Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες καὶ ἡ ταυτότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ (Β)

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο)

Δημοσιεύουμε ἐν συνεχείᾳ τὸ δεύτερο τμῆμα τῆς πανηγυρικῆς ὁμιλίας τοῦ Σεβασμιωτάτου στὸ Πανεπιστήμιο Πατρῶν γιὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.

***

3. Ἡ συνάντηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὸν Χριστιανισμό

Ὅπως εἴδαμε προηγουμένως, ἡ τελευταία φάση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται Νεοπλατωνισμός, ἔχει ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὸν Γνωστικισμὸ καὶ μερικὲς ἀπόψεις τοῦ Χριστιανισμοῦ, κυρίως αἱρετικῶν παραφυάδων.

Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι μέχρι τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. ὑπῆρξαν πολλὲς φάσεις τῆς συναντήσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὸν Χριστιανισμό. Ὁ Χριστιανισμὸς γεννήθηκε σὲ Ἰουδαϊκὰ περιβάλλοντα, ἀλλὰ ὅταν ἐξῆλθε ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς Παλαιστίνης ἀναγκαστικὰ συναντήθηκε μὲ τὸν Ἑλληνισμό, μὲ θετικὲς καὶ ἀρνητικὲς συνέπειες. Κυρίως ὅμως τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ., ὅταν μεγάλα πνευματικὰ ἀναστήματα τοῦ Χριστιανισμοῦ μελέτησαν τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ παιδεία, σπουδάζοντας τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ γενικότερα τὴν ἑλληνικὴ παράδοση, τότε γεννήθηκαν οἱ προϋποθέσεις μιᾶς συναντήσεως μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν πνευματικῶν μεγεθῶν, τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

Ἡ συνάντηση αὐτὴ Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ χαρακτηρίσθηκε μὲ δύο φράσεις. Τὴν μία χρησιμοποίησε ὁ μεγάλος Προτεστάντης Θεολόγος καὶ ἱστορικὸς Χάρνακ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ συνάντηση Χριστιανισμοῦ καὶ Ἑλληνισμοῦ δημιούργησε "τὸν ἐξελληνισμὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ", ὅπως ὀνόμαζε τὸν Γνωστικισμό. Τὴν ἄλλη φράση χρησιμοποίησε ὁ μεγάλος Ρῶσσος Θεολόγος τοῦ 20ου αἰῶνος, ποὺ δίδαξε στὸν Χάρβαρντ τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τῆς Ἀμερικῆς, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ συνάντηση Χριστιανισμοῦ καὶ Ἑλληνισμοῦ δημιούργησε "τὸν ἐκχριστιανισμὸ τοῦ ἑλληνισμοῦ".

Ὁ "ἐξελληνισμὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ" συνίσταται στὸ ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ἐξελληνίστηκε, δηλαδὴ ἀπέβαλε τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια καὶ πλησίασε περισσότερο πρὸς τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία. Ἐπίσης, ὁ "ἐκχριστιανισμὸς τοῦ Ἑλληνισμοῦ" συνίσταται στὸ ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς ἐκχριστιανίσθηκε, δηλαδὴ ὁ Χριστιανισμὸς χρησιμοποίησε τὸν Ἑλληνισμὸ γιὰ νὰ ἐκφράση τὴν ἀλήθειά του.

Ἐνῷ φαίνεται ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ δύο συνέβη, ἐν τούτοις ὅμως πραγματοποιήθηκαν καὶ τὰ δύο αὐτὰ ρεύματα. Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας ὑπεστήριξε τὴν ἄποψη ὅτι ὁ "ἐξελληνισμὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ" ἔγινε ἀπὸ τοὺς φιλοσοφοῦντας θεολόγους, οἱ ὁποῖοι κατέληξαν νὰ θεωροῦνται αἱρετικοὶ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Γνωστικισμός, ὁ Δοκητισμός, ὁ Μοντανισμὸς καὶ ἀργότερα ἄλλοι αἱρετικοί, ἐνῷ ὁ "ἐκχριστιανισμὸς τοῦ Ἑλληνισμοῦ" ἔγινε ἀπὸ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως τοὺς Τρεὶς Ἱεράρχες καὶ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Νύσσης, ὅπως καὶ τοὺς μεταγενέστερους, ἤτοι ἅγιο Μάξιμο Ὁμολογητή, ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ κλπ.

Τὸ κρίσιμο θέμα τὸ ὁποῖο ἀπησχόλησε τοὺς πρώτους Πατέρας εἶναι τὸ λεγόμενο κοσμολογικό, ποὺ καταλήγει στὸ θεολογικό. Τὸ κοσμολογικὸ πρόβλημα εἶναι τί εἶναι ὁ κόσμος, ποιός τὸν δημιούργησε, ποὺ ὀφείλεται τὸ κακὸ ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἡ ἑβραϊκὴ ἑρμηνεία γιὰ τὸν κόσμο ἔβλεπε πάντοτε πίσω ἀπὸ τὸν κόσμο τὸν Θεό. Ἡ ἑλληνική - φιλοσοφικὴ ἑρμηνεία γιὰ τὸν κόσμο θεωροῦσε τὸν Θεὸ πάντοτε συνδεδεμένο μὲ τὸν κόσμο. Ἀκόμη καὶ ὁ Πλάτων ποὺ ἔκανε λόγο γιὰ τὰ ἀρχέτυπα τῶν ὄντων, ἔλεγε ὅτι ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἀπὸ προϋπάρχουσα ὕλη καὶ ἔτσι δημιουργὸς σημαίνει διακοσμητής.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἔχοντας βιβλική - ἑβραϊκὴ σκέψη, ἔπρεπε νὰ περάσουν τὴν χριστιανικὴ ἀποκάλυψη μέσα στὴν ἑλληνικὴ νοοτροπία. Τὸ θέμα κατ' ἐξοχὴν ἐτέθη στὸ ἐρώτημα τί εἶναι ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι τὸ κέντρο τῆς ἱστορίας, καὶ τί θὰ πῇ ὅτι ἐνηνθρώπησε ὁ Χριστός. Γιὰ τὸν Ἑβραῖο δὲν ὑπῆρχε πρόβλημα, γιατί τὸ ἑρμήνευε ὡς μιὰ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο. Γιὰ τὸν Ἕλληνα ὅμως ὑπῆρχε σοβαρὸ πρόβλημα, ἐπειδὴ ἔπρεπε νὰ ἀλλάξη ὅλη τὴν νοοτροπία του. Δηλαδή, ἔπρεπε νὰ ἀλλάξη τὴν κοσμολογία του, ποὺ σημαίνει ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀπαντᾶ στὸ ἐρώτημα τί εἶναι ὁ Χριστὸς μὲ κοσμολογικὲς κατηγορίες, χωρὶς ὅμως νὰ δεχθῇ τὴν ἑλληνικὴ νοοτροπία.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀποβάλη τὴν ἄποψη ὅτι ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἀπὸ προϋπάρχουσα ὕλη καὶ νὰ δεχθῇ τὴν διδασκαλία ὅτι ὁ κόσμος ἔγινε ἀπὸ τὸ μηδέν. Ἐπίσης ἔπρεπε νὰ ἀποβάλη τὴν ἄποψη περὶ τῆς πτώσεως ὡς τιμωρίας καὶ νὰ δεχθῇ τὴν διδασκαλία περὶ τῆς πτώσεως ὡς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμη ἔπρεπε νὰ ἀποβάλη τὴν ἄποψη ὅτι ἡ ὕλη εἶναι ἐκ φύσεως κακὴ καὶ νὰ δεχθῇ τὴν δυνατότητα ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου καὶ ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἐπίσης καὶ ἀναστάσεως καὶ ἀφθαρσίας τῶν σωμάτων τῶν ἀνθρώπων. Ἔπρεπε δηλαδὴ νὰ ἀποβάλη τὴν ἄποψη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας περὶ φύσει θνητοῦ σώματος καὶ φύσει ἀθανάτου ψυχῆς.

Ἐπίσης, ἄλλο θέμα ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίσουν οἱ πρῶτοι Πατέρες ἦταν τὸ θέμα ποιά εἶναι ἡ μέθοδος ἑρμηνείας τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Γι' αὐτό, τὸ κρίσιμο σημεῖο ποὺ δείχνει τὴν διαφορὰ μεταξὺ τῶν φιλοσοφούντων θεολόγων καὶ τῶν ὀρθοδόξων Πατέρων εἶναι ἡ σχέση μεταξὺ τοῦ νοῦ καὶ τῆς λογικῆς σὲ σχέση μὲ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ. Οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι ὑπερύψωσαν τὴν ἀνθρώπινη λογική, τὴν ἔθεσαν ὡς κέντρο ἐρεύνης ἀκόμη καὶ τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔδωσαν μεγαλύτερη σημασία στὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά, προκειμένου νὰ ἀποκτήσουν γνώση ἐμπειρικὴ τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὸ τὸ βλέπουμε στοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες, ποὺ ἔκαναν λόγο γιὰ τὴν νοερὰ ἡσυχία, τὴν καρδιακὴ καθαρότητα προκειμένου νὰ ἀποκτήση κανεὶς τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν ἀποκτήση κανεὶς τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ στὴν συνέχεια, χρησιμοποιῶντας ὡς ἐργαλεῖο τὴν λογική, διατυπώνει τὴν ἐμπειρία του.

Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο φαίνεται ἡ διαφορὰ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἀπὸ τοὺς φιλοσοφοῦντας θεολόγους τῆς ἐποχῆς τους, οἱ ὁποῖοι ἀπέκλιναν ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἀλήθεια. Ἐνῷ οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι εἶχαν μιὰ ἑνιαία μεθοδολογία ἐρεύνης καὶ γνώσεως τοῦ Θεοῦ, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες εἶχαν ἀναπτύξει τὴν διπλὴ μεθοδολογία γιὰ τὴν γνώση τοῦ κόσμου καὶ τοῦ Θεοῦ –ἀφοῦ ἡ λογικὴ ἐρευνᾶ τὸν κόσμο καὶ ὁ νοῦς ἀποκτᾶ ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ– μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ συγχέουν νοῦ καὶ λογικὴ καὶ νὰ μὴ ταυτίζουν ἐπιστήμη καὶ θεολογία.

Ὅπως ἔχουμε ἐντοπίσει πιὸ πάνω, ὁ Ἑλληνισμὸς εἶναι ἕνα πολὺ μεγάλο μέγεθος, ποὺ ξεκίνησε πολλοὺς αἰῶνας πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, γονιμοποίησε ὅλα τὰ στοιχεῖα τὰ ὁποῖα βρῆκε στὴν πορεία του, ἀκόμη καὶ ἀνατολικὲς παραδόσεις, καὶ συνεχῶς αὐξανόταν σὲ ἐμπειρία καὶ γνώση. Ὅσες ἐπιστημονικὲς καὶ πρακτικὲς γνώσεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης παρέλαβε ἀπὸ ἀνατολικοὺς λαούς, τὶς ἔκανε φιλοσοφία.

Μελετῶντας τὰ ζητήματα αὐτὰ προσεκτικά, διεπίστωσα ὅτι ἡ θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ μιὰ δημιουργικὴ ἐξέλιξη τοῦ ἑλληνισμοῦ, μιὰ ἔκφραση τοῦ ἐκχριστιανισμένου Ἑλληνισμοῦ, ἀφοῦ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες προσέλαβαν ὅλα τὰ θετικὰ στοιχεῖα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τὰ ὁποῖα συνάντησαν καὶ τὸν ἀνέβασαν σὲ μεγάλο ὕψος. Ὅπως ὁ Ἑλληνισμὸς γονιμοποίησε τὰ στοιχεῖα τοῦ παρελθόντος, ἔτσι καὶ ὁ Χριστιανισμὸς γονιμοποίησε τὰ στοιχεῖα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ποὺ συνάντησε στὴν ἐποχή του. Γιὰ παράδειγμα, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ἀξιοποίησαν κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο πολλὲς ἀπόψεις τῆς προσωκρατικῆς φιλοσοφίας (Ἐλεατικὴς Σχολῆς καὶ Σχολῆς Ἡρακλείτου) πολλὲς θεωρίες τῆς κλασσικῆς φιλοσοφίας (Πλάτωνος - Ἀριστοτέλους), πολλὲς ἐκφράσεις τῆς μυστικῆς φάσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ (Πυθαγόρα - Ὀρφικῶν) κλπ., χωρὶς βέβαια νὰ ἀλλοιώσουν τον ὀρθόδοξη ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια.

Θὰ ἤθελα νὰ ἀναφερθῶ σὲ ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα, δηλαδὴ τὴν περίπτωση τοῦ Ἡρακλείτου (βλ. Ἡράκλειτος ἅπαντα, Τάσου Φάλκου - Ἀρβανιτάκη, ἐκδ. Ζῆτρος, Κωνσταντίνου Βαμβακά: Οἱ θεμελιωτὲς τῆς δυτικῆς σκέψης, Πανεπιστημιακὲς ἐκδόσεις Κρήτης, Ἰωάννου Θεοδωρακόπουλου: εἰς Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν, τόμ. Β΄, 432 κ. ἐξ., Γρηγορίου Κωσταρά: Φιλοσοφικὴ προπαίδεια, Ἀθῆναι 1991, Χαραλάμπους Θεοδωρίδου: Ἐπίκουρος, ἡ ἀληθινὴ ὄψη τοῦ ἀρχαίου κόσμου, Κολλάρου) καὶ πῶς οἱ ἀπόψεις τοῦ Ἡρακλείτου πέρασαν δημιουργικὰ στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση.

Εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ Ἡράκλειτος (535-475 π.Χ.) ὑπῆρξε ἕνα φωτεινὸ πνεῦμα κατὰ τὴν πορεία τῆς ἐξέλιξης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς παράδοσης. Βεβαίως, δὲν διασώζεται τὸ πλῆρες ἔργο του, μόνον διασώζονται 139 ἀποσπάσματα σὲ διαφόρους συγγραφεῖς. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι οἱ ἀπόψεις τοῦ Ἡρακλείτου ἔγιναν ἀντικείμενο προσοχῆς καὶ ἐρεύνης ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀρχαίους κλασσικοὺς φιλοσόφους, ὅπως τὸν Πλάτωνα, τὸν Ἀριστοτέλη κλπ., παλαιοὺς Χριστιανοὺς συγγραφεῖς, ὅπως τὸν Ἱππόλυτο, τὸν Κλήμεντα Ἀλεξανδρέα, καὶ νέους φιλοσόφους, ὅπως τὸν Ἔγελο, τὸν Μπέρξον, τὸν Μάρξ, τὸν Γκαῖτε, τὸν Νίτσε.

Τὰ διασωθέντα ἀποσπάσματά του ἑρμηνεύονται ποικιλοτρόπως, ἀκριβῶς γιατί ὁ Ἡράκλειτος χαρακτηρίστηκε "σκοτεινὸς φιλόσοφος", δηλαδὴ εἶναι δύσκολος στὴν ἑρμηνεία, εἶναι ἀποφθεγματικὸς καὶ ἐλλειπτικὸς καὶ ὅπως ἔλεγε ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος "Δηλίου τινος δεῖται κολυμβητοῦ" γιὰ τὴν κατανόησή του.

Ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τοῦ Ἡρακλείτου μποροῦμε νὰ σημειώσουμε τρεῖς βασικές του θέσεις.

Ἡ μία ἀναφέρεται στὴν ἔννοια τοῦ λόγου, ποὺ εἶναι ὁ συμπαντικὸς νόμος ποὺ διέπει τὰ πάντα, βρίσκεται μέσα στὰ ὄντα, στὸ γίγνεσθαι, στὸ εἶναι τοῦ κόσμου, στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ λόγος εἶναι ἡ ἀρχὴ ἀπὸ τὴν ὁποία κατάγεται τὸ γίγνεσθαι, καὶ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν λόγο. Γιὰ νὰ μπορέση ὅμως νὰ φθάση καὶ νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν λόγο, πρέπει νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις του καὶ τοὺς φραγμοὺς τῆς ὑποκειμενικότητάς του. Ὁ Ἡράκλειτος κάνει λόγο γιὰ τὸν ξυνὸ (ξύν-νόω) κοινὸ λόγο, ποὺ σημαίνει τὴν ταύτιση τοῦ κοινοῦ λόγου μὲ τὴν κοινὴ φρόνηση. Ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι αἰώνιος καὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ τὸν ἐννοήσουν, οὔτε πρὶν τὸν ἀκούσουν, ἀλλὰ καὶ οὔτε ὅταν τὸν ἀκούσουν. Ὅταν εἶναι σὲ ἐγρήγορση δὲν γνωρίζουν τί κάνουν καὶ ὅταν κοιμοῦνται λησμονοῦν τί πράττουν. Ἐνῷ ὁ λόγος εἶναι κοινός, πολλοὶ ἄνθρωποι ζοῦν ὡσὰν νὰ ἔχουν τὴν δική τους ἀλήθεια. Ὁ Ἡράκλειτος γράφει: "Δι' ὃ δεῖ ἕπεσθαι τῷ (ξυνώ, τουτέστι τῷ) κοινῷ· ξυνὸς γὰρ ὁ κοινὸς" (ἀπόσπασμα 2).

Ἡ δεύτερη βασικὴ ἀλήθεια τοῦ Ἡρακλείτου εἶναι τὰ περὶ τοῦ γίγνεσθαι, ἀφοῦ ὑποστηρίζει τὴν γνωστὴ ἄποψη ὅτι "τὰ πάντα ρεῖ". Τὸ γίγνεσθαι κατὰ τὸν Ἡράκλειτο δὲν γνωρίζει οὔτε ἀρχὴ οὔτε τέλος, ἀλλὰ ἔχει παντοῦ τὴν ἀρχή του καὶ τὸ τέλος. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἀέναη σύγκρουση τῶν ἀντιθέτων, γι' αὐτὸ καὶ ὁμιλοῦσε γιὰ τὸ ὅτι "πόλεμος πατὴρ πάντων". Μέσα στὸ γίγνεσθαι ὑπάρχει ὁ λόγος, γι' αὐτὸ κάθε αἰὼν δὲν μπορεῖ νὰ βγῇ ἀπὸ τὰ μέτρα του. Ἔτσι, παρὰ τὸ γίγνεσθαι, τὴν ἀέναη κίνηση τῶν ὄντων, ὑπάρχει μιὰ ἐσωτερικὴ ἰσορροπία.

Ἡ τρίτη βασικὴ ἀρχὴ εἶναι ὅτι ὁ Ἡράκλειτος ταυτίζει τὸν λόγο μὲ τὸ πῦρ, ἀφοῦ τὸ πῦρ συμβολίζει τὸν αἰώνιο λόγο. Ὁ Ἡράκλειτος γράφει ὅτι ὅλος ὁ κόσμος δὲν πλάσθηκε ἀπὸ κάποιον θεὸ ἢ ἄνθρωπο, "ἀλλ' ἢν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ ἀείζωον, ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα" (ἀπόσπ. 30).

Ἑπομένως κατὰ τὸν Ἡράκλειτο ὑπάρχει μιὰ σχέση μεταξὺ τοῦ λόγου, τοῦ γίγνεσθαι καὶ τοῦ πυρός. Συνέπεια αὐτῆς τῆς σχέσεως εἶναι ὅτι ἡ ἀλήθεια συνδέεται μὲ τὸν λόγο καὶ ὄχι μὲ τὴν αἴσθηση καὶ γι' αὐτὸ πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ μετέχη τοῦ λόγου. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ὁ Ἡράκλειτος ἐξασκεῖ μιὰ κριτικὴ τῆς σύγχρονής του εἰδωλολατρίας, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι ἐνῷ ζητοῦσαν νὰ ἐξαγνιστοῦν μὲ καθαρμούς, ἐν τούτοις μιαίνονταν μὲ ἄλλο αἷμα ἀπὸ τὶς αἱματηρὲς θυσίες καὶ ἔτσι ὁμοίαζαν σὰν κάποιον ποὺ μπῆκε στὴν λάσπη καὶ προσπαθεῖ μετὰ νὰ ξεπλυθῇ μὲ τὴν λάσπη (ἀπόσπ. 5). Ἐπίσης μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ἐλέγχει τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ταυτίζουν τὴν εὐδαιμονία μὲ τὶς σωματικὲς ἀπολαύσεις, γιατί ἂν συνέβαινε ἡ εὐδαιμονία νὰ βρίσκεται σὲ τέτοιες ἀπολαύσεις, τότε τὰ πιὸ εὐτυχισμένα ὄντα θὰ ἦταν τὰ βόδια (ἀπόσπ. 4).

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποίησαν ἢ ἀπήντησαν καὶ σὲ αὐτὲς τὶς ἀπόψεις τοῦ Ἡρακλείτου, ὅπως τὸ ἔκαναν καὶ μὲ τὶς ἀπόψεις ἄλλων φιλοσόφων. Συγκεκριμένα:

Ὁ λόγος τοῦ Ἡρακλείτου, ποὺ εἶναι ὁ συμπαντικὸς νόμος τοῦ κόσμου, ὑπενθυμίζει τὸν Λόγο – Χριστό, ὁ Ὁποῖος ὅμως εἶναι πρόσωπο καὶ διὰ τοῦ Ὁποίου δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, ἀφοῦ "τῷ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν".

Τὸ γίγνεσθαι τοῦ Ἡρακλείτου ὑπενθυμίζει τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων γιὰ τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλη τὴν κτίση, ἀφοῦ κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ "ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, καγὼ ἐργάζομαι" (Ἰω. ε΄, 17) καὶ μέσα σὲ ὅλη τὴν κτίση ὑπάρχουν "οἱ λόγοι τῶν ὄντων", δηλαδὴ οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Παρὰ τὸ διαρκὲς γίγνεσθαι, ὑπάρχει ἑνότητα, ἀφοῦ οἱ λόγοι τῶν ὄντων δημιουργοῦν μιὰ ἰσορροπία. Καὶ γι' αὐτὸ πατὴρ τῶν πάντων δὲν εἶναι ὁ πόλεμος, ἀλλὰ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης.

Τὸ ἀείζωον πῦρ τοῦ Ἡρακλείτου ὑπενθυμίζει τὸ πῦρ τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτει τὸν Λόγο – Χριστὸ καὶ ἐνεργεῖ τὰ χαρίσματα καὶ βεβαίως συγκροτεῖ ὅλον τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ χωρίο τοῦ Ἡρακλείτου "ἀλλ' ἥν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ ἀείζωον" χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο καὶ τὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ δηλωθῇ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο "ἢν μὲν ἀεί, καὶ ἔστι καὶ ἔσται οὔτε ἀρξάμενον οὔτε παυσόμενον".

Βεβαίως, ὑπάρχουν διαφορὲς μεταξὺ τῆς φιλοσοφίας τοῦ Ἡρακλείτου καὶ τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ στὸ παράδειγμα ποὺ ἀναφέραμε δείχνει πῶς μερικὲς ἀπὸ τὶς βασικὲς διδασκαλίες τοῦ Ἡρακλείτου πέρασαν δημιουργικὰ μέσα στὴν Χριστιανικὴ ἀλήθεια ἢ γιὰ νὰ ἀκριβολογήσω ἀκόμη περισσότερο φαίνεται πῶς ἡ χριστιανικὴ ἀποκάλυψη διατυπώθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδίως ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες, μέσα ἀπὸ διδασκαλίες τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων ἢ καὶ τοῦ Ἡρακλείτου, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως.

(συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο)

  • Προβολές: 2676