Ἀναστασίου Φιλιππίδη: Ἡμέρες τοῦ Σχίσματος 1054 (Γ)
Ἀναστασίου Φιλιππίδη
(συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο)
Ὅταν οἱ τρεῖς παπικοὶ λεγάτοι ἔφτασαν στὴν Κωνσταντινούπολη, φέρθηκαν μὲ περιφρονητικὸ τρόπο στὸν Πατριάρχη ἀρνούμενοι νὰ τὸν τιμήσουν μὲ τὴν καθιερωμένη προσκύνηση ἢ ἔστω μὲ μιὰ τυπικὴ κλίση τῆς κεφαλῆς πρὸς τὰ δεξιὰ πρὸς ἔνδειξη σεβασμοῦ. Ὅταν ἀναγνώστηκε ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Πάπα μὲ τὴν ὁποία ὁ Λέων ἐπέκρινε τὸν Πατριάρχη γιὰ τὸν τίτλο "οἰκουμενικὸς" καὶ συνέχιζε τὴν πολεμική του γιὰ τὰ λοιπὰ ζητήματα, ὁ Πατριάρχης ἀπογοητεύτηκε τόσο πολὺ ὥστε ἀρνήθηκε νὰ πιστεύση ὅτι προερχόταν ἀπὸ τὴν παπικὴ ἕδρα. Ἐξέτασε προσεκτικὰ τὶς σφραγῖδες καὶ ἀποφάνθηκε ὅτι τὸ ἔγγραφο ἦταν πλαστό. (Αὐτὸ ὅμως ὀφειλόταν μᾶλλον στὴν πρόσφατη ἀλλαγὴ σφραγίδων ποὺ εἶχε υἱοθετήσει ὁ Πάπας). Στὴ συνέχεια ὁ Οὐμβέρτος παρουσίασε τὴν ἀπάντηση πρὸς τὸν Λέοντα Ἀχρίδος, ποὺ εἶχαν συντάξει οἱ Λατῖνοι. Οἱ Βυζαντινοὶ ἀπάντησαν μὲ κείμενο τοῦ Νικήτα Στηθάτου ἐναντίον τῆς χρήσης τῶν ἀζύμων, τῆς ἀγαμίας τοῦ κλήρου, καὶ ἄλλα. Ὁ Οὐμβέρτος ἀντέδρασε βίαια καὶ ὑβριστικά. Ὁ Νικήτας Στηθάτος, ὅμως, ἀναγκάστηκε νὰ σιωπήση ἔπειτα ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορα ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ διατηρηθῇ ἡ συμμαχία μὲ τὸν Πάπα κατὰ τῶν Νορμανδῶν. Ὁ Οὐμβέρτος, ἐνθαρρυμένος, προχώρησε σὲ νέα ἐπίθεση κατηγορῶντας τοὺς Βυζαντινοὺς γιὰ τὴν μὴ ἀποδοχή του φιλιόκβε. Ὁ Κηρουλάριος ἀρνήθηκε κατηγορηματικὰ νὰ συζητήση σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἐπιμένοντας ὅτι σὲ τέτοια συζήτηση θὰ ἔπρεπε νὰ λάβουν μέρος καὶ τὰ ὑπόλοιπα Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς. Τότε ὁ Οὐμβέρτος ἀποφάσισε νὰ προχωρήση στὸν ἀναθεματισμό.
Τὸ ἔγγραφο τοῦ ἀναθεματισμοῦ προκαλεῖ κατάπληξη σήμερα, καθὼς βρίθει ἀνακριβειῶν. Τὸ μόνο λογικὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι οἱ Λατῖνοι βρίσκονταν σὲ ἀπελπιστικὴ ἔνδεια ἐπιχειρημάτων γιὰ νὰ στηρίξουν το ἕνα πρᾶγμα ποὺ τοὺς ἐνδιέφερε, δηλαδὴ τὸ ἀπολυταρχικὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα. Θὰ παραθέσουμε ἐδῶ ὁρισμένες ἀπὸ τὶς κατηγορίες ποὺ περιεῖχε, μαζὶ μὲ τὸ σχολιασμό τους (σὲ παρένθεση) ἀπὸ ἕναν σύγχρονο, μὴ Ὀρθόδοξο, ἱστορικό, τὸν Στῆβεν Ράνσιμαν.
Σύμφωνα μὲ τὸν Ράνσιμαν, τὸ ἔγγραφο ποὺ ἐναπέθεσαν οἱ παπικοὶ ἀπεσταλμένοι στὴν Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἀγια-Σοφιὰς στὶς 16 Ἰουνίου 1054 κατηγοροῦσε μεταξὺ ἄλλων ὅτι ὅλοι ὅσοι ὑποστήριζαν τὸν Κηρουλάριο ἦταν ἔνοχοι σιμωνίας ("πρᾶγμα πού, ὅπως γνώριζε καλὰ ὁ Οὐμβέρτος, ἦταν ἡ κυρίαρχη διαστροφὴ τῆς ἐποχῆς στὴ δική του Ἐκκλησία"), ὅτι ἐνθάρρυναν τὸν εὐνουχισμό ("μία πρακτικὴ ποὺ ἐπίσης ἐφαρμοζόταν στὴ Ρώμη"), ὅτι ἐπέμεναν νὰ ξαναβαπτίζουν τοὺς Λατίνους ("κάτι ποὺ δὲν ἦταν ἀλήθεια, ἐκείνη τὴν ἐποχή"), ὅτι ἐπέτρεπαν στοὺς ἱερεῖς νὰ παντρεύονται ("πρᾶγμα ποὺ ἦταν λάθος: ἕνας ἔγγαμος μποροῦσε νὰ γίνει ἱερέας, ἀλλὰ κανεὶς ἤδη χειροτονημένος δὲν μποροῦσε νὰ παντρευτῇ"), ὅτι βάπτιζαν τὶς γυναῖκες τὶς ἡμέρες τοῦ τοκετοῦ, ἀκόμη κι ἂν ἦταν στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου ("μιὰ καλὴ πρακτικὴ τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας"), ὅτι ἀρνοῦνταν τὴν κοινωνία σὲ ξυρισμένους ἄντρες ("πρᾶγμα ἀναληθές, παρ' ὅ,τι οἱ Ἕλληνες δὲν ἐνέκριναν τοὺς ξυρισμένους ἱερεῖς") καί, τέλος, ὅτι παρέλειπαν μιὰ φράση στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ("πρᾶγμα ποὺ ἦταν τὸ ἀκριβῶς ἀντίστροφο τῆς ἀλήθειας").
Ἡ δημοσιοποίηση τοῦ ἐγγράφου προκάλεσε λαϊκὴ ἐξέγερση στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ ἀποτέλεσμα τὴ σύγκληση τῆς Συνόδου ἡ ὁποία ἀναθεμάτισε τοὺς συντάκτες του.
Δ. Ἀντίκτυπος τοῦ Σχίσματος στὴν Κωνσταντινούπολη
Μετὰ τὴν πρώτη ἀγανάκτηση, φαίνεται πῶς ἡ Κωνσταντινούπολη δὲν ἔδωσε μεγάλη βαρύτητα στὶς ἐνέργειές του ὡς τότε ἀδύναμου παπικοῦ θρόνου. Στὸ κλίμα πολιτικῆς καὶ πολιτιστικῆς ἀνωτερότητας ποὺ διακατεῖχε τοὺς Βυζαντινοὺς τὸν ἑνδέκατο αἰῶνα, οἱ πράξεις τῶν Δυτικῶν ἀντιμετωπίζονταν μᾶλλον μὲ ὑπεροψία καὶ περιφρόνηση. Ἡ ἀγενὴς συμπεριφορὰ τῶν παπικῶν ἀπεσταλμένων ἁπλῶς ἐπιβεβαίωσε τὴ βυζαντινὴ ἀντίληψη.
Πέρα ἀπὸ τὸν Κηρουλάριο, οἱ λοιποὶ ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες τῆς ἐποχῆς διατήρησαν χαμηλοὺς τόνους. Γιὰ παράδειγμα ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Πέτρος καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος Λέων στὰ γραπτὰ τοὺς ἔχουν ἀρκετὰ συγκαταβατικὸ ὕφος. Πιστεύουν ὅτι οἱ Λατῖνοι ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ δρόμο λόγῳ ἄγνοιας καὶ ὅτι ἂν διορθώνονταν ἀπὸ τοὺς πιὸ μορφωμένους καὶ σοφότερους Ἀνατολικοὺς ἀδερφούς τους θὰ ἐπέστρεφαν στὴν εὐθεῖα ὁδό. Ὁ Πέτρος Ἀντιοχείας σὲ γράμμα πρὸς τὸν Κηρουλάριο γράφει "Διότι εἶναι ἀδελφοί μας, ἔστω κι ἂν λόγῳ ἔλλειψης ἐκπαίδευσης" συχνὰ ἔχουν ἐκπέσει ἀπὸ τὸ ὀρθό. Ἐπίσης, στὴν ἀναφορὰ στὴν Παπικὴ Ἐκκλησία μιλᾶ γιὰ "Ρωμαίους", τοὺς ὁποίους διαχωρίζει ἀπὸ τοὺς "Βανδάλους", ἂν καὶ ἐκφράζη τὸν φόβο ὅτι οἱ Ρωμαῖοι ἴσως ἔχουν ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τοὺς Βανδάλους.
Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ἀρχικὰ οἱ Βυζαντινοὶ δὲν ἰσχυρίζονταν ὅτι συνολικὰ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἔχει πέσει σὲ σφάλμα. Ὁ Κηρουλάριος στὴν ἀλληλογραφία του συνήθως ἐπέμενε ὅτι δὲν ἔφταιγε ὁ Πάπας γιὰ τὰ σφάλματα τῆς Δύσης ἢ γιὰ τὴν διαμάχη του μὲ τὸν Οὐμβέρτο. Ἔκανε διάκριση ἀνάμεσα στὸν Πάπα, μὲ τὸν ὁποῖο ζητοῦσε συμμαχία, καὶ στοὺς "Φράγκους" (ἐννοῶντας αὐτοὺς ποὺ ἐμεῖς ὀνομάζουμε Νορμανδούς). Ἄλλωστε ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινούπολης στὶς 20 Ἰουλίου 1054 δὲν καταδίκασε τὸν Πάπα ἢ τοὺς Δυτικοὺς γενικά, ἀλλὰ ἐπέρριπτε τὴν εὐθύνη στὸν Οὐμβέρτο καὶ στοὺς ἄλλους ἀπεσταλμένους ποὺ ἔφεραν πλαστογραφημένα ἔγγραφα. Ὁ Πέτρος Ἀντιοχείας ἐπέμεινε ὅτι ἂν κάποιοι Δυτικοὶ παρέβαιναν τοὺς κανόνες θὰ πρέπει νὰ τὸ ἔκαναν χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει ὁ Πάπας.
Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατέβαλλε προσπάθεια νὰ διατηρηθοῦν ἀνοικτοὶ δίαυλοι ἐπικοινωνίας μὲ τὴν Δύση, ἐλπίζοντας ὅτι οἱ παπικοὶ ἀπεσταλμένοι εἶχαν ἐνεργήσει αὐθαίρετα, χωρὶς τὴν ἔγκριση τοῦ Πάπα, ἢ ὅτι κάποιος ἑπόμενος Πάπας θὰ ἀναιροῦσε τὶς σχισματικὲς ἀπόψεις τοῦ προκατόχου του. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ πρώτη γνωστὴ ἀναφορὰ σὲ σχίσμα μεταξὺ Κηρουλάριου καὶ Οὐμβέρτου χρονολογεῖται ἀρκετὰ ἀργότερα, στὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰῶνα.
Ἐπιπλέον, ὅπως σωστὰ ἔχει τονιστεῖ ἀπὸ σύγχρονους ἱστορικούς, γενικὰ οἱ πρωταγωνιστὲς τῆς περιόδου στὸ Βυζάντιο δὲν ἀντιμετώπιζαν τὴ Δύση ὡς κάτι μονολιθικό, κι ἄρα δὲν αἰσθάνονταν ὅτι ζοῦσαν σὲ ἕναν κόσμο μὲ σαφῆ διάκριση Ἀνατολῆς-Δύσης. Ἀντὶ γιὰ σύγκρουση Ρώμης-Κωνσταντινούπολης ἔβλεπαν διάφορες ὁμάδες μὲ διαφορετικὰ συμφέροντα. Στὴν Ἰταλία, ἂς ποῦμε, ὑπῆρχε ὁ Πάπας, ὁ Γερμανὸς αὐτοκράτορας, οἱ Νορμανδοί, οἱ Λογγοβάρδοι καὶ οἱ γηγενεῖς Ἰταλοὶ ποὺ θεωροῦσαν τοὺς ἑαυτούς τους ὑπηκόους τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Κωνσταντινούπολης. Πολλὰ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῶν μεταγενέστερων σχέσεων ἀνάμεσα στὸ Βυζάντιο καὶ στοὺς Δυτικοὺς δὲν ἦταν ἀκόμη ἐμφανῆ. Ἡ ἀντίληψη περὶ τῆς Δύσης ὡς ἑνωμένης καὶ ὡς ἀπειλῆς, ἡ λαϊκὴ ἀντιπάθεια ἀπέναντι στοὺς "Λατίνους", αὐτὰ ὅλα θὰ ἀναδυθοῦν ἀργότερα. Θὰ λέγαμε μάλιστα πῶς τὸ ἴδιο τὸ Σχίσμα ὁδήγησε σταδιακὰ στὴν κατασκευὴ μιᾶς μονολιθικὴς Δύσης στὰ μάτια τῶν Βυζαντινῶν, καθὼς οἱ λεπτὲς ἀποχρώσεις ὑποχώρησαν μπροστὰ στὴν προτεραιότητα τῆς ὁριοθέτησης ἀνάμεσα σὲ Ὀρθόδοξους καὶ αἱρετικούς.
(συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο)
- Προβολές: 2718