Διάλογος π. Σωφρονίου και Μπάλφουρ (Β)
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
(συνέχεια από το προηγούμενο)
3. Σκέψεις από την ανάγνωση του βιβλίου
Όπως είναι ευνόητο διάβασα με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και τεταμένη προσοχή το βιβλίο αυτό, που είναι μια πνευματική αλληλογραφία μεταξύ του Γέροντος Σωφρονίου και του Δαβίδ-Δημητρίου Μπάλφουρ, αλλά και μια πνευματική βιογραφία-ακτινογραφία των δύο αυτών εκκλησιαστικών ανδρών. Και το ενδιαφέρον μου αυτό δικαιολογείται, εκτός από την εμπνευσμένη γραφή του Γέροντος, την γνωστή άλλωστε σε πολλούς ανθρώπους, και την οποία αγαπώ ιδιαιτέρως και είναι εξοικειωμένη σε μένα, αλλά και από την προσωπική γνωριμία μου και με τα δύο αυτά πρόσωπα.
Διαβάζοντας τις επιστολές αυτές αισθάνθηκα βαθειά κατάνυξη και μου δημιουργήθηκε πολλές φορές ένταση προσευχής και αύξηση αγάπης προς τον αείμνηστο Γέροντα Σωφρόνιο. Θα ήθελα στην συνέχεια να σημειώσω μερικές από τις εντυπώσεις μου.
α) Το υπόβαθρο του Βιβλίου “όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης”
Η αλληλογραφία μεταξύ του Γέροντος Σωφρονίου και του Μπάλφουρ είναι το υπόβαθρο του βιβλίου “ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης” που έγραψε αργότερα ο Γέροντας και που έκανε τόση μεγάλη εντύπωση στον ορθόδοξο εκκλησιαστικό κόσμο, μετά την συγγραφή του και την μετάφρασή του στην ελληνική γλώσσα, από την ρωσσική, όπως και σε πολλές άλλες γλώσσες. Από την συζήτηση του Γέροντος Σωφρονίου με τον Μπάλφουρ προήλθε το πνευματικό περιεχόμενο του βιβλίου αυτού. Στην πραγματικότητα φαίνεται καθαρά ότι το “πνεύμα” του βιβλίου περί του οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου, το ζούσε ο Γέροντας Σωφρόνιος από τα πρώτα χρόνια της μοναχικής του ζωής στον Άθωνα. Ο Μπάλφουρ, μέσα στην οικονομία του Θεού, έγινε αφορμή να καταγραφούν αυτά τα καρδιακά, πνευματικά και θεολογικά βιώματα.
Επίσης εκείνο που μπορεί κανείς να παρατηρήση είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο έγραφε ο Μπάλφουρ στον Γέροντα Σωφρόνιο και τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούσε εξέφραζαν τον δυτικό θεολογικό προβληματισμό, ενώ ο τρόπος που έγραφε ο Γέροντας Σωφρόνιος εξέφραζε τον ησυχαστικό τρόπο της ορθοδόξου παραδόσεως. Έτσι νομίζω ότι τα όσα ανέπτυσσε αργότερα ο Γέροντας Σωφρόνιος στο βιβλίο του “ο όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης” ήταν απόρροια της πνευματικής εν Χάριτι εμπειρίας του, αλλά και της συζητήσεώς του με έναν εκπρόσωπο της δυτικής-σχολαστικής θεολογίας, που δεν μπορούσε να υποταχθή πλήρως, παρά την επιθυμία του, στην ησυχαστική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τους φορείς αυτής της παραδόσεως.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος και από αυτήν την συνομιλία, εκτός από την προσωπική του εν Χάριτι εμπειρία, γνώρισε πολύ καλά τον τρόπο σκέψεως των στοχαστών θεολόγων, που έχουν μάθει την θεολογία από μελέτες βιβλίων και προσωπικούς στοχασμούς πάνω στην πείρα των πεπειραμένων. Γι’ αυτό και έκανε λόγο για την σχέση μεταξύ ελευθερίας του ανθρώπου και ενεργείας της θείας Χάριτος, για τον τρόπο με τον οποίο εργάζεται ο στοχαστής θεολόγος και ο εμπειρικός θεολόγος, για την διαφορά μεταξύ ψυχικού και πνευματικού ανθρώπου κλπ.
Άλλη όμως είναι η οδός της ορθοδόξου θεολογίας, αφού αυτή περνά μέσα από την ησυχία με όλη την ορθόδοξη σημασία της λέξεως, γι’ αυτό έγραφε στον Μπάλφουρ: “βασανισθείτε, μοχθείστε, θλιβείτε, ευχηθείτε, κλάψτε με όλην σας την ψυχή διαβάζοντάς τα”.
β) Δύο επίπεδα πνευματικής ζωής
Η περίοδος που έγραφε ο Γέροντας Σωφρόνιος τις επιστολές του στον Μπάλφουρ ήταν περίοδος μεγάλης φλόγας μετανοίας και ακατάπαυστης ορμής του προς τον Θεό, χρόνος μεγάλης και σπανίας πνευματικής εμπειρίας του. Μέσα από τις επιστολές αυτές βγαίνει όλο το κλίμα μιας πατερικής φυσιογνωμίας.
Είναι γνωστόν από άλλα κείμενα του Γέροντος Σωφρονίου ότι στο Παρίσι τον είχε καταλάβει η μεγάλη επιθυμία ευρέσεως και συναντήσεως με τον αληθινό Θεό. Είχε δε εκεί και μερικές εμπειρίες. Αυτό τον οδήγησε στο Άγιον Όρος το 1925, αναζητώντας την αυθεντική εκκλησιαστική ζωή. Η αλληλογραφία με τον Μπάλφουρ αρχίζει το έτος 1932, επτά μόλις χρόνια μετά την έλευσή του στο Άγιον Όρος. Και την περίοδο εκείνη ζούσε μέσα στην “θανατηφόρα” ορμή του προς τον Θεό, και τον μεγάλο του πόθο να ομοιωθή με τον Χριστό σε όλους τους σταθμούς της θείας Οικονομίας. Τον διακατείχε μεγάλη φλόγα Θεοκοινωνίας, είχε δε μεγάλες θεοπτικές εμπειρίες, έβλεπε το άκτιστο Φώς, όπως το σημειώνει ο ίδιος. Γι’ αυτό σε κάποια επιστολή του έγραφε για να τον ενισχύση: “Σάς μιλώ για όσα είμαι βέβαιος, επειδή τα έζησα ο ίδιος”.
Γνωρίζουμε από την όλη παράδοσή μας ότι η ζωή του Χριστιανού είναι ένας αγώνας για να ενωθή με τον Χριστό, να γεννηθή μαζί Του, να συσταυρωθή, να συναναστηθή με τον Χριστό. Ο Απόστολος Παύλος ζούσε έντονα αυτήν την εμπειρία. Αλλού έλεγε “Χριστώ συνεσταύρωμαι· ζώ δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός· ό δε νυν ζώ εν σαρκί, εν πίστει ζώ τη του υιού του Θεού του αγαπήσαντός με και παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού.” (Γαλ. β΄, 20). Αλλού έγραφε ότι με τον αγώνα που κάνει ανταναπληροί τα υστερήματα των παθημάτων του Χριστού: “Νύν χαίρω εν τοις παθήμασί μου υπέρ υμών και ανταναπληρώ τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί μου υπέρ του σώματος αυτού, ό εστιν η εκκλησία” (Κολ. α΄, 24). Άλλες φορές έγραφε ότι είδε τον Αναστάντα Χριστό κλπ. Αυτό το συναντούμε σε όλους τους αγίους. Για παράδειγμα ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος πολλές φορές στα κείμενά του έκανε λόγο για το βίωμα της συσταυρώσεως, της συνταφής και της συναναστάσεως με τον Χριστό, που είναι το αληθινό βίωμα του Ορθοδόξου Χριστιανού.
Αυτό το βλέπουμε έντονα στις επιστολές αυτές που μελετούμε. Ο Γέροντας Σωφρόνιος ζούσε εμπειρικά το ύψος της Γεθσημανή, προσευχόμενος για όλον τον κόσμο, έπασχε για τα βάσανα της ανθρωπότητος, σταυρωνόταν καθημερινά και είχε το χάρισμα της μνήμης του θανάτου, ζούσε τον άδη και τις φλόγες του άδου, έβλεπε το αναστάσιμο Φώς και ζούσε την ευλογία της Πεντηκοστής. Γνώρισε τον Θεό ως αγάπη, “αγάπη ανέκφραστη, άρρητη, ανεκδιήγητη, ακόρεστη, απέραντη, πανάμωμη, αγιώτατη, απερινόητη κατά την τελειότητα, γλυκύτατη, ισχυρή, αιώνια,...”. Σε μια τέτοια κατάσταση αισθανόταν ότι “η καρδιά, τετρωμένη από την αγάπη του Θεού, πονεί κάποτε τόσο, σαν να την διαπέρασε πύρινη ρομφαία. Αλλά ο πόνος αυτός είναι απερίγραπτα γλυκός. Από την γλυκύτητα της αγάπης του Θεού μπορεί ο άνθρωπος να λησμονήσει όλον τον κόσμο”.
Μέσα σε αυτήν την φλόγα της εν Χριστώ πνευματικής ζωής που ζούσε, ευρισκόμενος πάνω στον Σταυρό και κάτω στον άδη και βιώνοντας το Φώς της αναστάσεως, ευρισκόμενος σε αυτό το μεγάλο πνευματικό επίπεδο, καλούσε τον Μπάλφουρ να τον ακολουθήση. Και εκείνος, παρά την επιθυμία του, αμφιταλαντευόταν, δυσανασχετούσε, ηρνείτο. Πολλές φορές από το ύψος του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως τον καθοδηγούσε στοργικά, αλλά και ελεγκτικά για να ακολουθήση την ίδια πορεία. Και αυτό για τον Μπάλφουρ που δεν είχε την αποφασιστικότητα, αλλά και τον μεγάλο και αφόρητο πόθο της συναντήσεως εμπειρικά με τον Θεό, δεν ήταν εύκολη οδός.
Του έγραφε ο Γέροντας: “Συμπορευθείτε, αγαπητέ, με εμάς τους πένητες προς τον Σταυρό, προς τους ονειδισμούς, τις εξουθενώσεις, την πτωχεία, τις θλίψεις, και αργότερα, ίσως, και στο θάνατο”. Βεβαίως στο τέλος σέβεται την ελευθερία του, αφού αυτό είναι το θεόσδοτο δώρο που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο. Κανείς δεν μπορεί να παραβιάση την ελευθερία του ανθρώπου, ούτε αυτός ο ίδιος ο Θεός δεν το κάνει. Ο καθένας δέχεται την Χάρη του Θεού ανάλογα με την προσωπική του αυτοπαράδοση στον Θεό.
Πράγματι, στην αλληλογραφία αυτή φαίνεται η ελευθερία σε όλο της το “μεγαλείο”. Βλέπει κανείς έναν πεπειραμένο Γέροντα με υψηλές γνώσεις πνευματικής ζωής, ικανό να αναγεννήση κάποιον άνθρωπο, αλλά ο τελευταίος, και εδώ συγκεκριμένα ο Μπάλφουρ, να μη μπορή και τελικά να μη επιθυμή αυτήν την καθοδήγηση.
Όμως η αγάπη του Θεού οδήγησε τα βήματα του Μπάλφουρ, μετά από την ανυπακοή του στον όσιο Σιλουανό και τον Γέροντα Σωφρόνιο, και την περιπετειώδη ζωή του, να αισθανθή την Χάρη της μετανοίας και την στοργή της Εκκλησίας στο τέλος της ζωής του και να ζήση μερικές τέτοιες ησυχαστικές καταστάσεις, ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα. Πράγματι, πέρασαν πολλά χρόνια για να εννοήση ο Μπάλφουρ και να αφομοιώση τον υψηλό λόγο του οσίου Σιλουανού και του Γέροντος Σωφρονίου.
Και με αυτό φαίνονται οι δύο τρόποι με τους οποίους εργάζεται η Εκκλησία στους ανθρώπους. Ο ένας είναι να υποδεικνύη στον άνθρωπο το ύψος της πνευματικής ζωής, την πορεία του προς τον Σταυρό και την Ανάσταση, και ο άλλος είναι η αγάπη, η συγχώρηση, η θαλπωρή και το πνευματικό “χάιδεμα” σε στιγμές αποτυχίας και επιστροφής. Ούτως ή άλλως κρατά τον άνθρωπο μέσα στην αγκαλιά της, και υποδεικνύοντας και αγαπώντας στοργικά.
γ) Η κενωτική αγάπη
Μέσα από τις επιστολές του Γέροντος Σωφρονίου φαίνεται η κενωτική αγάπη του Γέροντα προς τον Μπάλφουρ, αλλά και σε κάθε άνθρωπο. Ο Γέροντας ζούσε αυτήν την χριστοειδή αγάπη που ανεβαίνει στην Γεθσημανή, τον Σταυρό και τον Άδη για την σωτηρία των ανθρώπων. Όπως φαίνεται επανειλημμένως στις επιστολές αυτές, ο Γέροντας θρηνούσε για μέρες και για το Μπάλφουρ και για τους ανθρώπους, ωσάν να θρηνούσε νεκρούς, και μάλιστα ο θρήνος αυτός έφθανε μέχρι εξαντλήσεώς του. Γράφει σε μια επιστολή: “Προσευχόμενος για σάς την νύχτα της Παρασκευής έκλαιγα, όπως κλαίνε τους νεκρούς”. Η αγάπη του για τους ανθρώπους δεν είχε όρια, γι’ αυτό είχε την μεγάλη επιθυμία ακόμη και να σταυρωθή για τους ανθρώπους.
Η αγάπη του προς τον Μπάλφουρ φάνηκε καθαρά στο ότι του απεκάλυψε όλον τον μυστικό πνευματικό του κόσμο, όλα τα μυστήρια που του απεκάλυψε η Χάρη του Θεού, του άνοιξε ευρύχωρα την καρδιά του. Και όταν αργότερα βρέθηκε μπροστά στην πτώση του Μπάλφουρ, αυτή η αγάπη εκφράστηκε ως σεβασμός της ελευθερίας του και ως αγώνας, με καρδιακή προσευχή, για την μετάνοιά του, την επιστροφή του στον “χώρο” της Εκκλησίας και έτσι αξιώθηκε από τον Θεό της μεγάλης δωρεάς να κοιμηθή εντός της Εκκλησίας, με μετάνοια και κλάμα.
δ) Ο πεπειραμένος πνευματικός οδηγός
Μέσα στις επιστολές του Γέροντος Σωφρονίου βλέπουμε πολλά λεπτά στοιχεία της πνευματικής ζωής, της πορείας προς την Θεογνωσία. Άλλωστε έτσι δικαιολογείται και ο τίτλος του βιβλίου “Αγώνας Θεογνωσίας”. Οι επιστολές που δημοσιεύονται στο βιβλίο αυτό είναι γεμάτες από τις λεπτές διεργασίες που συνδέονται στενά με την πνευματική ζωή του ανθρώπου. Ο Χριστιανισμός δεν είναι μια αισθητική κουλτούρα, αλλά άσκηση και αγώνας εναντίον των λογισμών, εναντίον των παθών, εναντίον της πλάνης των “οράσεων” και των “χαρισματικών” καταστάσεων, είναι μια ολοκληρωτική ζωή φλογεράς μετανοίας μέχρι το τέλος της ζωής, είναι μια αυτοπαράδοση στο θέλημα του Θεού και μια πορεία προς την Γεθσημανή, τον Γολγοθά, τον Άδη, το μνημείο το καινό, και την Χάρη της Πεντηκοστής.
Στην αλληλογραφία αυτή βλέπουμε όχι μόνον τον τρόπο της πνευματικής ζωής, αλλά και το πώς καθοδηγεί ένας γνήσιος πνευματικός πατέρας αυτούς που τον εμπιστεύονται. Διδάσκει ότι οι λογισμοί είναι “δαιμόνια” και πρέπει κανείς να τους αντιμετωπίση με την Χάρη του Θεού, ότι η αρχή της πνευματικής ζωής είναι η πάλη με τα πάθη, η πορεία της πνευματικής ζωής είναι η αυτοπαράδοση στο θέλημα του Θεού. Επίσης περιγράφεται η αντιμετώπιση των δαιμόνων, η υπακοή στον πνευματικό καθοδηγό, η αποφυγή της ονειροπόλησης, η κενωτική μετάνοια και η πλήρης εμπνεύσεως αυτομεμψία, η προσπάθεια και ο αγώνας για την άκρα καρδιακή και σωματική καθαρότητα από την σαρκική και κάθε αμαρτία, η απόκτηση της νοεράς ησυχίας, ως βασικής προϋποθέσεως εκκλησιαστικού βίου, η βίωση της πραγματικής νοεράς προσευχής, το αληθινό νόημα της υπακοής κλπ.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος, όπως φαίνεται από τις επιστολές του, είναι πεπειραμένος Πνευματικός πατέρας και στρατηγός σε αυτήν την πορεία προς την θέωση και τον αγιασμό. Πέρασε από όλες τις πνευματικές καταστάσεις γι’ αυτό και μπορεί να καθοδηγήση τα πνευματικά του παιδιά, που του εμπιστεύθηκε η Πρόνοια του Θεού και αισθάνεται πνευματική ευθύνη για την σωτηρία τους. Η πείρα του φαίνεται στο ότι έζησε όλες τις πνευματικές καταστάσεις, ακόμη και την πάλη του με τους δαίμονες, την χαρισματική κατάβασή του στον άδη. Δεν αγνοεί τα νοήματα και τις μεθοδείες του διαβόλου. Γράφει σε μια επιστολή: “Πηγαίνω στον Πνευματικό να πω ότι οι δαίμονες με ταλαιπωρούν τη νύχτα, με βασανίζουν: με κτυπούν, με πνίγουν, με συντρίβουν, με σπρώχνουν από το κρεβάτι, κραυγάζουν λυσσασμένα και οι βρώμικες πράξεις τους δεν έχουν τέλος”. Και περιγράφει πώς πρέπει να στεκόμαστε στον πνευματικό πατέρα για να αυξάνεται η πνευματική πείρα και να ωριμάζουμε πνευματικά.
Ζώντας με τέτοιον έντονο πνευματικό τρόπο, βιώνοντας τέτοιες υψηλές πνευματικές καταστάσεις δεν τον απασχολούσε ούτε φοβόταν για τον σεισμό που γινόταν εκείνη την ώρα και σειόταν όλο το κελλί του. Αυτός ατάραχος συνέχιζε να γράφη την επιστολή εκείνη.
ε) Ησυχαστική και λειτουργική ζωή
Οι περισσότερες επιστολές του Γέροντος Σωφρονίου προς τον Μπάλφουρ εγράφησαν όταν ήταν Ιεροδιάκονος και μερικές όταν ήταν Ιερομόναχος. Ο τόπος που βρισκόταν ήταν διαφορετικός, αφού τις περισσότερες επιστολές τις έγραψε από το κοινόβιο της Ιεράς Μονής του αγίου Παντελεήμονος, από τα Καρούλια, όπως φαίνεται από τις επιστολές του Μπάλφουρ, άλλες έγραφε από την Καλύβη – Σπήλαιο της Αγίας Τριάδος πλησίον της Ιεράς Μονής του Αγίου Παύλου, άλλες από την Γαλλία και άλλες από την Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου του Έσσεξ Αγγλίας. Επομένως ο ίδιος ήταν Ιεροδιάκονος και Ιερομόναχος, και ο Μπάλφουρ πριν αποσχηματισθή ήταν Ιερομόναχος. Επόμενο ήταν στα θέματα που εθίγοντο να αναφέρονταν και στην λατρεία και την λειτουργική ζωή, καθώς επίσης ήταν φυσικό ότι και ο τρόπος της ζωής του και ο τόπος της ασκήσεώς του να επηρέαζε τον τρόπο τελέσεως της θείας Λειτουργίας.
Ο ίδιος όμως ως ησυχαστής συνέδεε στενά την θεία Λειτουργία με την ησυχία και την άσκηση. Σε όλες τις επιστολές του φαίνεται ότι καθοδηγεί τον Μπάλφουρ, ως ορθόδοξος Πνευματικός πατέρας, με την ιερά ησυχία, την νοερά προσευχή, την νήψη, την αληθινή μετάνοια. Κάνει λόγο για το κλάμα με το οποίο πλένονται οι μοναχοί, για την νηπτική εργασία και την μετάνοια που πρέπει να προηγήται της θείας Λειτουργίας και της θείας Κοινωνίας, για την νοερά προσευχή, που είναι το κλίμα της λατρείας και της θείας Λειτουργίας, για το “πνεύμα” της υπακοής που πρέπει να έχη προς τον Επίσκοπό του και τους αδελφούς του. Μάλιστα ως προς το τελευταίο σημείο του κάνει και ολόκληρη ανάλυση πώς πρέπει να συμπεριφέρεται προς τον Επίσκοπό του και ποιό είναι το νόημα και ο τρόπος της υπακοής προς αυτόν και γενικά προς τους Πνευματικούς πατέρας.
Μέσα στα πλαίσια αυτά κάνει λόγο και για το πώς πρέπει να τελή την θεία Λειτουργία. Σε μια επιστολή του φαίνεται η μεγάλη πείρα του και προς το θέμα αυτό. Του γράφει ότι επειδή υπάρχουν, δυσχέρειες και εμπόδια για την καθημερινή θεία Λειτουργία, θα πρέπει να κάνη δύο πράγματα. Το πρώτον, αφού έχει περισσότερο ανάγκη, να συγκεντρωθή “ψυχικά και νοερά στην εσωτερική ζωή”. Το δεύτερο, προς το παρόν θα πρέπη να τελή την θεία Λειτουργία μια με δυο φορές την εβδομάδα. Ο Γέροντας Σωφρόνιος θέλει τον συνδυασμό και των δύο αυτών απαραιτήτων στοιχείων της πνευματικής ζωής, γιατί γνωρίζει ότι υπάρχει ο κίνδυνος της συνηθείας και της τυπικής-μηχανικής τελέσεως της θείας Ευχαριστίας.
Στις επιστολές αυτές μπορεί κανείς να συναντήση το πώς ο ίδιος ο Γέροντας αισθανόταν την θεία Λειτουργία και τον τρόπο συμμετοχής του στις ιερές ακολουθίες. Μπροστά στο θυσιαστήριο αισθανόταν τελείως συντετριμμένος από τις θλίψεις, αλλά και τελείως συντετριμμένος από την εσωτερική μετάνοια, χωρίς να λυπάται τον εαυτό του και έτσι τον επεσκίαζε το φώς.
Αλλού γράφει ότι κατά την φρικτή στιγμή που κατέρχεται το Άγιον Πνεύμα και μεταβάλλει τον άρτο και τον οίνο σε Σώμα και Αίμα Χριστού “κατέρχεται πύρινη χάρη και αγγίζει την καρδιά, και κάποτε με μεγάλη δύναμη περιπτύσσεται όλον τον άνθρωπο”. Ακόμη και όταν δεν υπάρχουν καλές συνθήκες στην θεία Λειτουργία “αυτό δεν εμποδίζει τον Ιερομόναχο να προσεύχεται και να τελεί με ειρήνη την Λειτουργία”.
Γράφοντας ο Γέροντας σε τρίτο πρόσωπο κάνει λόγο για κάποιον –εννοεί τον εαυτό του– που έζησε μέσα στο άκτιστο Φώς για τρεις ημέρες από το Μεγάλο Σάββατο μέχρι την τρίτη ημέρα του Πάσχα και εξέφραζε αυτό το γεγονός ως “πρωΐα της ανέσπερης ημέρας”. Τότε ήταν λαϊκός, αλλά δείχνει την αξία της θείας Λειτουργίας και της θείας Κοινωνίας, και μάλιστα την αναστάσιμη περίοδο, αφού μέσα σε αυτήν μπορεί κανείς να ζήση θεοπτικές εμπειρίες, όταν βεβαίως ο τρόπος προσεγγίσεως σε αυτό το μεγάλο μυστήριο είναι ανάλογος.
Η ασκητική ζωή συνδέεται στην διδασκαλία του Γέροντος Σωφρονίου πολύ στενά με την λειτουργική ζωή του ανθρώπου. Μέσα στην θεία Λειτουργία βίωνε τον θρήνο για όλη την ανθρωπότητα, την κατάβαση στον άδη και την θέα του Φωτός της αναστάσεως του Χριστού. Και όταν ακόμη οι μοναχοί–ψάλτες είναι κουρασμένοι και “ψάλλουν άσχημα και βιαστικά” και τότε “αυτό δεν εμποδίζει τον Ιερομόναχο να προσεύχεται και να τελεί με ειρήνη την Λειτουργία, εκτός από περιπτώσεις υπερβολικής βιασύνης” και αυτό γίνεται όταν έχη συνηθίσει με την νοερά ησυχία να συγκεντρώνη τον νού του στην προσευχή.
Πολλές φορές αξιώθηκα να συλλειτουργήσω με τον Γέροντα Σωφρόνιο και γνωρίζω εκ πείρας με ποιά πνευματική ένταση λειτουργούσε, πώς λειτουργούσε με νοερά ησυχία, πώς ο νούς και το σώμα ήταν συγκεντρωμένα σαν γροθιά και πώς επηρέαζε και αυτούς που συλλειτουργούσαν μαζί του. Και αυτό ήταν έκφραση της ησυχαστικής του εμπειρίας και ζωής.
(συνεχίζεται στο επόμενο)
- Προβολές: 2425