Skip to main content

Κύριο θέμα: Ἀπὸ τὴν ποιμαντικὴ τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ καλοκαίρι - Θέρος «Θερισμός»

«Χρυσίζοντα στάχυα», «ἄρρητες εὐωδίες», «δροσιστικὲς αὖρες», «ρόδινα ἀκρογιάλια», «γαληνιῶσα θάλασσα», «ἄπειρος σκιαυγὴ θέα», «ψίθυρος αὔρας», «ἀμμόστρωτος ἀγκάλη τοῦ γιαλοῦ», «δροσερὸν ἄφθονον νάμα», «ἄπειρος ἀγκάλη»... Μὲ χίλιες δυὸ παρόμοιες φράσεις-στολίδια φιλοτεχνεῖ ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος τὸν πίνακα τοῦ θέρους, τοῦ καλο-καιριοῦ, στὸ εὐλογημένο ἑλληνικὸ τοπίο.

Καὶ ἀνάμεσα στὴν κτίση θέτει καὶ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ μὲ τὴν ἐργασία του μετατρέπει τὴν ἀρὰ σὲ εὐλογία: «...ὅλα ἔργα τῶν μόχθων ἑνὸς ἀνθρώπου, καθρεπτίζει τὴν φιλοπονίαν καὶ τὴν ἁγνότητα τῆς ψυχῆς τοῦ Γιώργη τοῦ Σαρρή... Οἱ σπινθῆρες, τοὺς ὁποίους ἀνέλαμπε προσκρούουσα εἰς λίθους ἡ σκαπάνη του, ἔπιπτον ὡς ψήγματα χρυσοῦ περὶ τοὺς πόδας τοῦ μοχθοῦντος ἀνθρώπου, οἱ ἱδρῶτες τοῦ στέρνου καὶ τῶν χειρῶν του ἔρρεον ὡς μαργαριτάρια...».

Κτίση καὶ ἄνθρωπος... Καὶ ἐπειδὴ ἡ ὀμορφιὰ τῆς δημιουργίας ἔχει ἀξία ὅταν τὴν θωρῇ ὁ ἄνθρωπος, γι' αὐτὸ καὶ ἡ περιγραφή της, ὅταν εἶναι ἀντάξιά της, ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἴδια· τότε στὴν ὀμορφιά της προστίθεται ἡ ὀμορφιά του «εὐχαριστῶ» ποὺ διὰ τοῦ πολύτιμου λόγου ὁ ἄνθρωπος ἀναπέμπει πρὸς τὸν Δημιουργὸ γιὰ τὰ δῶρα Τοῦ.

Πολλὲς φορές, ὅμως, αὐτὸν τὸν πανέμορφο πίνακα τοῦ καλοκαιριοῦ ποὺ πλάθει μὲ τὴν πένα του ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος μὲ μιὰ κίνηση καὶ πάλι τῆς πένας του τὸν ξεσκίζει, θαρρεῖς, καὶ τὸν καταστρέφει: «Φεῦ! Τὶς μοὶ δώσει ὕδωρ, καὶ δάκρυα;...». Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος γνώριζε τὴν πίκρα τοῦ θανάτου, τὴν ἀστάθεια τῶν κτιστῶν πραγμάτων, τὴν σκληρότητα τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν. Ἐγνώριζε ὅτι ἀκόμη καὶ μέσα στὸν Παράδεισο ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἱκανὸς νὰ οἰκοδομήση –καλύτερα νὰ λαγουμίση– μιὰ δική του, προσωπικὴ κόλαση, ἀφοῦ ἡ κόλαση ὑπάρχει ἐξ ἐπόψεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι τοῦ Θεοῦ. Μιὰ κόλαση ποὺ ἔχει ἀντίκτυπο, κατὰ φυσικὸ τρόπο, καὶ στὴν κοινωνία καὶ τὴν ἱστορία.

Δὲν εἶναι ὅμως μέσα στὴν ὀντολογία τῆς δημιουργίας νὰ τέμνεται ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὰ πάθη. Ὡστόσο, αὐτὸ εἶναι μιὰ (μεταπτωτικὴ) πραγματικότητα καὶ δὲν πρέπει νὰ λησμονῆται.

Καὶ ἡ Ἐκκλησία μας δὲν ἐπιθυμεῖ τὴν κατάτμηση τοῦ θαυμαστοῦ «πίνακα» τῆς δημιουργίας, τὴν κατάτμηση τοῦ ἀνθρώπου. Γνωρίζει, ὅμως, τὸν ὑπαρκτὸ κίνδυνο. Γι' αὐτό, χωρὶς νὰ ἀπορρίπτη τὴν φυσικὴ καὶ κοινωνικὴ ἐπιφάνεια, ἑστιάζει στὸ βάθος τῶν πραγμάτων, στὸ βάθος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἐκεῖ ποὺ ἐλαχιστοποιεῖται ὁ κίνδυνος τῆς ἄξαφνης καὶ τραγικῆς διακοπῆς τῆς χαρᾶς, τῆς ἐλευθερίας, τῆς εὐχαριστίας...

Ἔτσι ἐντείνει τὶς προσπάθειές της καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ καλοκαιριοῦ, ποὺ εἶναι ἐποχὴ ξεκούρασης γιὰ ἄλλους, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ μετατίθεται ἀπὸ τὰ ἐπιφανειακὰ καὶ ἐπίγεια καὶ νὰ ἀνάγεται στὰ ἀσάλευτα-τὰ οὐράνια, καὶ τὸ καλοκαίρι νὰ παραμένη πάντα «καλό», νὰ μὴ κρύβη παγίδες καὶ μεταπτώσεις, νὰ φέρνη καρποὺς ἀγαθοὺς στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν κοινωνία καὶ νὰ τοὺς γεμίζη κουράγιο καὶ ἔμπνευση γιὰ τὴν συνέχιση τῆς ἐπὶ γῆς τους πορείας.

Στὰ πλαίσια αὐτὰ ἐντάσσονται οἱ λατρευτικὲς συνάξεις τῆς Τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, τὰ καλοκαιρινὰ ἐκκλησιαστικὰ πανηγύρια, ὁ ἑορτασμὸς «τοῦ Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ» (Κοίμηση τῆς Θεοτόκου), ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας σὲ κάθε Ἐνορία μέχρι τὸ σπήλαιο τῆς Βαράσοβας, οἱ περιοδεῖες τοῦ Σεβασμιωτάτου, τῶν Ἱεροκηρύκων καὶ τῶν Πνευματικῶν, τὸ θεῖο Κήρυγμα (βλ. καὶ σέλ. 6-7), οἱ παιδικὲς καὶ νεανικὲς Κατασκηνώσεις (βλ. καὶ σέλ. 1, 5), οἱ διάφορες Ἡμερίδες (Φοιτητῶν-Ἀποφοίτων, Ὁμογενῶν) κλπ.

Στὴν προοπτικὴ αὐτὴ κινοῦνται καὶ τὰ ἄρθρα τοῦ παρόντος τεύχους. Κυρίως νὰ ὑπενθυμίσουμε τὸ ἄρθρο τοῦ Σεβασμιωτάτου «Ἡ οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ», ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἁγιογραφικὴ ὁριοθέτηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν διάκρισή της ἀπὸ τὶς θρησκεῖες, μιὰ διάκριση ποὺ τῆς ἐπιτρέπει νὰ προσεγγίζη θεολογικὰ τὸν κόσμο καὶ τὴν ἱστορία, παραμένοντας ἐλεύθερη ἀπὸ τὰ σχήματα τοῦ κόσμου καὶ διαφυλάσσοντας τὴν ἐλευθερία τῶν προσώπων-μελῶν της, μὲ ἄλλα λόγια ἐπιτρέπει στὴν Ἐκκλησία νὰ παραμένη πάντα Κιβωτὸς «καλοκαιρίας» μέσα στὶς τρικυμιώδεις κακοκαιρίες τοῦ παρόντος βίου. Ἐπίσης νὰ ὑπενθυμίσουμε τὴν ὁμιλία τοῦ Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, τὴν ὁποία ἔκανε στὴν ἐκδήλωση τοῦ Συνδέσμου Ἀγάπης τοῦ Ἁγίου Δημητρίου (βλ. τ. 121) καὶ ἀναφέρεται στὴν διαχρονικὴ ἀξία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὅπως αὐτὴ ἀποκρυσταλλώθηκε στὸ ἔργο ἑνὸς ἡγιασμένου Ἐπισκόπου τῆς Τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, τοῦ Δαμασκηνοῦ τοῦ Στουδίτου. Ἄλλα ἄρθρα ἀναφέρονται στὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ (σέλ. 1, 4, 16), στὸ «Περιβόλι τῆς Παναγίας» (σέλ. 14), σὲ ἁγίους τοῦ καλοκαιριοῦ (σέλ. 2, 6-7), στὴν «ταπεινὴ προσκυνήτρια», δηλ. στὴν Στέλλα Μιτσακίδου γιὰ τὴν ὁποία ἀναφερθήκαμε στὸ προηγούμενο τεῦχος καὶ τῆς ὁποίας ἡ ζωὴ ἀπετέλεσε ἕνα ἀμείωτο «καλοκαίρι» μέσα στὸ ἐξωτερικὸ «χειμωνιάτικο τοπίο», στὸν Ἐδέσσης Καλλίνικο, ποὺ μετέδιδε τὸ καλοκαίρι τῆς καρδιᾶς του σὲ μιὰ ὁλόκληρη Ἐπισκοπὴ (σέλ. 15), κ.α.

Ἐλπίζουμε νὰ συμβάλλουμε, κατὰ τὸ δυνατόν, γιὰ ἕνα καλὸ καλοκαίρι!

Α.Κ.

ΚΥΡΙΟ ΘΕΜΑ

  • Προβολές: 2785