Skip to main content

Κύριο θέμα: Ἀναστασίου Φιλιππίδη: Μιὰ ἰστορικὴ ἀναδρομή - Στὰ χρόνια τοῦ Ἀκαθίστου

Ἀναστασίου Φιλιππίδη

Μιὰ ἰστορικὴ ἀναδρομή - Στὰ χρόνια τοῦ Ἀκαθίστου

Λίγες ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες παραμένουν τόσο βαθιὰ ἐντυπωμένες στοὺς Ὀρθόδοξους Ἕλληνες ὅσο ἡ ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν. Συνυφασμένη μὲ τὸν ἐρχομὸ τῆς ἄνοιξης, τὸ εὐωδιαστὸ ἀεράκι ἀπὸ κάποιον γειτονικὸ κῆπο, τὴν ἀξεπέραστη μελωδία τῶν ὕμνων ἡ ὁποία ἐπηρέασε καὶ τὴν κοσμικὴ ἑλληνικὴ μουσική, ἡ ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν ἔρχεται νὰ συνδέση τὴν προσωπικὴ χαρὰ γιὰ τὴ δυνατότητα τῆς σωτηρίας μὲ τὸ συλλογικὸ εὐχαριστήριο πρὸς τὴν Θεοτόκο. Ἡ προσωπικὴ χαρὰ γιὰ τὴν ἀνάκληση τοῦ πεσόντος Ἀδάμ, τὴν ὁποία εὐαγγελίζεται ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, συνοδεύεται ἀπὸ τὴν θερμὴ εὐχαριστία γιὰ τὴν βοήθεια τῆς Παναγίας στὴν πιὸ κρίσιμη στιγμὴ τῆς Χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας, ὅταν ὅλα ἔδειχναν πὼς τὸ τέλος εἶναι ἀναπόφευκτο. Μὲ ἀφορμὴ τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, θὰ θυμηθοῦμε στὸ σημερινὸ ἄρθρο ἐκεῖνες τὶς δύσκολες ἀλλὰ καὶ ἔνδοξες ἡμέρες τοῦ ἕβδομου αἰῶνα, κατὰ τὶς ὁποῖες τὸ μέλλον τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ παίχτηκε στὰ τείχη τῆς Βασιλεύουσας.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ ἕβδομου αἰῶνα, ὁ ἑλληνορωμαϊκὸς κόσμος βρέθηκε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἀντιμέτωπος μὲ τὸν προαιώνιο ἐχθρό, τοὺς Πέρσες, κι αὐτὴ ἔμελλε νὰ εἶναι ἡ τελικὴ ἀναμέτρηση. Μετὰ τὸν Μαραθῶνα καὶ τὴν Σαλαμῖνα, μετὰ τὴν Ἰσσὸ καὶ τὰ Γαυγάμηλα, μετὰ τοὺς πολέμους τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ἡ ὑπερχιλιετὴς σύγκρουση πῆρε πλέον τὴν μορφὴ ὁλοκληρωτικοῦ πολέμου. Ὅταν μάλιστα, τὸ Μάϊο τοῦ 614, ὁ βασιλιᾶς τῶν Περσῶν Χοσρόης μπῆκε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ σύλησε τὴν Ἁγία Πόλη, ἁρπάζοντας τὸ ἱερότερο κειμήλιο τῆς Χριστιανοσύνης, τὸν Τίμιο Σταυρό, ὁ πόλεμος ἄγγιξε τὸ βαθύτατο θρησκευτικὸ συναίσθημα τῶν Ρωμαίων. Στὶς φοβερὲς σφαγὲς ποὺ ἀκολούθησαν τὴν κατάληψη τῆς Ἱερουσαλὴμ ἔχασαν τὴ ζωὴ τοὺς 66.500 Χριστιανοί, σύμφωνα μὲ τὸν αὐτόπτη μάρτυρα Ἀντίοχο Στρατηγὸ (βλ. F.Conybeare, "Antiochus Strategos' Account of the Sack of Jerusalem in A.D. 614", The English Historical Review, July 1910, p.516), ἐνῷ καταστράφηκαν 300 ἐκκλησίες, μοναστήρια καὶ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ ἱδρύματα. Ἄλλοι 35.000 ἄνθρωποι, μαζὶ μὲ τὸν πατριάρχη Ζαχαρία, μεταφέρθηκαν αἰχμάλωτοι στὴν Περσία. Ἡ ἁρπαγὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ προφανῶς δὲν εἶχε ἰδιαίτερη ἀξία γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες Πέρσες. Ἐπειδή, ὅμως, μιὰ σύζυγος καὶ διάφοροι ὑψηλόβαθμοι ἀξιωματοῦχοι τοῦ Χοσρόη ἦταν νεστοριανοὶ Χριστιανοί, δὲν ἀποκλείεται νὰ ὑποκίνησαν αὐτὴ τὴν ἐνέργεια, ὥστε νὰ χρησιμοποιήσουν τὸ σημαντικότερο σύμβολο τῆς Χριστιανοσύνης γιὰ τὴ νομιμοποίηση τοῦ δικοῦ τους δόγματος.

Τὸ 616 ὑποδουλώθηκε καὶ ἡ δεύτερη μεγαλύτερη πόλη τῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ Ἀλεξάνδρεια καὶ στὴν συνέχεια ὅλη ἡ Αἴγυπτος καὶ ἡ Καρχηδόνα, ὅπου ζοῦσε ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος πρὶν ἀνέλθη στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινούπολης. Ταυτόχρονα, ἄλλη περσικὴ στρατιὰ εἰσέβαλε στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ ἔφτασε ὡς τὴν Χαλκηδόνα, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Ἡράκλειος ἀναγκάστηκε νὰ πάη ὁ ἴδιος στὴν Χαλκηδόνα καὶ νὰ προσφέρη πλούσια δῶρα μὲ ἀντάλλαγμα τὴν προσωρινὴ εἰρήνη.

Στὴν κατάσταση ἔκτακτης ἀνάγκης στὴν ὁποία βρέθηκε τὸ κράτος, ἡ Ἐκκλησία διέθεσε στὸ κρατικὸ νομισματοκοπεῖο ὅλους τοὺς θησαυρούς της σὲ χρυσὸ καὶ ἀργυρᾶ σκεύη. Ὁ Ἡράκλειος προχώρησε σὲ μιὰ ἐσπευσμένη ἀνασυγκρότηση τοῦ στρατοῦ καὶ ἦταν ἕτοιμος γιὰ τὴν ἀπελευθερωτικὴ ἐκστρατεία τὸ 622. Στὶς 4 Ἀπριλίου, Κυριακὴ τοῦ Πάσχα, μὲ τὴν στολὴ τοῦ ἁπλοῦ στρατιώτη κοινώνησε δημόσια. Τὴν ἑπόμενη μέρα προσευχήθηκε στὴν Ἀγια-Σοφιά, πῆρε τὴν Ἀχειροποίητη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, κατέβηκε στὴν παραλία καὶ ἐπιβιβάστηκε στὰ πλοῖα. Τὴν φύλαξη τῆς πόλης τὴν ἀνέθεσε σὲ μιὰ μικρὴ φρουρά – οὐσιαστικὰ μόνο στὴν Παναγία. Τὰ ἀποχαιρετιστήρια λόγια τοῦ πρὸς τὸν Πατριάρχη Σέργιο ἦταν: «Εἰς χεῖρας τῆς Θεομήτορος ἀφίημι τὴν πόλιν ταύτην καὶ τὸν υἱόν μου». (Γεώργιος Μοναχός, «Σύντομο Χρονικό», 110.829.23). Πρὶν ἀρχίση τὶς ἐχθροπραξίες ἔστειλε πρέσβεις ζητῶντας εἰρήνη ἀπὸ τὸν Πέρση βασιλιᾶ. Ὁ Χοσρόης ἀπάντησε: «Εἰ ἀρνήσεται ὁ βασιλεὺς ὑμῶν τὸν ἐσταυρωμένον καὶ προσκυνήσει τῷ ἡλίῳ, ποιῶ εἰρήνην» (Γεώργιος Μοναχός, «Σύντομο Χρονικό», 110.832.1). Ὁ πόλεμος δὲν ἦταν πιὰ μόνο γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.

Μιὰ ἰστορικὴ ἀναδρομή - Στὰ χρόνια τοῦ Ἀκαθίστου

Τὰ ἑπόμενα τέσσερα χρόνια διεξήχθησαν ἀδυσώπητες συγκρούσεις στὰ βάθη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, στὴ Λαζική, στὴν Ἀρμενία. Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 626 ὁ Ἡράκλειος μὲ ὅλο τὸν στρατὸ βρισκόταν στὴ Σεβάστεια. Καὶ τότε, ξαφνικά, πραγματοποιήθηκε ὁ χειρότερος ἐφιάλτης τῆς βυζαντινῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς, αὐτὸ ποὺ πάντα προσπαθοῦσε νὰ ἀποφύγη μὲ ἀπειλές, μὲ συμμαχίες, μὲ κατευνασμoύς, μὲ δωροδοκίες. Γιὰ πρώτη, καὶ τελευταία, φορά της ἐπιτέθηκαν συγχρόνως ὁ ἐχθρὸς ἀπὸ τὸ Βορρᾶ καὶ ὁ ἐχθρὸς ἀπὸ τὴν Ἀνατολή. Στὶς 29 Ἰουλίου, κι ἐνῷ ὁ ρωμαϊκὸς στρατὸς βρισκόταν περίπου 800 χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα, ἐμφανίστηκε μπροστὰ στὰ τείχη τῆς Κωνσταντινούπολης ἕνα τεράστιο πλῆθος Ἀβάρων (100.000 μὲ 150.000). Τὰ μονόξυλα πλοῖα τους, «πλῆθος ἄπειρον» κατὰ τὸν Θεοφάνη, κάλυψαν ὅλο τὸν Κεράτιο Κόλπο, «τὸν κόλπον τοῦ Κέρατος ἐπλήρωσαν». Ταυτόχρονα, στὴν ἀπέναντι ἀκτὴ τοῦ Βοσπόρου, στὴ Χαλκηδόνα, ἔφτασε ὁ περσικὸς στρατός, ἕτοιμος νὰ ἐπιτεθῇ ἀπὸ τὴ θάλασσα.

Ἡ κατάσταση ἦταν ἀπελπιστικὴ γιὰ τοὺς πολιορκούμενους καὶ αὐτὸ τὸ γνώριζε καὶ ὁ χαγάνος, ὁ βασιλιᾶς τῶν Ἀβάρων. Ἀπέρριψε ὅλες τὶς προτάσεις ἐκεχειρίας, ποὺ περιλάμβαναν τὴν πληρωμὴ τεράστιων ἐτήσιων ποσῶν σὲ χρυσὸ καθὼς καὶ μεγάλη ἐφάπαξ πληρωμή, λέγοντας χαρακτηριστικὰ πὼς δὲν εἶχαν ἐλπίδα σωτηρίας ἐκτὸς κι ἂν γίνονταν ψάρια γιὰ νὰ διαφύγουν κολυμπῶντας ἡ πουλιὰ γιὰ νὰ πετάξουν στὸν οὐρανό («ἄλλως γὰρ ὑμᾶς οὐκ ἔνι σωθῆναι, μὴ ἰχθύες ἔχετε γενέσθαι καὶ διὰ θαλάσσης ἀπελθεῖν ἡ πτερωτοὶ καὶ εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνελθεῖν» σημειώνει τὸ «Πασχάλιο Χρονικό», πηγὴ σύγχρονη μὲ τὰ γεγονότα).

Στὶς 6 Αὐγούστου οἱ Ἄβαροι κατέλαβαν μὲ ἔφοδο τὴν ἐκκλησία τῶν Βλαχερνῶν στὸ εὐάλωτο βορειοανατολικὸ ἄκρο τῆς πόλης καὶ ἑτοιμάστηκαν γιὰ τὴν τελικὴ ἐπίθεση σὲ συνεννόηση μὲ τοὺς Πέρσες. Ἔδωσαν ἐντολὴ στὰ μονόξυλα νὰ ἐπιτεθοῦν ὅταν δοῦν φωτιὲς στὸ ἀκραῖο σημεῖο τῶν θαλάσσιων τειχῶν, ὥστε νὰ δημιουργήσουν ἀντιπερισπασμὸ στὸν ρωμαϊκὸ στόλο καὶ νὰ μεταφερθοῦν μὲ ἀσφάλεια οἱ Πέρσες μὲ τὰ ὑπόλοιπα πλοῖα.

Ἐκείνη τὴν δραματικὴ νύχτα, καθὼς ὁ πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τὰ τείχη μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας γιὰ νὰ ἐνθαρρύνη τοὺς ὑπερασπιστὲς καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Βασιλεύουσας ἀνέπεμπαν δεήσεις στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ ρωμαϊκὴ κατασκοπεία κατάφερε νὰ ὑποκλέψη τὸ σύνθημα τῶν ἐχθρῶν. Νωρὶς τὰ ξημερώματα οἱ ἀμυνόμενοι ἄναψαν φωτιὲς στὴν ἄκρη τῶν θαλάσσιων τειχῶν, προκαλῶντας τὴν ἄκαιρη ἐπίθεση τῶν μονόξυλων. Ὁ ρωμαϊκὸς στόλος περίμενε καὶ τὰ ἐξολόθρευσε. Στὴν συνέχεια οἱ Ρωμαῖοι ἐπιτέθηκαν στὰ ὑπόλοιπα πλοῖα ποὺ εἶχαν ἀρχίσει νὰ μεταφέρουν Πέρσες ἀπὸ τὴν Χαλκηδόνα καὶ τὰ βύθισαν ὅλα. Μέσα στὸν πανικὸ ποὺ ἀκολούθησε, ἀπέτυχε καὶ ἡ χερσαία ἐπίθεση τῶν Ἀβάρων ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ἀφήνοντας χιλιάδες νεκρούς. Ὁ ἐμβρόντητος χαγάνος διέταξε τὰ ὑπολείμματα τοῦ στρατοῦ του νὰ ἀποχωρήσουν. Τὴν ἑπόμενη μέρα, 8 Αὐγούστου, ἔφτασε στὸν Βόσπορο, μετὰ ἀπὸ πορεία 800 χιλιομέτρων, ὁ ἀδερφὸς τοῦ αὐτοκράτορα, Θεόδωρος, ἐπί κεφαλῆς μεγάλης ρωμαϊκῆς στρατιᾶς. Ἡ Βασιλεύουσα εἶχε σωθεῖ ὁριστικὰ ἀπὸ τὴν χειρότερη δοκιμασία τῆς μέχρι τότε ἱστορίας της.

Οἱ κάτοικοι τῆς Πόλης δὲν εἶχαν καμιὰ ἀμφιβολία γιὰ τὸ ποιός τοὺς εἶχε σώσει: «μόνην γὰρ οἶμαι τὴν Τεκοῦσαν ἀσπόρως τὰ τόξα τεῖναι καὶ βαλεῖν τὴν ἀσπίδα, καὶ ταῖς ἀδήλοις συμπλοκαῖς μεμιγμένην βάλλειν, τιτρώσκειν, ἀντιπέμπειν τὸ ξίφος, ἀνατρέπειν τε καὶ καλύπτειν τὰ σκάφη δούναί τε πᾶσι τὸν βυθὸν κατοικίαν», ἔγραφε ὁ Γεώργιος Πισίδης ποὺ παραβρέθηκε στὰ γεγονότα («Εἰς τὴν γενομένην ἔφοδον τῶν βαρβάρων καὶ εἰς τὴν αὐτῶν ἀστοχίαν», στ. 451-456). «Τὴ τοῦ θεοῦ δυνάμει καὶ συνεργία καὶ ταῖς πρεσβείαις τῆς ἀχράντου καὶ θεομήτορος παρθένου ἡττήθησαν» σημείωνε ὁ Θεοφάνης. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ χαγάνος ὁμολογοῦσε κατάπληκτος στὴ διάρκεια τῆς μάχης ὅτι «ἐγὼ θεωρῶ γυναῖκα σεμνοφορούσαν περιτρέχουσαν εἰς τὸ τεῖχος μόνην οὔσαν» (Πασχάλιο Χρονικό, 725). Ὅλος ὁ λαός, μὲ ἐπί κεφαλῆς τὸν πατριάρχη Σέργιο, ἔτρεξε στὴν ἐκκλησία τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν γιὰ νὰ εὐχαριστήση τὴν Παναγία. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ τῆς 8ης Αὐγούστου 626, ὄρθιοι ἔψαλαν τὸν ὕμνο ποὺ ἀπὸ τότε ὀνομάστηκε «Ἀκάθιστος», δοξολογῶντας καὶ ἀποδίδοντας τὴν σωτηρία «τὴ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ», γνωρίζοντας ὅτι αὐτὴ ἀποδείχθηκε «τῆς βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος».

Δυὸ χρόνια ἀργότερα, ὁ Ἡράκλειος εἰσῆλθε θριαμβευτικὰ στὴν περσικὴ πρωτεύουσα, τὴν Κτησιφῶντα, καὶ ὑπέταξε ὁριστικὰ τὸν αἰώνιο ἀντίπαλο. Βρῆκε τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ τὸν ὕψωσε πανηγυρικὰ καὶ πάλι στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἦταν πλέον ὁ ἀληθινὸς πλανητάρχης, τὰ κατορθώματα τοῦ ὁποίου ὑμνήθηκαν ἐπὶ αἰῶνες σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Ἄραβα ἱστορικοῦ Ἴμπν Καθὶρ (14ος αἰῶνας), τὸ Φραγκικὸ «Χρονικὸ τοῦ Φρεντεγκὰρ» (7ος αἰῶνας), τὴν τοιχογραφία τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Μπράουνσβαϊγκ (12ος αἰῶνας) καὶ τὴν τοιχογραφία τῆς Σάντα Κρότσε τῆς Φλωρεντίας (14ος αἰῶνας).

Στὶς 15 Μαΐου, Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς, ἀπὸ τὸν ἄμβωνα τῆς Ἀγια-Σοφιὰς ἀναγνώστηκε τὸ νικητήριο διάγγελμα τοῦ αὐτοκράτορα, τὸ ὁποῖο διασώζεται στὸ «Πασχάλιο Χρονικό». Ἡ ἀρχή του εἶναι ἐνδεικτικὴ τοῦ πνεύματος τῶν προγόνων μας, ἀνεξαρτήτως θέσης καὶ ἐξουσίας: «Ἀλαλάξατε τῷ θεῷ πᾶσα ἡ γῆ, δουλεύσατε τῷ κυρίῳ ἐν εὐφροσύνῃ, εἰσέλθετε ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν ἀγαλλιάσει, καὶ γνῶτε ὅτι κύριος αὐτὸς ἐστιν ὁ θεός. αὐτὸς ἐποίησεν ἡμᾶς καὶ οὐχ ἡμεῖς. ἡμεῖς δὲ λαὸς αὐτοῦ ἐσμεν καὶ πρόβατα νομῆς αὐτοῦ». Καὶ συνεχίζει λίγο παρακάτω, δηλώνοντας ὅτι ἡ ἧττα του Χοσρόη δὲν ὀφείλεται στὴν ἐγκόσμια ὑπεροπλία τῶν Ρωμαίων, ἀλλὰ στὴν ἀσέβειά του πρὸς τὸν μόνον ἀληθινὸ Θεό: «εὐφρανθήτωσαν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ καὶ τερφθήτω ἡ θάλασσα καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς. καὶ πάντες οἱ χριστιανοὶ αἰνοῦντες καὶ δοξολογοῦντες εὐχαριστήσωμεν τῷ μόνῳ θεῷ, χαίροντες ἐπὶ τῷ ἁγίῳ αὐτοῦ ὀνόματι χαρὰν μεγάλην. ἔπεσεν γὰρ ὁ ὑπερήφανος καὶ θεομάχος Χοσρόης. ἔπεσεν καὶ ἐπτωματίσθη εἰς τὰ καταχθόνια, καὶ ἐξωλοθρεύθη ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ ὁ ὑπεραιρόμενος καὶ λαλήσας ἀδικίαν ἐν ὑπερηφανίᾳ καὶ ἐξουδενώσει κατὰ τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ θεοῦ καὶ τῆς ἀχράντου μητρὸς αὐτοῦ τῆς εὐλογημένης δεσποίνης ἡμῶν θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, ἀπώλετο ὁ ἀσεβῇς μετ' ἠχοῦς» (Πασχάλιο Χρονικό, 727-728).

Αὐτὰ τὰ κοσμοϊστορικὰ γεγονότα μας φέρνει στὴ μνήμη κάθε χρόνο ἡ ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν. Θυμίζοντας σὲ ὅλους μας ὅτι στὶς πιὸ ἀπελπισμένες στιγμές, ὅταν δὲν ὑπάρχη καμιὰ ἀνθρώπινη βοήθεια, δὲν μᾶς ξεχνάει ὁ Θεός. Ἀρκεῖ νὰ πιστέψουμε σὲ Αὐτόν. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ποὺ γνώρισε αὐτοκράτορες σὰν τὸν Ἡράκλειο εὔχεται οἱ ἡγέτες του νὰ δείχνουν τὴν ἴδια εὐσέβεια ὅπως ἐκεῖνος...

ΚΥΡΙΟ ΘΕΜΑ

  • Προβολές: 3392