Διάλογος π. Σωφρονίου καὶ Μπάλφουρ (Β)
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
(συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο)
3. Σκέψεις ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ βιβλίου
Ὅπως εἶναι εὐνόητο διάβασα μὲ πολὺ μεγάλο ἐνδιαφέρον καὶ τεταμένη προσοχὴ τὸ βιβλίο αὐτό, ποὺ εἶναι μιὰ πνευματικὴ ἀλληλογραφία μεταξὺ τοῦ Γέροντος Σωφρονίου καὶ τοῦ Δαβίδ-Δημητρίου Μπάλφουρ, ἀλλὰ καὶ μιὰ πνευματικὴ βιογραφία-ἀκτινογραφία τῶν δύο αὐτῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν. Καὶ τὸ ἐνδιαφέρον μου αὐτὸ δικαιολογεῖται, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐμπνευσμένη γραφὴ τοῦ Γέροντος, τὴν γνωστὴ ἄλλωστε σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους, καὶ τὴν ὁποία ἀγαπῶ ἰδιαιτέρως καὶ εἶναι ἐξοικειωμένη σὲ μένα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν προσωπικὴ γνωριμία μου καὶ μὲ τὰ δύο αὐτὰ πρόσωπα.
Διαβάζοντας τὶς ἐπιστολὲς αὐτὲς αἰσθάνθηκα βαθειὰ κατάνυξη καὶ μοῦ δημιουργήθηκε πολλὲς φορὲς ἔνταση προσευχῆς καὶ αὔξηση ἀγάπης πρὸς τὸν ἀείμνηστο Γέροντα Σωφρόνιο. Θὰ ἤθελα στὴν συνέχεια νὰ σημειώσω μερικὲς ἀπὸ τὶς ἐντυπώσεις μου.
Α) ΤΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ "ΟΣΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ὁ ΑΘΩΝΙΤΗΣ"
Ἡ ἀλληλογραφία μεταξὺ τοῦ Γέροντος Σωφρονίου καὶ τοῦ Μπάλφουρ εἶναι τὸ ὑπόβαθρο τοῦ βιβλίου "ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης" ποὺ ἔγραψε ἀργότερα ὁ Γέροντας καὶ ποὺ ἔκανε τόση μεγάλη ἐντύπωση στὸν ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ κόσμο, μετὰ τὴν συγγραφή του καὶ τὴν μετάφρασή του στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἀπὸ τὴν ρωσσική, ὅπως καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες γλῶσσες. Ἀπὸ τὴν συζήτηση τοῦ Γέροντος Σωφρονίου μὲ τὸν Μπάλφουρ προῆλθε τὸ πνευματικὸ περιεχόμενο τοῦ βιβλίου αὐτοῦ. Στὴν πραγματικότητα φαίνεται καθαρὰ ὅτι τὸ "πνεῦμα" τοῦ βιβλίου περὶ τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, τὸ ζοῦσε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς μοναχικῆς του ζωῆς στὸν Ἄθωνα. Ὁ Μπάλφουρ, μέσα στὴν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, ἔγινε ἀφορμὴ νὰ καταγραφοῦν αὐτὰ τὰ καρδιακά, πνευματικὰ καὶ θεολογικὰ βιώματα.
Ἐπίσης ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ παρατηρήση εἶναι ὅτι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἔγραφε ὁ Μπάλφουρ στὸν Γέροντα Σωφρόνιο καὶ τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ χρησιμοποιοῦσε ἐξέφραζαν τὸν δυτικὸ θεολογικὸ προβληματισμό, ἐνῷ ὁ τρόπος ποὺ ἔγραφε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἐξέφραζε τὸν ἡσυχαστικὸ τρόπο τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Ἔτσι νομίζω ὅτι τὰ ὅσα ἀνέπτυσσε ἀργότερα ὁ Γέροντας Σωφρόνιος στὸ βιβλίο του "ὁ ὅσιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης" ἦταν ἀπόρροια τῆς πνευματικῆς ἐν Χάριτι ἐμπειρίας του, ἀλλὰ καὶ τῆς συζητήσεώς του μὲ ἕναν ἐκπρόσωπο τῆς δυτικῆς-σχολαστικῆς θεολογίας, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ὑποταχθῇ πλήρως, παρὰ τὴν ἐπιθυμία του, στὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ τοὺς φορεῖς αὐτῆς τῆς παραδόσεως.
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν συνομιλία, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσωπικὴ τοῦ ἐν Χάριτι ἐμπειρία, γνώρισε πολὺ καλὰ τὸν τρόπο σκέψεως τῶν στοχαστῶν θεολόγων, ποὺ ἔχουν μάθει τὴν θεολογία ἀπὸ μελέτες βιβλίων καὶ προσωπικοὺς στοχασμοὺς πάνω στὴν πεῖρα τῶν πεπειραμένων. Γι' αὐτὸ καὶ ἔκανε λόγο γιὰ τὴν σχέση μεταξὺ ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐνεργείας τῆς θείας Χάριτος, γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐργάζεται ὁ στοχαστὴς θεολόγος καὶ ὁ ἐμπειρικὸς θεολόγος, γιὰ τὴν διαφορὰ μεταξὺ ψυχικοῦ καὶ πνευματικοῦ ἀνθρώπου κλπ.
Ἄλλη ὅμως εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, ἀφοῦ αὐτὴ περνᾶ μέσα ἀπὸ τὴν ἡσυχία μὲ ὅλη τὴν ὀρθόδοξη σημασία τῆς λέξεως, γι' αὐτὸ ἔγραφε στὸν Μπάλφουρ: "βασανισθεῖτε, μοχθεῖστε, θλιβεῖτε, εὐχηθεῖτε, κλάψτε μὲ ὅλην σας τὴν ψυχὴ διαβάζοντάς τα".
Β) ΔΥΟ ΕΠΙΠΕΔΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ
Ἡ περίοδος ποὺ ἔγραφε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος τὶς ἐπιστολές του στὸν Μπάλφουρ ἦταν περίοδος μεγάλης φλόγας μετανοίας καὶ ἀκατάπαυστης ὁρμῆς του πρὸς τὸν Θεό, χρόνος μεγάλης καὶ σπανίας πνευματικῆς ἐμπειρίας του. Μέσα ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς αὐτὲς βγαίνει ὅλο τὸ κλίμα μιᾶς πατερικῆς φυσιογνωμίας.
Εἶναι γνωστὸν ἀπὸ ἄλλα κείμενα τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ὅτι στὸ Παρίσι τὸν εἶχε καταλάβει ἡ μεγάλη ἐπιθυμία εὑρέσεως καὶ συναντήσεως μὲ τὸν ἀληθινὸ Θεό. Εἶχε δὲ ἐκεῖ καὶ μερικὲς ἐμπειρίες. Αὐτὸ τὸν ὁδήγησε στὸ Ἅγιον Ὅρος τὸ 1925, ἀναζητῶντας τὴν αὐθεντικὴ ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Ἡ ἀλληλογραφία μὲ τὸν Μπάλφουρ ἀρχίζει τὸ ἔτος 1932, ἑπτὰ μόλις χρόνια μετὰ τὴν ἔλευσή του στὸ Ἅγιον Ὅρος. Καὶ τὴν περίοδο ἐκείνη ζοῦσε μέσα στὴν "θανατηφόρα" ὁρμὴ τοῦ πρὸς τὸν Θεό, καὶ τὸν μεγάλο του πόθο νὰ ὁμοιωθῇ μὲ τὸν Χριστὸ σὲ ὅλους τοὺς σταθμοὺς τῆς θείας Οἰκονομίας. Τὸν διακατεῖχε μεγάλη φλόγα Θεοκοινωνίας, εἶχε δὲ μεγάλες θεοπτικὲς ἐμπειρίες, ἔβλεπε τὸ ἄκτιστο Φῶς, ὅπως τὸ σημειώνει ὁ ἴδιος. Γι' αὐτὸ σὲ κάποια ἐπιστολή του ἔγραφε γιὰ νὰ τὸν ἐνισχύση: "Σᾶς μιλῶ γιὰ ὅσα εἶμαι βέβαιος, ἐπειδὴ τὰ ἔζησα ὁ ἴδιος".
Γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ὅλη παράδοσή μας ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι ἕνας ἀγῶνας γιὰ νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Χριστό, νὰ γεννηθῇ μαζὶ Τοῦ, νὰ συσταυρωθή, νὰ συναναστηθὴ μὲ τὸν Χριστό. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ζοῦσε ἔντονα αὐτὴν τὴν ἐμπειρία. Ἀλλοῦ ἔλεγε "Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τη τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός μὲ καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ." (Γάλ. β΄, 20). Ἀλλοῦ ἔγραφε ὅτι μὲ τὸν ἀγῶνα ποὺ κάνει ἀνταναπληροὶ τὰ ὑστερήματα τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ: "Νὺν χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ἀνταναπληρὼ τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκὶ μοῦ ὑπὲρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὃ ἐστιν ἡ ἐκκλησία" (Κόλ. α΄, 24). Ἄλλες φορὲς ἔγραφε ὅτι εἶδε τὸν Ἀναστάντα Χριστὸ κλπ. Αὐτὸ τὸ συναντοῦμε σὲ ὅλους τοὺς ἁγίους. Γιὰ παράδειγμα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος πολλὲς φορὲς στὰ κείμενά του ἔκανε λόγο γιὰ τὸ βίωμα τῆς συσταυρώσεως, τῆς συνταφῆς καὶ τῆς συναναστάσεως μὲ τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι τὸ ἀληθινὸ βίωμα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ.
Αὐτὸ τὸ βλέπουμε ἔντονα στὶς ἐπιστολὲς αὐτὲς ποὺ μελετοῦμε. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ζοῦσε ἐμπειρικὰ τὸ ὕψος τῆς Γεθσημανή, προσευχόμενος γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, ἔπασχε γιὰ τὰ βάσανα τῆς ἀνθρωπότητος, σταυρωνόταν καθημερινὰ καὶ εἶχε τὸ χάρισμα τῆς μνήμης τοῦ θανάτου, ζοῦσε τὸν ἅδη καὶ τὶς φλόγες τοῦ ἅδου, ἔβλεπε τὸ ἀναστάσιμο Φῶς καὶ ζοῦσε τὴν εὐλογία τῆς Πεντηκοστῆς. Γνώρισε τὸν Θεὸ ὡς ἀγάπη, "ἀγάπη ἀνέκφραστη, ἄρρητη, ἀνεκδιήγητη, ἀκόρεστη, ἀπέραντη, πανάμωμη, ἁγιώτατη, ἀπερινόητη κατὰ τὴν τελειότητα, γλυκύτατη, ἰσχυρή, αἰώνια,...". Σὲ μιὰ τέτοια κατάσταση αἰσθανόταν ὅτι "ἡ καρδιά, τετρωμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πονεῖ κάποτε τόσο, σὰν νὰ τὴν διαπέρασε πύρινη ρομφαία. Ἀλλὰ ὁ πόνος αὐτὸς εἶναι ἀπερίγραπτα γλυκός. Ἀπὸ τὴν γλυκύτητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ λησμονήσει ὅλον τὸν κόσμο".
Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν φλόγα τῆς ἐν Χριστῷ πνευματικῆς ζωῆς ποὺ ζοῦσε, εὑρισκόμενος πάνω στὸν Σταυρὸ καὶ κάτω στὸν ἅδη καὶ βιώνοντας τὸ Φῶς τῆς ἀναστάσεως, εὑρισκόμενος σὲ αὐτὸ τὸ μεγάλο πνευματικὸ ἐπίπεδο, καλοῦσε τὸν Μπάλφουρ νὰ τὸν ἀκολουθήση. Καὶ ἐκεῖνος, παρὰ τὴν ἐπιθυμία του, ἀμφιταλαντευόταν, δυσανασχετοῦσε, ἠρνεῖτο. Πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τὸν καθοδηγοῦσε στοργικά, ἀλλὰ καὶ ἐλεγκτικὰ γιὰ νὰ ἀκολουθήση τὴν ἴδια πορεία. Καὶ αὐτὸ γιὰ τὸν Μπάλφουρ ποὺ δὲν εἶχε τὴν ἀποφασιστικότητα, ἀλλὰ καὶ τὸν μεγάλο καὶ ἀφόρητο πόθο τῆς συναντήσεως ἐμπειρικὰ μὲ τὸν Θεό, δὲν ἦταν εὔκολη ὁδός.
Τοῦ ἔγραφε ὁ Γέροντας: "Συμπορευθεῖτε, ἀγαπητέ, μὲ ἐμᾶς τοὺς πένητες πρὸς τὸν Σταυρό, πρὸς τοὺς ὀνειδισμούς, τὶς ἐξουθενώσεις, τὴν πτωχεία, τὶς θλίψεις, καὶ ἀργότερα, ἴσως, καὶ στὸ θάνατο". Βεβαίως στὸ τέλος σέβεται τὴν ἐλευθερία του, ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι τὸ θεόσδοτο δῶρο ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ παραβιάση τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς δὲν τὸ κάνει. Ὁ καθένας δέχεται τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀνάλογα μὲ τὴν προσωπική του αὐτοπαράδοση στὸν Θεό.
Πράγματι, στὴν ἀλληλογραφία αὐτὴ φαίνεται ἡ ἐλευθερία σὲ ὅλο της τὸ "μεγαλεῖο". Βλέπει κανεὶς ἕναν πεπειραμένο Γέροντα μὲ ὑψηλὲς γνώσεις πνευματικῆς ζωῆς, ἱκανὸ νὰ ἀναγεννήση κάποιον ἄνθρωπο, ἀλλὰ ὁ τελευταῖος, καὶ ἐδῶ συγκεκριμένα ὁ Μπάλφουρ, νὰ μὴ μπορῇ καὶ τελικὰ νὰ μὴ ἐπιθυμῇ αὐτὴν τὴν καθοδήγηση.
Ὅμως ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὁδήγησε τὰ βήματα τοῦ Μπάλφουρ, μετὰ ἀπὸ τὴν ἀνυπακοή του στὸν ὅσιο Σιλουανὸ καὶ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο, καὶ τὴν περιπετειώδη ζωή του, νὰ αἰσθανθῇ την Χάρη τῆς μετανοίας καὶ τὴν στοργὴ τῆς Ἐκκλησίας στὸ τέλος τῆς ζωῆς του καὶ νὰ ζήση μερικὲς τέτοιες ἡσυχαστικὲς καταστάσεις, ὕστερα ἀπὸ μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Πράγματι, πέρασαν πολλὰ χρόνια γιὰ νὰ ἐννοήση ὁ Μπάλφουρ καὶ νὰ ἀφομοιώση τὸν ὑψηλὸ λόγο τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ καὶ τοῦ Γέροντος Σωφρονίου.
Καὶ μὲ αὐτὸ φαίνονται οἱ δύο τρόποι μὲ τοὺς ὁποίους ἐργάζεται ἡ Ἐκκλησία στοὺς ἀνθρώπους. Ὁ ἕνας εἶναι νὰ ὑποδεικνύη στὸν ἄνθρωπο τὸ ὕψος τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὴν πορεία του πρὸς τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση, καὶ ὁ ἄλλος εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ συγχώρηση, ἡ θαλπωρὴ καὶ τὸ πνευματικὸ "χάϊδεμα" σὲ στιγμὲς ἀποτυχίας καὶ ἐπιστροφῆς. Οὕτως ἢ ἄλλως κρατᾶ τὸν ἄνθρωπο μέσα στὴν ἀγκαλιά της, καὶ ὑποδεικνύοντας καὶ ἀγαπῶντας στοργικά.
Γ) Ἡ ΚΕΝΩΤΙΚΗ ΑΓΑΠΗ
Μέσα ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Γέροντος Σωφρονίου φαίνεται ἡ κενωτικὴ ἀγάπη τοῦ Γέροντα πρὸς τὸν Μπάλφουρ, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἄνθρωπο. Ὁ Γέροντας ζοῦσε αὐτὴν τὴν χριστοειδῆ ἀγάπη ποὺ ἀνεβαίνει στὴν Γεθσημανή, τὸν Σταυρὸ καὶ τὸν Ἅδη γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως φαίνεται ἐπανειλημμένως στὶς ἐπιστολὲς αὐτές, ὁ Γέροντας θρηνοῦσε γιὰ μέρες καὶ γιὰ τὸ Μπάλφουρ καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ὡσὰν νὰ θρηνοῦσε νεκρούς, καὶ μάλιστα ὁ θρῆνος αὐτὸς ἔφθανε μέχρι ἐξαντλήσεώς του. Γράφει σὲ μιὰ ἐπιστολή: "Προσευχόμενος γιὰ σᾶς τὴν νύχτα τῆς Παρασκευῆς ἔκλαιγα, ὅπως κλαῖνε τοὺς νεκρούς". Ἡ ἀγάπη του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶχε ὅρια, γι' αὐτὸ εἶχε τὴν μεγάλη ἐπιθυμία ἀκόμη καὶ νὰ σταυρωθῇ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἡ ἀγάπη τοῦ πρὸς τὸν Μπάλφουρ φάνηκε καθαρὰ στὸ ὅτι τοῦ ἀπεκάλυψε ὅλον τὸν μυστικὸ πνευματικό του κόσμο, ὅλα τὰ μυστήρια ποὺ τοῦ ἀπεκάλυψε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἄνοιξε εὐρύχωρα τὴν καρδιά του. Καὶ ὅταν ἀργότερα βρέθηκε μπροστὰ στὴν πτώση τοῦ Μπάλφουρ, αὐτὴ ἡ ἀγάπη ἐκφράστηκε ὡς σεβασμὸς τῆς ἐλευθερίας του καὶ ὡς ἀγῶνας, μὲ καρδιακὴ προσευχή, γιὰ τὴν μετάνοιά του, τὴν ἐπιστροφή του στὸν "χῶρο" τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔτσι ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ τῆς μεγάλης δωρεᾶς νὰ κοιμηθῇ ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, μὲ μετάνοια καὶ κλάμα.
Δ) Ὁ ΠΕΠΕΙΡΑΜΕΝΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ
Μέσα στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Γέροντος Σωφρονίου βλέπουμε πολλὰ λεπτὰ στοιχεῖα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς πορείας πρὸς τὴν Θεογνωσία. Ἄλλωστε ἔτσι δικαιολογεῖται καὶ ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου "Ἀγῶνας Θεογνωσίας". Οἱ ἐπιστολὲς ποὺ δημοσιεύονται στὸ βιβλίο αὐτὸ εἶναι γεμᾶτες ἀπὸ τὶς λεπτὲς διεργασίες ποὺ συνδέονται στενὰ μὲ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι μιὰ αἰσθητικὴ κουλτούρα, ἀλλὰ ἄσκηση καὶ ἀγῶνας ἐναντίον τῶν λογισμῶν, ἐναντίον τῶν παθῶν, ἐναντίον τῆς πλάνης τῶν "ὁράσεων" καὶ τῶν "χαρισματικῶν" καταστάσεων, εἶναι μιὰ ὁλοκληρωτικὴ ζωὴ φλογερᾶς μετανοίας μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς, εἶναι μιὰ αὐτοπαράδοση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ μιὰ πορεία πρὸς τὴν Γεθσημανή, τὸν Γολγοθᾶ, τὸν Ἅδη, τὸ μνημεῖο τὸ καινό, καὶ τὴν Χάρη τῆς Πεντηκοστῆς.
Στὴν ἀλληλογραφία αὐτὴ βλέπουμε ὄχι μόνον τὸν τρόπο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τὸ πῶς καθοδηγεῖ ἕνας γνήσιος πνευματικὸς πατέρας αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐμπιστεύονται. Διδάσκει ὅτι οἱ λογισμοὶ εἶναι "δαιμόνια" καὶ πρέπει κανεὶς νὰ τοὺς ἀντιμετωπίση μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ πάλη μὲ τὰ πάθη, ἡ πορεία τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ αὐτοπαράδοση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης περιγράφεται ἡ ἀντιμετώπιση τῶν δαιμόνων, ἡ ὑπακοὴ στὸν πνευματικὸ καθοδηγό, ἡ ἀποφυγὴ τῆς ὀνειροπόλησης, ἡ κενωτικὴ μετάνοια καὶ ἡ πλήρης ἐμπνεύσεως αὐτομεμψία, ἡ προσπάθεια καὶ ὁ ἀγῶνας γιὰ τὴν ἄκρα καρδιακὴ καὶ σωματικὴ καθαρότητα ἀπὸ τὴν σαρκικὴ καὶ κάθε ἁμαρτία, ἡ ἀπόκτηση τῆς νοερᾶς ἡσυχίας, ὡς βασικῆς προϋποθέσεως ἐκκλησιαστικοῦ βίου, ἡ βίωση τῆς πραγματικῆς νοερᾶς προσευχῆς, τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ὑπακοῆς κλπ.
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του, εἶναι πεπειραμένος Πνευματικὸς πατέρας καὶ στρατηγὸς σὲ αὐτὴν τὴν πορεία πρὸς τὴν θέωση καὶ τὸν ἁγιασμό. Πέρασε ἀπὸ ὅλες τὶς πνευματικὲς καταστάσεις γι' αὐτὸ καὶ μπορεῖ νὰ καθοδηγήση τὰ πνευματικά του παιδιά, ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ αἰσθάνεται πνευματικὴ εὐθύνη γιὰ τὴν σωτηρία τους. Ἡ πεῖρα του φαίνεται στὸ ὅτι ἔζησε ὅλες τὶς πνευματικὲς καταστάσεις, ἀκόμη καὶ τὴν πάλη του μὲ τοὺς δαίμονες, τὴν χαρισματικὴ κατάβασή του στὸν ἅδη. Δὲν ἀγνοεῖ τὰ νοήματα καὶ τὶς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου. Γράφει σὲ μιὰ ἐπιστολή: "Πηγαίνω στὸν Πνευματικὸ νὰ πῶ ὅτι οἱ δαίμονες μὲ ταλαιπωροῦν τὴ νύχτα, μὲ βασανίζουν: μὲ κτυποῦν, μὲ πνίγουν, μὲ συντρίβουν, μὲ σπρώχνουν ἀπὸ τὸ κρεβάτι, κραυγάζουν λυσσασμένα καὶ οἱ βρώμικες πράξεις τους δὲν ἔχουν τέλος". Καὶ περιγράφει πῶς πρέπει νὰ στεκόμαστε στὸν πνευματικὸ πατέρα γιὰ νὰ αὐξάνεται ἡ πνευματικὴ πεῖρα καὶ νὰ ὡριμάζουμε πνευματικά.
Ζῶντας μὲ τέτοιον ἔντονο πνευματικὸ τρόπο, βιώνοντας τέτοιες ὑψηλὲς πνευματικὲς καταστάσεις δὲν τὸν ἀπασχολοῦσε οὔτε φοβόταν γιὰ τὸν σεισμὸ ποὺ γινόταν ἐκείνη τὴν ὥρα καὶ σειόταν ὅλο τὸ κελλί του. Αὐτὸς ἀτάραχος συνέχιζε νὰ γράφη τὴν ἐπιστολὴ ἐκείνη.
Ε) ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΖΩΗ
Οἱ περισσότερες ἐπιστολὲς τοῦ Γέροντος Σωφρονίου πρὸς τὸν Μπάλφουρ ἐγράφησαν ὅταν ἦταν Ἱεροδιάκονος καὶ μερικὲς ὅταν ἦταν Ἱερομόναχος. Ὁ τόπος ποὺ βρισκόταν ἦταν διαφορετικός, ἀφοῦ τὶς περισσότερες ἐπιστολὲς τὶς ἔγραψε ἀπὸ τὸ κοινόβιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος, ἀπὸ τὰ Καρούλια, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Μπάλφουρ, ἄλλες ἔγραφε ἀπὸ τὴν Καλύβη – Σπήλαιο τῆς Ἁγίας Τριάδος πλησίον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παύλου, ἄλλες ἀπὸ τὴν Γαλλία καὶ ἄλλες ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου του Ἔσσεξ Ἀγγλίας. Ἑπομένως ὁ ἴδιος ἦταν Ἱεροδιάκονος καὶ Ἱερομόναχος, καὶ ὁ Μπάλφουρ πρὶν ἀποσχηματισθὴ ἦταν Ἱερομόναχος. Ἑπόμενο ἦταν στὰ θέματα ποὺ ἐθίγοντο νὰ ἀναφέρονταν καὶ στὴν λατρεία καὶ τὴν λειτουργικὴ ζωή, καθὼς ἐπίσης ἦταν φυσικὸ ὅτι καὶ ὁ τρόπος τῆς ζωῆς του καὶ ὁ τόπος τῆς ἀσκήσεώς του νὰ ἐπηρέαζε τὸν τρόπο τελέσεως τῆς θείας Λειτουργίας.
Ὁ ἴδιος ὅμως ὡς ἡσυχαστὴς συνέδεε στενὰ τὴν θεία Λειτουργία μὲ τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἄσκηση. Σὲ ὅλες τὶς ἐπιστολές του φαίνεται ὅτι καθοδηγεῖ τὸν Μπάλφουρ, ὡς ὀρθόδοξος Πνευματικὸς πατέρας, μὲ τὴν ἱερὰ ἡσυχία, τὴν νοερὰ προσευχή, τὴν νήψη, τὴν ἀληθινὴ μετάνοια. Κάνει λόγο γιὰ τὸ κλάμα μὲ τὸ ὁποῖο πλένονται οἱ μοναχοί, γιὰ τὴν νηπτικὴ ἐργασία καὶ τὴν μετάνοια ποὺ πρέπει νὰ προηγῆται τῆς θείας Λειτουργίας καὶ τῆς θείας Κοινωνίας, γιὰ τὴν νοερὰ προσευχή, ποὺ εἶναι τὸ κλίμα τῆς λατρείας καὶ τῆς θείας Λειτουργίας, γιὰ τὸ "πνεῦμα" τῆς ὑπακοῆς ποὺ πρέπει νὰ ἔχη πρὸς τὸν Ἐπίσκοπό του καὶ τοὺς ἀδελφούς του. Μάλιστα ὡς πρὸς τὸ τελευταῖο σημεῖο του κάνει καὶ ὁλόκληρη ἀνάλυση πῶς πρέπει νὰ συμπεριφέρεται πρὸς τὸν Ἐπίσκοπό του καὶ ποιό εἶναι τὸ νόημα καὶ ὁ τρόπος τῆς ὑπακοῆς πρὸς αὐτὸν καὶ γενικὰ πρὸς τοὺς Πνευματικοὺς πατέρας.
Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ κάνει λόγο καὶ γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ τελῇ τὴν θεία Λειτουργία. Σὲ μιὰ ἐπιστολή του φαίνεται ἡ μεγάλη πεῖρα του καὶ πρὸς τὸ θέμα αὐτό. Τοῦ γράφει ὅτι ἐπειδὴ ὑπάρχουν, δυσχέρειες καὶ ἐμπόδια γιὰ τὴν καθημερινὴ θεία Λειτουργία, θὰ πρέπει νὰ κάνη δύο πράγματα. Τὸ πρῶτον, ἀφοῦ ἔχει περισσότερο ἀνάγκη, νὰ συγκεντρωθῇ "ψυχικὰ καὶ νοερὰ στὴν ἐσωτερικὴ ζωή". Τὸ δεύτερο, πρὸς τὸ παρὸν θὰ πρέπη νὰ τελῇ τὴν θεία Λειτουργία μιὰ μὲ δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος θέλει τὸν συνδυασμὸ καὶ τῶν δύο αὐτῶν ἀπαραιτήτων στοιχείων τῆς πνευματικῆς ζωῆς, γιατί γνωρίζει ὅτι ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς συνηθείας καὶ τῆς τυπικῆς-μηχανικῆς τελέσεως τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Στὶς ἐπιστολὲς αὐτὲς μπορεῖ κανεὶς νὰ συναντήση το πῶς ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας αἰσθανόταν τὴν θεία Λειτουργία καὶ τὸν τρόπο συμμετοχῆς του στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο αἰσθανόταν τελείως συντετριμμένος ἀπὸ τὶς θλίψεις, ἀλλὰ καὶ τελείως συντετριμμένος ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ μετάνοια, χωρὶς νὰ λυπᾶται τὸν ἑαυτό του καὶ ἔτσι τὸν ἐπεσκίαζε τὸ φῶς.
Ἀλλοῦ γράφει ὅτι κατὰ τὴν φρικτὴ στιγμὴ ποὺ κατέρχεται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ μεταβάλλει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ "κατέρχεται πύρινη χάρη καὶ ἀγγίζει τὴν καρδιά, καὶ κάποτε μὲ μεγάλη δύναμη περιπτύσσεται ὅλον τὸν ἄνθρωπο". Ἀκόμη καὶ ὅταν δὲν ὑπάρχουν καλὲς συνθῆκες στὴν θεία Λειτουργία "αὐτὸ δὲν ἐμποδίζει τὸν Ἱερομόναχο νὰ προσεύχεται καὶ νὰ τελεῖ μὲ εἰρήνη τὴν Λειτουργία".
Γράφοντας ὁ Γέροντας σὲ τρίτο πρόσωπο κάνει λόγο γιὰ κάποιον –ἐννοεῖ τὸν ἑαυτό του– ποὺ ἔζησε μέσα στὸ ἄκτιστο Φῶς γιὰ τρεῖς ἡμέρες ἀπὸ τὸ Μεγάλο Σάββατο μέχρι τὴν τρίτη ἡμέρα τοῦ Πάσχα καὶ ἐξέφραζε αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὡς "πρωΐα τῆς ἀνέσπερης ἡμέρας". Τότε ἦταν λαϊκός, ἀλλὰ δείχνει τὴν ἀξία τῆς θείας Λειτουργίας καὶ τῆς θείας Κοινωνίας, καὶ μάλιστα τὴν ἀναστάσιμη περίοδο, ἀφοῦ μέσα σὲ αὐτὴν μπορεῖ κανεὶς νὰ ζήση θεοπτικὲς ἐμπειρίες, ὅταν βεβαίως ὁ τρόπος προσεγγίσεως σὲ αὐτὸ τὸ μεγάλο μυστήριο εἶναι ἀνάλογος.
Ἡ ἀσκητικὴ ζωὴ συνδέεται στὴν διδασκαλία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου πολὺ στενὰ μὲ τὴν λειτουργικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Μέσα στὴν θεία Λειτουργία βίωνε τὸν θρῆνο γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, τὴν κατάβαση στὸν ἅδη καὶ τὴν θέα τοῦ Φωτὸς τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅταν ἀκόμη οἱ μοναχοί–ψάλτες εἶναι κουρασμένοι καὶ "ψάλλουν ἄσχημα καὶ βιαστικὰ" καὶ τότε "αὐτὸ δὲν ἐμποδίζει τὸν Ἱερομόναχο νὰ προσεύχεται καὶ νὰ τελεῖ μὲ εἰρήνη τὴν Λειτουργία, ἐκτὸς ἀπὸ περιπτώσεις ὑπερβολικῆς βιασύνης" καὶ αὐτὸ γίνεται ὅταν ἔχη συνηθίσει μὲ τὴν νοερὰ ἡσυχία νὰ συγκεντρώνη τον νοῦ του στὴν προσευχή.
Πολλὲς φορὲς ἀξιώθηκα νὰ συλλειτουργήσω μὲ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο καὶ γνωρίζω ἐκ πείρας μὲ ποιά πνευματικὴ ἔνταση λειτουργοῦσε, πῶς λειτουργοῦσε μὲ νοερὰ ἡσυχία, πῶς ὁ νοὺς καὶ τὸ σῶμα ἦταν συγκεντρωμένα σὰν γροθιὰ καὶ πῶς ἐπηρέαζε καὶ αὐτοὺς ποὺ συλλειτουργοῦσαν μαζί του. Καὶ αὐτὸ ἦταν ἔκφραση τῆς ἡσυχαστικῆς του ἐμπειρίας καὶ ζωῆς.
(συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο)
- Προβολές: 3051