Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ἅγιος Δανιήλ ὁ Κατουνακιώτης, 7 Σεπτεμβρίου
Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα
Ὁ ἅγιος Δανιήλ ὁ Κατουνακιώτης γεννήθηκε στή Σμύρνη τό 1844 μ.Χ. ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς. Ἦταν ἀριστοῦχος ἀπόφοιτος τῆς Εὐαγγελικῆς Σχολῆς τῆς Σμύρνης καί ἀπό τά νεανικά του χρόνια ποθοῦσε τήν ὁλοκληρωτική ἀφιέρωσή του στόν Θεό. Ἀκολουθώντας τήν συμβουλή τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα ἐπισκέφθηκε διάφορα μοναστήρια στήν Πελοπόννησο καί τήν νησιωτική Ἑλλάδα. Στήν Πάρο γνώρισε καί συνδέθηκε πνευματικά μέ τόν ὅσιο Ἀρσένιο τῆς Πάρου, ὁ ὁποῖος τοῦ συνέστησε νά μεταβῆ στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Παντελεήμονος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἐκάρη μοναχός τό 1866, καί ἀπό Δημήτριος ὀνομάστηκε Δανιήλ. Ὅμως, ἐξ αἰτίας τῶν διενέξεων μεταξύ τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Ρώσων μοναχῶν, οἱ Ἕλληνες μοναχοί ἀναγκάστηκαν νά φύγουν ἀπό τήν Μονή. Ὁ Δανιήλ πῆγε στήν Ἱερά Μονή Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας, στά Βασιλικά τῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ ἄφιξή του στήν Ἱερά αὐτή Μονή ἀποδείχθηκε πραγματική εὐλογία, ἀφοῦ βοήθησε στήν πνευματική ἀνόρθωσή της μέ τήν εἰσαγωγή τοῦ ἁγιορείτικου τυπικοῦ.
Ἀργότερα μετέβη στήν Ἱερά Μονή Βατοπαιδίου, ὅπου παρέμεινε πέντε χρόνια. Ἀπό ἐκεῖ ἐστάλη στήν Σμύρνη γιά ὑποθέσεις τοῦ Μετοχίου τῆς Μονῆς καί ὁ τότε Μητροπολίτης Σμύρνης Μελέτιος τοῦ πρότεινε νά τόν χειροτονήση Βοηθό Ἐπίσκοπό του, ἀλλά ἀρνήθηκε καί ἐπέστρεψε στό Ἅγιον Ὄρος. Ἔκτισε μία καλύβη στά Κατουνάκια καί ἐπεδόθη στήν ἄσκηση, τήν προσευχή, τήν μελέτη καί τήν τέχνη τῆς ἁγιογραφίας. Σύντομα ἐπιβλήθηκε στήν συνείδηση τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν ὡς ὁ ἐκφραστής τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ὑπέρμαχος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Ἀλληλογραφοῦσε μέ ἐξέχουσες ἐκκλησιαστικές μορφές, ἀλλά καί μέ τούς ἁπλούς ἀνθρώπους πού ἀντιμετώπιζαν διάφορες δυσκολίες, καί τούς βοήθησε ἀποτελεσματικά. Εἶχε ἐπικοινωνία, μεταξύ τῶν ἄλλων, καί μέ τόν λογοτέχνη Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, τόν μετέπειτα μοναχό Ἀνδρόνικο, ὁ ὁποῖος ἔγραψε: «Ὅταν ἦλθα εἰς τό Ἅγιον Ὄρος ἐνόμισα ὅτι ἤγγισα τόν Θεόν, ἀλλά ὅταν ἐγνώρισα τόν Γέροντα Δανιήλ, τότε ἀντελήφθην πόσον μακράν ἦτο ὁ Θεός ἀπό ἐμέ».
Μετά ἀπό παράκληση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, μέ τόν ὁποῖο εἶχε πνευματικό σύνδεσμο, ἔγραψε λόγον οἰκοδομῆς καί παρακλήσεως στίς μοναχές τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Αἴγινας, καί ὁ ἅγιος Νεκτάριος τόν εὐχαρίστησε, γράφοντάς του: «Ἡ ὑμετέρα ἐπιστολή, ἡ ὑπό τῆς πράξεως καί τῆς θεωρίας ὑπαγορευομένη, ἔσται αὐταῖς, ἐστερημέναις τοιαύτης ζώσης διδασκαλίας, πνευματικόν ἐντρύφημα καί ἀληθῶς στήριγμα πνευματικόν». Ἐκτός, ὅμως, τῶν πολλῶν ἐπιστολῶν του, καρπός τῆς σοφίας του εἶναι καί τά περίπου ἑβδομήντα ἔργα του, τά ὁποῖα ἀναφέρονται σέ σοβαρά πνευματικά θέματα, ἀντιαιρετικά καί πνευματικῆς οἰκοδομῆς.
Ὁ Ἅγιος Δανιήλ κατεῖχε τήν ἀρετή τῆς διακρίσεως σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε στήν ὑμνογραφία ἀποκαλεῖται «τῆς διακρίσεως στηλογράφημα». Ἔτσι, μπόρεσε νά στηρίξη στήν πίστη πολλούς ἀνθρώπους πού ἀναζητοῦσαν τόν Θεό, μεταξύ δέ αὐτῶν καί τόν ἅγιο Ἰωσήφ τόν Ἡσυχαστή, τότε πού βρισκόταν στά πρῶτα βήματα τῆς μοναχικῆς του πορείας, προτρέποντάς τον νά ὑποταχθῆ, μαζί μέ τόν συνασκητή του π. Ἀρσένιο, σέ πεπειραμένο Γέροντα.
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, τήν ὁποία ὑπεραγαποῦσε, τοῦ προγνώρισε τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, πού πραγματοποιήθηκε τήν 8ην Σεπτεμβρίου 1929, ἡμέρα τοῦ Γενεθλίου της.
Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Ἡ ἀρετή τῆς διακρίσεως εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς ἀρετές, ἀκόμη καί ἀπό αὐτήν τήν ἀγάπη, διότι ἡ ἀγάπη χωρίς τήν διάκριση «ἐνδέχεται νά ἐπιφέρη καταστροφικά ἀποτελέσματα».
Ἑτυμολογικά ἡ λέξη διάκριση σημαίνει «τήν ἐνέργεια τοῦ νά διακρίνω». «Εἶναι ἡ ἀναγνώριση προσώπου, πράγματος ἤ ἐννοίας ὡς διαφορετικοῦ ἀπό κάποιο ἤ κάτι ἄλλο». Καί χαρακτηρίζεται ὡς σπουδαία ἀρετή «πού μέ βοηθάει νά ἐπιλέξω στήν κάθε στιγμή τί εἶναι αὐτό πού θά πῶ ἤ θά κάνω, καί θά φέρη τό καλύτερο ἀποτέλεσμα γιά μένα καί τούς ἀνθρώπους γύρω μου». Ἀκόμη, «διάκριση λέγεται ἡ ἱκανότητα νά διαπιστώνει κανείς τήν ἀλήθεια, νά κρίνει μέ δικαιοσύνη καί νά ἐνεργεῖ σέ κάθε περίπτωση μέ ἀγάπη».
Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τήν ἐκφράζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἡ διάκριση εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στούς «καθαρούς τῇ καρδίᾳ» καί φωτισμένους ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, καί δίνει τήν δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά διακρίνη τό ἄκτιστο ἀπό τό κτιστό, τό Θεϊκό ἀπό τό δαιμονικό, τήν ἀλήθεια ἀπό τήν πλάνη. Καί εἶναι ἀνώτερη ἀπό ὅλες τίς ἀρετές, ἐπειδή, κατά τόν Μέγα Ἀντώνιο, «ἡ διάκριση βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά μή πλανηθῆ ἀπό τόν ἴσιο δρόμο» καί «τόν διδάσκει νά ἀφήνη τίς ὑπερβολές καί ἀπό τά δύο μέρη καί νά βαδίζη τόν βασιλικό δρόμο». Καί «οὔτε ἐπιτρέπει μέ τήν ἄμετρη ἐγκράτεια νά ἐξαπατᾶται κανείς ἀπό τά δεξιά, οὔτε πάλι νά σέρνεται στήν ἀδιαφορία ἀπό τ’ ἀριστερά». Ἀκόμη, «μέ τήν διάκριση συγκροτεῖται ἡ σοφία, ἡ νόηση, ἡ ἐσωτερική αἴσθηση», καί χωρίς τήν διάκριση «δέν συγκροτεῖται ἀρετή ἤ δέν μένει σταθερή μέχρι τό τέλος».
Ἡ διάκριση, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη, «εἶναι λύχνος πού χρειάζεται στόν ἄνθρωπο σέ κάθε περίσταση, γιά νά τόν φωτίζη νά πορεύεται ἁπλανῶς τήν ὁδό τῶν θείων ἐντολῶν». Ἀκόμη, ἡ διάκριση εἶναι «στούς μέν ἀρχαρίους ἡ ὀρθή ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ τους• στούς μεσαίους ἡ νοερά αἴσθηση ἡ ὁποία διακρίνει ἀλάνθαστα τό πραγματικό ἀγαθό ἀπό τό φυσικό ἀγαθό, καί ἀπό τό ἀντίθετό του κακό• καί στούς τελείους ἡ γνώση πού ἔχουν ἀπό θεϊκή ἔλλαμψη, ἡ ὁποία ἔχει τήν δύναμη νά φωτίζη πλήρως μέ τήν λάμψη της καί ὅσα σκοτεινά ὑπάρχουν στούς ἄλλους».
Ἐπίσης, ἡ διάκριση εἶναι «ἡ ἀλάνθαστη γνώση τοῦ θείου θελήματος σέ κάθε καιρό καί τόπο καί περίπτωση, ἡ ὁποία συνήθως ὑπάρχει στούς καθαρούς κατά τήν καρδία, τό σῶμα καί τό στόμα». Ἔτσι, ἀπό τό στόμα τῶν φωτισμένων καί διακριτικῶν ἁγίων ἐκπορεύονται ὄχι λόγοι ἀργοί, πού δέν ἐπαληθεύονται ἀπό τά ἔργα καί δέν ὁδηγοῦν στήν σωτηρία, ἀλλά λόγοι πού προξενοῦν στηριγμό, πνευματική ἀνδρεία, παρηγοριά, ἐσωτερική γαλήνη, καί ὁδηγοῦν στήν εὕρεση τοῦ «ἔσω ἀνθρώπου», στήν ἀναγέννηση καί τήν σωτηρία.
Ἐπειδή, ὅμως, δέν εἶναι δυνατόν σέ ὅλους νά γνωρίζουν σέ κάθε περίσταση τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό πρέπει, ὅσοι ἀγωνίζονται νά ἐφαρμόζουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τους, νά ἐρωτοῦν τούς πνευματικούς τους πατέρες καί νά δέχονται τόν πρῶτο λόγο τοῦ πνευματικοῦ, καί νά προσπαθοῦν νά τόν ἐφαρμόσουν. Καί αὐτό, διότι, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, «ὁ πρῶτος λόγος τοῦ πνευματικοῦ πατρός εἶναι λόγος τοῦ Θεοῦ», ἐνῶ «ὁ δεύτερος λόγος, πού εἶναι ἀποτέλεσμα ἀντιρρήσεων, εἶναι ἀνθρώπινος λόγος».
Ἡ δυνατότητα τῆς διακρίσεως τοῦ Θεϊκοῦ ἀπό τό δαιμονικό προφυλάσσει ἀπό τήν πλάνη, προξενεῖ ἐσωτερική ἰσορροπία, ἀλλά καί ὁμαλότητα στίς ἀνθρώπινες σχέσεις.
- Προβολές: 118