Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Οι Τρεις Ιεράρχες και η ταυτότητα του Ελληνισμού (Β)

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Δημοσιεύουμε εν συνεχεία το δεύτερο τμήμα της πανηγυρικής ομιλίας του Σεβασμιωτάτου στο Πανεπιστήμιο Πατρών για την εορτή των Τριών Ιεραρχών.

3. Η συνάντηση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό

Όπως είδαμε προηγουμένως, η τελευταία φάση της ελληνικής φιλοσοφίας, η οποία χαρακτηρίζεται Νεοπλατωνισμός, έχει επηρεασθή από τον Γνωστικισμό και μερικές απόψεις του Χριστιανισμού, κυρίως αιρετικών παραφυάδων.

Το γεγονός είναι ότι μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ. υπήρξαν πολλές φάσεις της συναντήσεως του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό. Ο Χριστιανισμός γεννήθηκε σε Ιουδαϊκά περιβάλλοντα, αλλά όταν εξήλθε από τον χώρο της Παλαιστίνης αναγκαστικά συναντήθηκε με τον Ελληνισμό, με θετικές και αρνητικές συνέπειες. Κυρίως όμως τον 4ο αιώνα μ.Χ., όταν μεγάλα πνευματικά αναστήματα του Χριστιανισμού μελέτησαν την αρχαία ελληνική παιδεία, σπουδάζοντας την ελληνική φιλοσοφία και γενικότερα την ελληνική παράδοση, τότε γεννήθηκαν οι προϋποθέσεις μιας συναντήσεως μεταξύ των δύο αυτών πνευματικών μεγεθών, του Χριστιανισμού και του Ελληνισμού.

Η συνάντηση αυτή Ελληνισμού και Χριστιανισμού χαρακτηρίσθηκε με δύο φράσεις. Την μία χρησιμοποίησε ο μεγάλος Προτεστάντης Θεολόγος και ιστορικός Χάρνακ, σύμφωνα με την οποία η συνάντηση Χριστιανισμού και Ελληνισμού δημιούργησε “τον εξελληνισμό του Χριστιανισμού”, όπως ονόμαζε τον Γνωστικισμό. Την άλλη φράση χρησιμοποίησε ο μεγάλος Ρώσσος Θεολόγος του 20ου αιώνος, που δίδαξε στον Χάρβαρντ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, σύμφωνα με την οποία η συνάντηση Χριστιανισμού και Ελληνισμού δημιούργησε “τον εκχριστιανισμό του ελληνισμού”.

Ο “εξελληνισμός του Χριστιανισμού” συνίσταται στο ότι ο Χριστιανισμός εξελληνίστηκε, δηλαδή απέβαλε την αποκαλυπτική αλήθεια και πλησίασε περισσότερο προς την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Επίσης, ο “εκχριστιανισμός του Ελληνισμού” συνίσταται στο ότι ο Ελληνισμός εκχριστιανίσθηκε, δηλαδή ο Χριστιανισμός χρησιμοποίησε τον Ελληνισμό για να εκφράση την αλήθειά του.

Ενώ φαίνεται ότι ένα από τα δύο συνέβη, εν τούτοις όμως πραγματοποιήθηκαν και τα δύο αυτά ρεύματα. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας υπεστήριξε την άποψη ότι ο “εξελληνισμός του Χριστιανισμού” έγινε από τους φιλοσοφούντας θεολόγους, οι οποίοι κατέληξαν να θεωρούνται αιρετικοί της Εκκλησίας, όπως ο Γνωστικισμός, ο Δοκητισμός, ο Μοντανισμός και αργότερα άλλοι αιρετικοί, ενώ ο “εκχριστιανισμός του Ελληνισμού” έγινε από τους Πατέρας της Εκκλησίας, ιδίως τους Τρείς Ιεράρχες και τον άγιο Γρηγόριο τον Νύσσης, όπως και τους μεταγενέστερους, ήτοι άγιο Μάξιμο Ομολογητή, άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά κλπ.

Το κρίσιμο θέμα το οποίο απησχόλησε τους πρώτους Πατέρας είναι το λεγόμενο κοσμολογικό, που καταλήγει στο θεολογικό. Το κοσμολογικό πρόβλημα είναι τί είναι ο κόσμος, ποιός τον δημιούργησε, που οφείλεται το κακό που υπάρχει στον κόσμο. Η εβραϊκή ερμηνεία για τον κόσμο έβλεπε πάντοτε πίσω από τον κόσμο τον Θεό. Η ελληνική - φιλοσοφική ερμηνεία για τον κόσμο θεωρούσε τον Θεό πάντοτε συνδεδεμένο με τον κόσμο. Ακόμη και ο Πλάτων που έκανε λόγο για τα αρχέτυπα των όντων, έλεγε ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από προϋπάρχουσα ύλη και έτσι δημιουργός σημαίνει διακοσμητής.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας, έχοντας βιβλική - εβραϊκή σκέψη, έπρεπε να περάσουν την χριστιανική αποκάλυψη μέσα στην ελληνική νοοτροπία. Το θέμα κατ' εξοχήν ετέθη στο ερώτημα τί είναι ο Χριστός, που είναι το κέντρο της ιστορίας, και τί θα πη ότι ενηνθρώπησε ο Χριστός. Για τον Εβραίο δεν υπήρχε πρόβλημα, γιατί το ερμήνευε ως μια επέμβαση του Θεού μέσα στον κόσμο. Για τον Έλληνα όμως υπήρχε σοβαρό πρόβλημα, επειδή έπρεπε να αλλάξη όλη την νοοτροπία του. Δηλαδή, έπρεπε να αλλάξη την κοσμολογία του, που σημαίνει ότι έπρεπε να απαντά στο ερώτημα τί είναι ο Χριστός με κοσμολογικές κατηγορίες, χωρίς όμως να δεχθή την ελληνική νοοτροπία.

Αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να αποβάλη την άποψη ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από προϋπάρχουσα ύλη και να δεχθή την διδασκαλία ότι ο κόσμος έγινε από το μηδέν. Επίσης έπρεπε να αποβάλη την άποψη περί της πτώσεως ως τιμωρίας και να δεχθή την διδασκαλία περί της πτώσεως ως ελεύθερης επιλογής του ανθρώπου. Ακόμη έπρεπε να αποβάλη την άποψη ότι η ύλη είναι εκ φύσεως κακή και να δεχθή την δυνατότητα ενανθρωπήσεως του Λόγου και αναστάσεως του Χριστού, όπως επίσης και αναστάσεως και αφθαρσίας των σωμάτων των ανθρώπων. Έπρεπε δηλαδή να αποβάλη την άποψη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας περί φύσει θνητού σώματος και φύσει αθανάτου ψυχής.

Επίσης, άλλο θέμα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι πρώτοι Πατέρες ήταν το θέμα ποιά είναι η μέθοδος ερμηνείας του κόσμου και του ανθρώπου. Γι' αυτό, το κρίσιμο σημείο που δείχνει την διαφορά μεταξύ των φιλοσοφούντων θεολόγων και των ορθοδόξων Πατέρων είναι η σχέση μεταξύ του νου και της λογικής σε σχέση με την γνώση του Θεού. Οι φιλοσοφούντες θεολόγοι υπερύψωσαν την ανθρώπινη λογική, την έθεσαν ως κέντρο ερεύνης ακόμη και του Θεού, ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας έδωσαν μεγαλύτερη σημασία στον νου και την καρδιά, προκειμένου να αποκτήσουν γνώση εμπειρική του Θεού.

Αυτό το βλέπουμε στους Τρεις Ιεράρχες, που έκαναν λόγο για την νοερά ησυχία, την καρδιακή καθαρότητα προκειμένου να αποκτήση κανείς την γνώση του Θεού. Και όταν αποκτήση κανείς την γνώση του Θεού στην συνέχεια, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο την λογική, διατυπώνει την εμπειρία του.

Σε αυτό το σημείο φαίνεται η διαφορά των Τριών Ιεραρχών από τους φιλοσοφούντας θεολόγους της εποχής τους, οι οποίοι απέκλιναν από την ορθόδοξη αλήθεια. Ενώ οι φιλοσοφούντες θεολόγοι είχαν μια ενιαία μεθοδολογία ερεύνης και γνώσεως του Θεού, οι Τρεις Ιεράρχες είχαν αναπτύξει την διπλή μεθοδολογία για την γνώση του κόσμου και του Θεού –αφού η λογική ερευνά τον κόσμο και ο νους αποκτά εμπειρίες του Θεού– με αποτέλεσμα να μη συγχέουν νου και λογική και να μη ταυτίζουν επιστήμη και θεολογία.

Όπως έχουμε εντοπίσει πιο πάνω, ο Ελληνισμός είναι ένα πολύ μεγάλο μέγεθος, που ξεκίνησε πολλούς αιώνας πριν από την έλευση του Χριστού, γονιμοποίησε όλα τα στοιχεία τα οποία βρήκε στην πορεία του, ακόμη και ανατολικές παραδόσεις, και συνεχώς αυξανόταν σε εμπειρία και γνώση. Όσες επιστημονικές και πρακτικές γνώσεις της εποχής εκείνης παρέλαβε από ανατολικούς λαούς, τις έκανε φιλοσοφία.

Μελετώντας τα ζητήματα αυτά προσεκτικά, διεπίστωσα ότι η θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας, ιδίως των Τριών Ιεραρχών μπορεί να θεωρηθή μια δημιουργική εξέλιξη του ελληνισμού, μια έκφραση του εκχριστιανισμένου Ελληνισμού, αφού οι Τρεις Ιεράρχες προσέλαβαν όλα τα θετικά στοιχεία του Ελληνισμού, τα οποία συνάντησαν και τον ανέβασαν σε μεγάλο ύψος. Όπως ο Ελληνισμός γονιμοποίησε τα στοιχεία του παρελθόντος, έτσι και ο Χριστιανισμός γονιμοποίησε τα στοιχεία του Ελληνισμού που συνάντησε στην εποχή του. Για παράδειγμα, οι Τρεις Ιεράρχες αξιοποίησαν κατά τον καλύτερο τρόπο πολλές απόψεις της προσωκρατικής φιλοσοφίας (Ελεατικής Σχολής και Σχολής Ηρακλείτου) πολλές θεωρίες της κλασσικής φιλοσοφίας (Πλάτωνος - Αριστοτέλους), πολλές εκφράσεις της μυστικής φάσεως του Ελληνισμού (Πυθαγόρα - Ορφικών) κλπ., χωρίς βέβαια να αλλοιώσουν τον ορθόδοξη αποκαλυπτική αλήθεια.

Θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, δηλαδή την περίπτωση του Ηρακλείτου (βλ. Ηράκλειτος άπαντα, Τάσου Φάλκου - Αρβανιτάκη, εκδ. Ζήτρος, Κωνσταντίνου Βαμβακά: Οι θεμελιωτές της δυτικής σκέψης, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ιωάννου Θεοδωρακόπουλου: εις Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών, τόμ. Β΄, 432 κ. εξ., Γρηγορίου Κωσταρά: Φιλοσοφική προπαίδεια, Αθήναι 1991, Χαραλάμπους Θεοδωρίδου: Επίκουρος, η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου, Κολλάρου) και πώς οι απόψεις του Ηρακλείτου πέρασαν δημιουργικά στην Ορθόδοξη παράδοση.

Είναι γνωστόν ότι ο Ηράκλειτος (535-475 π.Χ.) υπήρξε ένα φωτεινό πνεύμα κατά την πορεία της εξέλιξης της αρχαίας ελληνικής παράδοσης. Βεβαίως, δεν διασώζεται το πλήρες έργο του, μόνον διασώζονται 139 αποσπάσματα σε διαφόρους συγγραφείς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι απόψεις του Ηρακλείτου έγιναν αντικείμενο προσοχής και ερεύνης από όλους τους αρχαίους κλασσικούς φιλοσόφους, όπως τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη κλπ., παλαιούς Χριστιανούς συγγραφείς, όπως τον Ιππόλυτο, τον Κλήμεντα Αλεξανδρέα, και νέους φιλοσόφους, όπως τον Έγελο, τον Μπέρξον, τον Μαρξ, τον Γκαίτε, τον Νίτσε.

Τα διασωθέντα αποσπάσματά του ερμηνεύονται ποικιλοτρόπως, ακριβώς γιατί ο Ηράκλειτος χαρακτηρίστηκε “σκοτεινός φιλόσοφος”, δηλαδή είναι δύσκολος στην ερμηνεία, είναι αποφθεγματικός και ελλειπτικός και όπως έλεγε ο Διογένης ο Λαέρτιος “Δηλίου τινος δείται κολυμβητού” για την κατανόησή του.

Από τις απόψεις του Ηρακλείτου μπορούμε να σημειώσουμε τρεις βασικές του θέσεις.

Η μία αναφέρεται στην έννοια του λόγου, που είναι ο συμπαντικός νόμος που διέπει τα πάντα, βρίσκεται μέσα στα όντα, στο γίγνεσθαι, στο είναι του κόσμου, στην ψυχή του ανθρώπου. Ο λόγος είναι η αρχή από την οποία κατάγεται το γίγνεσθαι, και ο άνθρωπος πρέπει να ενωθή με τον λόγο. Για να μπορέση όμως να φθάση και να ενωθή με τον λόγο, πρέπει να ελευθερωθή από τις αισθήσεις του και τους φραγμούς της υποκειμενικότητάς του. Ο Ηράκλειτος κάνει λόγο για τον ξυνό (ξυν-νόω) κοινό λόγο, που σημαίνει την ταύτιση του κοινού λόγου με την κοινή φρόνηση. Ο λόγος αυτός είναι αιώνιος και οι άνθρωποι δεν μπορούν να τον εννοήσουν, ούτε πριν τον ακούσουν, αλλά και ούτε όταν τον ακούσουν. Όταν είναι σε εγρήγορση δεν γνωρίζουν τί κάνουν και όταν κοιμούνται λησμονούν τί πράττουν. Ενώ ο λόγος είναι κοινός, πολλοί άνθρωποι ζουν ωσάν να έχουν την δική τους αλήθεια. Ο Ηράκλειτος γράφει: “Διό δει έπεσθαι τω (ξυνώ, τουτέστι τω) κοινώ· ξυνός γαρ ο κοινός” (απόσπασμα 2).

Η δεύτερη βασική αλήθεια του Ηρακλείτου είναι τα περί του γίγνεσθαι, αφού υποστηρίζει την γνωστή άποψη ότι “τα πάντα ρει”. Το γίγνεσθαι κατά τον Ηράκλειτο δεν γνωρίζει ούτε αρχή ούτε τέλος, αλλά έχει παντού την αρχή του και το τέλος. Πρόκειται για μια αέναη σύγκρουση των αντιθέτων, γι' αυτό και ομιλούσε για το ότι “πόλεμος πατήρ πάντων”. Μέσα στο γίγνεσθαι υπάρχει ο λόγος, γι' αυτό κάθε αιών δεν μπορεί να βγη από τα μέτρα του. Έτσι, παρά το γίγνεσθαι, την αέναη κίνηση των όντων, υπάρχει μια εσωτερική ισορροπία.

Η τρίτη βασική αρχή είναι ότι ο Ηράκλειτος ταυτίζει τον λόγο με το πυρ, αφού το πυρ συμβολίζει τον αιώνιο λόγο. Ο Ηράκλειτος γράφει ότι όλος ο κόσμος δεν πλάσθηκε από κάποιον θεό ή άνθρωπο, “αλλ' ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα” (απόσπ. 30).

Επομένως κατά τον Ηράκλειτο υπάρχει μια σχέση μεταξύ του λόγου, του γίγνεσθαι και του πυρός. Συνέπεια αυτής της σχέσεως είναι ότι η αλήθεια συνδέεται με τον λόγο και όχι με την αίσθηση και γι' αυτό πρέπει ο άνθρωπος να μετέχη του λόγου. Μέσα σε αυτήν την προοπτική ο Ηράκλειτος εξασκεί μια κριτική της σύγχρονής του ειδωλολατρίας, αφού οι άνθρωποι ενώ ζητούσαν να εξαγνιστούν με καθαρμούς, εν τούτοις μιαίνονταν με άλλο αίμα από τις αιματηρές θυσίες και έτσι ομοίαζαν σαν κάποιον που μπήκε στην λάσπη και προσπαθεί μετά να ξεπλυθή με την λάσπη (απόσπ. 5). Επίσης μέσα σε αυτήν την προοπτική ελέγχει τους ανθρώπους εκείνους που ταυτίζουν την ευδαιμονία με τις σωματικές απολαύσεις, γιατί αν συνέβαινε η ευδαιμονία να βρίσκεται σε τέτοιες απολαύσεις, τότε τα πιο ευτυχισμένα όντα θα ήταν τα βόδια (απόσπ. 4).

Οι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποίησαν ή απήντησαν και σε αυτές τις απόψεις του Ηρακλείτου, όπως το έκαναν και με τις απόψεις άλλων φιλοσόφων. Συγκεκριμένα:

Ο λόγος του Ηρακλείτου, που είναι ο συμπαντικός νόμος του κόσμου, υπενθυμίζει τον Λόγο – Χριστό, ο Οποίος όμως είναι πρόσωπο και δια του Οποίου δημιουργήθηκε ο κόσμος, αφού “τω λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν”.

Το γίγνεσθαι του Ηρακλείτου υπενθυμίζει την διδασκαλία των Πατέρων για την άκτιστη ενέργεια του Θεού σε όλη την κτίση, αφού κατά τον λόγο του Χριστού “ο πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι” (Ιω. ε΄, 17) και μέσα σε όλη την κτίση υπάρχουν “οι λόγοι των όντων”, δηλαδή οι άκτιστες ενέργειες του Θεού. Παρά το διαρκές γίγνεσθαι, υπάρχει ενότητα, αφού οι λόγοι των όντων δημιουργούν μια ισορροπία. Και γι' αυτό πατήρ των πάντων δεν είναι ο πόλεμος, αλλά ο Θεός της ειρήνης.

Το αείζωον πυρ του Ηρακλείτου υπενθυμίζει το πυρ της Πεντηκοστής, η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, η οποία αποκαλύπτει τον Λόγο – Χριστό και ενεργεί τα χαρίσματα και βεβαίως συγκροτεί όλον τον θεσμόν της Εκκλησίας, που είναι το Σώμα του Χριστού. Είναι χαρακτηριστικό ότι το χωρίο του Ηρακλείτου “αλλ' ήν αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωον” χρησιμοποιήθηκε από τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο και την υμνογραφία της Εκκλησίας, για να δηλωθή το Άγιον Πνεύμα, το οποίο “ην μεν αεί, και έστι και έσται ούτε αρξάμενον ούτε παυσόμενον”.

Βεβαίως, υπάρχουν διαφορές μεταξύ της φιλοσοφίας του Ηρακλείτου και της αποκαλυπτικής αλήθειας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως εκφράσθηκε από τους Πατέρας της Εκκλησίας, αλλά στο παράδειγμα που αναφέραμε δείχνει πώς μερικές από τις βασικές διδασκαλίες του Ηρακλείτου πέρασαν δημιουργικά μέσα στην Χριστιανική αλήθεια ή για να ακριβολογήσω ακόμη περισσότερο φαίνεται πώς η χριστιανική αποκάλυψη διατυπώθηκε από τους Πατέρας της Εκκλησίας και ιδίως από τους Τρεις Ιεράρχες, μέσα από διδασκαλίες των αρχαίων φιλοσόφων ή και του Ηρακλείτου, όπως είδαμε προηγουμένως.

(συνεχίζεται στο επόμενο)

  • Προβολές: 2521