Ἐπίκαιροι σχολιασμοί: Τὸ προπέτασμα τοῦ ἀκαταλήπτου
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Τὸ ἀκατάληπτο τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθῇ σὰν ἕνα πολὺ βολικὸ ὀρθόδοξο κάλυμμα γιὰ πολλὲς αἱρετικὲς ἀπόψεις καὶ στάσεις ζωῆς. Αὐτὸ ἀποδεικνύει ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας (μὲ πολὺ χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τὸν 14ο αἰῶνα), αὐτὸ δείχνει, ὅμως, καὶ ἡ νοοτροπία πολλῶν σημερινῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι θέλουν ν' ἀκοῦνε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μόνον πρακτικὰ πράγματα, ὅπως εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τῆς μάστιγας τῶν ναρκωτικῶν, ἡ στάση μας ἀπέναντι στὴν παγκοσμιοποίηση, ἡ διεκδίκηση τῶν ἐθνικῶν μας θεμάτων, ὁ σχολιασμὸς τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος τῆς ἀνεργίας τῶν νέων καὶ ἄλλα παρόμοια χειροπιαστὰ καὶ κατανοητὰ θέματα, ἀφοῦ τὰ ἄλλα, τὰ λεγόμενα πνευματικά, εἶναι ἀκατανόητα γιὰ τὸν πολὺ κόσμο.
Πράγματι, ὁ Θεὸς καὶ τὰ γύρω ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι ἀκατανόητα πράγματα. Ἀπὸ τὰ συγγράμματα τῶν θεοπτὼν Πατέρων μας μαθαίνουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος καί, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, τὸ μόνο καταληπτὸ σ' Αὐτὸν εἶναι "ἡ ἀπειρία καὶ ἡ ἀκαταληψία". Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια, ὅσοι θεωροῦν τὰ πνευματικὰ θέματα ἀκατανόητα ἔχουν ἀρκετὸ δίκαιο μὲ τὸ μέρος τους· δὲν τὸ ἔχουν, ὅμως, ὅλο. Τὸ γιατί θὰ τὸ δοῦμε στὴ συνέχεια. Προηγουμένως, ὅμως, πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι οἱ ἀποφατικὲς (δηλαδή, οἱ ἀρνητικὲς) ἐκφράσεις γιὰ τὸν Θεό –ὅπως αὐτὲς ποὺ προαναφέραμε– συνιστοῦν τὴν λεγόμενη ἀποφατικὴ θεολογία, ἡ ὁποία μᾶς λέει τί δὲν εἶναι ὁ Θεός. Μὲ αὐτὴ τὴν μέθοδο οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀφ' ἑνὸς μὲν διαχώρισαν τὸν Θεὸ τελείως ἀπὸ τὴν ὁρατὴ καὶ τὴν ἀόρατη δημιουργία, ἀφ' ἑτέρου δὲ δήλωσαν τὴν ἀνεπάρκεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ συλλάβη καὶ νὰ περιγράψη τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε νόημα καὶ κάθε λογικὴ διατύπωση. Μέσα στὸ πλαίσιο τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἡ ἐμπειρικὴ γνώση τῆς ἀπειρίας καὶ ἀκαταληψίας τοῦ Θεοῦ εἶναι κάτι το πολὺ σημαντικό. Εἶναι τὸ ἀπαραίτητο θεολογικὸ θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ στερεώνεται ἡ ζωὴ κάθε Ὀρθόδοξου Χριστιανοῦ. Ἐπειδή, ὅμως, μερικὰ τέτοια πράγματα ἀκούγονται "θεωρητικὰ" καὶ "φιλοσοφικά", πρέπει πάντα νὰ τονίζεται ὅτι ἡ γνώση αὐτὴ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα κάποιου φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ. Δὲν ἀπαιτεῖ, δηλαδή, κάποια ἐξαίρετα διανοητικὰ ἢ ἄλλα προσόντα. Ἔρχεται σὰν φυσικὸ ἀποτέλεσμα τῆς εἰλικρινοῦς σχέσης μὲ τὸ Θεό, τῆς πραγματικῆς κοινωνίας μαζὶ Τοῦ, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται σταδιακὰ μὲ τὴν ἀσκητικὴ ὑπακοὴ στὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων Τοῦ· εἶναι, δηλαδή, καρπὸς μιᾶς ὑγιοῦς πνευματικῆς ζωῆς. Ἔξω ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ ἡ ἀκαταληψία τοῦ Θεοῦ γίνεται φιλοσοφικὸς ἀγνωστικισμός.
Ἡ εὐσεβής, λοιπόν, ἀποφατικὴ στάση ἀπέναντι στὸν Θεὸ ἔχει τὶς παραμορφώσεις της, γιατί εὔκολα μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθῇ ὡς προκάλυμμα ὀρθοδοξίας, σὰν ἕνα προπέτασμα καπνοῦ ποὺ βγαίνει ἀπὸ θυμίαμα Ὀρθόδοξης θεολογίας, τὸ ὁποῖο προσπαθεῖ μὲ τὴν εὐωδία του νὰ καλύψη τὴν δυσωδία τῆς αἵρεσης.
Προηγουμένως σημειώσαμε ὅτι ὅσοι θεωροῦν τὰ πνευματικὰ θέματα ἀκατανόητα ἔχουν ἀρκετὸ δίκαιο μὲ τὸ μέρος τους· δὲν τὸ ἔχουν, ὅμως, ὅλο. Αὐτὸ συμβαίνει γιατί στὸν Θεὸ ὑπάρχει τὸ ἄγνωστο, ἀλλὰ καὶ τὸ γνωστό. Ἡ οὐσία Τοῦ εἶναι –καὶ αἰωνίως θὰ εἶναι– παντελῶς ἄγνωστη. Ὁ Θεός, ὅμως, γίνεται γνωστὸς σὲ μᾶς ἀπὸ τὶς ἄκτιστες οὐσιώδεις ἐνέργειές Τοῦ. Γι' αὐτὸ ἀφ' ἑνὸς μὲν εἶναι ἀνώνυμος ὡς πρὸς τὴν οὐσία Τοῦ, ἀφ' ἑτέρου δὲ εἶναι πολυώνυμος ὡς πρὸς τὶς ἐνέργειές Τοῦ, ἀφοῦ ὀνομάζεται ἀπὸ τὰ κτιστὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐνεργειῶν Τοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, εἰρήνη, φῶς κ.τ.λ. γιατί ἔτσι ἀποκαλύπτεται στοὺς ἁγίους, αὐτὰ αἰσθάνονται ὅταν ἐνεργῆ μέσα τους. Εἶναι, ἐπίσης, σοφὸς καὶ παντοδύναμος, γιατί αὐτὸ δείχνει ἡ ὑλικὴ δημιουργία Τοῦ. Αὐτὲς τὶς βασικὲς προτάσεις τῆς Ὀρθόδοξης Δογματικῆς τὶς ἀναφέραμε γιὰ νὰ ποῦμε ὅτι ἡ διδασκαλία γιὰ τὸ ἀκατάληπτο τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὸν ἀγνωστικισμὸ τῶν φιλοσόφων καὶ κατόπιν γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ δοῦμε το πῶς αὐτὴ ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία μπορεῖ νὰ παραβιασθῇ, ὥστε νὰ γίνη προπέτασμα ποὺ καλύπτει τὴν αἵρεση.
Ἡ παραβίαση γίνεται μὲ δύο τρόπους. Πρῶτον, μὲ τὸ νὰ σχετικοποιοῦνται οἱ ἀποκεκαλυμμένες ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας μὲ τὴν δικαιολογία ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε τίποτε γιὰ τὸν Θεό, ἀφοῦ εἶναι ἀκατάληπτος. Κατοχυρωμένοι πίσω ἀπὸ αὐτὴ τὴν "εὐσεβῆ" πίστη στὴν ἀκαταληψία τοῦ Θεοῦ, ἰσχυρίζονται οἱ αἱρετικοὶ ὅτι δὲν χρειάζεται νὰ συζητᾶμε, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ ἐπιμένουμε σὲ δόγματα ἀκατάληπτα, ὅπως εἶναι, γιὰ παράδειγμα, ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἢ ἡ διάκριση οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεό. Αὐτὰ τὰ τελευταῖα ἦταν ἰσχυρισμοὶ τοῦ αἱρετικοῦ Βαρλαὰμ τοῦ Καλαβροῦ καὶ τῶν ὀπαδῶν του, τοὺς ὁποίους ἀντιμετώπισε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἡ πρώτη μάλιστα ἐπαφὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου καὶ τοῦ Βαρλαὰμ ἔγινε σὲ μιὰ περίοδο κινητικότητας γιὰ τὴν λεγόμενη "ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν", κατὰ τὴν ὁποία ἔγιναν διάφορες συζητήσεις γιὰ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος καὶ ὁ Βαρλαάμ –θεωρούμενος τότε Ὀρθόδοξος– συνέταξαν ἔργα ἐναντίον τῆς παπικῆς διδασκαλίας τοῦ Filioque. Μόνο ποὺ ὁ καθένας, σύμφωνα μὲ τὸν καθηγητὴ Π. Χρήστου, ξεκινοῦσε ἀπὸ διαφορετικὴ ἀφετηρία. Ὁ Βαρλαὰμ θεωροῦσε ὡς "ἄνευ ἐννοίας" τὴν ἀπαίτηση τῶν Λατίνων, ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ἀφοῦ ὁ Θεὸς σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους πολλῶν Πατέρων εἶναι ἀκατάληπτος. Δὲν τολμοῦσε, δηλαδή, νὰ ὑποστηρίξη ἀποδεικτικὰ τὸ ὀρθόδοξο δόγμα. Ἀρκεῖτο στὸ νὰ μὴ τὸ συζητάη, θεωρῶντας τὸ ἀκατάληπτο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀντέταξε σ' αὐτὸν τὸν ἀγνωστικισμὸ τοῦ Βαρλαὰμ τοὺς Ἀποδεικτικοὺς Λόγους τοῦ περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὴν ἴδια τακτικὴ ἀκολούθησαν οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Βαρλαὰμ ὑποστηρίζοντας τὸ παπικὸ δόγμα τῆς ταύτισης οὐσίας καὶ ἐνεργείας στὸν Θεό. Γενικά, βλέπει κανεὶς ὅτι ὁ ἀποφατισμὸς ὅταν χρησιμοποιεῖται φιλοσοφικά, ἔξω, δηλαδή, ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν Πατέρων, γίνεται ἀγνωστικισμός, ποὺ σχετικοποιεῖ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως καὶ ἀνέχεται ἢ καὶ ὑπερασπίζεται ἀκόμη τὴν ὁποιαδήποτε αἱρετικὴ διδασκαλία.
Ὁ δεύτερος τρόπος παραβίασης γίνεται μὲ τὴν ἀποσιώπηση τοῦ βασικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ θέωση τῶν ἀνθρώπων. Ἐδῶ δὲν ἔχουμε κάλυψη μιᾶς αἵρεσης στὴν διατύπωση τοῦ δόγματος. Ἔχουμε τὴν κάλυψη μιᾶς αἱρετικῆς ποιμαντικῆς, ἡ ὁποία ἀποχωρίζει τὴν καθημερινὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν θεολογία, ἀποκόπτει τὶς ρίζες τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο δόγμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο διδασκόμαστε ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ δεχθῇ μέσα του τὴν θεοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ἀποκοπὴ στηρίζεται στὴν ἄποψη ὅτι δὲν καταλαβαίνουμε, οἱ πολλοί, τὸ πῶς δρᾶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας. Ὑπάρχει ἐνεργὸ στὴν ψυχή μας, ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν τὸ καταλαβαίνουμε, ὁπότε δὲν χρειάζεται νὰ συζητᾶμε, οὔτε καὶ νὰ διδάσκουμε τέτοια πράγματα. Αὐτὰ ἔλεγαν ἐξέχοντες κληρικοὶ στὸν Ἅγιο Συμεῶν τὸν Νέο θεολόγο τὸν 10ο καὶ 11ο αἰῶνα, στοὺς ὁποίους, βέβαια, ἐκεῖνος ἀπάντησε καταλλήλως. Τοὺς ἔλεγε ὅτι ὅπως ἡ γυναῖκα ποὺ ἔχει μέσα της τὸ ἔμβρυο καταλαβαίνει τὴν ἄλλη ζωὴ ποὺ ὑπάρχει μέσα της, ἔτσι καταλαβαίνουν τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν καρδιά τους οἱ ἅγιοι.
Στὶς μέρες μας ὁρισμένοι εἶναι ἀκόμη πιὸ ριζοσπαστικοί, ἀφοῦ ἀπὸ τὸν ἀγνωστικισμὸ ἔφθασαν στὴν πλήρη ἀδιαφορία. Εἶναι πολὺ ἐκφραστικὴ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ μιὰ ἐπιστολὴ ποὺ δημοσιεύθηκε πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ σὲ ἐκκλησιαστικὴ ἐφημερίδα. Ὁ ἐπιστολογράφος καταφέρεται ἐναντίον ἀρθρογράφου τῆς ἐφημερίδος ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ πολὺ σημαντικὸ θέμα τῆς ἀναγνωρίσεως ἑνὸς συγκεκριμένου ἁγίου. Δὲν ἐνδιαφέρουν ἐδῶ οἱ ἐπί μέρους ἀπόψεις τοῦ ἀρθρογράφου, ἀλλὰ ἡ σημαντικότητα τοῦ θέματός του, ἀφοῦ τὰ κριτήρια τῆς ἁγιότητος ποὺ ἔχει μιὰ Ἐκκλησία δείχνουν τὸ κατὰ πόσο εἶναι συντονισμένη μὲ τὶς θεόπνευστες διδασκαλίες τῶν Πατέρων καὶ τὸ εὐσεβὲς φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἐπιστολογράφος, λοιπόν, κρίνει ὅτι αὐτὸ τὸ σημαντικὸ θέμα εἶναι ἄνευ σημασίας, γι' αὐτὸ καταλήγει στὴν ἐπιστολή του: "Δὲν τὸν ἐνδιαφέρει [τὸν ἀρθρογράφο] τίποτε ἄλλο (λ.χ. ἡ ἔκλυση τῶν ἠθῶν, τὰ Ναρκωτικά, ἡ Παγκοσμιοποίηση, τὰ Ἐθνικά μας θέματα, ἡ Οἰκονομία μας ποὺ πάσχει, ἡ ἀνεργία τῶν νέων μας, ἡ ἐγκληματικότης κ.τ.ά), καὶ κατατρίβεται μὲ θέματα, ποὺ δὲν ἐνδιαφέρουν τὸν Λαόν! Ἥμαρτον, φθάνει πιά".
Προφανῶς τὸ "Ἥμαρτον, φθάνει πιά", ταιριάζει νὰ τὸ πῇ κανεὶς γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν πολὺ λαὸ ποὺ δὲν τὸν ἐνδιαφέρει το πῶς ἁγιάζεται καὶ θεώνεται ὁ ἄνθρωπος, τὸ πῶς ὁ ἀκατάληπτος Θεὸς γνωρίζει τὸν ἑαυτὸ Του στοὺς ἁγίους.-
- Προβολές: 3060