Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἔθιμο ἰδιοτελοῦς προσφορᾶς
Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Στόν Ἑσπερινό τοῦ ἁγίου Φανουρίου συρροή λαοῦ στόν Ἱερό Ναό γεμίζει τά σκαλοπάτια τοῦ Ἱεροῦ Βήματος μέ φανουρόπιτες. Τά ψυχοσάββατα τά ἴδια σκαλοπάτια γεμίζουν μέ μικρούς δίσκους μέ τά κόλλυβα «ὑπέρ τῶν εὐσεβῶς κεκοιμημένων» συγγενῶν. Τοῦ ἁγίου Φανουρίου εἶναι ἡ σειρά τῶν ζωντανῶν, πού προσφέρουν εὐχαριστιακά τήν φανουρόπιτα εἰς τιμήν τοῦ Ἁγίου ἤ πού συνδέουν τήν προσφορά τους μέ συγκεκριμένα αἰτήματα, τά ὁποῖα προέρχονται ἀπό τήν ἀνησυχία τους γιά τό μέλλον ἤ τήν στεναχώρια τους γιατί ἔχουν χάσει κάποιο ἀντικείμενο ἤ τήν ἐναγώνια ἐπιθυμία τους νά τούς φανερωθῆ ὁ ἄνθρωπος πού θά συμπληρώση τήν ζωή τους.
Στήν γιορτή τοῦ ἁγίου Φανουρίου βλέπει κανείς καθαρά πῶς συμπλέκεται ἡ ἁγιολογία τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν λαογραφία. Πῶς ἐπενδύονται οἱ ἑορτές τῶν ἁγίων μέ στοιχεῖα τά ὁποῖα σέ πολλές περιπτώσεις εἶναι ἄσχετα μέ τήν ζωή τους, τήν ἄσκηση ἤ τό μαρτύριό τους, τά ὁποῖα ὅμως ἀνταποκρίνονται στίς ψυχολογικές ἀνάγκες τοῦ λαοῦ, τίς ἀνασφάλειες, τά λανθάνοντα «μεταφυσικά ἄλγη», τούς πόνους τῆς ψυχῆς ἀπέναντι στό ἄγνωστο μέλλον, τήν ἀρρώστια, τόν θάνατο ἤ άκόμη τά οἰκονομικά καί κοινωνικά προβλήματα.
Ὅλες οἱ «θρησκευτικές» ἐκδηλὠσεις τοῦ λαοῦ πρέπει νά τίθενται σέ σωστές θεολογικές βάσεις, νά στηρίζονται στήν ὀρθή πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί νά χαρακτηρίζονται ἀπό πνεῦμα ὀρθόδοξα εὐχαριστιακό, ὥστε νά ἔχουν θέση μέσα στήν ἐκκλησιαστική ζωή, διότι εἶναι πολύ εὔκολο ἀπό τήν ἄγνοια καί τά πάθη νά ἐκτραποῦν σέ ἔνα εἶδος δεισιδαιμονικῆς θρησκευτικότητας, μιᾶς εἰδωλολατρίας μέ ἐπίχρισμα χριστιανικότητας.
Τίθεται τό ἐρώτημα: Ὁ ἄνδρας ἤ ἡ γυναίκα πού ἑτοιμάζει τήν φανουρόπιτα, ἡ ὁποία κατασκευάζεται μέ ἐλαιόλαδο ἤ σπορέλαιο καί ὅλα τά ὑλικά του εἶναι νηστίσιμα, ἑπτά ἤ ἐννέα στόν ἀριθμό, δηλαδή τά ὑλικά της εἶναι περιττοῦ πλήθους (γιατί; ἄγνωστο), πῶς συνδέει αὐτή τήν ἐνέργειά του μέ τήν ἐκκλησιαστική τιμή τοῦ Ἁγίου; Τί νόημα ἔχει γι’ αὐτόν ἡ γιορτή τοῦ Ἁγίου;
Ἄς δοῦμε μέ λίγα λόγια τήν ἱστορία τοῦ νεοφανοῦς ἁγίου Φανουρίου καί τῆς φανουρόπιτας. Τά σχετικά μέ τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου μᾶς τά δίνουν τά συναξάρια τῆς Ἐκκλησίας, στά ὁποῖα δέν βρήκαμε οὔτε λέξη γιά φανουρόπιτα. Τά σχετικά μέ τήν φανουρόπιτα μᾶς τά δίνουν λαογραφικά λήμματα ἀπό ἐγκυκλοπαίδειες· ἐμεῖς συγκεκριμένα θά παραθέσουμε ἀπόσπασμα ἀπό σχετικό λῆμμα τῆς Μεγάλης Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας.
Γιά τόν βίο τοῦ ἁγίου Φανουρίου καταφύγαμε στόν συναξαριστή τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, στόν ὁποῖο δέν καταγράφεται κανένα στοιχεῖο ἀπό τόν βίο του, ἀλλά στό τέλος τοῦ συναξαρίου τῆς 27ης Αὐγούστου, ἀναφέρεται μόνον: «Μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ ἀναφανέντος ἐν ἔτει ᾳφ΄ (1500)» καί σέ ὑποσημείωση γράφει: «Τό μαρτύριον αὐτοῦ ὅρα εἰς τό νέον Λειμωνάριον». Καταφύγαμε στό Νέο Λειμωνάριο, μάλιστα σέ παλαιά ἔκδοσή του («ἐν Βενετίᾳ, 1819»), ὅπου βρήκαμε τήν παλαιά ἀκολουθία καί τόν βίο τοῦ ἁγίου Φανουρίου. Στίς μέρες μας χρησιμοποιοῦνται νέες ἀκολουθίες, κυρίως τοῦ νέου ὁσίου Γερασίμου Μικραγιαννανίτη καί τοῦ Μητροπολίτη Ρόδου Κυρίλλου, ἀλλά ἡ παλαιά ἔχει μιά ἰδιαίτερη ἀξία, διότι τονίζει διαρκῶς τήν ἀκλόνητη πίστη καί τήν ἀνδρεία τοῦ ἁγίου Φανουρίου στά πολλά καί σκληρά βασανιστήρια στά ὁποῖα ὑποβλήθηκε ἀπό τούς ἐχθρούς τῆς ἀληθινῆς πίστης στόν Χριστό· δέν γίνονται ἀναφορές στήν ἰδιαίτερη χάρη τοῦ Ἁγίου νά φανερώνη «τὴν γνῶσιν τῶν ἀφανῶν ..., φερωνύμως τοῖς ἐπικαλουμένοις» αὐτόν. Στίς νέες ἀκολουθίες γίνεται ἀναφορά σ’ αὐτήν τήν χάρη τοῦ Ἁγίου, ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τά πολλά θαύματά του. Ἔτσι, ὑμνεῖται ὡς «μεσίτης μέγας πρὸς τὸν Κύριον· πασχόντων βοήθεια, αἰχμαλώτων ἀνάῤῥυσις, τῶν κεκρυμμένων, ἡ ταχεῖα φανέρωσις» ἤ ὡς «φθάσας τὸ ἔσχατον, ὀρεκτῶν» καί «φωτὸς ἀξιούμενος, ᾧ φωτίζει πάντας, τοὺς [αὐτόν] εὐφημοῦντας, καὶ φανεροῖ τὰ ἐν κρυπτῷ, ὡς ἐνεστῶτα».
Ἡ καταχώρηση τῆς ἀκολουθίας καί τοῦ βίου τοῦ ἁγίου Φανουρίου στό Νέο Λειμωνάριο εἶχε ἰδιαίτερη σημασία γιά τόν καιρό στόν ὁποίο ἐκδόθηκε τό βιβλίο αὐτό. Ἐκδόθηκε στόν καιρό τῆς Τουρκοκρατίας καί ἐπεδίωκε νά θερμάνη καί νά χαλυβδώση τήν πίστη τῶν ὑποδούλων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καί ἐπιπλέον νά δώση ἐλπίδα σέ ὅσους ἐξωμότησαν, ἀλλά κατάλαβαν τήν μεγάλη πτώση τους καί ἐπέστρεψαν στήν πίστη τῶν πατέρων τους. Γι’ αὐτούς εἰδικά περιλαμβάνει ἕνα κείμενο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου πού ἐπιγράφεται: «... ἀπόδειξις, ὅτι οἱ Χριστόν ἀρνηθέντες, εἶτα πάλιν ὁμολογήσαντες καί ὑπέρ αὐτοῦ ἀποθανόντες τέλειοί εἰσι Μάρτυρες, καί Μαρτυρικῆς τιμῆς ἄξιοι»· εἶναι ἀπόσπασμα ἀπό τόν βίο τοῦ νεομάρτυρος Κωνσταντίνου τοῦ Ὑδραίου.
Ἄς δοῦμε δύο ἀποσπάσματα ἀπό τόν βίο τοῦ Ἁγίου ἀπό τό Νέο Λειμωνάριο, στόν ὁποῖο δέν ὑπάρχει καμμιά ἀναφορά σέ λαϊκές παραδόσεις σχετικές μέ τήν φανουρόπιτα. Τά παραθέτουμε μέ τήν ὀρθογραφία τοῦ πρωτοτύπου:
«Οὗτος ὁ λαμπρός Ἀθλητής τοῦ Κυρίου, καί Μάρτυς ἀήτητος, ὁ θαυμαστός λέγω Φανούριος, πόθεν ἦτον, καί ποίους γονεῖς εἶχε, καί εἰς ποῖον καιρόν, καί μέ τίνας Βασιλεῖς ἔκαμε τήν πάλην καί τόν ἀγῶνα του, δέν ἠμπορέσαμεν ποτέ νά τό μάθωμεν· ἐπειδή καί ὁ βίος αὐτοῦ ἐχάθη ἀπό τοῦ καιροῦ τάς ἀνωμαλίας, ἀπό τάς ὁποίας καί ἄλλα πολλά πράγματα ἐχάθησαν, καί ἄδηλα καί ἀφανῆ ἐγένοντο». Αὐτό ἐπαναλαμβάνουν ὅλα τά συναξάρια· δέν γνωρίζουμε οὔτε ἀπό ποῦ καταγόταν, οὔτε ποιοί ἦταν οἱ γονεῖς του, οὔτε τόν καιρό τοῦ μαρτυρίου του. Γνωρίζουμε μόνο τά μαρτύριά του ἀπό μιά εἰκόνα του πού βρέθηκε στήν Ρόδο τόν 14ο αἰώνα. Στά ἐκκλησιαστικά συναξάρια γράφονται πράγματα πού μποροῦν νά διερευνηθοῦν καί νά ἀποδειχθοῦν. Δέν γράφονται φανταστικές ἱστορίες, οὔτε λαϊκές παραδόσεις. Γράφεται ὅ,τι ἀποδεικνύει ἡ ἱστορική ἔρευνα ἤ ὅ,τι μᾶς ἀποκαλύπτουν ἐπιβεβαιωμένα θαυμαστά γεγονότα.
Ὅλος ὁ βίος τοῦ ἁγίου Φανουρίου λαμβάνεται ἀπό τήν εἰκόνα του, ἡ ὁποία μαζί μέ πολλές ἄλλες, βρέθηκε στήν Ρόδο, στά χαλάσματα μιᾶς ἀρχαίας ὡραιότατης Ἐκκλησίας. Οἱ ἄλλες εἰκόνες ἦταν «ἠφανισμέναι», τοῦ ἁγίου Φανουρίου ἦταν «σῷα καί γερή». «Εὑρεθέντος λοιπόν τούτου τοῦ πανσέπτου Ναοῦ... ἔρχεται ὁ Πανιερώτατος Ἀρχιερεύς τοῦ τόπου Νεῖλος ὀνόματι, ἄνθρωπος ἁγιώτατος, καί λόγιος, καί ἀνέγνωσε τά τῆς ἐκείνης γράμματα, τά ὁποῖα ἔλεγον “ὁ Ἅγιος Φανούριος”. Ἦτον δέ ἡ εἰκών εἰς τοῦτο τό σχῆμα· ὁ Ἅγιος στρατιωτικά φορεμένος, νέος πολλά εἰς τήν ἡλικίαν· κρατῶν εἰς τήν δεξιάν χεῖρα Σταυρόν· εἰς τό ἄνωθεν μέρος τοῦ Σταυροῦ ἔχει μίαν λαμπάδα· ἔχει τριγύρω ἡ εἰκόνα αὐτή, σημειωμένα δώδεκα μαρτύρια· [1] ἔχει τόν Ἅγιο ἐξεταζόμενον ἔμπροσθεν τοῦ ἐξεταστοῦ· [2] τόν ἔχει εὑρισκόμενον ἐν μέσῳ στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι τόν δέρνουν μέ πέτρας εἰς τό στόμα, καί εἰς τήν κεφαλήν· [3] τόν ἔχει κατά γῆς ἡπλωμένον καί τόν μαστίζουν οἱ στρατιῶται· [4] τόν ἔχει καθήμενον γυμνόν , καί μέ σιδηρά ἐργαλεῖα καταξένουν τάς σάρκας του· [5] τόν ἔχει εὑρισκόμενον εἰς τήν φυλακήν· [6] εἶναι πάλιν ἐστάμενος καί ἐξεταζόμενος ἔμπροσθεν τοῦ τυράννου· [7] εἰς ἄλλο μέρος, καίεται μέ λαμπάδες· [8] εἶναι εἰς μάγκανον μαγκανιζόμενος· [9] εὑρίσκεται ἐν μέσῳ θηρίων· [10] εἶναι μέ ἕνα λίθον μεγάλον πλακωμένος· [11] στέκεται ἔμπροσθεν τῶν εἰδώλων βαστῶντας εἰς τάς χεῖρας του κάρβουνα ἀναμμένα, καί ἕνας διάβολος εἰς τόν ἀέρα, ὡσάν νά θρηνῇ καί νά κλαίῃ· [12] φαίνεται ἀνάμεσα εἰς μίαν μεγάλην κάμινον ὀρθῶς, ὡσάν νά κάμνῃ προσευχήν, ἔχωντας εἰς τόν οὐρανόν τάς χεῖρας του σηκωμένας».
Στήν συνέχεια τό συναξάριο ἀνεφέρει ἕνα θαῦμα τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος διέσωσε ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῶν ἀγαρηνῶν τρεῖς Ἱερεῖς τῆς Κρήτης, οἱ ὁποῖοι κατόπιν ἀντέγραψαν τήν εἰκόνα του καί πῆραν τό ἀντίγραφο στήν Κρήτη, ὅπου ξαπλώθηκε ἡ τιμή τοῦ ἁγίου Φανουρίου.
Τά λαογραφικά στοιχεῖα δέν ἀξίζουν ἰδιαίτερη ἀναφορά. Γιά τήν φανουρόπιτα στήν Μεγάλη Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐγκυκλοπαίδεια διαβάζουμε: «Κατά λαϊκή παράδοση, πού δέν ἐπιβεβαιώνεται ὅμως ἀπό τίς ἁγιολογικές πηγές, ἡ πίτα αὐτή προσφέρεται ἀπό τούς πιστούς γιά τήν ψυχή τῆς μητέρας τοῦ Ἁγίου πού ἦταν ἁμαρτωλή, καί ὁ Ἅγιος κατόπιν εὐγνωμόνως παρουσιάζεται στό ὄνειρο τῶν πιστῶν καί τούς φανερώνει τά χαμένα». Τέτοιες ἀντιλήψεις δέν βοηθοῦν τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Δίνουμε τήν προσφορά μας γιά ἄλλον ἁμαρτωλό καί ὄχι γιά τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό μας καί μάλιστα περιμένοντας ἐγκόσμια ἀνταποδόματα. Τό ἔθιμο αὐτό διδάσκει τήν ἰδιοτελῆ καί ἀνειλικρινῆ προσφορά. Προσφέρουμε γιά κάποια ψυχή ὄχι ἀπό ἀγάπη, ἀλλά γιά νά ἱκανοποιηθοῦν δικά μας αἰτήματα.
Μέσα στό κλίμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἡ φανουρόπιτα γίνεται ἀποδεκτή σάν μιά εὐχαριστιακή προσφορά, πού εὐλογεῖται καί διανέμεται κατόπιν στούς συνεορταστές πιστούς, ὅπως ἡ ἀρτοκλασία ἤ τά ἑορταστικά κόλλυβα τῶν Ἁγίων. Ἡ σύνδεσή της μέ λαϊκές παραδόσεις φτωχαίνει τήν ἐκκλησιαστική μας ζωή. Τήν προσανατολίζει σέ λάθος κατεύθυνση. Γενικά, ὅταν ἡ λαογραφία ἐμφανίζεται ὡς συμπληρωματική τῆς ἁγιολογίας, γεμίζουν οἱ Ναοί μέ φιλέορτο λαό, ἀλλά ἐξανεμίζεται ἀπό τίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν ὁ θεολογικός πλοῦτος τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας.
- Προβολές: 660