Διήγημα: "Τὸ ἄστατο τῶν ὄντων"
"Τῶν ὄντων ἐκμελέτησας τὴν φῦσιν, καὶ πάντων περισκοπήσας τὸ ἄστατον,
μόνον εὗρες ἀκίνητον,τόν ὑπερουσίως ὄντα Δημιουργὸν τοῦ παντός·
ὧ καὶ μᾶλλον προσθέμενος,τών οὐκ ὄντων τὸν πόθον ἀπέρριψας.
Πρέσβευε καὶ ἡμᾶς τοῦ θείου πόθου τυχεῖν,ιεροφάντα Βασίλειε".
Ὁ παπα-Γρηγόρης σιγόψαλε τὸ ἀπόστιχο αὐτὸ τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μέσα στὸ κελλί του. Δὲν ἔκανε σήμερα ἑσπερινὸ στὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς, διότι τὸ κρύο ἦταν διαπεραστικό, τὸ χιόνι εἶχε σκεπάσει τὴν αὐλὴ καὶ λεπτὸς πάγος εἶχε καλύψει τὶς πλάκες στὰ δρομάκια ποὺ ὁδηγοῦσαν στὸν Ναό, πρὶν προλάβει καὶ πάλι νὰ τὶς καθαρίσει.
Ὁ γερο-Ἀνανίας, ὁ συνασκητής του, παλαίμαχος ἀδελφὸς τῆς Μονῆς, δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ διακινδυνεύση μιὰ τόσο ἐπικίνδυνη διαδρομή –ἦταν δὲν ἦταν δεκαπέντε μὲ εἴκοσι μέτρα ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ παλιοῦ ἡγουμενείου, ὅπου εἶχε τὸ κελλί του, μέχρι τὴν πύλη τοῦ ναοῦ τῆς Μονῆς, πλὴν ὅμως ἡ διαδρομὴ γιὰ τὰ δυὸ γέρικα πόδια του παπούλη διαρκοῦσε δέκα λεπτά, τὸν Αὔγουστο στὸ πανηγύρι, καὶ τώρα ἦταν χιόνι καὶ βοριᾶς καὶ σκοτάδι.
Ὁ γερο-Ἀνανίας διήνυε τὴν ἔνατη δεκαετία τῆς ζωῆς του. Καὶ ἦταν δεκαπέντε χρονῶν ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο γιὰ τὸ Μοναστήρι. Τὸν εἶχε σαγηνέψει ὁ θειός του, ὁ παπα-Σάββας. Εἶχε καλύβι στὸ Ἅγιον Ὅρος, ποὺ ἀνῆκε στὴν Λαύρα. Ἦλθε ἕνα καλοκαίρι στὸ χωριό –ἦταν πνευματικὸς καὶ αὐστηρὸς σ' ὅλα τοῦ– μίλησε μὲ τὸν πατέρα του. Ὁ μικρὸς τότε Ἀντώνης δέχθηκε μὲ χαρά. Τοῦ ἄρεσε ἡ ἰδέα τῆς καλογερικῆς. Τοῦ ἄρεσαν τὰ ψαλτικά, τὰ ράσα, τὰ γένια τῶν καλογέρων, τὰ ἄμφια τῶν παπάδων. Πιὸ πολὺ τοῦ ἄρεσε τὸ "Θεοτόκε Παρθένε", ποὺ 'ψαλε ὁ θεῖος, ὅταν θύμιαζε τοὺς πέντε ἄρτους, ἀλλὰ καὶ τὸ ἄλλο ποὺ ἔλεγε ὁ μπαρμπα-Νίκος, ὁ ψάλτης, τὸ ἀπόγευμα τοῦ ἑσπερινοῦ, ἀραιὰ καὶ πού –ὅταν ἦταν ὁ πρῶτος ἦχος, ἀλλὰ δὲν ἤξερε αὐτὸς ἀπὸ ἤχους τότε– "Τὴν παγκόσμιον δόξαν τὴν ἐκ Παρθένου σπαρεῖσαν καὶ τὸν Δεσπότην τεκοῦσαν...". Ἅ, ὅταν τὸ ἄκουσε γιὰ πρώτη φορὰ σὲ ἀγρυπνία στὴν Λαύρα... νόμισε πῶς κατέβηκε ὁ οὐρανὸς στὴν γῆ! Καὶ τώρα ἀκόμη ἐνθυμεῖται τὴν πρώτη ἐκείνη αἴσθηση καὶ ἀναρριγά, συγκινεῖται, κλαίει καμμιὰ φορά, ὅταν ἄλλες σκοτοῦρες τῆς ζωῆς τὸν πνίγουν, καὶ ψέλνει μὲ τὴν στριγγιὰ φωνή του –δὲν τὴν ἀκούει ἄλλωστε· μόνον τὰ λόγια κεντοῦν τὴν καρδιά του– πάλι καὶ πάλι "Τὴν παγκόσμιον δόξαν...". Τὰ παιδιά –παιδιὰ κι αὐτά!– ποὺ ἔρχονταν τὸ καλοκαίρι νὰ ζήσουν γιὰ δυό-τρεὶς ἡμέρες λίγη μοναστηριακὴ ζωή, τὸν πείραζαν τὸν γερο-Ἀνανία γιὰ τὴν στριγγιὰ φωνή του, καὶ τὸν ἔβαζαν νὰ ψέλνη γιὰ νὰ γελάσουν. Ἀλλὰ ὅταν ἔψαλε Τὸ "Θεοτόκε" ἢ "Τὴν παγκόσμιον", σταματοῦσε τότε τὸ γέλιο ἔπαυε, φιμωνόταν, διότι ἡ στριγγιὰ φωνὴ ἔβγαινε πλέον ἀπὸ τὴν καρδιά του παπούλη, καὶ ἡ ἔκφρασή του καὶ ἡ μορφή του γλύκαινε...
Τὸν πῆρε, λοιπόν, ὁ θειός του ὁ παπα-Σάββας, ὁ πνευματικός, στὸ Ἅγιον Ὅρος· πρόλαβε. Ὁ ἄλλος θειός του, ὁ Ἀντύπας, ἦταν κυνηγὸς λῃστῶν, ταραξιῶν, καί, στὸν ἐμφύλιο, ἀνταρτῶν! "Μά, ξέρεις, πάτερ μου, πῶς τοὺς ἔπιανε! Ἕνα παράξενο πρᾶγμα. Πῶς τους ξετρύπωνε, πῶς τοὺς ξεγέλαγε, πῶς τους μάγγωνε μὲ τὰ χέρια του. Ἦταν θεριό! Τὸν ἐφοβοῦντο ὅλοι! Ἂν κάποιος πήγαινε νὰ τοῦ φύγει... στὸ φτερό! Ἦταν σκληρός, πολὺ σκληρὸς ὁ θεῖος μου ὁ Ἀντύπας, Θιὸς συγχωρέστονε".
Πρόλαβε, λοιπόν, ὁ πνευματικὸς καὶ τὸν πῆρε τὸν μικρὸ Ἀντώνη πρὶν τὸν στρατολογήση ὁ Ἀντύπας, πρὶν τὸν ξεγελάση ὁ κόσμος, πρὶν σκεπάση τὴν Ἑλλάδα τὸ μαῦρο πέπλο τῆς κατοχῆς καὶ τὸ κατάμαυρο τοῦ ἐμφυλίου. Πέρασε τὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς στὸ Ἅγιον Ὅρος, στὴν καλύβι τους, τῆς Λαύρας, τρώγοντας μὲ τὸν θειό του, ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια, ἕνα γουρούνι παστό. Ὁ παπα-Σάββας ἔκανε "διάκριση", "οἰκονόμησε" τὸν ἀνηψιό του, καὶ τὴν ἀφεντιά του, εἶδε τὸ κακὸ ποὺ ἐρχόταν, τὴν πεῖνα, τὴν στέρηση, πούλησε κάτι ἐρχόγειρα ποὺ 'χε φτιαγμένα μὲ τὰ χρήματα ποὺ οἰκονόμησε ἀγόρασε ἕνα γουρούνι, τὸ ἔσφαξε, τὸ πάστωσε, καὶ εἶχαν νὰ φᾶνε τὰ χρόνια τῆς κατοχῆς, στὸ Ἅγιον Ὅρος.
Ὁ γερο-Ἀνανίας ἔφυγε κάποτε ἀπὸ τὸν θειό του. Δὲν ἦταν τόσο εἰδυλλιακὸς ὁ χωρισμός, κατὰ πῶς λένε. Πάντως ἔφυγε.
Πῆγε μετὰ στὸ ἄλλο μεγάλο προσκύνημα τῆς Ὀρθοδοξίας, στὴν Ρούμελη, στὴν Παναγιὰ τὴν Προυσιώτισσα, μεγάλη ἡ Χάρη της. Ἐκεῖ ἔκανε 25 χρόνια. Μόνος του. Μὲ τὸν παπα-Γεράσιμο, τὰ τελευταῖα χρόνια.
Στὸ τέλος ἦλθε μιὰ συνοδεία, πέντ'-έξι καλογέροι. Αὐστηροί, παραδοσιακοί. Ἅ! Ὅλα κι ὅλα. Πραγματικοὶ καλόγεροι. Μὲ τὶς ἀκολουθίες τους, τὶς ἀγρυπνίες τους, τὰ κομποσχοίνια τους. Πρῶτα τὰ πνευματικά, μετὰ οἱ δουλειές, μετὰ τὸ ἐργόχειρο. Κάθε κοσμικὸς τρόπος ἐξοστρακίστηκε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Μακριὰ κάθε κακὴ συνήθεια.
Ναί, ἀλλὰ συνήθεια. Καὶ ὁ γερο-Ἀνανίας δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ ἀφήση τα ἐθίματά του. Ἄλλωστε, ὁ παπα-Σάββας ὁ πνευματικός, ὁ θειός του, Θιὸς σχωρέστονε, δὲν τοῦ τὶς εἶχε πῇ γιὰ ἁμαρτίες. Ἐντάξει δὲ λέγω, δὲν ἦταν καὶ καθαρὴ καλογερική, ἀλλὰ ὄχι γιὰ ἁμαρτίες.
Νά, τοῦ εἶχαν φέρει νὰ ποῦμε ἕνα τραντζιστοράκι, καὶ τοῦ ἄρεσε νὰ ἀκούη τὰ νέα τοῦ κόσμου, ἔ, ἴσως κανένα τραγούδι... Τί τραγούδι, ἐκείνη τὴν ἐποχή. Ὅλα ἦταν ἁγνά, ὅλα καθαρά, δημοτικά, ρωμέϊκα, ὡραῖα...
–Τόκ, τόκ!
–Δι' εὐχῶν!
–Εὐλόγησον, πάτερ Ἀνανία.
–Σὺ εἶσαι, πάτερ-Γαβριήλ;
–Ἐγώ. Μὲ ἔστειλε ὁ Γέροντας νὰ σοῦ πῶ νὰ κλείσης τὸ τραντζιστοράκι.
–Νὰ τὸ κλείσω; Γιατί πάτερ-Γαβριήλ. Δὲν ἐνοχλῶ κανέναν.
–Εἶπε ὁ Γέροντας νὰ τὸ κλείσης καὶ νὰ τὸ πετάξης, δὲν εἶναι καλογερικὸ νὰ ἔχης τραντζιστοράκι. Εἶναι κοσμικὸ πρᾶγμα. Λυπᾶται ἡ Παναγία.
–Ε, δὲν εἶναι ἁμαρτία, πάτερ-Γαβριήλ, γιατί νὰ λυπᾶται ἡ Παναγία;
–Γέροντα, νὰ τὸ κλείσης, εἶναι ἀνυπακοή.
–Καλά, καλά, νὰ 'ναι εὐλογημένο! Θὰ τὸ οἰκονομήσω, ἐγὼ θὰ τὸ οἰκονομήσω...
–Καὶ τὸ 'κλεισες τὸ τραντζιστοράκι, πάτερ-Ἀνανία;
–Εἶσαι μὲ τὰ καλά σου, ποὺ θὰ τὸ κλείσω; Βρῆκα ἀκουστικά –κείνη τὴν ἐποχή, κεὶ στὴν ἐρημιά, ποὺ τὰ βρῆκε;– καὶ μ' ἄφησαν ἥσυχον.
Αὐτὸ τὸ ξεπέρασε, ὁ π. Ἀνανίας, ἀλλὰ τὸ ἄλλο, πῶς νὰ τ' ἀντέξη;
–Πάτερ-Ἰερεμία, ξέχασες νὰ βάλης κρασὶ στὴν τράπεζα.
–Δὲν ξέχασα, πάτερ-Ἀνανία, δὲν ξέχασα. Δὲν ἔχει εὐλογία!
–Πῶς; Γιατί;
–Κυριακή, Σάββατο, Πέμπτη καὶ γιορτάδες, στὸ γεῦμα. Δὲν ἔχει εὐλογία ἄλλες φορές.
–Τί λές, πάτερ-Ἰερεμία· καὶ πῶς θὰ φᾶμε τώρα; Εἶμαι καὶ κουρασμένος, ξέρεις, καὶ ὅλη τὴν μέρα δούλευα, καὶ τί θὰ γίνη;
–Δὲν εὐλογεῖ ὁ Γέροντας.
Δὲν εὐλογεῖ ὁ Γέροντας, δὲν εὐλογεῖ καὶ ὁ γερο-Ἀνανίας. Συμμάζωξε τὰ ρασάκια του, τὰ δυὸ τρία ἐνθυμήματά του ἀπὸ τὸν θειό του τὸν πνευματικό, κι ἔφυγε. Εἶχε ἡ Παναγιὰ καὶ ἄλλα σπίτια νὰ πὰ' νὰ ὑπηρετήση, μοναχὸς ἄνθρωπος.
Κι ἔφυγε καὶ ἦλθε 'δῶ.
Ἔκλεισε ἤδη τριάντα χρόνια, σ' αὐτὸ τὸ ἄλλο σπίτι τῆς Παναγίας. Τὰ 25 μόνος του. Δὲν τὸν πείραξε καθόλου. Κάπου-κάπου ἐμφανιζόταν καμμιὰ ἀδελφότητα, κανένας μοναχός, μονάχος του. Δὲν ἔμενε κανεὶς· ἀστέριωτοι. Ὁ γερο-Ἀνανίας ἀσάλευτος· δὲν ὑπῆρχε κίνδυνος ἐδῶ γιὰ τὸ τραντζιστοράκι του, οὔτε γιὰ τὸ κρασάκι του –ἀπ' τὰ ἔλατα νὰ τρέχη! Δὲν ἔκρινε κανένα, ἦταν ἁμαρτία, τοῦ τὸ 'λεγε ὁ θειός του ὁ Πνευματικός, ἀλλὰ δὲν κάναν ὅλοι γιὰ καλογερική.
Τὰ πόδια του τώρα βάραιναν.
–Ξέρεις, παπα-Γρηγόρη, ἐγὼ ἀνέβαινα στὰ ἔλατα, σὰν τὶς βερβέρες. Τώρα δὲν μπορῶ νὰ περπατήσω, οὔτε νὰ κάτσω! Μετὰ ποὺ θὰ κάτσω δὲν μπορῶ νὰ σηκωθῶ. Τί νὰ 'ναι; Ἐγὼ δὲν ἤμουν ἔτσι...
Κανεὶς δὲν ἦταν ἔτσι. Καὶ πιάσαν νὰ τρίζουν τὰ γόνατα, κύρτωσαν τὰ κόκκαλα, ἀτόνισαν τὰ νεῦρα. Καθόταν τὸ καλοκαίρι στὸν ἥλιο καὶ μιλοῦσε μὲ τὰ γατάκια του, τὰ μόνα ζωντανὰ ποὺ τοῦ 'μειναν· καὶ εἶχε πολλά, καὶ μαρτίνια καὶ κοτοῦλες. Μὰ κάθονταν τώρα οἱ νέοι νὰ τὰ φροντίσουν; Καὶ μήπως ξέραν νὰ τὰ φροντίσουν; Αὐτὸς εἶχε μάθει καὶ τὴν γλῶσσα τους· μιλοῦσε μ' ὅλα. Ἀκόμη καὶ τὰ χελιδόνια ἔρχονταν καμμιὰ φορά, ὅταν μοίραζε τροφὴ στὶς κοτοῦλες του.
Σιγά-σιγὰ ἀποτραβιόταν πιὸ πολὺ στὸ κελλί του: "Κιλλί, κιλλίον μου, σήμερον ἐμοῦ, αὔριον ἄλλου, οὐδέποτε τινος". Τώρα τὸ τραντζίστορ ἔγινε τηλεόραση! Ὁ παπα-Γρηγόρης ἦταν μικρὸς τὴ ἡλικία, τί νὰ τοῦ πῇ; Ἄλλωστε, δὲν ἔβλεπε αὐτὸς κοσμικὰ πράγματα· τὸν Ἀρχιεπίσκοπο στὴν Μητρόπολη, τὸν Δεσπότη ὅταν μιλοῦσε, ψαλμωδίες, ὁμιλίες, λιτανεῖες· τέτοια, θρησκευτικὰ πράγματα. Καὶ τὸν πόνο τοῦ κόσμου, στὶς εἰδήσεις, καὶ τὸ κακὸ ποὺ γίνεται 'δῶ καὶ κεί, ποὺ ξέφυγε ὁ κόσμος. Ε, δὲν εἶναι δὰ καὶ τίποτε παράξενο. Ἀφοῦ πλησιάζει τὸ τέλος τοῦ κόσμου. Ὅπου νὰ 'ναι, τόσο ποὺ πληθύνθηκε ἡ ἁμαρτία, θὰ 'ρθὴ τὸ τέλος τοῦ κόσμου, ἡ συντέλεια τῶν αἰώνων.
Καὶ δὲν εἶχε ἄδικο ὁ γερο-Ἀνανίας· ἔτσι ἢ ἀλλιῶς. Ὁ αἰῶνας ὅπου νὰ 'ναι θὰ 'φθανε στὴν συντέλειά του: "αἰὼν γὰρ λέγεται καὶ ἡ ἑκάστου τῶν ἀνθρώπων ζωή".
Δὲν μποροῦσε νὰ περπατήση, τώρα πιά, σὰν ἄνθρωπος. Τὰ πόδια του σέρνονταν, τὸ μαγκουράκι τοῦ κτυποῦσε στὶς πλάκες, ἀνήμπορο νὰ βαστάξη μόνο του τὸ βάρος τῶν ὀγδονταπέντε χρόνων. Καὶ τώρα, μὲς στὸ χιόνι, ποῦ νὰ βγῇ ἔξω;
Γι' αὐτὸ ὁ παπα-Γρηγόρης δὲν εἶχε νὰ τοῦ ψάλη κανείς, ἔκανε καὶ ἕνα θεόκρυο, καὶ ἔμεινε στὸ κελλί του.
Τὰ Χριστούγεννα πέρασαν. Εἶχαν ἐπισκεφθῇ τὸ Μοναστήρι κάμποσοι προσκυνητές, οἱ περισσότεροι δραπέτες –ἐν γνώσει τους– τῶν μεγαλουπόλεων, αἰχμάλωτοι –ἐν ἀγνοίᾳ τους– τῶν λογισμῶν τους, ἔρχονταν ἐδῶ, ἄλλοι νὰ ξεγελάσουν τὴν αἰχμαλωσία τους, ἄλλοι νὰ τὴν καταγγείλουν στὸν πνευματικὸ καὶ νὰ βροῦν παρηγοριά.
Καὶ πρὶν τὰ Χριστούγεννα εἶχαν ἔλθει μερικοὶ Χριστιανοὶ στὸ χωριό, καὶ ὅσοι ἦσαν γενναιότεροι, ὅσων τὰ πόδια ἀλάφρωναν ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἀναμνήσεων, ὅσων τὸ πνεῦμα ἐβάρυνε ἀπὸ τὴν κουφότητα τῆς καθημερινότητος, ἀνέβηκαν μέχρι τὸ Μοναστήρι ν' ἀκούσουν ἄλλοτε τὶς δεκατέσσερεις γενιές, ἄλλοτε τὶς ὧρες, τὶς μεγάλες, τὶς βασιλικές, τὶς λαμπρές, τὸ Δεῦτε Χριστοφόροι λαοί, τὸ Λαθῶν ἐτέχθης, τὸ κράτημα τοῦ παπα-Γρηγόρη, τὸ διάβασμα τὸ βιαστικὸ καὶ στρίγγιο, τὸ μονότονα ρυθμικό, τοῦ γερο-Ἀνανία: "Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱός, καὶ ἐδόθη ἡμῖν...". Οἱ ταμένοι –ἄλλοι ἀπὸ τὴν μάνα τους, ἄλλοι ἀπὸ τὴν ἀφεντιά τους– οἱ μερακλῆδες, οἱ ἀλαφροΐσκιωτοι, οἱ θρῆσκοι, ἄφησαν τὰ σπίτια τους, γιορτάτικα –ποῦ πᾶν γιορτιάτικα, χαμένοι ἄνθρωποι, ποὺ 'λεγε καὶ ἡ θεια-Ταρσίτσα, ποὺ δὲν τῆς καλάρεζε νὰ φεύγη ἡ φαμελιὰ ἀπὸ τὸ χωριό, τὴν Ἐκκλησιά της, νὰ γυρίζη μὲς στὴν νύχτα στὰ βουνά, στὰ Μαναστήρια, μὰ καὶ ἴσα-ἴσα γι' αὐτὸ δὲν ἦλθαν καὶ στὸ χωριό; Καὶ τί· νὰ 'ταν κανα χωριὸ μεγάλο νὰ μὴν τοὺς χωροῦσε ἡ Ἐκκλησιά; Μιὰ σταλιά! Καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὴν ξενιτειὰ ἦλθαν. Νὰ κάτσουν στὸ σπίτι τους καὶ τὴν Ἐκκλησιά τους! Ὅλον τὸν χρόνο λείπουνε. Δὲν λέγω, μεγάλη ἡ Χάρη της, ἡ Παναγιά, ἀλλὰ εἶχε καὶ δυὸ μοναχοὺς νὰ Τὴν ἐφυλάνε! Ἐντάξει, δὲν εἶναι 10-15, σὰν τότε, στὶς ἡμέρες της, ποὺ ἦταν μικρὴ καὶ ἄλλος ὁ κόσμος καὶ σέβονταν τὸν Θεὸ καὶ τὴν Παναγία οἱ ἄνθρωποι, καὶ θρήσκευαν καὶ τάζονταν στὰ Μαναστήρια καὶ καλογέρευαν καὶ γέμιζαν μὲ μοναχούς, ὄχι σὰν τώρα, ἄθεη κοινωνία, σκάρτοι ἀνθρῶποι! Δὲν εἶναι δὰ λέγω 10-15 μοναχοί, μόνο δυὸ μεῖναν. Καὶ τοῦτοι, ὁ ἕνας νιός, δὲν ἤξερε καλά-καλὰ ἀπὸ καλογερική, κατὰ πῶς τὸν εἶχε ματιάσει ἡ κυρα-Ταρσίτσα, γιατί ὅλο μιλοῦσε μὲ τὸν κόσμο καὶ τοὺς ἔλεγε τόσα καὶ τόσα στοὺς προσκυνητές, καὶ δὲν πρέπει, καλόγερος, εἶναι δά, πρέπει νὰ ἐξασκῆ τὴν σιωπή. Τὰ 'ξερε ὅλα αὐτὰ αὐτή, ἀπὸ τὸν παπα-Ἠσαΐα, τὸν 'γούμενο τὸν παλιό, τὸν ἅγιο ἄνθρωπο. Καὶ ὁ ἄλλος γέρος, δὲν μπόραε, παιδί μου, νὰ πορπατήση. Ἀλλὰ καὶ ποιός τσοῦ 'φταιγε; Ἂς τὰ σκέφτονταν πρὶν γίνουν μαναχοί. Τί φταὶν καὶ τώρα οἱ φαμελίτες, ν' ἀφήνουν ὅλοι τὸ χωριό τους, νὰ πᾶν Χριστουγεννιάτικα στὸ Μαναστήρ; Δὲν λέγω, μεγάλη ἡ Χάρη Της!– Τοῦτοι, λοιπόν, οἱ θρῆσκοι, οἱ μερακλῆδες, ἀνηφόρισαν μέχρι τὸ Μοναστήρι καὶ ἐκκλησιάστηκαν καὶ ἄκουσαν καὶ ἀπήλαυσαν, βυθίστηκαν μὲς στὰ χριστουγεννιάτικα "καθίσματα": "Δεῦτε, εἴδωμεν, πιστοί, ποὺ ἐγεννήθη ὁ Χριστός...", "Τί θαυμάζεις, Μαριάμ; Τί ἐκθαμβεῖσαι τῷ ἐν σοί;...", "Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί;...", καὶ εὐτυχῶς τὸ τυπικὸ τὰ 'χε δίς, καὶ ὅσα ἔλεγε ὁ γερο-Ἀνανίας, μὲς ἀπ' τὰ δόντια του, ποὺ δὲν τὰ 'κουγε οὔτε κι αὐτός, τὰ ἐπαναλάμβανε κι ὁ παπα-Γρηγόρης, μὲ τὴν φωνή του τὴν καμπάνα, τὴν μελωδική, τὴν νεανική –θὰ γεράση κι αὐτή, ποὺ θὰ 'λεγε καὶ ἡ θειά-Ταρσίτσα. Κι ἄκουσαν, καὶ προσευχήθηκαν, καὶ κοινώνησαν. Χριστούγεννα, καλά, Χριστούγεννα!
Καὶ νὰ μετὰ στὸν αὐλόγυρο, τοὺς κτύπησε τὸ βουνίσιο ἀεράκι –ἑτοιμαζόταν μὲ τὶς γλύκες του ὁ καιρὸς νὰ τὸ χιονίσει– καὶ νά, τοὺς ἔπιασε καὶ τὸ χωριάτικο, νὰ μιλήσουν, νὰ καλαμπουρίσουν, νὰ πειράξουν, νὰ σιγοτραγουδήσουν, καὶ νὰ τοὺς ἔπιασε τὸ νοσταλγικό, καὶ πιάσαν καὶ μέτραγαν τὶς πέτρες καὶ τὰ δένδρα καὶ τὰ δρομάκια καὶ τὶς κορφοῦλες, ποιὲς πέρασαν καὶ ποιὲς ὄχι, καὶ πῶς τὶς ἔβλεπαν τότε, καὶ τί ἔκανε ὁ παπα-Ἠσαΐας, ὁ 'γούμενος, καὶ πῶς ἔρχονταν μὲ τὰ φαναράκια, μὲ τὴν βάβα καὶ τὸν παπποῦ, καὶ πῶς ἔμβαιναν στὰ κελάρια κρυφά, νὰ πιοῦν τὸ κρασάκι τῶν καλογέρων, καὶ πῶς τοὺς ἄλειβε μὲ λαδάκι ἀπὸ τὴν κανδήλα ὁ παπα-καλόγερος, καὶ πῶς ἔπεφτε ἡ μάνα τους γονατιστὴ στὴν Παναγιὰ νὰ στεριώση ὁ ἀδελφός του ἑνός, νὰ νοικοκυρευτὴ ἡ ἀδελφὴ τ' ἄλλου, νὰ γυρίση ὁ πατέρας τοῦ παράλλου, νὰ γιάνουν τὰ παιδιά, νὰ αὐγατίσουν τ' ἀγαθά, νὰ συγχωρεθοῦνε τὰ νεκρά. Καὶ νὰ 'σοῦ βγῆκε καὶ ὁ γερο-Ἀνανίας, νὰ τὸν ρωτήσουν, νὰ τοὺς μιλήση, νὰ τοὺς ψάλη, νὰ τὸν πειράξουν πῶς ἔφυγε ἀπὸ τὸν Προυσσὸ γιατί δὲν τοῦ 'δωναν κρασί, καὶ νὰ ὁ παπα-Γρηγόρης νὰ τοὺς μιλήση, νὰ τοὺς εὐλογήση –δὲν κόταγαν τοῦτον νὰ τὸν πειράξουν, παρεμπρός του δηλαδή, γιατί τὰ 'χε μάθει καλύτερα τὰ μπολιάρικα ἀπὲ δαύτους κι ἤξερε καὶ κάτι γράμματα περισσότερα κι εἶχε φωνῆ καὶ παράστημα– καὶ νὰ τραταριστούν.
Ἦλθαν, οἱ εὐλογημένοι οἱ Χριστιανοί, τὰ Χριστούγεννα, στὸ Μοναστήρι, ἄλλοι νοσταλγοί, ἄλλοι πονεμένοι, ἄλλοι περαστικοί, ἄλλοι χαμένοι –κατὰ πῶς ἔλεγε καὶ ἡ θειά-Ταρσίτσα– ἄλλοι ταμένοι, ἄλλοι ἀναζητητές, ἀρκετοὶ ἐρωτῶντες, ὀλίγοι ἀκροατές, ἐλάχιστοι ποιητές.
Ὁ παπα-Γρηγόρης μίλησε μ' ὅλους αὐτούς, τοὺς καλοδέχθηκε, τοὺς καταδέχθηκε, τοὺς ξεπροβόδισε.
Τώρα ἤθελε νὰ μείνη λίγο μόνος του.
Ἡ χάρη τῆς μεγάλης αὐτῆς γιορτῆς του εἶχε δυναμώσει μέσα του τὴν ἀγάπη γιὰ τὶς ἀκολουθίες ἀκόμη περισσότερο, τὸν ἔκανε νὰ σιγοψάλη ὀλημερὶς τοὺς θεοτικοὺς ὕμνους, μὲ ἰσοκράτημα τὸ βουητὸ ἀπὸ τὸ βοριαδάκι ποὺ πλέον ἔξω στριφογύριζε τὶς νιφάδες τοῦ χιονιοῦ καὶ τὶς ἔριχνε στὴν πλακόστρωτη αὐλὴ τοῦ Μοναστηριοῦ. Εἶχε ἀνάψει μέσα του καὶ ἡ προσμονὴ γιὰ τὸν ἅγιο ποὺ ἀγαποῦσε πολύ, τὸν Μέγα Βασίλειο.
Καὶ καθόταν μὲς στὸ κελλί του, μοναχός, καὶ ἔψαλε μὲ μεγάλη κατάνυξη τὰ τροπάρια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀφοῦ δὲν μποροῦσε ὁ γερο-Ἀνανίας νὰ βγῇ στὴν Ἐκκλησία νὰ κάνουν μαζί τον ἑσπερινό, ἀπὸ τὸν πάγο καὶ τὸ κρύο.
Κάποτε, κάποτε σταματοῦσε γιὰ νὰ πῇ ἕνα κράτημα, ποὺ τόσο τοῦ ἄρεσε, ἢ νὰ θυμηθῇ τὰ κάλαντα τῆς πρωτοχρονιᾶς: "...μπαίνει ὁ μῆνας τοῦ Χριστοῦ, τ' ἁγίου Βασιλείου...", ποὺ 'λεγε μικρός.
Καὶ μετὰ πάλι ἔψαλε:
"Τῶν ὄντων ἐκμελέτησας τὴν φῦσιν,
καὶ πάντων περισκοπήσας τὸ ἄστατον,
μόνον εὗρες ἀκίνητον,
τὸν ὑπερουσίως ὄντα Δημιουργὸν τοῦ παντός..."
Ι.Κ.
(συνεχίζεται)
- Προβολές: 2848