Skip to main content

Εἰσήγηση στὴν Βάρνα τῆς Βουλγαρίας: Ἡ ἐκκλησιαστική-πνευματικὴ ζωὴ στὸν σύγχρονο κόσμο

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

(Εἰσήγηση στὴν Βάρνα τῆς Βουλγαρίας. Κύρια σημεῖα)

Ἐκφράζω τὴν χαρά μου ποὺ ἦλθα στὴν Βάρνα, τὴν ὡραία αὐτὴ πόλη, μὲ τὴν πλούσια παράδοση στὰ γράμματα καὶ τὸν πολιτισμό. Εὐχαριστῶ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Βάρνας καὶ Πρεσλάβας κ. Κύριλλο, γνωστό μου ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ποὺ μὲ κάλεσε νὰ παραστῶ σὲ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ συμπόσιο, καθὼς ἐπίσης συγχαίρω καὶ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἐργάσθηκαν σκληρὰ γιὰ νὰ πραγματοποιηθοῦν αὐτὲς οἱ συναντήσεις. Καὶ ἄλλη φορὰ ἐπισκέφθηκα τὴν Βουλγαρία τὸ 1985 καὶ τότε πῆγα μόνον στὴν Σόφια καὶ τὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ρίλας καὶ προσκύνησα τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου καὶ αἰσθάνθηκα μεγάλη χαρά. Τὸ θέμα τῆς φετινῆς ἐκδήλωσης κατὰ τὴν «ἑβδομάδα τοῦ ὀρθοδόξου βιβλίου» εἶναι «ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα στὸν σύγχρονο κόσμο». Γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτὸ θὰ σᾶς ἀναφέρω μερικὲς σκέψεις μου, συμβάλλοντας στὸν σκοπὸ τῆς συναντήσεως αὐτῆς. Θὰ τονίσω πέντε σημεῖα.

1. Ὀρθόδοξη πνευματικότητα

Κατ’ ἀρχὰς πρέπει νὰ δοθῇ ὁρισμὸς τί ἐννοοῦμε ὅταν χρησιμοποιοῦμε τὸν ὅρο ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο γιατί μὲ τὸν ὅρο αὐτὸ πολλοὶ ἐννοοῦν διαφορετικὰ πράγματα. Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ πνευματικότητα δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀφηρημένο, οὔτε κάτι ποὺ συνδέεται μὲ τὴν λογική, τὸ συναίσθημα, τὴν αἰσθητική, ἀλλὰ ἡ ἑνότητα τοῦ Χριστιανοῦ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἡ κοινωνία του μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁπότε, ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα εἶναι συνώνυμη μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ πνευματικὴ ζωή. Ἡ πνευματικότητα δὲν εἶναι κάτι ποὺ παρεμβάλλεται μεταξὺ τοῦ Χριστιανοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἶναι ἔκφραση τῆς ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, δὲν εἶναι κάτι ποὺ γίνεται ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἡ ζωὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὶς ἐπιστολές του κάνει λόγο γιὰ πνευματικό, ψυχικὸ καὶ σαρκικὸ ἄνθρωπο. Πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει κοινωνία μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ψυχικὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ στηρίζεται ἁπλῶς στὶς ψυχικές του δυνάμεις καὶ σαρκικὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Πολλὲς φορὲς ὁ ψυχικὸς ἄνθρωπος ταυτίζεται μὲ τὸν σαρκικό.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς γράφει ὅτι τρία εἶναι αὐτὰ ποὺ κινοῦν τὸν ἄνθρωπο ἡ καλύτερα πρὸς τὰ ὁποῖα κινεῖται ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴν θέληση καὶ τὴν γνώμη του, ἤτοι ὁ Θεός, ἡ φύση καὶ ὁ κόσμος. Κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τραβοῦν τὸν ἄνθρωπο τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὰ ἄλλα δύο. Ἂν ὁ Θεὸς τραβᾶ τὸν ἄνθρωπο τὸν κάνει κατὰ Χάρη θεό, ἀποκόπτοντάς τον ἀπὸ τὴν φύση καὶ τὸν κόσμο καὶ βιώνει τὸ ὑπὲρ φύση. Ἂν ἡ φύση κινῇ τὸν ἄνθρωπο, τότε τὸν κάνη φύσει ἄνθρωπο, τὸν ἀφήνη στὴν φυσική του ὑπόσταση, καὶ δὲν μετέχει οὔτε στὸν Θεὸ οὔτε στὸν κόσμο καὶ ζὴ τὸ κατὰ φῦσιν. Ἂν ὁ κόσμος σύρη τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀπομακρύνη ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν φύση, τότε τὸν μαθαίνη νὰ κάνη ὅλα τὰ παρὰ φύση καὶ τὸν καθιστᾶ ζῶο, καθαρὴ σάρκα καὶ ζὴ τὸ παρὰ φύση. Τὰ δύο ἄκρα, Θεὸς καὶ κόσμος, ἀπομακρύνουν τὸν ἄνθρωπο τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἀλλὰ καὶ τὸ μέσον του, ποὺ εἶναι ἡ φύση, τὸν χωρίζει ἀπὸ τὰ δύο ἄκρα, δηλαδὴ τὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κινῆται πρὸς ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ τρία, λαμβάνει καὶ τὸ ἰδιαίτερο ὄνομα, δηλαδὴ ἂν ἑλκύεται ἀπὸ τὸν κόσμο γίνεται σαρκικὸς καὶ πράττει μόνο τὸ κακό, ἂν ὁδηγεῖται ἀπὸ τὴν φύση γίνεται ψυχικὸς καὶ δὲν θέλει οὔτε νὰ κάνη τὸ καλὸ οὔτε νὰ πάθη κάτι κακό, καὶ ἂν ὁδηγῆται ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι πνευματικὸς καὶ θέλει νὰ πράττη τὸ καλό, κι ἂν πάθη κάτι κακό, γιὰ χάρη τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ἀρετῆς, τὸ δέχεται προθύμως.

Ἡ ὀρθόδοξη πνευματικὴ ζωὴ συνδέεται μὲ τὸ δόγμα καὶ τὸ ἦθος. Τὸ δόγμα εἶναι οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ποὺ καθορίζουν τὰ ὅρια μεταξὺ τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀλήθειας καὶ δείχνουν τὴν ἀληθινὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν θέωση. Συμβαίνει ὅ,τι καὶ μὲ τὰ πορίσματα τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης ποὺ διακρίνουν τὴν ἀσθένεια ἀπὸ τὴν ὑγεία καὶ ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὴν θεραπεία καὶ τὴν ἀπόκτηση τῆς ὑγείας. Τὸ ἦθος εἶναι ὅταν τὸ δόγμα γίνεται τρόπος ζωῆς καὶ πολιτείας, ὅταν τὸ δόγμα γίνεται ζωὴ καὶ τροφή. Ἄλλο εἶναι νὰ παραμένουν τὰ τρόφιμα στὸ ράφι του σουπερμάκετ καὶ ἄλλο εἶναι νὰ τὰ ἀγοράζουμε καὶ νὰ τὰ μαγειρεύουμε καὶ στὴν συνέχεια νὰ τὰ τρῶμε γιὰ τὴν συντήρησή μας στὴν ζωή.

Μπορεῖ κανεὶς νὰ παρατηρήση ὅτι ὑπάρχουν πολλὲς παραδόσεις πάνω στὸ θέμα αὐτὸ ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ ποὺ ἐκφράζονται ὡς «πνευματικότητες». Ἡ μία εἶναι ἡ ἀνατολική - ἰνδουϊστική - βουδιστικὴ παράδοση ποὺ εἶναι ἀτομική, ἀπρόσωπη. Ἡ παράδοση αὐτὴ κάνει λόγο γιὰ ἕναν θεὸ ποὺ εἶναι ἀπρόσωπος (καθολικὸ Βράχμαν), καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος (ἀτομικὸ Ἄτμαν) πρέπει νὰ φθάση στὸ νὰ ταυτισθῇ μὲ τὸν ἀπρόσωπο αὐτὸν θεὸ ὅπως μιὰ σταγόνα πέφτει μέσα στὸν ὠκεανό. Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὸν ὑπερβατικὸ διαλογισμὸ (γιόγκα). Ἡ ἄλλη παράδοση εἶναι ἡ ἀνατολικὴ θρησκευτικὴ παράδοση ποὺ ἐκφράζεται μὲ διάφορες θρησκεῖες ποὺ ἡ κάθε μιὰ ἔχει ἕνα τρόπο κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ ποὺ πρεσβεύουν (Ἰουδαϊσμός, Ἰσλαμισμός). Καὶ μιὰ τρίτη παράδοση εἶναι ἡ δυτικὴ χριστιανικὴ παράδοση ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὸν ὀρθολογισμό, τὴν λατρεία τῆς λογικῆς, καὶ τὴν ἠθικολογία, ὅταν στηρίζεται ἁπλῶς σὲ μερικὲς ἐξωτερικὲς θρησκευτικὲς ἐκδηλώσεις.

Ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα διαφέρει ἀπὸ αὐτὲς τὶς παραδόσεις γιατί θεωρεῖ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπα καὶ συγχρόνως διασώζει τὴν ἀληθινὴ μέθοδο γιὰ νὰ φέρη τὸν ἄνθρωπο σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Ἔτσι συνδυάζει τὸ πρόσωπο μὲ τὴν κοινωνία. Θὰ τὸ δοῦμε αὐτὸ ἀναλυτικότερα πιὸ κάτω.

2. Ὁ σύγχρονος κόσμος

Ζοῦμε σὲ μιὰ παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, στὴν ὁποία τὰ γεωγραφικὰ ὅρια - σύνορα ἐκμηδενίζονται, τὰ ποικίλα ρεύματα - ἰδεολογικά, θρησκευτικὰ κυκλοφοροῦν ἐλεύθερα καὶ ἀναμειγνύονται μεταξύ τους, καὶ γενικὰ παρατηρεῖται ἕνας ἐπηρεασμὸς μεταξὺ πολλῶν πνευματικῶν, θρησκευτικῶν καὶ πολιτιστικῶν παραδόσεων. Δηλαδή, εἴμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἀλλὰ ἐπηρεαζόμαστε ἀπὸ ἄλλες παραδόσεις, ἀνατολικοῦ ἡ δυτικοῦ τύπου. Ἂς δοῦμε λίγο τὴν εἰκόνα τοῦ σημερινοῦ κόσμου, τί ἀκριβῶς παρατηροῦμε. Ὡς πρὸς τὸν Θεὸ ἐπικρατεῖ ἡ ἀθεΐα, ἡ πίστη ὅτι δὲν ὑπάρχουν θεοί, ὁ δεϊσμὸς ὅτι ὑπάρχει μιὰ ἀνώτερη δύναμη ποὺ δημιούργησε τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄφησε στὴν τύχη του, καὶ ὁ ἀγνωστικισμός, ἡ ἄγνοια τὸ τί εἶναι Θεός.

Ὡς πρὸς τὶς Ἐκκλησίες παρατηρεῖται μιὰ ἐκκοσμίκευση, ποὺ σημαίνει ἀπώλεια τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας ποὺ παρέλαβαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ κληροδότησαν στοὺς Πατέρας καὶ γενικὰ μιὰ ἐνδοκοσμικὴ προοπτική. Ὡς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους παρατηρεῖται μεγάλη σύγχυση κυρίως στὸν ὑπαρξιακὸ χῶρο, ἀφοῦ παραμένουν ἄλυτα τὰ λεγόμενα ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα, ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο. Ἐπίσης, ἐπικρατεῖ ἕνας ὀρθολογισμός -κέντρο τῆς ζωῆς μας ἡ λογική - ἡ ἠδονοκρατία, καὶ ἡ εὐδαιμονία, ὁ ἀτομισμός. Ὡς πρὸς τὴν κοινωνία παρατηρεῖται μιὰ μεγάλη ἐκμετάλλευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἐπίσης ἐπικρατοῦν ἀδικίες, φτώχεια καὶ πόλεμοι, μέσα στοὺς ὁποίους ὁ ἄνθρωπος, τὸ ὡραιότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, γίνεται ἀντικείμενο ποικίλων ἐκμεταλλεύσεων.

Ὡς πρὸς τὴν ἐπιστήμη ἐπικρατεῖ ἡ σύνδεση ἰατρικῆς καὶ τεχνολογίας μὲ πολλὰ ἐπιτεύγματα καὶ τὴν ἐμφάνιση τῆς ἐπανάστασης τῆς βιοτεχνολογίας. Ἡ σύγχρονη μοριακὴ βιολογία καὶ ἡ γενετικὴ μηχανικὴ δημιουργοῦν προκλήσεις ὡς πρὸς τὴν ἀρχή, τὴν παράταση καὶ τὸ τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ δώση ἀπαντήσεις. Ὡς πρὸς τὰ ἔθνη παρατηρεῖται ἕνας ἐθνοφυλετισμός, ὅταν αὐτὸ γίνεται σὲ βάρος τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, καὶ μιὰ κυριαρχία ἑνὸς Κράτους ἐπάνω στὸ ἄλλο μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνωνται μετακινήσεις λαῶν καὶ ἐθνοκαθάρσεις. Γενικὰ ἐκεῖνο ποὺ κυριαρχεῖ στὴν ἐποχή μας εἶναι τὰ πάθη τῆς φιλοδοξίας, τῆς φιληδονίας καὶ τῆς φιλαργυρίας. Ἀπὸ ἐκεῖ προέρχονται τὰ ποικίλα ἰδεολογικὰ συστήματα καὶ οἱ αἱρέσεις (φιλοδοξία), ὁ πανσεξουαλισμὸς (φιληδονία) καὶ ἡ κοινωνικὴ ἀδικία (φιλοκτημοσύνη-φιλαγυρία).

3. Ἡ Ἐκκλησία Σῶμα Χριστοῦ καὶ κοινωνία θεώσεως

Σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ. Πρόκειται γιὰ μιὰ κοινωνία – οἰκογένεια, ποὺ κινεῖται πάνω ἀπὸ διάφορες διακρίσεις καὶ ἔχει κεφαλή της τὸν Χριστό. Ὁ ἱερὸς Νικόλαος Καβάσιλας, ἀναλύοντας τὴν ἀκολουθία τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, γράφει ὅτι ὁ ἐγκαινιασμὸς γίνεται ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος καθιερώνει τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, τοποθετῶντας σὲ αὐτὸ τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν μαρτύρων ποὺ ἔδωσαν τὴν μαρτυρία περὶ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ ὑπέστησαν τὸ μαρτύριο.

Ἑπομένως τρεῖς εἶναι οἱ ἄξονες τῆς ἐκκλησιαστικῆς-πνευματικῆς ζωῆς, ὁ ἕνας εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος ποὺ εἶναι διάδοχος τῶν Ἀποστόλων, εἰς τύπον καὶ τόπον τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄλλος εἶναι ἡ ἁγία Τράπεζα, δηλαδὴ τὰ μυστήρια, κυρίως τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ ὁ τρίτος εἶναι οἱ ἅγιοι ποὺ ἔζησαν καὶ ἐξέφρασαν τὴν ἀποκαλυπτικὴ πίστη καὶ εἶναι τὰ πραγματικὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Κάθε Χριστιανὸς γιὰ νὰ ζὴ πραγματικὰ στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ διαθέτη ἐκκλησιαστικὴ πνευματικότητα πρέπει νὰ συνδέεται καὶ μὲ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς ἄξονες τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἤτοι μὲ τὸν Ἐπίσκοπο, τὸ θυσιαστήριο καὶ τοὺς ἁγίους. Μόνο ἕνα ἀπὸ αὐτά, χωρὶς τὰ ἄλλα, δὲν μπορεῖ νὰ προσφέρη ὀρθόδοξη πνευματικὴ ζωή.

Ἐπίσης, ἡ Ἐκκλησία, κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὀνομάζεται «κοινωνία θεώσεως», διότι τὰ μέλη της μὲ τὰ μυστήρια καὶ τὴν ἄσκηση βιώνουν, κατὰ διαφόρους βαθμοὺς τὴν θέωση, ποὺ εἶναι ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν ζωὴ ποὺ ἔχει πρέπει νὰ δώση ἀπαντήσεις στὰ σύγχρονα προβλήματα καὶ νὰ βοηθήση τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο.

4. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ποιμαντικὴ διακονία

Οἱ ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔγινε γιὰ νὰ βοηθήση τὸν κόσμο, ἀλλὰ ὁ κόσμος δημιουργήθηκε γιὰ νὰ γίνη Ἐκκλησία, δηλαδὴ νὰ κοινωνήση, κατὰ διαφόρους βαθμοὺς μὲ τὸν Χριστό. Ὁ ἅγιος Μάξιμος στὴν Μυσταγωγία του περιγράφει ἀναλυτικὰ πὼς γίνεται αὐτό. Ἑπομένως ὁ κόσμος πρέπει νὰ ἐκκλησιοποιηθή. Αὐτὴ ἡ ἐκκλησιοποίηση λέγεται ποιμαντικὴ διακονία.

Πὼς μπορεῖ νὰ γίνη αὐτό;

Θὰ τονίσω μερικὰ κεντρικὰ σημεῖα.

Οἱ ποιμένες ποὺ θὰ ἀσκήσουν τὴν ποιμαντικὴ διακονία πρέπει νὰ ἔχουν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἡ τοὐλάχιστον θὰ πρέπη νὰ ἀκολουθοῦν τὴν διδασκαλία καὶ τὴν ζωὴ τῶν ἁγίων. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, ὅπως φαίνεται στὶς ἐπιστολές τους, ἐξέφρασαν αὐτὸ ποὺ διδάχθηκαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ἔμαθαν, μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Δὲν κήρυτταν φιλοσοφίες καὶ ἄλλες ἀνθρωποκεντρικὲς διδασκαλίες. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἔγραφε: «Ὁ ἢν ἀπ’ ἀρχῆς, ὁ ἀκηκόαμεν, ὁ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὁ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς· καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλομεν ὑμῖν» (Ἄ ?ὦ. ἄ , 1-2). Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παιδαγωγοῦσαν τοὺς Χριστιανοὺς μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς θεοπτίας ποὺ εἶχαν λάβει. Ἂν δὲν ἔχουμε τέτοια ἐμπειρία θὰ πρέπη νὰ καθοδηγοῦμε τοὺς Χριστιανοὺς μὲ τὴν πείρα τῶν ἁγίων.

Ἔχοντες οἱ ποιμένες αὐτὴν τὴν ἀποκαλυπτικὴ πείρα θὰ πρέπει νὰ ἐξετάζουν τὶς πνευματικὲς ἡλικίες καὶ τὶς πνευματικὲς καταστάσεις τῶν ἀνθρώπων. Δὲν εἶναι ὅλοι ἄξιοι καὶ κατάλληλοι νὰ δεχθοῦν τὴν τέλεια διδασκαλία. Ὅπως γιὰ τὴν ἀνθρώπινη γνώση τὰ παιδιὰ χωρίζονται κατὰ ἡλικίες, τὸ ἴδιο γίνεται καὶ στὴν πνευματική – ἐκκλησιαστικὴ ζωή, εἶναι οἱ ἀρχάριοι καὶ οἱ τέλειοι, οἱ εἰσαγωγικοὶ καὶ οἱ προχωρημένοι. Ὁ καθένας θέλει νὰ ἀκούση διαφορετικὸ λόγο, ἄλλος θὰ πιὴ τὸ γάλα καὶ ἄλλος θὰ φάγη τὴν στερεὰ τροφή. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὁ Χριστός. Στὸν λαὸ μιλοῦσε ἐν παραβολαῖς, στοὺς μαθητὲς ἐξηγοῦσε τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καὶ στοὺς τρεῖς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς μαθητὲς ἔδειξε τὴν δόξα Τοῦ στὸ ὅρος Θαβώρ.

Ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικὸ Νοσοκομεῖο, ποὺ θεραπεύει τὶς ψυχικὲς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, γι’ αὐτὸ καὶ ὅσοι βρίσκονται μέσα στὸ πνευματικὸ αὐτὸ Νοσοκομεῖο θέλουν νὰ θεραπευθοῦν. Μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τοὺς ἀνθρώπους σὲ ἀθεράπευτους (ἐμπαθεῖς), θεραπευομένους (ἀγωνιζομένους-μετανοοῦντες) καὶ σὲ θεραπευθέντας (ἅγιοι). Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ θεραπεία ἐννοοῦμε τὴν μεταμόρφωση τῶν παθῶν, καὶ κυρίως το πὼς μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν προσωπικό του ἀγῶνα ὁ Χριστιανὸς ἀπὸ τὸν φόβο θὰ φθάση στὴν ἀγάπη, ἀπὸ τὴν πίστη ἐξ ἀκοῆς θὰ ὁδηγηθῇ στὴν πίστη ἐκ θεωρίας, ἀπὸ τὴν ἰδιοτελῆ ἀγάπη στὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, ἀπὸ ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ, θὰ γίνη διοδοχικὰ δοῦλος, φίλος καὶ υἱὸς κατὰ Χάριν τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει μιὰ ἰδιαίτερη μέθοδο μὲ τὴν ὁποία θεραπεύει τὸν ἄνθρωπο. Βεβαίως ἡ θεραπεία γίνεται μὲ τὰ μυστήρια καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ ποὺ συνιστᾶ αὐτὸ ποὺ λέμε ἄσκηση. Διὰ τῶν μυστηρίων καὶ τῆς ἀσκήσεως ὁ ἄνθρωπος διέρχεται ἀπὸ τρεῖς πνευματικὲς καταστάσεις, ποὺ χαρακτηρίζονται κάθαρση, φωτισμὸς καὶ θέωση. Μὲ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς μεταμορφώνονται οἱ ψυχικὲς δυνάμεις του, μὲ τὸν φωτισμὸ ἀποκτᾶ τὴν νοερὰ προσευχὴ καὶ ἔχει ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν θέωση βλέπει τὸν Θεὸ μέσα στὸ Φῶς.

Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν μέθοδο θεραπεύει τὰ πάθη του, τὴν φιλοδοξία, τὴν φιληδονία καὶ τὴν φιλαργυρία, ἀποβάλλει ὅλες τὶς διακρίσεις καὶ τὴν ἰδιοτέλεια, τὸν φανατισμό, ἀποκτᾶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο (φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία). Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν διαδικασία, ὅπως τὸ βλέπουμε στοὺς Χριστιανοὺς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας στὰ Ἱεροσόλυμα, κατὰ τὴν περιγραφὴ τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, οἱ Χριστιανοὶ ἔζησαν τὴν κοινοκτημοσύνη καὶ τὴν πραγματικὴ ἀγάπη, ἀπέκτησαν δὲ καὶ τὴν ἀληθινὴ οἰκουμενικότητα, δηλαδὴ ἀπέβαλαν καὶ τὸν ἰουδαϊκὸ ἐθνοφυλετισμὸ καὶ βρίσκουν νόημα ζωῆς.

5. Κοινὴ πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ παράδοση στὰ Βαλκάνια

Στὸν χῶρο τῶν Βαλκανίων ποὺ βρισκόμαστε βιώθηκε στὸ παρελθὸν μιὰ κοινὴ ἐκκλησιαστικὴ πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ παράδοση. Αὐτὸ βιώθηκε μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, τὴν θεία Εὐχαριστία καὶ τὸν ἡσυχασμό. Αὐτὴ ἡ παράδοση φαίνεται στοὺς βίους τῶν ἁγίων, στὰ κοινὰ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα, στὴν πολιτιστικὴ κληρονομιά, ὅπως ἐκφράζεται στὴν ναοδομία καὶ τὴν ἁγιογραφία. Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ ἡσυχασμὸ ἐννοοῦμε τὴν ὅλη θεραπευτικὴ μέθοδο μὲ τὴν ὁποία ὁ Χριστιανός –μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ– μεταμορφώνει τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς του καὶ ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὰ πάθη. Κέντρο αὐτῆς τῆς παραδόσεως ἦταν τὸ Ἅγιον Ὅρος ὅπου ὑπερβαίνονται ὅλες οἱ διακρίσεις, καὶ αὐτὲς ἀκόμη οἱ ἐθνοφυλετικές.

Ὅταν καὶ ὅπου δὲν βιωνόταν αὐτὴ ἡ παράδοση, εἴχαμε συγκρούσεις μεταξύ μας καὶ ἰδιαιτερότητες. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ ζήσουμε αὐτὴν τὴν μυστηριακὴ καὶ ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ θὰ εἶναι στοιχεῖο ἑνότητος μεταξύ μας. Τελειώνοντας θὰ ἤθελα νὰ ὑπενθυμίσω τρία πατερικὰ χωρία ποὺ φανερώνουν τί εἶναι ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Τὸ ἕνα εἶναι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ποὺ περιγράφει τὸν σκοπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Δίδοντας τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἀνθρώπου γράφει: ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον καὶ ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον καὶ πέρας τοῦ μυστηρίου τὴ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον». Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ὀν ποὺ ἔχει ζωὴ καὶ ἐδῶ ἁπλῶς οἰκονομεῖται, ἀλλὰ προχωρεῖ ἀλλοῦ, καὶ τὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου εἶναι νὰ γίνη θεὸς κατὰ Χάρη μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.

Τὸ ἄλλο εἶναι τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος: «νοῦς ἀποστὰς τοῦ Θεοῦ ἡ δαιμονιώδης γίνεται ἡ κτηνώδης». Δηλαδή, ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ θὰ γίνη σὰν τὸν δαίμονα, μὲ τὴν ὑπερηφάνεια, ἡ θὰ γίνη σὰν τὰ κτήνη, μὲ τὰ πάθη τῆς φιληδονίας καὶ τῆς φιλαργυρίας. 

Τὸ τρίτο εἶναι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος λέγει: «Οὐκ οἴσθα, ὅτι ἀποδημία ὁ παρὼν βίος; Μὴ γὰρ πολίτης εἰ; Ὀδίτης εἰ. Συνήκας τί εἶπον; Οὐκ εἰ πολίτης, ἀλλ' ὀδίτης εἰ καὶ ὁδοιπόρος. Μὴ εἴπης· Ἔχω τῆνδε τὴν πόλιν, καὶ ἔχω τῆνδε. Οὐκ ἔχει οὐδεὶς πόλιν. Ἡ πόλις ἄνω ἐστί. Τὰ παρόντα ὁδὸς ἐστιν. Ὁδεύομεν τοίνυν καθ' ἡμέραν, ἕως ἡ φύσις ἐπιτρέχει».

Χρειαζόμαστε μιὰ ὑψηλὴ θεολογία γιὰ νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴν σύγχυση, καὶ τὴν ἐκκοσμίκευση. Χρειαζόμαστε μιὰ ἀνυψωτικὴ δύναμη. Οἱ ἐγκαταστάσεις τοῦ ἀεροδρομίου, ὅσο τέλειες κι ἂν εἶναι, δὲν εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλὰ ἔχουν σκοπὸ τὴν ἀπογείωση τοῦ ἀεροπλάνου καὶ τὴν μετάβαση τοῦ ἀνθρώπου στὸν προορισμό του. Μπορεῖτε νὰ φαντασθῆτε ἕνα ἀεροδρόμιο τέλεια κατασκευασμένο, μὲ πολὺ προσωπικὸ καὶ ἄριστα ἠλεκτρονικὰ συστήματα, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχη διάδρομο ἀπογειώσεως, καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχουν ἀεροπλάνα γιὰ νὰ πετάξουν; Κάπως ἔτσι μοιάζει καὶ μιὰ Ἐκκλησία μὲ τέλεια ὀργανωμένα συστήματα, χωρὶς ὅμως θεολογία ποὺ ἀντὶ νὰ πετάη τὸν ἄνθρωπο πάνω ἀπὸ τὰ σύννεφα τῶν παθῶν καὶ τῶν ποικίλων ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν καὶ νὰ τὸν ὁδηγῇ στὸν Θεό, τὸν κρατᾶ δέσμιο στὴν γῆ. Θὰ εἶναι ἕνα καλὰ ὀργανωμένο θρησκευτικὸ σύστημα, ἀλλὰ δὲν θὰ μπορῇ νὰ ἀναπαύση τὸν ἄνθρωπο ποὺ πεινὰ καὶ διψὰ γιὰ Θεό.

Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος χρειάζεται μιὰ τέτοια ἀνυψωτικὴ ποιμαντική.–

  • Προβολές: 2557