Παναγιώτη Μελικίδη: Αίρεση: ο μετά Χριστόν “Ηρώδης” ή το πολυμήχανον της αιρέσεως και η απλότητα της προσκυνήσεως

του Παναγιώτη Μελικίδη, Θεολόγου

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σε ομιλία του, σχετικά με τους  μάγους, οι οποίοι προσκύνησαν τον Χριστό, αναφέρει: “Δια τούτο και εχάρησαν, (ενν. οι μάγοι) ότι το ζητούμενον εύρον, ότι άγγελοι αληθείας γεγόνασι. ούτω πολύν τινά πόθον  περί τον Χριστόν είχον. και σταθείς (ο Κύριος) επί την προσκύνησιν άγει ουχ απλώς βαρβάρους, αλλά τους σοφωτέρους παρ' εκείνοις. Αισχυνέσθω Παύλος (ένν. Σαμοσατεύς), ορών ουχ ως άνθρωπον προσκυνούμενον απλώς”.

Ο άγιος Ιωάννης στην ομιλία του αυτή, στην οποία αναλύει διεξοδικά την πορεία των μάγων προς την Βηθλεέμ προκειμένου να προσκυνήσουν και να προσφέρουν τα δώρα τους στον Κύριο, γίνεται ταυτόχρονα δηκτικός έναντι όχι μόνο του αιρετικού Παύλου Σαμοσατέα, αλλά και όλων αυτών που μέχρι σήμερα αμφισβητούν την θεότητα του Χριστού διακινδυνεύοντας την σωτηρία τους και θεωρώντας ότι ο Χριστός ήταν απλώς ένας “καλός άνθρωπος” ή ένας “μεγάλος φιλόσοφος και ιδεολόγος” και ως τέτοιον θα έρθουν ίσως να τον προσκυνήσουν, κρατώντας το “έθιμο”, την ημέρα των Χριστουγέννων.

Ο Παύλος ο Σαμοσατεύς ανήκει στους λεγομένους “Δυναμικούς μοναρχιανούς” οι οποίοι δέχονταν ότι ο Λόγος ήταν απρόσωπη δύναμη του Θεού. Πρώτος σημαντικός εκπρόσωπος της αίρεσης αυτής ήταν ο Θεόδοτος ο Σκυτεύς, ο οποίος έδρασε στη Ρώμη περίπου το 180 μ.Χ. Δίδαξε ότι ο Ιησούς ήταν ένας άγιος άνθρωπος που γεννήθηκε από την Μαρία. Όταν το θείο Πνεύμα κατήλθε στον άνθρωπο αυτόν, κατά το βάπτισμα, τότε ο Θεός τον ονόμασε “Υιόν” και τον έκανε Χριστό. Μερικοί μάλιστα οπαδοί του έλεγαν ότι μόνο ο αναστημένος Χριστός πρέπει να ονομάζεται “Θεός”. Ο Θεόδοτος αφορίστηκε από τον επίσκοπο Ρώμης Βίκτωρα, αλλά το ψυχοφθόρο έργο του συνεχίστηκε από τον Θεόδοτο Τραπεζίτη και τον Ασκληπιόδωρο.

Μετά από έναν αιώνα ο Παύλος ο Σαμοσατέας θα αναδειχθή ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της αιρέσεως. Έδρασε στην Αντιόχεια το 260 μ.Χ. και διέδιδε ότι ο Θεός ήταν ένα πρόσωπο, ενώ ο Υιός και το άγιο Πνεύμα ταυτόσημες θείες απρόσωπες δυνάμεις. Ο Ιησούς ήταν απλός άνθρωπος, ο οποίος κατά την βάπτιση, καταστάθηκε έμπλεος  της απρόσωπης δύναμης του Θεού, δηλαδή του Λόγου, γι' αυτό έλεγε “τόν Λόγον ενοικήσαντα εν τω Ιησού ανθρώπω όντι”. Μεταξύ της απρόσωπης θείας δύναμης του Λόγου και του ανθρώπου Ιησού υπήρχε μόνο μία ηθική ένωση. Ο Θεός, δηλαδή, συνδεόταν με τον Ιησού με την αγάπη και την θέληση. Έτσι έγινε “Κύριος” και ονομάστηκε “Θεός εκ Παρθένου”, γιατί ενώθηκε με το Θεό εξαιτίας της ηθικής του προόδου, γι' αυτό ο Παύλος ο Σαμοσατέας έλεγε “εκ προτροπής τεθεοποιείσθαι”. Θα πρέπη, επιπλέον, να σημειώσουμε ότι ο αιρετικός και αιρεσιάρχης Άρειος όχι μόνο επηρεάστηκε από την διδασκαλία του Παύλου, αλλά και για ένα διάστημα διέδιδε στην Αντιόχεια και τις κακοδοξίες του δασκάλου του.

Η άλλη τάση του μοναρχιανισμού, ο τροπικός μοναρχιανισμός, είχε κέντρο την Ρώμη και οι οπαδοί του υποστήριζαν την ενότητα του Θεού, οπότε η αποδοχή της υποστατικής αυτονομίας του Λόγου θα καταργούσε την ενότητα. Έτσι στηριζόμενοι στη διδασκαλία των Στωικών “περί κατηγοριών”, σύμφωνα με την οποία ο τρόπος υπάρξεως ενός όντος εξαρτάται από τη σχέση του με κάτι άλλο (“πρός τί πώς έχον”) πρέσβευαν ότι ο ένας Θεός μπορεί να εμφανίζεται πότε ως Πατήρ και πότε ως Υιός. Το θεώρημα αυτό το επεξέτεινε ο Σαβέλλιος και στο Άγιο Πνεύμα, για να πη ότι ο ένας Θεός παρουσιάστηκε στην Π. Διαθήκη ως Δημιουργός, στην Καινή ως λυτρωτής και στη ζωή της Εκκλησίας ως Άγιο Πνεύμα.

Η ορθή τοποθέτηση έναντι του Θεανθρώπου και η λύση του προβλήματος ποίο είναι το βρέφος που θα προσκυνήσουμε την ημέρα των Χριστουγέννων δίδεται επιγραμματικά και ολοκληρωμένα από το θεόπνευστο σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως (381 μ.Χ.) που στο σχετικό άρθρο αναφέρει: “(Πιστεύομεν) εις έναν Κύριον Ιησούν Χριστόν τον Υιόν του Θεού τον Μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων. Φώς εκ Φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι' ου τα πάντα εγένετο”.–

  • Προβολές: 2185