Skip to main content

Γιάννη Βαρδακουλᾶ: Στὸ Μοναστῆρι τοῦ Ἁη-Γιάννη Βομβοκοῦς

Ναυπακτιακὰ Σημειώματα

Γιάννη Βαρδακουλᾶ

Καθὼς πλησιάζει ἡ 29η Αὐγούστου, ἑορτὴ τῆς ἀποτομῆς τῆς Τιμίας κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, κατὰ τὸ ἑορτολόγιο, οἱ παλαιοὶ Ναυπάκτιοι αἰσθάνονται μιὰ ἰδιαίτερη συγκίνηση. Δὲν ὑπάρχει Ναυπάκτιος, ποὺ νὰ μὴν ἔχη ἀνηφορίσει στὸ Μοναστήρι, γιὰ νὰ προσκυνήση καὶ ν ἀνάψη τὸ κερί του στὴ χάρη τοῦ Ἀη-Γιάννη, ἐνῷ κατὰ τοὺς καλοκαιρινοὺς μῆνες πολλὲς οἰκογένειες παραθέριζαν στὰ κελιά του. Ὅταν γυρίζη ἡ μνήμη μου στὸ Μοναστήρι, θυμᾶμαι πάντα τὶς οἰκογένειες τοῦ Παπα-Τάκη τοῦ Μπανανά, τοῦ Ναούμ, τοῦ Μπεκιαρὴ καὶ φυσικὰ καὶ τὸ μπαρμπα-Πάνο τὸ Νόβα, τοῦ Σταμάτη Σταματίου, τοῦ Σπύρου Πατάκα... Κι ἐγὼ τὰ καλοκαίρια μεγάλωνα στὸ Μοναστήρι μὲ τὶς δυὸ ἀδελφές μου. Τὰ βιώματα αὐτὰ δένονται βαθιὰ μὲ τὴν ψυχή μας καὶ μᾶς συνοδεύουν σ ὅλη μας τὴ ζωή. Μὲ αὐτὲς τὶς ἀναμνήσεις καὶ τὴ συγκίνηση ἔχω ἀναφερθῇ μερικὲς φορὲς σὲ γραπτά μου στὸ Μοναστήρι.

Πότε ἱδρύθηκε τὸ Μοναστήρι του Ἀη-Γιάννη δὲν εἶναι γνωστό. Ἡ παράδοση, ὅπως μοῦ την ἀφηγήθηκε ὁ ἀείμνηστος φίλος μου Σπύρος Ἀϋφαντής, ἀπὸ τὴ Σκάλα, λέει ὅτι κάποιος νέος τσοπάνης Σκαλιώτης ἔβλεπε τὴ νύχτα στὸ ἴδιο σημεῖο, ὅπου σήμερα τὸ Μοναστήρι, ἕνα φῶς. Ἡ ἐπαναλαμβανόμενη αὐτὴ εἰκόνα τὸν παρακίνησε νὰ ἀνεβῇ στὴν περιοχὴ αὐτή, ὅπου βρῆκε μιὰ μικρὴ εἰκόνα του Ἀη-Γιάννη. Ἔτσι οἱ Σκαλιῶτες σιγά-σιγά ἀνήγειραν μιὰ ἐκκλησία στὴν χάρη τοῦ Ἁγίου. Ὁ παλιὸς αὐτὸς ναὸς φαίνεται ὅτι καταστράφηκε ἴσως ἀπὸ σεισμούς. Ἡ παράδοση δὲν ἀνέφερε τίποτε γιὰ μοναστήρι.

Ἀπὸ τὴν κτιτορικὴ ἐπιγραφή, ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ, προκύπτει, ὅτι ὁ σημερινὸς ναὸς προῆλθε ἀπὸ ἀνακαίνιση ἐρειπίων παλαιότερου. Στὴ ἐπιγραφὴ ἀναφέρεται:

Ἀνεκαινίσθη ἐκ βαράθρων (βάθρων) ὁ θεῖος καὶ πάνσεπτος ναός

τοῦ Τιμίου Προδρόμου, διὰ δαπάνης τοῦ ὀσιωτάτου ἐν ἱερομονάχοις

Κυρ. Ἀρσενίου Καθηγουμένου τοῦ ναοῦ αὐτοῦ ΑΧΕ Ἀπριλί(ου),

ποὺ ὑποδηλώνει τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1695.

Ὁ ἀγαπητὸς φίλος καθηγητὴς Τάκης Χριστόπουλος, εἰδικὸς στὰ θέματα αὐτὰ ἐρευνητής, γράφει στὶς σελίδες τῆς Αἰτωλοακαρνανικῆς καὶ Εὐρυτανικὴς Ἐγκυκλοπαίδειας, ὅτι τὸ πάνω ἀπὸ τὴν κτιτορικὴ ἐπιγραφὴ "Οἰκόσημο", ἀνεξακρίβωτης κυριότητας, ἴσως ἔχει σχέση μὲ τὴν Λατινικὴ Ἀρχιεπισκοπή, ποὺ ἐγκαταστάθηκε στὴν Ναύπακτο ἀπὸ τοὺς Ἑνετοὺς ἐπὶ Ταραντίνου Φιλίππου καὶ μαρτυρεῖ ἢ κάποια ἐνίσχυση ἀπὸ τοὺς Ἑνετοὺς ἢ προστασία ἀπὸ Ἑνετὸ ἄρχοντα, ἐπὶ ἑνετικῆς κυριαρχίας μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1404-1499 καὶ 1685-1699· ὅτι ἡ ἁγιογράφηση ὁλοκληρώθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1703 καὶ 1722 ἀπὸ τοὺς ἁγιογράφους Πάνο καὶ Χρῆστο, χωρὶς ν ἀναφέρονται περισσότερα στοιχεῖα, ἐπὶ ἀρχιερατείας Νεοφύτου Πάριου· ὅτι ἡ περίοδος τῆς μεγάλης ἀκμῆς τοῦ Μοναστηριοῦ ὁριοθετεῖται μεταξὺ 1675 καὶ 1700. Ἐνῷ ὁ καθηγητὴς Ἀθανάσιος Παλιούρας γράφει στὴ "Βυζαντινὴ Αἴτωλοακαρνανίά" ὅτι ".... στὴν κόγχη τῆς Πρόθεσης εἶναι γραμμένα τὰ ὀνόματα τῶν Μοναχῶν Ἀρσενίου, Ἀγαπίου, Δαμιανοῦ, Ἰωακείμ, Ἀναστασίου, Ἰωαννικίου, Ἰωσὴφ καὶ Φιλοθέου καὶ τὸ τοῦ Ἀρχιερέως Νεοφύτου Μαυρομάτη, Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης (1703-1722)", κατὰ δὲ τὴν περίοδο τῆς ἀκμῆς του ὅτι σημειώθηκε, ὅπως γράφει ὁ Τάκης Χριστόπουλος, ἀναμέτρηση τῶν μοναχῶν πρὸς τοὺς μοναχοὺς τῆς Βαρνάκοβας, γεγονὸς ποὺ ἀνάγκασε τὸν Ἑνετὸ Προβλεπτή, ἐκπρόσωπο τῆς ἑνετικῆς ἐξουσίας, νὰ ἀπαγορεύση μὲ διάταξή του, τὸ 1688, τὴν σὲ βάρος τῶν ὑποστατικῶν τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Βαρνάκοβας βλαπτικὴ ἐνέργεια. Ὁ Pouqueville ἀναφέρει ὅτι τὸ 1817 ὑπῆρχαν στὸ Μοναστήρι 6 μόνο μοναχοί, ἐνῷ κατὰ τὸ 1835 μόνον 3 κατὰ τὸν Ἀθ. Παλιούρα οἱ: Βενέδικτος, Νεόφυτος καὶ Ἰωαννίκιος.

Ἀπὸ δύο διασωθέντα ἔγγραφα διασώζεται ἡ συμβολὴ τοῦ Μοναστηριοῦ στὰ χρόνια τῆς Ἐθνεγερσίας. Στὸ ἕνα ἀναφέρεται ὅτι "ἡ μονὴ αὐτή......εις διαφόρους ἐποχὰς ὠφέλησαν διὰ διαφόρων βοηθημάτων τὴν ἐπαρχίαν, ἐνῷ στὸ ἄλλο ὅτι .... τὰ ἱερὰ αὐτὰ καταγώγια (τὸ τοῦ Προδρόμου καὶ τῆς Παναγίας Φιλοθέου) ἐπὶ τῆς ἱερᾶς ἡμῶν ἐπαναστάσεως μέχρι τῆς ἀπελευθερώσεως καὶ τῆς ἐπαρχίας αὐτῆς ἐπὶ τοῦ ἀοιδίμου Κυβερνήτου, τοῦ Καποδίστρια, ἀνεδείχθησαν τὸ καταφύγιο τῶν ἀπόρων, ἐντοπίων καὶ ξένων, καὶ ἰδίως τὸ στήριγμα τῆς στρατιωτικῆς δυνάμεως τῆς ἐνεργούσης τὸν ἀποκλεισμὸν τοῦ Φρουρίου Ναυπάκτου".

Ὅπως ὅλα τὰ μοναστήρια, ἔτσι καὶ τοῦ Ἀη-Γιάννη εἶχε ἰδιόκτητη περιουσία, ποὺ ἀναφέρεται στὴν "Ἔκθεση Ἀπογραφῆς" τοῦ 1830 καὶ περιλαμβάνει τὰ ἀκόλουθα στοιχεῖα:

Στὴν περιοχὴ Γαλατᾶ βάσ. στρέμματα 29
Περιοχὴ Μοναστηριοῦ ξερικὰ 25 ποτιστικὰ 5
Σέσελι 10
Γεφυράκι 5
Μετόχι 15
Ἐλαιοστάσιο 45
Περιβολάκι 3
Βρύση Ἰμάμη 2
Τζάσι 60
Μπούλα Λιδωρικίου 170
Φτέρη 60
Γαλατᾶ Βενέτικου 600
Γραβίτικα 5
ἐνῷ στὴν ἀνακεφαλαίωση ἀναγράφονται γιὰ τὸ Μοναστήρι ποτιστικὰ 850 καὶ ξερικὰ 154 βάσ. στρέμματα καὶ 2 μύλοι, χωρὶς τοπικὸ προσδιορισμό.

Ἡ δοκιμασία καὶ τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ ἄρχισε, ὅταν ἐγκαταστάθηκε στὴ χώρα μας ἡ Βαυαρικὴ Ἀντιβασιλεία, μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Κυβερνήτη Καποδίστρια, ἡ ὁποία ἔλαβε σκληρὰ μέτρα κατὰ τῶν μοναστηριῶν στὴν προσπάθειά της νὰ πλήξη τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα καὶ τό, κατὰ παράδοση, κοινοτικὸ πνεῦμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἔτσι συγκαταριθμήθηκε καὶ τὸ Μοναστήρι του Ἀη-Γιάννη στὰ ὑπὸ διάλυση μοναστήρια. Ἐπίμονες ἦταν οἱ προσπάθειες τῶν Ναυπακτίων νὰ ἀποτρέψουν τὴν διάλυση, προσπάθειες ποὺ κορυφώθηκαν μὲ τὴν μετάκληση ἀπὸ τὴν Ζάκυνθο τοῦ μοναχοῦ Κωνστάντιου γιὰ τὴν ἀναδιοργάνωσή του. Οἱ προσπάθειες ὅμως αὐτὲς δὲν καρποφόρησαν. Τελικὰ οἱ μοναχοὶ ὑπὸ τὸν Κωνστάντιο ἐκδιώχθηκαν καὶ ἡ περιουσία τοῦ μοναστηριοῦ κατασχέθηκε.

Οἱ Ναυπάκτιοι δὲν ἔπαψαν ποτὲ νὰ ἐκδηλώνουν τὸν σεβασμὸ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τους γιὰ τὸ Μοναστήρι. Τόσο στὴ δεκαετία τοῦ 1940, ὅσο καὶ μεταπολεμικὰ ὑπῆρχε πάντοτε Σύλλογος μὲ τὴν ἐπωνυμία "Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος", ποὺ εἶχε τὴν ἐπιμέλεια τοῦ Μοναστηριοῦ.

Πρὶν τὸν τελευταῖο παγκόσμιο πόλεμο καὶ πρὶν καλὰ καλὰ ἡ Ναύπακτος ἀναλάβη ἀπὸ τὶς πληγὲς τῆς γερμανοϊταλικῆς κατοχῆς, ἡ συλλογικὴ αὐτὴ προσπάθεια ἀνέλαβε ἐντονότερο ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀνάπλαση τοῦ Μοναστηριοῦ. Κι ἔτσι σήμερα ἔχει συντηρηθῇ ὁ ναός, ἐκσυγχρονίσθηκαν τὰ κελιὰ καὶ ὀργανώθηκε ὁ γύρω χῶρος, μὲ τὴν ἐπίβλεψη τῶν Μητροπολιτῶν Ἀλεξάνδρου καὶ Ἱεροθέου σήμερα.

Ἀπὸ προπολεμικὰ εἶχε καθιερωθῇ νὰ εἶναι τὸ Μοναστήρι τόπος παραθερισμοῦ γιὰ τοὺς Ναυπάκτιους. Τὸ ὑψόμετρο, ὁ καθαρὸς ἀέρας, τὸ πράσινο, ἡ θέα τῆς γύρω περιοχῆς ἀποτελοῦσαν πόλο ἕλξης, ἐνῷ ἡ ζωὴ σὲ θρησκευτικὸ χῶρο ἀναπαλαίωνε κι αὐτὴ τὸ πνεῦμα τῆς συμβιωτικῆς κοινότητας, ποὺ δέσποζε τότε στὴ μικρή μας πόλη, πρὶν ἀκόμη ἐμπορευματοποιηθοῦν οἱ διανθρώπινες σχέσεις.

Σ αὐτὸ τὸ θρησκευτικὸ καὶ ψυχολογικὸ κλίμα ἔζησα κι ἐγὼ ἀπὸ μικρὸ παιδὶ καὶ τὰ βιώματα ἐκεῖνα ζοῦν μέσα μου καὶ μὲ συγκινοῦν. Ἂς μοῦ ἐπιτρέψη, λοιπόν, ἡ "Ἐκκλησιαστικὴ Παρέμβαση", ποὺ πολλὲς φορές μου ἔχει κάνει τὴν τιμὴ νὰ δημοσιεύση κείμενά μου, νὰ προσθέσω στὸ σημείωμά μου αὐτὸ τοὺς ἀκόλουθους στίχους, μὲ τοὺς ὁποίους ἡ φτωχική μου γραφίδα προσπάθησε ν ἀποτυπώση αὐτά μου τὰ βιώματα:

ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ Τ ΑΗ-ΓΙΑΝΝΙΟΥ

Ἀπομεσήμερο καλοκαιριοῦ ἡ Γειτονιά

θ ἀνηφορίση στὴ Μονὴ γιὰ τ Ἀη-Γιαννιοῦ τη χάρη·

Μπρὸς πᾶνε παίζοντας καὶ τραγουδῶντας τὰ παιδιά

-αὐτὴ τῆς Νιότης ἡ χαρὰ καὶ τὸ χρυσὸ καμάρι.

Οἱ πιὸ μεγάλοι ἀπὸ κοντά, στ ἄλογα καὶ πεζοί,

λὲν ἱστορίες παλαιὲς ἀπὸ τὴ Γειτονιά τους

κι ἀναθυμοῦνται ποὺ καὶ πού -ἡ μνήμη ἱερή-

αὐτούς, ποὺ δίχως γυρισμό, ἔφυγαν μακριά τους.

Καὶ πᾶν ἀνηφορίζοντας -ἀπόσκια ἡ ρεματιά-

καὶ κάθε λίγο ἀντιλαλοῦν οἱ λόγγοι ἀπ τὴ φωνή τους·

μήνυμα στὲλν ἡ ρεματιὰ ἀπὸ τὴ συντροφιά

σ αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἀκαρτεροὺν ἀπ ἔξω ἀπ τὸ κελλί τους.

Μὶ ἀνάσα γιὰ νὰ πάρουνε ἐκεῖ στοῦ Λαγαροῦ

στέκονται κι ἀπ τὴ βρύση του νὰ πιοῦν λίγο νεράκι.

Τὸ μονοπάτι ὕστερα τ ἀπότομου βουνοῦ,

λίγο πιὸ πάνω θὰ σταθοῦν στὴ βρύση τ Ἀη-Λάκη.

Στ ἀγνάντι περιμένουνε δυὸ σεβαστὲς γριές,

ἡ Σπυριδούλα Κονταξὴ κι ἡ Λένη του Γαλάνη.

Ἀπὸ νωρὶς τὸ πιάνανε, οἱ δυό τους μοναχές,

μὲς τὸ ἀπομεσήμερο τὸ ἴδιο τὸ σεργιάνι.

Κι ὡς στὸ μεγάλο φτάνανε τὸν Πλάτανο, εὐθύς,

στὴν ἐκκλησία μὲ σεβασμὸ ν ἀνάψουν τὸ κερί τους·

Ὁ παπα-Τάκης ἄρχιζε Ἑσπερινὸ νωρίς

κι ὅλοι μαζὶ νὰ ψάλουνε, νὰ ποῦν τὴν προσευχή τους.

Κι ἀνηφορίζαν ὕστερα σὲ συντροφιὲς μικρές

ν ἀνέβουνε σιγά-σιγά στὴ Βρύση στὸ Πλατάνι.

Στὸ βάθος μέσα ἡ θάλασσα καὶ οἱ βουνοκορφές·

ποιός ὁ ζωγράφος ποὺ αὐτὸν τὸν πίνακα θὰ κάνη;

Κι ὅπως κατέβαινε ἀργὰ ἀργὰ τὸ δειλινό

κι ἀντιλαλοῦσαν μακριὰ τῶν κοπαδιῶν κουδούνια,

ποῦ νὰ σαὶ γριὰ Νάκαινα, ὅπως παιδὶ μικρό,

ποὺ μ ἔβαζες νὰ κοιμηθῶ στὴ σαρμανίτσα-κούνια;

Γυρίζω πίσω στὸν καιρὸ ἐκεῖνο τὸν παλιό,

μέσα βαθιά μου πάντα ζῇ κεῖνο τὸ Μοναστήρι.....

τὴν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ, ὅπως παιδὶ μικρό,

ψέλνω τὸ "Φῶς τὸ ἱλαρόν...", χαμένος στὸ ψαλτήρι.

  • Προβολές: 3098