε γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, γιατί διὰ τοῦ Χριστοῦ γεφυρώνεται τὸ κτιστὸ μὲ τὸ ἄκτιστο καὶ ἔτσι σώζεται. Οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἁπλὲς κουβέντες, ἀλλὰ λόγος-ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅταν ἕνας θεόπτης ἐφαρμόζη τὸ θέλημα, τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐνδύεται τὴν θεία ἐνέργεια καὶ ἔτσι γίνεται φορέας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι πηγή. Πηγὴ τῆς ἀκτίστου Χάριτος εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ π. Ρωμανίδης ἀνέλυε μὲ τὰ κριτήρια αὐτὰ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ καὶ γελοιοποιοῦσε ἐνώπιον τῶν φοιτητῶν τοὺς ἀντιησυχαστές. Τὴν ἡσυχία καὶ τὴν προσευχὴ τὴν δίδαξε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του. Ἔτσι ὁ ἡσυχασμὸς καὶ ἡ νήψη παραδίδονται ἀπὸ τὶς Διαθῆκες, ὅπως ὑπογράμμιζε ὁ π. Ἰωάννης. Ὁ Ἡσυχασμὸς εἶναι φαινόμενο μὲ ἀναφορὰ ὄχι μόνον σὲ κάποιο τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας (τοὺς Ἱεράρχες-Μοναχούς), ἀλλὰ καὶ σ' ὅλα τὰ μέλη καὶ τὰ ἐπίπεδα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀφοῦ ὅλοι ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε νηπτικοί. Ἡ ἀρχὴ αὐτὴ διέκρινε τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη σ' ὅλα τὰ θέματα ποὺ ἀνέπτυσσε, δογματικά, διαλόγου, ἱστορικά, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε εὐκαιρία μιλοῦσε γιὰ τὴν νήψη ἐν ἡσυχίᾳ καὶ προσευχή. Ἔδιδε ἰδιαίτερη προσοχὴ στὸν Ὀρθόδοξο Μοναχισμὸ σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση. Ὑπεστήριζε ὅτι καὶ στὴν Δύση ὑπῆρχε πρὸ τῶν βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν ὁ ἡσυχασμός. Γι' αὐτὸ καὶ ἐπέμενε νὰ μεταφυτευθῇ στὴν Ἀμερικὴ ὁ μοναχισμός, γιὰ νὰ συνεχισθῇ ἐκεῖ ἡ παράδοση τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως, καί, ὅπως εἶπε ὁ εἰσηγητής, «ὁ Θεὸς ἄκουσε τὶς δεήσεις του» καὶ σήμερα πλησιάζουν τὶς εἴκοσι οἱ ὀρθόδοξες Ἱερὲς Μονὲς στὶς Η.Π.Α.

Ἐπίσης, ὁ κ. Παπαδόπουλος κατέθεσε τὶς μαρτυρίες ὅτι ὁ ἀείμνηστος πατρολόγος Παναγιώτη Χρήστου τοῦ εἶχε ἐκμυστηρευθῇ ὅτι ὁ π. Ρωμανίδης γνώριζε καλύτερα ἀπὸ τὸν ἴδιο τοὺς Πατέρας, μαρτυρία πολὺ σημαντικὴ ἂν ἀναλογισθῇ κανεὶς ὅτι ὁ Χρήστου ἔφερε τοὺς Πατέρες στὴν νεώτερη ἐπιστήμη τῆς θεολογίας. Ἐπίσης μαρτύρησε ὅτι ὁ π. Ἰωάννης λειτουργοῦσε ὡς Ἱερέας, τὸ μάθημά του εἶχε μεγάλη ἀπήχηση στοὺς φοιτητὲς καὶ ἀνέφερε διάφορα περιστατικὰ ἀπὸ τὴν κατάθεση τῆς διατριβῆς του, τοὺς Διαλόγους, τὶς παραδόσεις σὲ φοιτητές.

Ἀναφέρθηκε καὶ στὰ προσωπικά του προβλήματα, ἐκφράζοντας τὴν πεποίθησή του ὅτι ὁ π. Ἰωάννης εἶχε ὁπωσδήποτε πνευματικὲς ἐμπειρίες στὴν νεότητά του, δοκιμάσθηκε μέσα στὸ καμίνι τῶν περισπασμῶν τῆς καθηγητικῆς ἕδρας, γιὰ νὰ φθάση καὶ πάλι στὸ τέλος τῆς ζωῆς του στὸ δωμάτιο-κελλί του νὰ ζὴ μὲ προσευχὴ καὶ ἀγρυπνίες.

Ὁ κ. Σταῦρος Γιαγκάζογλου, ἀφοῦ ἐξέφρασε τὴν χαρά του γιατί ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς καθηγητὲς στοὺς ὁποίους μαθήτευσε, ποὺ ἐπηρέασε καὶ γονιμοποίησε θετικὰ τὴν σκέψη του, ἀνέπτυξε τὸ θέμα «Ἡ σημασία τοῦ περὶ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἔργου τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν θεολογία». Μίλησε εἰσαγωγικὰ γιὰ τὸ θεολογικο-ἱστορικὸ πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο ἐμφανίσθηκε ἡ διατριβὴ τοῦ π. Ρωμανίδη, γιὰ τοὺς ἄξονες τῆς διατριβής, γιὰ κάποιες πτυχὲς τῆς διένεξής του μὲ τὸν Π. Τρεμπέλα καὶ τέλος γιὰ τὴν σημασία τῆς διατριβῆς. Τὸ θεολογικὸ πλαίσιο περιέγραψε μὲ τὸν ὅρο τοῦ π. Φλωρόφσκι «βαβυλώνεια αἰχμαλωσία» τῆς θεολογίας, ἀνέλυσε ἐν συντομίᾳ τί σήμαινε ἡ αἰχμαλωσία αὐτή, ἡ ὁποία εὐθύνεται καὶ γιὰ ὅλες τὶς ἀντιδράσεις ποὺ δέχθηκε ὁ π. Ρωμανίδης, ὁ «ἀμερικανοτραφὴς» θεολόγος ποὺ «ἔφερε στὶς ἀποσκευές του τοὺς Πατέρες» ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ στὴν Ἑλλάδα. Σημείωσε ὅτι εἶναι πρὸς τιμὴν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν ὅτι τελικὰ ἀποδέχθηκε τὴν διατριβὴ τοῦ π. Ρωμανίδη, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις.

Τὰ θέματα ποὺ ἀσχολήθηκε ἡ διατριβὴ ἦταν πολλὰ καὶ σημαντικά, δογματικά, χριστολογικά, ἐκκλησιολογικά, ἀναστηλωτικὰ τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων καὶ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ἀντιρρητικὰ πρὸς τὸν δυτικό, παπικὸ καὶ προτεσταντικὸ σχολαστικισμὸ καὶ τὴν νοησιαρχία. Μίλησε γιὰ τὴν πτώση, τὴν ἁμαρτία, τὴν ἀσθένεια ψυχῆς καὶ σώματος, τὴν σωτηρία, τὸν ὀρθόδοξο προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν θέωση, τὰ Μυστήρια κλπ. Ὑπογράμμισε ὁ εἰσηγητὴς τὰ πάμπολλα καινοτομικὰ στοιχεῖα τῆς διατριβής, ὅπως τὴν ὀρθὴ ἀφομοίωση τῶν πατερικῶν κειμένων, τὰ ὀρθὰ κριτήρια ἀνάγνωσης τῶν Πατέρων, τὴν ἐπικέντρωση-ἑστίαση στὴν οὐσία τῶν προβλημάτων, τὸν ἐμπειρικὸ χαρακτῆρα τῆς θεολογίας, τὴν παρουσίαση γιὰ πρώτη φορὰ τῆς ἀλήθειας ὅτι τὸ δικανικὸ πνεῦμα εἶναι μιὰ παρερμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου κλπ.

Ἐπίσης ἀναφέρθηκε στοὺς δογματικοὺς ἄξονες τοῦ ἔργου: τὴν διασάφιση τῶν δογμάτων ὡς πρὸς τὴν Τριαδολογία, τὴν διδασκαλία γιὰ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὡς πηγὴ τῆς ἀκτίστου Χάριτος, τὴν σύνδεση Πνευματολογίας καὶ Χριστολογίας, τὴν διδασκαλία ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐναργῆ ἀνάλυση τῆς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος δημιουργίας τοῦ κόσμου, τὸν τονισμὸ τῆς ἐλευθερίας ὡς πρὸς τὴν ἀνθρωπολογία, τὴν διάκριση οὐσίας καὶ ἐνεργείας, τὸ μεθεκτὸ καὶ ἀμέθεκτο τοῦ Θεοῦ κ.ἄ. Γενικά, ὁ π. Ρωμανίδης μὲ ἄξονα τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα συνόψισε ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ δογματική.

Ὅσον ἀφορᾶ τὶς θεολογικὲς διενέξεις ποὺ δημιουργήθηκαν μὲ ἄλλους καθηγητές, τελικά, ὅπως τόνισε ὁ εἰσηγητής, ὁ π. Ρωμανίδης κέρδισε, ἀφοῦ καὶ οἱ ἀντίπαλοί του υἱοθέτησαν ἔστω καὶ σιωπηρῶς τὶς θέσεις του, ὅπως π.χ. γιὰ τὴν δικαίωση στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τὶς θεοφάνειες τοῦ Ἀσάρκου Λόγου κλπ. Ὡς πρὸς τὴν δημοσίευση τῆς ἀλληλογραφίας Ρωμανίδη-Τρεμπέλα ὁ εἰσηγητὴς ὑποστήριξε ὅτι διαφωτίζει ἀκόμη περισσότερο τὰ περὶ τῆς συγγραφὴς τῆς ἐξέχουσας αὐτῆς διατριβῆς.

Ἀνακεφαλαιώνοντας, τόνισε τὴν συμβολὴ τῆς διατριβὴς τοῦ π. Ρωμανίδη στὴν ἀναγέννηση τῶν πατερικῶν σπουδῶν, στὴν μελέτη τῶν κειμένων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τὴν διακήρυξη τοῦ ἐμπειρικοῦ χαρακτῆρος τῆς θεολογίας, τὴν στροφὴ στοὺς διακριτικοὺς καὶ ἐμπειρικοὺς Γέροντες, καὶ ὑποστήριξε ὅτι τώρα ἀνοίγει ἡ κληρονομιὰ ποὺ ἄφησε ὁ π. Ρωμανίδης στὴν θεολογία.

Ὁ κ. Λάμπρος Σιάσος μὲ λόγο ποὺ τὸν χαρακτήριζε ποιητικὴ περιεκτικότητα μίλησε γιὰ «Ρωμανιδικὰ ἀλεξίπυρα καὶ ἀκαδημαϊκὲς φλογώσεις». Πιὸ συγκεκριμένα ἀναφέρθηκε σὲ πειρασμοὺς τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη: κατὰ τὴν ἔγκριση τῆς διατριβής του, στὴν καθηγητική του ζωή, σ’ ἕνα στιγμιαῖο πειρασμὸ ἀπὸ μιὰ κομματικὴ ἐμπλοκή του, σ’ ἕναν ὀξύτερο στὸ Ἄαρχους τῆς Δανίας, κατὰ τὸν διάλογο μὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους καὶ ὑπαινικτικὰ σ’ ἕναν μέγα καὶ σ’ ἕναν τελευταῖο πειρασμό του. Οἱ πειρασμοὶ τοῦ π. Ρωμανίδη εἶναι πειρασμοί –φλογώσεις– τῶν θεολόγων στὴν ἀκαδημαϊκὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ διακονία τους.

Τὸ ἐρώτημα ποὺ ἔθεσε εἶναι, τὸ τί κάνουμε ἐμεῖς ἀπέναντι στὰ πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ δολίως τοξευόμενα στὸ πεδίο τῆς δογματικῆς θεολογίας, τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀναγκῶν καὶ τῆς ἱερῆς Λατρείας, καθὼς ὁ διάβολος κανοναρχεῖ διαλόγους, ἀναγεννήσεις λειτουργικὲς καὶ βιβλικὲς ἑρμηνεῖες.

Μὲ παραπομπὲς κυρίως στὸν ἅγιο Διάδοχο Φωτικὴς παρουσίασε ἀφ' ἑνὸς μὲν τοὺς κινδύνους ἀλλοίωσης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου, ἀφ' ἑτέρου δὲ τὸν ὀρθὸ τρόπο τῆς ἐκκλησιαστικῆς –ἀποστολικῆς καὶ πατερικῆς– θεολογήσεως. Μὲ λόγο ποὺ προκαλοῦσε τὸν ἀκροατὴ νὰ σκεφτῇ καὶ νὰ συμπληρώση τὰ συσκιαζόμενα περιέγραψε τὰ «ἀλεξίπυρα» γιὰ τὶς «ἀκαδημαϊκὲς φλογώσεις» μέσα ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη.

Τέλος ὁ π. Γεώργιος Δράγας ἀναπτύσσοντας τὸ θέμα «ἡ Πατερικὴ θεολογία ὡς βάση τῆς συγχρόνου ὀρθοδόξου ἑρμηνευτικῆς», μίλησε γιὰ τὶς διδασκαλίες, τὰ μηνύματα καὶ τὴν «νεοπατερικὴ σύνθεση» τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, κοινοῦ διδασκάλου τοῦ π. Ἰωάννου καὶ τοῦ ἰδίου, πρὸς τοὺς μαθητές του, τὰ ὁποία καὶ ἐφήρμοσε καὶ συστηματοποίησε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Ὁ Φλωρόφσκι «δὲν ζήτησε νέους συγχρόνους Πατέρας», δηλαδὴ μιὰ μεταπατερικὴ ἢ νεωτερικὴ σύνθεση, ἀλλὰ ἐπισήμανε τὴν ἀποκάθαρση τῆς ὀρθόδοξης ἁγιοπατερικῆς θεολογίας ἀπὸ τὰ ἑτερόδοξα στοιχεῖα ποὺ τὴν ἐπισκίασαν.

Μίλησε γιὰ τὴν «ψευδομορφωμένη θεολογία», τόσο στὴν Ρωσία ἀπὸ τὸν Μ. Πέτρο καὶ μετά, ὅσο καὶ στὴν Ἑλλάδα, μετὰ τὴν Ἅλωση, τὴν ὁποία ἐπιζητὰ νὰ διορθώση ἡ «νεοπατερικὴ σύνθεση» τοῦ π. Φλωρόφσκι γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς Βίβλου ἀπὸ τὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶναι θεόπτες καὶ ἔχουν τὴν ἴδια ἐμπειρία τῆς θεώσεως μὲ αὐτὴν τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων, Εὐαγγελιστῶν καὶ Πατέρων γιὰ τὴν θεολογικὴ προτεραιότητα ποὺ ἔχει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου ὡς πρὸς τὰ ἄλλα Εὐαγγέλια τὰ ὁποία συμπληρώνει καὶ ὁλοκληρώνει γιὰ τὴν σωτηρία καὶ τελείωση τοῦ κόσμου μέσῳ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν τριαδολογικὴ ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὴν ὁποία ἀρνοῦνται οἱ μεταπατερικοὶ θεολόγοι.

Ὁ π. Γεώργιος Δράγας τόνισε ὅτι ἡ ἑρμηνεία τῆς Βίβλου καὶ ἡ θεολογία μὲ τὰ ὀρθόδοξα κριτήρια εἶναι ἑρμηνεία καὶ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Παραδόσεώς της, τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ Φωτός. Ἀπέρριψε δὲ κάθε «ψευδομορφωμένη νεοπατερικὴ» ἢ «μεταπατερικὴ» προσπάθεια ἑρμηνείας ὡς ἀντιεκκλησιαστική, ἀντιπαραδοσιακὴ καί, βεβαίως, ἀδιέξοδη καὶ ἀναποτελεσματική.

Πρωτ. π. Ιωάννη Ρωμανίδη: Σχῖσμα - Βατικανό

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

Τὸ ἀποκαλούμενο “σχῖσμα” μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως ἦταν, στὴν πραγματικότητα, ἡ εἰσαγωγὴ στὴν Παλαιὰ Ρώμη τοῦ σχίσματος, ποὺ προκλήθηκε ἀπὸ τὸν Καρλομάγνο καὶ μεταφέρθηκε ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς Φράγκους καὶ Γερμανούς, ποὺ κατέλαβαν τὸν παπικὸ θρόνο.

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἐξαφανίσθηκε σταδιακὰ ἀπὸ τὴν Δυτικοευρωπαϊκὴ Ρωμανία... ἀλλὰ ἐπέζησε μέχρι σήμερα στὰ Ρωμαίικα Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων. Ὁ λόγος εἶναι ὅτι οἱ κατακτητὲς τῶν Δυτικῶν Ρωμαίων χρησιμοποίησαν τὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ καθυποτάξουν τὸ Ρωμαϊκὸ Ἔθνος, ἐνῶ ὑπὸ τὸ Ἰσλὰμ τὸ Ἔθνος τῶν Ρωμαίων ἐπέζησε μέσω τῆς Ἐκκλησίας...

Οἱ Φράγκο-Λατίνοι καὶ ὁ Παπισμὸς τοὺς συνέχισαν τὰς κατακτήσεις τους ποὺ πάντοτε συνοδεύοντο ἀπὸ τὴν ἐξόντωσιν ἢ ἐκδίωξιν τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων καὶ τὴν ὑποδούλωσιν τῶν πιστῶν διὰ τῆς μεταβολῆς τους στὴν κατάστασιν δουλοπαροίκων μὲ τὴν πλήρη ἀφαίρεσιν τῆς γεωκτησίας τους. Αὐτὸ δὲν τὸ ἔκαναν ποτὲ οὔτε οἱ Ἄραβες καὶ οὔτε οἱ Τοῦρκοι Μουσουλμάνοι.

Ἀλλὰ ἀκόμη μέχρι τὰς ἀρχὰς τοῦ 20ου αἰῶνος τὸ Βατικανὸ ἐνεργοῦσε κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον. Τὸ 1923 ἡ Ἰταλία ἀπέκτησε ἀπὸ τὴν Τουρκία τὰ Δωδεκάνησα μὲ τὴ Συνθήκην τῆς Λωζάνης. Τὸ Βατικανὸ ἔδιωξε ὅλους τους Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους καὶ τοὺς ἀντικατέστησε μὲ Φράγκο-Τοσκάνους καὶ Λογγοβάρδους ποὺ ἀπὸ τὸ 1870 εἶχαν ὑποδυθεῖ τὴν ταυτότητα τοῦ μέχρι τότε ἀνυπάρκτου Ἰταλικοῦ ἔθνους.

Μὴ δυνάμενο πλέον νὰ χρησιμοποιήση τὸν τύπον τῆς Δυτικῆς μεσαιωνικῆς στρατιωτικῆς δυνάμεώς του, τὴν ὁποίαν χρησιμοποιοῦσε ἀνοικτὰ ἀκόμη μέχρι τὴν Γαλλικὴν Ἐπανάστασιν, καὶ μὲ τὴν οὐσιαστικὴν ἀποτυχίαν τῆς Οὐνίας, ἔμαθε τὸ Βατικανὸ κατὰ τὰ μέσα του αἰῶνος τούτου νὰ ἐπιτίθεται δημοσίως διὰ τῆς “ἀγάπης” καὶ τοῦ “διαλόγου”, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα “δὶ’ ἐπιθέσως ἀπὸ τὰ νῶτα”.

Ρωμανία-Ρουμανία

Τὸ ἐθνικὸν πρόβλημα τῆς Ἀλβανίας, Ρουμανίας καὶ Ἑλλάδος, ὡς καὶ τῆς Κύπρου, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τοῦ Λιβάνου εἶναι κατασκεύασμα τεχνητὸν τῶν παλαιῶν ἐχθρῶν τῆς Ρωμαιοσύνης, τὴ ἀφελεῖ συμπράξει τῶν Νεοελλήνων.

Ἡ ὁλοκλήρωσις τῆς καταστροφῆς τῆς ἐκτὸς τῆς Ἑλλάδος Ρωμαιοσύνης ἐπῆλθε μὲ τὴν ἐπικράτησιν τοῦ φραγκικῆς προελεύσεως ὀνόματος βυζαντινὸν διὰ κάθε τί τὸ ρωμαίϊκον. Οἱ ἐναπομείναντες Ροὺμ καὶ Ρωμάνοι ἢ Ρουμάνοι εἰς Μέσην Ἀνατολήν, Ρουμανίαν καὶ Ἀλβανίαν δὲν γνωρίζουν πλέον, ὅτι οἱ κακῶς σήμερον λεγόμενοι Βυζαντινοὶ εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα μὲ τὸν ἑαυτόν των, δηλαδὴ ὅτι οἱ σήμερον λεγόμενοι Βυζαντινοὶ εἶναι ἑλληνιστὶ μὲν Ρωμαῖοι ἢ Ρωηοί, λατινιστὶ δὲ Ρωμάνοι καὶ ἀραβιστὶ καὶ τουρκιστὶ Ροὺμ μὲ κυρίαν καὶ ἐπίσημον γλῶσσαν τα Ρωμαίϊκα.

Δυστυχῶς, οὔτε οἱ Ρουμάνοι, οὔτε οἱ Ἀλβανοί, οὔτε οἱ Νεοέλληνες ἀντιλαμβάνονται πόσον παιδαριώδεις φαίνονται ἐπιστημονικῶς μὲ τὰ ἱστορικὰ πηδήματα ποὺ κάμνουν ἀπὸ τὴν θεὰν Ἀφροδίτην εἰς τὴν σημερινὴν Κύπρον, ἀπὸ τὸν Περικλέα εἰς τὰς σημερινὰς Ἀθήνας, ἀπὸ τὸν κατακτητὴν τῶν Δακῶν Τραϊανὸν εἰς τὴν σημερινὴν Ρουμανίαν, ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρον εἰς τοὺς σημερινοὺς Ροὺμ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς καὶ ἀπὸ κάποιον ἀρχαῖον λαὸν εἰς τοὺς σημερινοὺς Ἀλβανούς.

Τῷ ὄντι "παράδοξον" ἐμπόδιον εἰς ὀρθὴν περιγραφὴν τῆς ἱστορίας τῆς Ρωμαιοσύνης εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι σήμερον ὑπάρχει κράτος μὲ τὸ ὄνομα Ρουμανία. Φαίνεται "ὅλως τυχαίως" ἀπεδόθη τὸ κρατικόν μας ὄνομα εἰς τοὺς ἀπογόνους τῶν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον λατινοφώνων Ρωμαίων τούτων καὶ ὄχι εἰς τοὺς ἑλληνοφώνους. Οὕτως "ὅλως τυχαίως" ἐφηρμόσθη ἡ γραμμὴ τῶν Φράγκων ὅτι οἱ μόνοι γνήσιοι Ρωμαῖοι εἶναι οἱ μὴ γνωρίζοντες ἑλληνικὰ λατινόφωνοι Ρωμαῖοι!

π. Ἰωάννης Ρωμανίδης

Ρωμηοσύνη

«Ναὶ μὲν ὁ Ρωμηὸς ἔχει ἀπόλυτον πεποίθησιν εἰς τὴν Ρωμηοσύνην του, ἀλλὰ οὔτε φανατικὸς οὔτε μισαλλόδοξος εἶναι καὶ οὔτε ἔχει καμμίαν ξενοφοβίαν. Ἀντιθέτως ἀγαπᾶ τοὺς ξένους οὐχὶ ὅμως ἀφελῶς.

Τοῦτο διότι γνωρίζει ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὅλας τὰς φυλᾶς καὶ ὅλα τὰ ἔθνη χωρὶς διάκρισιν καὶ χωρὶς προτίμησιν. Ὁ Ρωμηὸς γνωρίζει ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη τοῦ κατέχει τὴν ἀλήθειαν καὶ εἶναι ἡ ὑψίστη μορφὴ τῶν πολιτισμῶν. Ἀλλὰ κατανοεῖ ἄριστα τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν Ρωμηόν, ὄχι ὅμως περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν κάτοχον τῆς ἀληθείας ἀλλ' ἐξ ἴσου ἀγαπᾶ τὸν κήρυκα τοῦ ψεύδους. Ἀγαπᾶ τὸν ἅγιον, ἀλλ' ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου ἀκόμη καὶ τὸν διάβολον.

Διὰ τοῦτο ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι αὐτοπεποίθησις, ταπεινοφροσύνη καὶ φιλότιμον καὶ ὄχι κίβδηλος αὐτοπεποίθησις, ἰταμότης καὶ ἐγωισμός. Ὁ ἠρωϊσμὸς τῆς Ρωμηοσύνης εἶναι ἀληθὴς καὶ διαρκὴς κατάστασις τοῦ πνεύματος καὶ ὄχι ἀγριότης, βαρβαρότης καὶ ἁρπακτικότης.

Οἱ μεγαλύτεροι ἥρωες τῆς Ρωμηοσύνης συγκαταλέγονται μεταξὺ τῶν ἁγίων.

Ἡ Ρωμηοσύνη διαφέρει τῶν ἄλλων πολιτισμῶν, διότι ἔχει τὸ ἴδιον θεμέλιον διὰ τὸν ἠρωϊσμὸν τῆς ὡς καὶ διὰ τὴν ἁγιωσύνην της, δηλαδὴ τὸ ρωμαίικον φιλότιμον τὸ ὁποῖον δὲν ὑπάρχει εἰς τὸν εὐρωπαϊκὸν πολιτισμόν. Παρὰ ταῦτα οἱ Γραικύλοι ἀπὸ τὸ 1821 μέχρι σήμερον προπαγανδίζουν ὅτι ὀφείλομεν νὰ ἐγκαταλείψωμεν τὴν Ρωμηοσύνην καὶ νὰ γίνωμεν Εὐρωπαῖοι, διότι δῆθεν ὁ εὐρωπαϊκὸς πολιτισμὸς εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὴν Ρωμηοσύνην.

Ἡ Ρωμηοσύνη δὲν ἀποδεικνύεται. Περιγράφεται. Δὲν χρειάζεται ἀπολογητάς. Εἶναι ἁπλῶς αὐτὸ ποῦ εἶναι. Τὸ δέχεται κανεὶς ἢ τὸ ἀπορρίπτει...
Καὶ σήμερον ἄλλοι παραμένουν Ρωμηοί, ἄλλοι ὅμως ἀμερικανεύουν, ρωσεύουν, φραντσεύουν, ἀγγλεύουν, δηλαδὴ γραικεύουν».

(π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, Ρωμηοσύνη).

Ρωμηοσύνη-ἡσυχασμός

Ἡ Ρωμηοσύνη συνδέεται στενὰ μὲ τὸν ἡσυχασμό. Οἱ Ρωμηοὶ Πατέρες ἦταν ἡσυχαστὲς καὶ ὄχι στοχαστές. Ἔτσι ἑρμήνευε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης τὴν Ρωμηοσύνη.

Σὲ μιὰ προφορικὴ ὁμιλία του ἀναφερόμενος στὸν εἰδικὸ γιὰ ὀρθόδοξα θέματα Λατῖνο Jugie (Ζιουζὶ) ἔλεγε ὅτι αὐτὸς ἀνήγγειλε τὸν θάνατο τῆς Ρωμηοσύνης καὶ τοῦ ἡσυχασμοῦ στὴν Ἑλλάδα. Καὶ ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης: «Καὶ δὲν νομίζω ὅτι πᾶνε τυχαῖα αὐτὰ τὰ θέματα, ἡσυχασμός-Ρωμηοσύνη. Ὁπότε τὸ σχέδιο ἦταν, νὰ σβύση καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο μαζί. Αὐτὸ εἶναι τὸ σχέδιο».

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη, κατὰ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, δὲν κινεῖται σὲ ἐθνοφυλετικὰ πλαίσια, ἀφοῦ ὁ Ρωμηός-ἡσυχαστὴς ἔχει ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὴν φιλαυτία καὶ διακρίνεται γιὰ τὴν φιλοθεΐα καὶ τὴν φιλανθρωπία, τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι ἐθνοφυλετικός.

Ὁ Χριστιανός, ποὺ ζῆ μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ Μυστήρια καὶ τὸν ἡσυχαστικὸ τρόπο ζωῆς, ἀποκτᾶ τὸ χάρισμα τῆς υἱοθεσίας καὶ ὑπερβαίνει ὅλες τὶς διακρίσεις ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ• ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ• πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ Ἀβραὰμ σπέρμα ἐστὲ καὶ κατ’ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι» (Γάλ. γ', 26-29). Καὶ στὴν συνέχεια ὁμιλεῖ γιὰ τὴν προσευχὴ στὴν καρδιά, ποὺ γίνεται μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ εἶναι ἀπόδειξη τῆς κατὰ Χάρη υἱοθεσίας.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὅσοι ζοῦν τὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση, συνδυασμένη μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ὑπερβαίνουν τὴν διάκριση μεταξὺ Ἰουδαίου καὶ Ἕλληνος, δούλου καὶ ἐλεύθερου, ἄρρενος καὶ θήλεος.

Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτική, τὴν λεγομένη θεραπευτική, ἐνέτασσε καὶ ὁ π. Ἰωάννης τὸ πνεῦμα τῆς Ρωμηοσύνης, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ γίνη ἢ νὰ ἐκληφθῇ ὡς ἐθνικισμός. Ὅποιος ἐνεργεῖ καὶ ἐργάζεται ἐθνοφυλετικά, βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν μυστηριακὴ καὶ ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἕνας κορυφαῖος δογματικὸς θεολόγος...»)