Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὑπόμνημα περὶ τοῦ τρόπου Ἐκλογῆς Μητροπολιτῶν (Α)
Προς την Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Δημοσιεύουμε σε δύο συνέχειες το υπόμνημα περί του τρόπου εκλογής Μητροπολιτών το οποίο απέστειλε προς την Ιερά Σύνοδο ο Σεβ. Μητροπολίτης κ. Ιερόθεος.
Το υπόμνημα περιλαμβάνει το εισαγωγικό και “θεωρητικό” μέρος, το οποίο δημοσιεύεται σ' αυτό το τεύχος, και τις προτάσεις αναλυτικά, οι οποίες θα δημοσιευθούν στο επόμενο.
Για να προϊδεάσουμε όμως τους αναγνώστες μας, παραθέτουμε σε ειδικό πλαίσιο το συνοπτικό διάγραμμα των προτάσεων αυτών.
* * *
Στην πρόσφατη Σύνοδο της Ιεραρχίας (18-19 Φεβρουαρίου) μεταξύ των άλλων έθεσα και την πρόταση της συγκροτήσεως μιας Επιτροπής μελέτης περί αλλαγής του τρόπου εκλογής των Επισκόπων. Επειδή η πρότασή μου αυτή απερρίφθη “διά βοής”, γι' αυτό ευσεβάστως καταθέτω τις σκέψεις μου για το σοβαρό θέμα της εκλογής των Επισκόπων σε χηρεύουσες Ιερές Μητροπόλεις.
Πάντοτε, ιδιαιτέρως όμως τον τελευταίο καιρό, με απασχολεί έντονα το θέμα του τρόπου εκλογής του Επισκόπου για μια χηρεύουσα Ιερά Μητρόπολη. Βεβαίως, ο τρόπος εκλογής αναδεικνύει και την καταλληλότητα του προσώπου. Έχουμε λάβει πολλές αποφάσεις για την αντιμετώπιση της πρόσφατης εκκλησιαστικής κρίσεως, αλλά νομίζω ότι η πιο ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος είναι η εκλογή του καταλλήλου προσώπου, για να ποιμάνη μια συγκεκριμένη Ιερά Μητρόπολη. Γιατί ο Επίσκοπος που θα έχη συνείδηση της αποστολής του, θα λειτουργή είτε στην Επισκοπή – Μητρόπολή του είτε στα Συνοδικά Όργανα ως εκφραστής της Ορθοδόξου Παραδόσεως, με αποτέλεσμα να αποφεύγωνται πράξεις δυσλειτουργικές στην Εκκλησία και δημιουργία σκανδάλων. Φρονώ ότι προς την κατεύθυνση αυτή πρέπει να στραφή η προσοχή μας.
Εκείνο που ισχύει κατά βάση σήμερα, εδώ και δεκαετίες, για την εκλογή του Επισκόπου είναι να επιλέγεται και να “χρίεται” ο υποψήφιος από τον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, ο οποίος αναμφιβόλως έχει μια σημαντική πρωτοβουλία στο θέμα αυτό, λόγω της θέσεώς του στην ανωτάτη αρχή της Εκκλησίας μας, που είναι η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Στην συνέχεια το όνομα του επιλεγέντος υποψηφίου από τον Αρχιεπίσκοπο δημοσιεύεται στις Εφημερίδες και ακολούθως καλείται η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος για να επιβεβαιώση αυτήν την επιλογή.
Η επιλογή δε του υποψηφίου προς Αρχιερατεία δεν συντονίζεται στην παράδοση της Εκκλησίας, αφού συνήθως δεν διερευνάται η ύπαρξη των ουσιαστικών ιεροκανονικών “προσόντων”, αλλά γίνεται σύμφωνα με άλλες προϋποθέσεις, “κοσμικού” χαρακτήρος, που δεν θα επισημάνουμε στο κείμενο αυτό.
Συνήθως ο αριθμός των ψήφων που λαμβάνει ο μέλλων να εκλεγή Μητροπολίτης αποδίδεται και στον Αρχιεπίσκοπο, οπότε με αυτόν τον τρόπο θεωρείται ότι ανανεώνεται η “εμπιστοσύνη” του Σώματος της Ιεραρχίας προς το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου.
Επειδή επικρατεί αυτή η νοοτροπία, γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο και η Ιεραρχία πολλές φορές αιφνιδιάζεται ως προς την ημερομηνία συγκλήσεώς της για την εκλογή Μητροπολίτου για την χηρεύουσα Ιερά Μητρόπολη.
Το σύστημα αυτό εκλογής Αρχιερέων εγκυμονεί πολλούς κινδύνους, αφού η “ευγνωμοσύνη” του εκλεγέντος συνήθως “περιορίζει” την ελευθερία του κατά τις αποφάσεις της Ιεραρχίας, διότι διαφορετικά του προσδίδεται ο χαρακτηρισμός του “αχαρίστου” προς αυτούς που τον επιλέγουν. Με αυτόν τον τρόπο δεν λειτουργεί καλώς το Συνοδικό σύστημα. Επί πλέον δημιουργούνται πολλά προβλήματα και μεμψιμοιρίες σε άλλους υποψηφίους προς Αρχιερατεία, δημιουργούνται διάφορα “παράπονα” και στο πλήρωμα της Τοπικής Εκκλησίας και τις Θεολογικές Σχολές της Εκκλησίας μας, όπως και στο “θεολογικό δυναμικό” της Εκκλησίας, οι οποίοι θεωρούν, και δικαίως, ότι αγνοούνται σε αυτήν την κορυφαία εκκλησιαστική πράξη.
Οπωσδήποτε πρέπει να αλλάξη αυτό το σύστημα εκλογής Επισκόπων.
Κατά την γνώμη μου θα πρέπη, αφ' ενός μεν να συγκροτηθή ειδική κληρικολαϊκή επιτροπή για να μελετήση το όλο θέμα και να προτείνη την νομοθετική τροποποίηση του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως προς το σημείο αυτό, ώστε ο τρόπος εκλογής των Επισκόπων να γίνεται σύμφωνα με το Κανονικό δίκαιο και την σύγχρονη πραγματικότητα, αφ' ετέρου δε να γίνη κάποια αλλαγή στον τρόπο εκλογής των Μητροπολιτών σε σχέση με την ισχύουσα νομοθεσία.
Θα ήθελα να υπογραμμίσω συνοπτικά μερικές σκέψεις για την καλύτερη λειτουργία της αναδείξεως των Επισκόπων στην Εκκλησία. Η θεολογική και εκκλησιολογική ανάλυση του θέματος θα διευκολύνη πολύ στον καθορισμό του τρόπου εκλογής των Επισκόπων.
1. “Ψήφω και δοκιμασία”
Κατά την διάρκεια της χειροτονίας Επισκόπου ο Αρχιεπίσκοπος ή ο προεξάρχων Αρχιερεύς εκφωνεί: “Ψήφω και δοκιμασία των αγιωτάτων Μητροπολιτών των συγκροτούντων την Ιεράν Σύνοδον της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η θεία Χάρις, η πάντοτε τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα, προχειρίζεται … τον θεοφιλέστατον Πρεσβύτερον εις Μητροπολίτην της Θεοσώστου Πόλεως …”.
Δίδεται εδώ μεγάλη σημασία στον τρόπο της εκλογής, που γίνεται με ψήφο και δοκιμασία. Θα πρέπη να προσδιορίσουμε τις έννοιες της ψήφου και της δοκιμασίας.
Στον δ΄ Κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου σαφώς διακελεύεται ότι η εκλογή των Επισκόπων γίνεται από τους Επισκόπους της Επαρχίας. Γράφεται:
“Επίσκοπον προσήκει μάλιστα μεν υπό πάντων των εν τη επαρχία καθίστασθαι· ει δε δυσχερές είη το τοιούτον, ή δια κατεπείγουσαν ανάγκην, ή δια μήκος οδού, εξάπαντος τρεις επί το αυτό συναγομένους, συμψήφων γενομένων και των απόντων, και συντιθεμένων δια γραμμάτων, τότε την χειροτονίαν ποιείσθαι. Το δε κύρος των γινομένων δίδοσθαι καθ' εκάστην επαρχίαν τω Μητροπολίτη”.
Επίσης, ο α΄ Κανόνας των Αγίων Αποστόλων διακελεύει: “Επίσκοπος χειροτονείσθω υπό επισκόπων δύο ή τριών”.
Ακόμη και ο ε΄ Κανόνας της Λαοδικείας διακελεύει: “περί του μη δείν τας χειροτονίας επί παρουσία ακροωμένων γίνεσθαι”.
Εδώ φαίνεται ότι η λέξη “χειροτονία” αποδίδεται και στην “ψηφοφορία”, η οποία είναι μια πράξη ιερά. Ερμηνεύοντας τον Αποστολικό Κανόνα ο Ζωναράς γράφει: “νύν μεν χειροτονία καλείται η της καθιερώσεως του ιεράσθαι λαχόντος τελεσιουργία των ευχών, και του αγίου πνεύματος επίκλησις”. Όμως “πάλαι και αυτή η ψήφος χειροτονία ωνομάσθω”. Γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες των Συνόδων “καί την ψήφον χειροτονίαν καλέσαντες”. Αναφερόμενος δε ο Ζωναράς στον κανόνα της Λαοδικείας γράφει “χειροτονίας ενταύθα τας ψήφους ωνόμασεν ο κανών”.
Ο Βαλσαμών, ερμηνεύοντας τον α΄ Αποστολικό Κανόνα, γράφει ότι ο Κανόνας αυτός αναφέρεται όχι στην ψηφοφορία, αλλά στην χειροτονία. Επίσης, ο ίδιος ερμηνεύοντας τον ε΄ Κανόνα της Λαοδικείας, γράφει: “χειροτονίας ενταύθα τας ψήφους ονομάζει ο κανών”, και βεβαίως η ψηφοφορία δεν πρέπει να γίνεται παρισταμένων των ακροωμένων.
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, αναφερόμενος στην ερμηνεία της λέξεως χειροτονία, γράφει ότι στην παλαιά εποχή ως χειροτονία εννοείται και η ψήφος, αργότερα όμως εννοείται το μυστήριο της χειροτονίας. Γράφει χαρακτηριστικά:
“Η δε λέξις χειροτονία, ετυμολογείται από το τείνω, ήτοι εξαπλώνω τας χείρας, και έχει δύω σημαινόμενα. Διότι, χειροτονία ονομάζεται και η ψήφος, και εκλογή απλώς τινός αξιώματος, η οποία εγίνετο με την έκτασιν των του δήμου χειρών, κατ' εκείνο το Δημοσθενικόν. "Κάν οντιναούν χειροτονήσητε στρατηγόν". Και μάλιστα κατά το πάλαι της Εκκλησίας επικρατήσαν έθος, ότε ανεμποδίστως, τα πλήθη συναγόμενα, εχειροτόνουν, ήτοι εψήφιζον, δια της εκτάσεως των χειρών, τους αρχιερείς, ως λέγει ο Ζωναράς, καν έπειτα τούτο η εν Λαοδικεία σύνοδος, εν τω πέμπτω αυτής Κανόνι ηκύρωσεν, ειπούσα· "ότι ου δει τας χειροτονίας, ήτοι τας ψήφους, επί παρουσία ακροωμένων γίνεσθαι." Χειροτονία δε την σήμερον ονομάζεται, η δια των ευχών, και της επικλήσεως του αγίου Πνεύματος, γινομένη του αρχιερέως ιεροτελεστία, βάλλοντος εν ταυτώ και την χείρά του, επάνω εις την κεφαλήν του χειροτονουμένου, κατά το Αποστολικόν εκείνο "χείρας ταχέως μηδενί επιτίθει"”.
Το σημαντικό είναι ότι η ψηφοφορία για την ανάδειξη ενός Επισκόπου είναι μια πράξη ιερή και πολύ σημαντική για την Εκκλησία, είναι αυτή η οποία αναδεικνύει έναν Επίσκοπο, ύστερα από την εν Αγίω Πνεύματι εξέταση του βίου του και της εν γένει ζωής του, γι' αυτό και από μερικούς παλαιά χαρακτηριζόταν και χειροτονία, και βεβαίως έπειτα ακολουθεί και το μυστήριο της χειροτονίας. Άλλωστε, γι' αυτό κατά την διάρκεια του μυστηρίου εκφωνείται: “ψήφω και δοκιμασία”.
Η λέξη δοκιμασία προέρχεται από το ρήμα δοκιμάζω που ερμηνεύεται ως “υποβάλλω εις δοκιμήν ή δοκιμάζω μέταλλα, όπως ίδω αν είνε καθαρά, γνήσια”. Οπότε η εξέτασις σημαίνει “δοκιμασία, έρευνα”). Ακόμη η δοκιμασία σημαίνει “εξέτασις, έλεγχος, κυρ. προς έγκρισιν ή αποδοχήν”.
Συνεπώς, η εκλογή ενός Αρχιερέως γίνεται με ψήφο των Αρχιερέων που συγκροτούν την Ιερά Σύνοδο, κατόπιν δοκιμασίας και εξετάσεως. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με την ερμηνεία των Κανονολόγων στους δύο Κανόνες που προαναφέραμε, ότι προηγείται της ψηφοφορίας συζήτηση, έρευνα και εξέταση των υποψηφίων μεταξύ των Αρχιερέων που πρόκειται να ψηφίσουν. Γι' αυτό και δεν πρέπει να παρίστανται ακροώμενοι λαϊκοί. Κατά τον Ζωναρά, επειδή γίνεται συζήτηση για τους υποψηφίους, “λέγονται κατά τινων αιτιάματα, δι' ά κωλύονται ίσως ιερωσύνης, ουκ έδοξε τοις Πατράσι προσήκον παρείναί τινας ακροωμένους των λεγομένων, ως αισχύνην τοις καθ' ών λέγονται επαγόντων, και τοις ακροωμένοις εις προτροπήν γινομένων κακίας και τοις αστηρίκτοις προς πίστιν εις βλασφημίαν κατά Θεού”.
Η δοκιμασία δεν είναι απλώς εξέταση εάν ο υποψήφιος έχει τα τυπικά προσόντα τα προβλεπόμενα από τον νόμο, αλλά είναι συζήτηση και έρευνα εάν διαθέτη τα ουσιαστικά προσόντα για την ανάδειξή του στον βαθμό του Επισκόπου ή εάν έχη κωλύματα της Ιερωσύνης.
Προκειμένου να ερμηνευθή τί σημαίνει δοκιμασία, θα πρέπη να αναφέρουμε τον β΄ Κανόνα της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος σαφώς αποφαίνεται:
“Όθεν ορίζομεν, πάντα τον προάγεσθαι μέλλοντα εις τον της επισκοπής βαθμόν, πάντως τον ψαλτήρα γινώσκειν, ίνα ως εκ τούτου, και πάντα τον κατ' αυτόν Κλήρον ούτω νουθετεί μυείσθαι· ανακρίνεσθαι δε ασφαλώς υπό του Μητροπολίτου, ει προθύμως έχοι αναγινώσκειν, ερευνητικώς και ου παροδευτικώς, τους τε ιερούς Κανόνας, και το άγιον Ευαγγέλιον, την τε του θείου Αποστόλου βίβλον, και πάσαν την θείαν Γραφήν, και τα θεία εντάλματα αναστρέφεσθαι, και διδάσκειν τον κατ' αυτόν λαόν· ουσία της καθ' ημάς ιεραρχίας εστί τα θεοπαράδοτα λόγια, ήγουν η των θείων Γραφών αληθινή επιστήμη, καθώς ο μέγας απεφήνατο Διονύσιος· ει δε αμφισβητοίη, και μη ασμενίζοι ούτω ποιείν τε και διδάσκειν, μη χειροτονείσθαι· έφη γαρ προφητικώς ο Θεός· "σύ επίγνωσιν απώσω· καγώ απώσομαί σε του μη ιερατεύειν μοι"”.
Είναι σημαντικό ότι ο Κανόνας αυτός ορίζει ότι εκείνος που πρόκειται να αναδειχθή Επίσκοπος της Εκκλησίας του Χριστού θα πρέπη να διαθέτη δύο προσόντα. Το ένα να γνωρίζη τους ψαλμούς του Δαβίδ, ώστε δι' αυτών να καθοδηγή τον Κλήρο και να τον μυή στην πνευματική ζωή. Το άλλο να αναγινώσκη “ερευνητικώς και ου παροδευτικώς” τους ιερούς Κανόνας, το Ευαγγέλιο, τις Επιστολές των Αποστόλων και γενικώς την Αγία Γραφή και να ζη και να διδάσκη τον λαό με τις θείες εντολές.
Γιατί όμως θεωρείται αναγκαίο για κάποιον Επίσκοπο να γνωρίζη τους ψαλμούς του Δαβίδ, την Αγία Γραφή και τους ιερούς Κανόνας; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι πολύ σημαντική για την έννοια της δοκιμασίας, προκειμένου να αναδειχθή κάποιος στον βαθμό του Επισκόπου.
Κατ' αρχάς οι ψαλμοί του Δαβίδ είναι προσευχή του ανθρώπου προς τον Θεό, που σημαίνει ότι ο Επίσκοπος πρέπει να είναι άνθρωπος της προσευχής. Το περιεχόμενο δε των ψαλμών είναι καταπληκτικό, γιατί δείχνει το πνεύμα της μετανοίας, την αδιάλειπτη νοερά προσευχή, την εμπειρία της γνώσεως του Θεού, την δίψα για την κοινωνία με τον Θεό κλπ. Απλώς να αναφερθή ο μα΄ ψαλμός: “εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν τον ζώντα· πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού;”, και ο ιστ΄ ψαλμός που αναφέρεται στην άσκηση, την ολονύκτια προσευχή και την επίσκεψη του Θεού: “εδοκίμασας την καρδίαν μου, επεσκέψω νυκτός· επύρωσάς με, και ουχ ευρέθη εν εμοί αδικία. όπως αν μη λαλήση το στόμα μου τα έργα των ανθρώπων, δια τους λόγους των χειλέων σου εγώ εφύλαξα οδούς σκληράς”. Επίσης, θα πρέπη να αναφερθή ο ριη΄ ψαλμός με τα τόσα υπέροχα πνευματικά νοήματα που διαθέτει, για τα δικαιώματα του Θεού: “Ευλογητός εί, Κύριε· δίδαξόν με τα δικαιώματά σου… εν τη οδώ των μαρτυρίων σου ετέρφθην ως επί παντί πλούτω. εν ταις εντολαίς σου αδολεσχήσω και κατανοήσω τας οδούς σου… απόστρεψον τους οφθαλμούς μου του μη ιδείν ματαιότητα, εν τη οδώ σου ζήσόν με” (Ψαλμ. ριη΄, 12-15, 37).
Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο οι Πατέρες της Εκκλησίας έδωσαν μεγάλη σημασία στους ψαλμούς του Δαβίδ. Χαρακτηριστικά θα πρέπη να αναφερθή η διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου. Γράφει ο Μέγας Βασίλειος:
“Η δε των Ψαλμών βίβλος το εκ πάντων ωφέλιμον περιείληφε. Προφητεύει τα μέλλοντα· ιστορίας υπομιμνήσκει· νομοθετεί τω βίω· υποτίθεται τα πρακτέα· και απαξαπλώς κοινόν ταμιείόν εστιν αγαθών διδαγμάτων, το εκάστω πρόσφορον κατά την επιμέλειαν εξευρίσκουσα. Τα τε γαρ παλαιά τραύματα των ψυχών εξιάται, και τω νεοτρώτω ταχείαν επάγει την επανόρθωσιν· και το νενοσηκός περιποιείται· και το ακέραιον διασώζει· και όλως εξαιρεί τα πάθη, καθ' όσον οίόν τε, τα ποικίλως ταις ψυχαίς εν τω βίω των ανθρώπων ενδυναστεύοντα”.
Και πιο κάτω γράφει: “Ψαλμός γαλήνη ψυχών, βραβευτής ειρήνης, το θορυβούν και κυμαίνον των λογισμών καταστέλλων. Μαλάσσει μεν γαρ της ψυχής το θυμούμενον, το δε ακόλαστον σωφρονίζει. Ψαλμός φιλίας συναγωγός· ένωσις διεστώτων· εχθραινόντων διαλλακτήριον… Ψαλμός δαιμόνων φυγαδευτήριον· της των αγγέλων βοηθείας επαγωγή· όπλον εν φόβοις νυκτερινοίς, ανάπαυσις κόπων ημερινών· νηπίοις ασφάλεια· ακμάζουσιν εγκαλλώπισμα· πρεσβυτέροις παρηγορία· γυναιξί κόσμος αρμοδιώτατος… Ψαλμός γαρ και εκ λιθίνης καρδίας δάκρυον εκκαλείται. Ψαλμός το των αγγέλων έργον, το ουράνιον πολίτευμα, το πνευματικόν θυμίαμα… Ενταύθα ένι θεολογία τελεία· πρόρρησις της δια σαρκός επιδημίας Χριστού· απειλή κρίσεως· αναστάσεως ελπίς· φόβος κολάσεως· επαγγελίαι δόξης· μυστηρίων αποκαλύψεις· πάντα, ώσπερ εν μεγάλω τινί και κοινώ ταμιείω, τη βίβλω των Ψαλμών τεθησαύρισται”.
Επομένως, όταν ο υποψήφιος Επίσκοπος αναγινώσκη και γνωρίζη τους ψαλμούς, σημαίνει ότι τουλάχιστον ευρίσκεται στην κατάσταση του φωτισμού του νοός, ενδέχεται δε να είναι και μέτοχος της εμπειρικής θεολογίας, της γνώσεως του Θεού, όπως αναλύεται στα έργα του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και των μετέπειτα αγίων Πατέρων, ιδίως του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, που συνιστούν την όλη παράδοση της όλης Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία ο Επίσκοπος έχει εμπειρία της θεωρίας του Θεού που λέγεται θεολογία.
Πέρα από την γνώση του Ψαλτηρίου, που προϋποθέτει την προσωπική εμπειρία του Θεού, ο β΄ Κανόνας της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου εκθέτει και το δεύτερο προσόν του Επσκόπου, που είναι να γνωρίζη την Αγία Γραφή και τους ιερούς Κανόνας. Και αυτό γίνεται, γιατί με αυτόν τον τρόπο θα παιδαγωγή τον λαό και όχι με μια ανθρωποκεντρική ποιμαντική. Όπως σημειώνεται στον Κανόνα: “ουσία της καθ' ημάς ιεραρχίας εστί τα θεοπαράδοτα λόγια, ήγουν η των θείων γραφών αληθινή επιστήμη, καθώς ο μέγας απεφήνατο Διονύσιος”. Πράγματι, τα λόγια της Αγίας Γραφής και των ιερών Κανόνων είναι η ουσία της ιεραρχίας, δηλαδή η ουσία της επισκοπικής διακονίας.
Μέσα στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και ο κδ΄ Κανών της Καρθαγένης, σύμφωνα με τον οποίο: “Ήρεσεν, ώστε χειροτονουμένου Επισκόπου ή Κληρικού, πρότερον από των χειροτονούντων αυτούς τα δεδογμένα ταις Συνόδοις εις τας ακοάς αυτών εντίθεσθαι, ίνα μή, ποιούντες κατά τους όρους της Συνόδου, μεταμεληθώσιν”. Η γνώση των όρων και των κανόνων των Συνόδων και η προ της χειροτονίας ομολογία αυτών δείχνει την αταλάτευτη επιθυμία των χειροτονουμένων να ενεργούν βάσει των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων και να εξασκούν την ποιμαντική τους διακονία βάσει της ποιμαντικής αυτής πείρας της Εκκλησίας.
Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο η ρκγ΄ νεαρά του Ιουστινιανού, κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, “προστάζει, ότι ο μέλλων γίνεσθαι Αρχιερεύς να διδάσκεται τρεις μήνας τας θείας Γραφάς και τους ιερούς Κανόνας, ο δε μη τοιουτοτρόπως χειροτονηθείς να καθήρεται, και ο χειροτονήσας αυτόν να αργήται· επειδή είναι πράγμα αισχρόν και παράλογον να διδάσκεται μετά την χειροτονίαν από άλλους, εκείνος οπού χρεωστεί να διδάσκη τους άλλους”.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η ψηφοφορία για την ανάδειξη ενός Πρεσβυτέρου σε Επίσκοπο, συνδέεται αναπόσπαστα με την δοκιμασία, ήτοι ενδελεχή συζήτηση, για το κατά πόσο ο Πρεσβύτερος έχει εμπειρική γνώση του Θεού και συντονίζεται στην διδασκαλία και παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Το ότι η παράδοση της Εκκλησίας θέλει τον Επίσκοπο να ορθοτομή τον λόγο της αληθείας, αφού θα διαθέτη προσωπική εμπειρία του Θεού, φαίνεται στο απολυτίκιο το οποίο χρησιμοποιείται για πολλούς αγίους Ιεράρχας:
“Και τρόπων μέτοχος και θρόνων διάδοχος των Αποστόλων γενόμενος την πράξιν εύρες, Θεόπνευστε, εις θεωρίας επίβασιν, δια τούτο τον λόγον της αληθείας ορθοτομών και τη πίστει ενήθλησας μέχρις αίματος, ιερομάρτυς …”.
Ο Επίσκοπος, ως διάδοχος των θρόνων των Αποστόλων, είναι πρωτίστως μέτοχος των τρόπων των Αποστόλων, που σημαίνει βιώνει την όλη αποστολική ζωή, μέχρι την μέθεξη της Πεντηκοστής. Η δε μέθεξη της Πεντηκοστής δεν είναι απλώς η χειροτονία εις Επίσκοπον, όπως δυστυχώς λέγεται από πολλούς Επισκόπους την ημέρα της χειροτονίας τους, αλλά η μέθεξη της εμπειρικής γνώσεως του Θεού, ήτοι της θεοπτίας.
Αυτό σημαίνει ότι ο Επίσκοπος μετέχει της θεωρίας - θεοπτίας, αφού προηγουμένως εβίωσε την πράξη. Στην ορθόδοξη παράδοση η πράξη είναι η μεταμόρφωση του παθητικού μέρους της ψυχής, ήτοι του επιθυμητικού και θυμικού, και πάνω σε αυτή βασίζεται η θεωρία, ήτοι η θεοπτία.
Με τέτοιες προϋποθέσεις, ο Επίσκοπος είναι θεόπνευστος, ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας και ομολογώντας την αλήθεια είναι δυνατόν να φθάση και μέχρι την άθληση του μαρτυρίου. Διαφορετικά δεν είναι ορθόδοξος Επίσκοπος.
Φαίνεται καθαρά ότι το απολυτίκιο αυτό που αποδίδεται στους Ιεράρχας δείχνει την ουσία της επισκοπικής ζωής και διακονίας, ήτοι “οποίον δει είναι τον Επίσκοπον”, καθώς επίσης δείχνει και τί σημαίνει δοκιμασία κάποιου Πρεσβυτέρου για να αναδειχθή στον βαθμό του Επισκόπου. Πρέπει να βιώνη την πράξη και την θεωρία. Και αν βεβαίως δεν έχει την εμπειρική γνώση του Θεού - θεωρία, τουλάχιστον θα πρέπη να σέβεται τον πείρα των θεουμένων, να έχη το χάρισμα της προσευχής και να γνωρίζη την όλη παράδοση της Εκκλησίας.
Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσουμε την διδασκαλία πολλών Πατέρων της Εκκλησίας περί της συνδέσεως των τριών βαθμών της Ιερωσύνης (Διακόνου – Πρεσβυτέρου - Επισκόπου) με τις τρεις βαθμίδες - καταστάσεις της πνευματικής ζωής (κάθαρση - φωτισμός - θέωση). Η παραπομπή στα έργα του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, του οσίου Νικήτα του Στηθάτου, των φιλοκαλικών Πατέρων και άλλων Πατέρων δείχνει “τού λόγου το αληθές”.
Οπότε, η τυπική ψηφοφορία για την ανάδειξη ενός Επισκόπου και η ανυπαρξία δοκιμασίας –ερεύνης συζητήσεως– περί του υποψηφίου, για το εάν διαθέτη τα προσόντα που προϋποθέτει η παράδοση της Εκκλησίας μας ή όχι, αναιρεί ουσιαστικά την εκφώνηση κατά το κεντρικό σημείο της χειροτονίας του Επισκόπου “ψήφω και δοκιμασία…”, όταν δεν γίνεται “δοκιμασία”, όπως προβλέπουν οι Κανόνες και η Παράδοση της Εκκλησίας.
2. Η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου για την εκλογή Επισκόπου
Για την εκλογή του Επισκόπου αντλούμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες από τρεις σημαντικές επιστολές τις οποίες συνέταξε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος για λογαριασμό του πατέρα του, Γρηγορίου Επισκόπου Ναζιανζού, σχετικά με την εκλογή του Μεγάλου Βασιλείου στην Μητρόπολη Καισαρείας. Πρόκειται για επιστολές προς τους κατοίκους της Καισαρείας, προς τον Επίσκοπο Σαμοσατέων για να μεταβή στην Καισάρεια για την εκλογή, και προς τους Επισκόπους που εκλήθησαν να συμμετάσχουν στην Σύνοδο για την εκλογή Μητροπολίτου Καισαρείας.
Από τις τρεις αυτές επιστολές διαπιστώνουμε πέντε σημεία.
Το πρώτον ότι η εκλογή ενός Επισκόπου είναι πολύ σημαντικό γεγονός για την Εκκλησία. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος: “Ου περί μικρών, ουδέ των τυχόντων βουλεύεσθε, αλλ' ών ή εύ ή καλώς εχόντων ανάγκη και το κοινόν ή εκείνως ή ούτως έχειν”. Τα περί εκλογών δεν είναι μικρά και τυχαία ζητήματα, αλλά είναι υπόθεση “περί της Εκκλησίας ημίν… υπέρ ής Χριστός απέθανε”. Και είναι σημαν τικό αυτό, διότι ο Επίσκοπος είναι “λύχνος της Εκκλησίας” και γι' αυτό η Εκκλησία ή κινδυνεύει ή διασώζεται μαζί με τον “προστάτη” της, ανάλογα με την κατάσταση στην οποία αυτός ευρίσκεται. Επομένως, η εκλογή Επισκόπου είναι το σημαντικότερο έργο για την Εκκλησία.
Το δεύτερο σημείο που τονίζει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος είναι ότι η εκλογή ενός Επισκόπου αφορά και πρέπει να ενδιαφέρη και το πλήρωμα της Εκκλησίας. Επαινεί τους κατοίκους της Καισαρείας που τον προσκάλεσαν (εννοεί τον πατέρα του) να παρευρεθή στην εκλογή του Μητροπολίτου τους. Γράφει: “Επειδή τοίνυν κεκλήκατε μεν και ημάς εις την περί τούτου διάσκεψιν, ποιούντες ορθώς και κανονικώς”. Στην δε επιστολή του προς τον Ευσέβιον Επίσκοπο Σαμοσατέων αναφέρεται στα γράμματα τα οποία έλαβε από τον Κλήρο με την παράκληση να μη παραμεληθούν σε μια τέτοια δύσκολη περίπτωση. Δηλαδή, υπάρχει ενδιαφέρον εκ μέρους Κληρικών και λαϊκών για την εκλογή αξίου Επισκόπου. Γι' αυτό γράφοντας ο άγιος Γρηγόριος στους κατοίκους της Καισαρείας λέγει: “ταύτα και ιερατικοίς γράφω, και μοναστικοίς, και τοις εκ του αξιωματικού και βουλευτικού τάγματος και του δήμου παντός”.
Το τρίτο σημείο είναι ότι σαφώς ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, γράφοντας την επιστολή του πατέρα του, συγκατατίθεται στην εκλογή του Μεγάλου Βασιλείου για την Μητρόπολη Καισαρείας. Αναφερόμενος στο ότι υπήρχαν πολλοί υποψήφιοι, και ότι οι κάτοικοι της Καισαρείας επιθυμούσαν άλλους υποψηφίους, γράφει ότι δεν μπορεί να προτιμήση κάποιον άλλον, παρά μόνον τον Βασίλειο που έχει καθαρθή ως προς τον βίο και τον λόγο και είναι ο πιο κατάλληλος για την θέση αυτή. Γράφει: “ανδρός και βίω και λόγω κεκαθαρμένου, και μόνου των πάντων, ή ότι μάλιστα, κατ' αμφότερα δυναμένου στήναι προς τον νυν καιρόν, και την κατέχουσαν των αιρετικών γλωσσαλγίαν”. Εδώ δείχνει τα προσόντα του υποψηφίου Μητροπολίτου, ήτοι πρέπει να είναι κεκαθαρμένος ως προς τον λόγο και τον βίο και να είναι κάτοχος ορθοδόξου θεολογίας. Συγχρόνως, γράφοντας στον Επίσκοπο Σαμοσατέων Ευσέβιο, εύχεται για την εκλογή ποιμένος “κατά το βούλημα του Κυρίου, δυνάμενον διευθύναι τον λαόν αυτού”. Και συνιστά τον Μέγα Βασίλειο ως έναν τέτοιο Επίσκοπο, γράφοντας “ότι μεγάλην παρρησίαν προς τον Θεόν κτησόμεθα και τω επικαλεσαμένω ημάς λαώ μεγίστην ευεργεσίαν καταθησόμεθα”. Δεν υπάρχει κανείς άλλος δοκιμότερος στον βίο και δυνατότερος στον λόγο και γυμνασμένος στο κάλλος της αρετής από τον Βασίλειο. Και επειδή υπήρχαν μερικοί που προφασίζονταν ότι ο Μέγας Βασίλειος είχε μια ασθενική κράση και δεν θα μπορούσε να είναι Επίσκοπος, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει ότι με την εκλογή Επισκόπου εκλέγεται διδάσκαλος της Εκκλησίας και όχι αθλητής. “Ου γαρ αθλητήν προβαλείσθε, αλλά διδάσκαλον”. Επομένως, περισσότερη αξία έχει το διδασκαλικό χάρισμα από την σωματική ρώμη.
Το τέταρτο σημείο είναι ότι θεωρεί πώς η ψήφος που θα δοθή πρέπει να είνα ορθή και να είναι ψήφος Θεού, που σημαίνει ότι οι εκλέκτορες πρέπει να έχουν βαθειά αίσθηση ότι ψηφίζουν κατά το θέλημα του Θεού. Γράφει: “η ψήφος ημών κρατοίη, ούτως υγιώς τε και ορθώς έχουσα, ως μετά Θεού ψηφιζομένη”. Η ψήφος των εκλεκτόρων Αρχιερέων είναι ιερά και πρέπει να συντονίζεται με την ψήφο του Θεού.
Και το πέμπτο σημείο είναι ότι δεν συμφωνεί καθόλου με τις φατρίες, τους συμβιβασμούς, τους συμψηφισμούς και τις ποικίλες αλληλοδεσμεύσεις για την εκλογή του Αρχιερέως. Γράφοντας στους κατοίκους της Καισαρείας απεριφράστως υπογραμμίζει ότι, αν τα πράγματα εξελιχθούν ανάλογα με τις συντεχνίες και τις συγγένειες και τα παρόμοια, και ότι αν παρασύρη τις εκλογές η δύναμη του όχλου, τότε εκείνος θα παραμείνη στην άκρη, δηλαδή δεν θα συμμετάσχη στην όλη διαδικασία. Συγκεκριμένα γράφει: “Ει δε άλλο τι, και μη τούτο συνδόξειε, και κατά φατρίας και συγγενείας τα τοιαύτα κρίνοιτο, και η οχλώδης χείρ πάλιν παρασύροι το ακριβές, πράττοιτε καθ' υμάς αυτούς το αρέσκον, ημείς δε συσταλησόμεθα”. Επίσης γράφοντας προς τους Επισκόπους υπογραμμίζει την ίδια αλήθεια, ότι δηλαδή, εάν οι εκλογές γίνουν με προσυμφωνημένα σχέδια και με φιλονικίες, που είναι αντίθετες με το δίκαιο, τότε θα χαρή που θα περιφρονηθή και δεν θα συμμετάσχη σε τέτοιες διαδικασίες. Γράφει: “ει δε επί ρητοίς η οδός και κρατείς μέλλοιεν αι στάσεις παρά το δίκαιον, χαίρομεν παρεωραμένοι. Υμέτερον έστω το έργον, ημών δε υπερεύχεσθε”.
Ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος στον “Επιτάφιο” προς τον Μέγα Βασίλειο μας δίδει και μερικές χαρακτηριστικές πληροφορίες για τον τρόπο της εκλογής του Μ. Βασιλείου.
Κατ' αρχάς λέγει ότι ο Μέγας Βασίλειος δεν επεδίωξε την επισκοπική τιμή, αλλά κυνηγήθηκε από αυτήν, δεν δέχθηκε ανθρώπινη χάρη, αλλά την Χάρη του Θεού: “ου κλέψας την εξουσίαν, ουδ' αρπάσας, ουδέ διώξας την τιμήν, αλλ' υπό της τιμής διωχθείς, ουδ' ανθρωπίνην χάριν, αλλ' εκ Θεού και την θείαν δεξάμενος”.
Έπειτα, αναφερόμενος ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον τρόπο της εκλογής και της χειροτονίας του Μεγάλου Βασιλείου εις Επίσκοπον, λέγει ότι πρόκειται για νίκη του Αγίου Πνεύματος: “Πλήν έδει νικήσαι το Πνεύμα το άγιον· και μέντοι και νικά πολλή τη παρουσία”. Αυτό το Άγιον Πνεύμα παρεκίνησε “τούς χρίσοντας”, που ήταν άνδρες “επ' ευσεβεία γνώριμοι και ζηλωταί”, να έλθουν από μακριά. Εδώ φαίνεται ότι η εκλογή του Μεγάλου Βασιλείου και η χειροτονία που ακολούθησε θεωρείται χρίση. Μεταξύ αυτών των εκκλησιαστικών ανδρών που πήγαν στην Καισάρεια για την εκλογή του Μεγάλου Βασιλείου ήταν και ο πατέρας του αγίου Γρηγορίου, ο άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Ναζιανζού, τον οποίον αποκαλεί “νέον Αβραάμ και πατριάρχην ημέτερον”. Και μάλιστα αναφέρει ένα θαυμαστό γεγονός. Ενώ ο πατέρας του βρισκόταν σε μεγάλη ηλικία και προς το τέλος της ζωής του, πάσχοντας από ασθένεια, εν τούτοις “κατατολμά της οδού, βοηθήσων τη ψήφω, και θαρσήσας τω Πνεύματι”. Το Άγιον Πνεύμα του έδινε δυνάμεις για να συμμετάσχη στην εκλογή του Μεγάλου Βασιλείου με την ψήφο του. Και ενώ πήγε στην Καισάρεια γέρων και ασθενής σε ένα φορείο, που ήταν σαν τάφος, επέστρεψε στην Πατρίδα του υγιής και νέος, λαμβάνοντας ο ίδιος δύναμη από την κεφαλή του Μεγάλου Βασιλείου. “Νεκρός εντεθείς ως τάφω τινί τω φορείω, νέος επάνεισιν, ευσθενής, άνω βλέπων, ρωσθείς εκ της χειρός και της χρίσεως, ου πολύ δε ειπείν, ότι και της κεφαλής του χρισθέντος”. Γι' αυτό στην περίπτωση αυτή “καί πηδά γήρας χρισθέν τω Πνεύματι”.
Με όλα αυτά φαίνεται ότι η εκλογή και η χειροτονία του Μεγάλου Βασιλείου ήταν έργο Θεού: “Πρώτον μεν εκείνο πάσι ποιεί φανερόν, ως ουκ ανθρωπίνης χάριτος ήν αυτώ έργον, αλλά Θεού δώρον το δεδομένον”. Και αυτό φάνηκε έντονα από τις πρώτες ενέργειες του Μεγάλου Βασιλείου ως Αρχιεπισκόπου Καισαρείας.
Γενικά, η εκλογή και η χειροτονία αυτού του αγίου Πατρός ήταν ενέργεια του Αγίου Πνεύματος που παρεκίνησε αγίους Επισκόπους να έλθουν στην Καισάρεια για να συμμετάσχουν στην εκλογική διαδικασία και η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος ήταν εκείνη που επιτέλεσε θαύματα. Αλλά στην πραγματικότητα το Άγιον Πνεύμα που κατοικούσε στον Μέγα Βασίλειο ήλκυε αγίους Επισκόπους να επιτελέσουν το έργο της εκλογής. Σε αυτήν την περίπτωση και η ψήφος είναι ιερά, κινείται από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.
Με τέτοιες προϋποθέσεις εξελέγη ο Μέγας Βασίλειος για την Καισάρεια της Καππαδοκίας και αποτελεί πρότυπο και υπόδειγμα για όλους εμάς για το πώς θα πρέπη να εκλέγουμε καταλλήλους Κληρικούς στις Μητροπόλεις, για να κατευθύνουν το ποίμνιο προς νομάς σωτηρίους. Θα πρέπη, κατά κάποιον τρόπο και βαθμό, η ψήφος των Επισκόπων να είναι συντονισμένη με την ψήφο του Θεού και απηλλαγμένη από κοσμικές νοοτροπίες και συμβιβασμούς, καθώς επίσης να κατευθύνεται σε Κληρικούς αξίους κατά τον βίο, τον λόγο και την θεολογία.
Θεωρώ ότι ο τρόπος με τον οποίο εκλέγεται ο Επίσκοπος και οι διαθέσεις των εκλεκτόρων δείχνει τον βαθμό της εκκοσμικεύσεως ή μη της Τοπικής Εκκλησίας.
(συνεχίζεται στο επόμενο:Ὑπόμνημα περὶ τοῦ τρόπου Ἐκλογῆς Μητροπολιτῶν (Β))
- Προβολές: 2476