Skip to main content

Ἐπίκαιροι σχολιασμοί: Για τον “εκδημοκρατισμό” και την “διαφάνεια”

του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη

Μέσα στο σάλο των τελευταίων αποκαλύψεων, με αφορμή πραγματικά, αλλά και απλώς θρυλούμενα παραπτώματα Κληρικών, τέθηκαν σοβαρά θέματα, που έχουν σχέση με την εσωτερική οργάνωση και την διοίκηση της Εκκλησίας, αλλά και με τις εξωτερικές σχέσεις της με την Ελληνική Πολιτεία. Τα θέματα αυτά δεν τέθηκαν μόνο από πολιτικούς ή δημοσιογράφους, αλλά κάποια από αυτά και από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο και την Σύνοδο της Ιεραρχίας, η οποία ψήφισε συγκεκριμένες προτάσεις του Αρχιεπισκόπου. Στις πρώτες μάλιστα ανακοινώσεις της Δ.Ι.Σ., μετά τις πρώτες αποκαλύψεις, έγινε αναφορά σε άμεσες αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο νόμο 5383 του 1932, “Περί εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας”, καθώς και στην ανάγκη ψήφισης από την Βουλή νέου νόμου, για την απονομή της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης. Η κύρια κατεύθυνση όλων των προτάσεων είναι η ενεργοποίηση του λαϊκού στοιχείου σε διαφόρους τομείς του έργου και της διοίκησης της Εκκλησίας, ώστε να πεισθή το βομβαρδιζόμενο από την σκανδαλολογία ποίμνιο, ότι η Ιεραρχία επιθυμεί τον εκδημοκρατισμό και την διαφάνεια της εκκλησιαστικής διοίκησης.

Οι όροι “εκδημοκρατισμός” και “διαφάνεια”, που χρησιμοποιήθηκαν, έχουν αρκετή επικοινωνιακή δύναμη, (αφού ανταποκρίνονται στο κοινό λαϊκό αίσθημα και γίνονται εύκολα σύνθημα), είναι όμως φορείς ενός πνεύματος, που είναι εν πολλοίς αλλότριο προς το Πνεύμα που συγκροτεί τον θεανθρώπινο θεσμό της Εκκλησίας. Eίναι, λοιπόν, απαραίτητο μέσα στο κλίμα των κρίσιμων ημερών που περνάμε να διευκρινίζουμε τις έννοιες και να θυμόμαστε μερικές απλές αλήθειες της πίστης μας.

Το πρώτο που πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι τα θέματα της Εκκλησίας δεν αντιμετωπίζονται με κοσμικές μεθοδολογίες, ούτε με επικοινωνιακά τεχνάσματα. Με αφορμή τα σκάνδαλα τέθηκαν πολύ σοβαρά θέματα. Ένας κίνδυνος που υπάρχει είναι να παρασυρθούμε από τον δημοσιογραφικό θόρυβο σε ανορθόδοξες αντιμετωπίσεις, σε αλλαγές ασύμβατες με το πνεύμα της αποστολικής παραδόσεώς μας, οι οποίες θα δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στο σώμα της Εκκλησίας. Η αντιμετώπιση των θεμάτων αυτών προϋποθέτει νηφαλιότητα, ενεργό εκκλησιαστική συνείδηση και μεγάλη ποιμαντική ευαισθησία.

Το δεύτερο που πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι μέσα στην Εκκλησία υπάρχουμε για να σωθούμε, δηλαδή, για να κρατήσουμε ή να καταστήσουμε την ύπαρξή μας σώα, ολόκληρη, όπως την δημιούργησε ο Θεός. Η “διαδικασία” της σωτηρίας είναι ένα θεανθρώπινο έργο. Δεν έχει καμμιά σχέση με διαδικασίες που εφαρμόζουμε σε συλλόγους, συνδικάτα, πολιτικούς σχηματισμούς, όπου, πολλές φορές, ο βασικός στόχος είναι η δυνατότητα έκφρασης της γνώμης όλων των μελών, ώστε να γνωστοποιηθή και να εφαρμοσθή τελικά η γνώμη των “πλειόνων”. Είτε ακούγεται καλά είτε όχι, στην διαδικασία της σωτηρίας δεν έχει καμμιά πρακτική αξία η γνώμη της πλειοψηφίας, αλλά ο λόγος “των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία” (άγιος Γρηγόριος Θεολόγος), αυτών που έχουν –σύμφωνα με τον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ– εσωτερική ησυχία και εξισχυμένη νοερή ακοή, η οποία τους επιτρέπει να ακούνε μέσα στην καρδιά τους τον λόγο που γεννά ο Θεός για το κάθε γεγονός και τον κάθε άνθρωπο που τους πλησιάζει.

Το τρίτο που πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι δεν μπορούμε, εν όσω ζούμε, να επαναπαυόμαστε στις πιθανές αρετές μας, αλλά θα πρέπη να έχουμε έναν υγιή φόβο απέναντι στην “ευπερίστατη αμαρτία” και στις “δολίως κινούμενες” ενέργειες του παλαιού ανθρώπου. Αυτό σημαίνει, ότι σε προσωπικό επίπεδο έχουμε ανάγκη από ανύστακτη μέριμνα για την πνευματική μας υγεία, ενώ σε εκκλησιαστικό επίπεδο χρειαζόμαστε να θεμελιώνουμε όλες τις κινήσεις μας –προς τους εντός της Εκκλησίας και προς τους έξω– στην Αγία Γραφή και στους ιερούς Κανόνες, οι οποίοι νομοθετούν το ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας.

Επειδή, λοιπόν, ο “παλαιός άνθρωπος”, με το πάθος της φιλαυτίας, έχει προσβάσεις στα περισσοτέρα μέλη της Εκκλησίας, επιβάλλεται σε κάθε εποχή και σε κάθε περίσταση να καταρτίζονται νομοθετικά πλαίσια, που δεν θα αφήνουν περιθώρια για δικαιολογημένα παράπονα σε κανένα “εμπαθές” μέλος της Εκκλησίας. Επίσης, και προς τους έξω, δεν θα δίνουν δικαιώματα για αιχμηρές κριτικές, που αχρειώνουν πρόσωπα και θεσμούς της Εκκλησίας. Αυτήν την τακτική την βλέπουμε στην πρώτη Εκκλησία, αλλά και μέσα στα έργα των αγίων Πατέρων. Ο νόμος πάντοτε οριοθετούσε την περιοχή της αμαρτίας και οικονομούσε την σκληροκαρδία των ανθρώπων, όπως συνέβη με το “βιβλίον αποστασίου” που νομοθέτησε ο Μωϋσής.

Είναι γεγονός, που επισημαίνουν πολλοί, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος με την εμπλοκή των νόμων του Ελληνικού Κράτους παρουσιάζει κάποια οργανωτικά προβλήματα, τα οποία χρειάζονται λύση. Η “σώζουσα λύση” των προβλημάτων αυτών μπορεί να προέλθη από την αποθησαυρισμένη πείρα της παραδόσεώς μας. Πιο συγκεκριμένα, τα σύγχρονα γεγονότα δείχνουν, ότι οι οποιεσδήποτε ρυθμίσεις γίνουν, θα πρέπη να λαμβάνουν υπ' όψη δύο αρχές, οι οποίες μας δόθηκαν από τον Χριστό και τους Αποστόλους. Η μια έχει σχέση με το “χάρισμα των ποιμαινομένων” και η άλλη με την εκκλησιαστική διαχείριση των υλικών πραγμάτων.

Ο Χριστός στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο μιλώντας για τον “Καλό Ποιμένα”, λέει ότι “τα πρόβατα αυτώ ακολουθεί, ότι οίδασι την φωνήν αυτού”. Και συμπληρώνει: “αλλοτρίω δε ου μη ακολουθήσωσι, αλλά φεύξονται απ' αυτού” (10,4-5). Συνήθως στο χωρίο αυτό το ερμηνευτικό βάρος πέφτει στον “Καλό Ποιμένα” και όχι στο ποίμνιο. Είναι όμως έντονα διατυπωμένο το βασικό γνώρισμα του χαρίσματος των ποιμαινομένων, που είναι η αναγνώριση του “Καλού ποιμένα”. Αν, λοιπόν, οι ποιμένες –κυρίως οι Επίσκοποι– έχουν το χάρισμα της θεολογίας, το λογικό ποίμνιο έχει το χάρισμα να διακρίνη την φωνή του αληθινού ποιμένα, του ορθόδοξου διδασκάλου και μυσταγωγού και να φεύγη μακριά από ψευδοποιμένες και ψευδοδιδασκάλους, οι οποίοι δεν μπαίνουν στην μάνδρα της Εκκλησίας από την “θύρα”, “αλλά αναβαίνουν αλλαχόθεν”. Η πρώτη αρχή, λοιπόν, που πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψη είναι ότι το χάρισμα των ποιμαινομένων αποτελεί μια από τις βάσεις του ιεραρχικού πολιτεύματος της Εκκλησίας. Η καλλιέργεια αυτού του χαρίσματος είναι ευθύνη και των ποιμένων και του λαού. Η πνευματική εξουσία στην Εκκλησία δεν σχετίζεται με κοσμικά πράγματα. Περιεχόμενό της είναι η θεραπεία του λαού, η κάθαρση και ο φωτισμός του, που αυξάνουν και λεπτύνουν το διακριτικό του χάρισμα, ώστε να ακολουθή τον αυθεντικό “Ιεράρχη” του.

Η δεύτερη αρχή είναι η μέριμνα για την συνείδηση των “ασθενεστέρων”, η οποία έχει σχέση με υλικότερα πράγματα. Την αρχή αυτή μας την έδωσαν οι Απόστολοι με την εκλογή των επτά διακόνων. Όταν εκδηλώθηκαν τα πρώτα παράπονα των Ελληνιστών, “ότι παραθεωρούντο εν τη διακονία τη καθημερινή αι χήραι αυτών”, πρότειναν στον λαό να επιλέξη επτά άνδρες, στους οποίους ανέθεσαν την υπηρεσία των τραπεζών, ώστε αυτοί απερίσπαστοι να αφοσιωθούν στο κήρυγμα. Αυτό ήταν άλλωστε το βασικό τους έργο. Το άλλο –η “διακονία των τραπεζών”– μπορούσε να γίνη πολύ καλά από κάποιους άλλους. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει ότι θα μπορούσαν οι Απόστολοι μόνοι τους, εμπνεόμενοι από το Άγιο Πνεύμα, να επιλέξουν τους καλύτερους. Απέφυγαν όμως αυτή την χαρισματική επιβολή των προσώπων, όπως και τον κλήρο, που εφάρμοσαν στην περίπτωση της επιλογής του Ματθία, προκειμένου να στηριχθούν στη γνώμη του λαού, ο οποίος δυσανασχετούσε. Δεν ήταν θέμα που σχετιζόταν με την αποκάλυψη του Θεού. Ήταν θέμα που ερέθιζε τη φιλαυτία των Ελληνιστών. Γι’ αυτό, σε οποιαδήποτε λύση δινόταν, θα έπρεπε να είναι και αυτοί συνυπεύθυνοι. Δεν θα έπρεπε, δηλαδή να τους επιβληθή άνωθεν, για να μη βρίσκουν πάλι σ’ αυτούς τόπο τα παράπονα. Η φιλαυτία, δηλαδή, που εκφραζόταν με τα παράπονα, οδήγησε τους Αποστόλους σ’ αυτή τη δημοκρατική λύση, μέσα στο πλαίσιο του ιεραρχικού πολιτεύματος της Εκκλησίας.

Οι τομείς που δημιουργούν τα παράπονα και τις κριτικές δεν έχουν σχέση με το χάρισμα της θεολογίας, αλλά με πράγματα πολύ υλικά. Σ’ αυτούς τους τομείς μπορεί και στις μέρες μας να εφαρμοσθή η “δημοκρατική” λύση των επτά διακόνων, ώστε οι ποιμένες να ασχολούνται απερίσπαστοι με την “διακονία του λόγου”, την θεραπεία του λαού, και κάποιοι άλλοι, που θα έχουν την καλή μαρτυρία των πιστών, με τις άλλες διακονίες.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2615