Skip to main content

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Ἡ οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Οἱ θρησκειολόγοι συγκαταλέγουν τὸν Χριστιανισμὸ μεταξὺ τῶν Θρησκειῶν καὶ μάλιστα τῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς χρησιμοποιῶντας τὸν ὅρο αὐτό –θρησκεία– θεωροῦν τὸν Χριστιανισμὸ ὡς θρησκεία ἐξ Ἀποκαλύψεως. Πολλοί, ἀντὶ νὰ χρησιμοποιοῦν τοὺς ὅρους Χριστιανισμὸ καὶ Θρησκεία, προτείνουν τὸν ὅρο Ἐκκλησία καὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἵδρυσε μιὰ Θρησκεία, οὔτε συνέστησε ἕνα Χριστιανισμό, ἀφοῦ, ἄλλωστε ὁ ὅρος αὐτὸς εἶναι φορτισμένος ἰδεολογικά, ἀλλὰ ἵδρυσε Ἐκκλησία.

Μπορεῖ οἱ ἔννοιες Θρησκεία καὶ Ἐκκλησία νὰ ταυτίζωνται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μελετοῦν τὸ θρησκευτικὸ φαινόμενο καὶ τὸ πὼς αὐτὸ ἐκφράζεται, ὅμως ὅταν μελετηθοῦν καλύτερα θὰ διαπιστωθῇ ὅτι ἔχουν μεταξύ τους μεγάλες διαφορές.

Ἡ λέξη Θρησκεία συναντᾶται τρεῖς φορὲς στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ἡ πρώτη ἀναφέρεται στὴν Ἰουδαϊκὴ θρησκεία καὶ μάλιστα αὐτὸ τὸ βλέπουμε στὴν ἀπολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὸν Βασιλέα Ἀγρίππα: «κατὰ τὴν ἀκριβεστάτην αἵρεσιν τῆς ἡμετέρας θρησκείας ἔζησα ὡς Φαρισαῖος» (Πρ. κστ’, 5). Ἡ δεύτερη φορὰ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὴν πρὸς Κολασσαεὶς ἐπιστολή του, «σὲ αἱρετικοὺς ἀγγελικοὺς» ποὺ κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ἐξέφραζαν τὶς γνωστικιστικὲς τάσεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης γιὰ τὴν θρησκεία τῶν ἀγγέλων, γι’ αὐτὸ προτρέπει ὁ Ἀπόστολος: «μηδεὶς ὑμᾶς καταβραβευέτω θέλων ἐν ταπεινοφροσύνῃ καὶ θρησκεία τῶν ἀγγέλων» (Κόλ. β, 18). Καὶ ἡ τρίτη φορὰ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν Ἀδελφόθεο Ἰάκωβο στὴν Καθολική του ἐπιστολή, ὅταν γράφη: «Εἰ τὶς δοκεῖ θρῆσκος εἶναι ἐν ὑμῖν, μὴ χαλιναγωγῶν γλῶσσαν αὐτοῦ ἀλλ’ ἀπατῶν καρδίαν αὐτοῦ, τούτου μάταιος ἡ θρησκεία· θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοῦς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου» (Ἰακ. α’, 26-27).

Μόνον στὸ τελευταῖο αὐτὸ χωρίο μπορεῖ νὰ θεωρήση κανεὶς ὅτι καὶ ὁ Χριστιανισμὸς ἀποκαλεῖται θρησκεία, ἐνῷ στὰ δύο πρῶτα σαφῶς ἡ ἔννοια τῆς θρησκείας ἔχει ἀρνητικὸ χαρακτῆρα, σὲ σύγκριση μὲ τὸν Χριστιανισμό-Ἐκκλησία.

Μελετῶντας, ὅμως, κανεὶς προσεκτικὰ τὴν Ἁγία Γραφή, κυρίως τὰ Εὐαγγέλια καὶ τὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, μπορεῖ νὰ διαπιστώση ὅτι γιὰ τὴν νέα ζωὴ ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, ποὺ δὲν εἶναι μιὰ ἐγκοσμιοκρατικὴ ἑρμηνεία τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος, οὔτε μιὰ ἀνακάλυψη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς, χρησιμοποιοῦνται κυρίως οἱ ἔννοιες Εὐαγγέλιο, Βασιλεία, Ἐκκλησία καὶ Στρατεία καὶ ὁπωσδήποτε καὶ οἱ τέσσερες αὐτὲς ἔννοιες διακρίνονται σαφῶς ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς Θρησκείας. Ἡ Θρησκεία κυρίως παρουσιάζει τὴν ἄνοδο τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ Βασιλεία, ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Στρατεία δείχνουν τὴν ἔλευση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀποκτήση κοινωνία μαζὶ Τοῦ, τὴν ὁποία τελικὰ ἀποκτᾶ ἐν Χάριτι.

Εὐαγγέλιον

Μιὰ καθοριστικὴ ἔννοια ποὺ δηλώνει τὴν νέα πίστη, τὴν νέα ζωὴ ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Τοῦ, εἶναι ἡ λέξη «εὐαγγέλιον» καὶ δηλώνει τὴν καλὴ ἀγγελία, τὴν καλὴ εἴδηση, ἡ ὁποία διαφοροποιεῖται σαφῶς ἀπὸ κάθε τί τὸ προηγούμενο.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἑρμηνεύοντας τὸ τί σημαίνει εὐαγγέλιο, γράφει: «τοῦτὸ ἐστι τὸ θεῖον Εὐαγγέλιον, πρεσβεία Θεοῦ καὶ παράκλησις πρὸς ἀνθρώπους δι’ Υἱοῦ σαρκωθέντος καὶ τῆς πρὸς τὸν Πατέρα, καταλλαγῆς, μισθὸν δωρουμένου τοῖς πειθομένοις αὐτῷ τὴν ἀγέννητον θέωσιν». Εὐαγγέλιο, δηλαδή, εἶναι ἡ πρεσβεία καὶ ἡ παράκληση στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔγινε διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος κατήλλαξε τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν Πατέρα, καὶ δώρησε σὲ αὐτοὺς ποὺ ὑπακούουν σὲ Αὐτὸν τὴν ἀγέννητη θέωση. Καὶ ἀλλοῦ γράφει: «τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον σαρκικῆς μὲν εἰσηγεῖται ζωῆς ἄρνησιν, πνευματικῆς δὲ ὁμολογίαν». Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης γράφει: «καὶ πολλὴν εἶναι τὴν θεολογίαν καὶ ἐλαχίστην, καὶ τὸ Εὐαγγέλιον πλατὺ καὶ μέγα καὶ αὔθις συντετμημένον». Δὲν πρόκειται γιὰ μιὰ διδασκαλία, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀληθινὴ ζωὴ ποὺ συνδέεται μὲ τὴν θέωση.

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Μάρκος ἀρχίζει τὸ εὐαγγέλιό του μὲ τὴν φράση: «Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Μάρκ. α’, 1). Καὶ κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο ὁ Χριστὸς περιόδευσε ὅλη τὴν Γαλιλαία «διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας» (Μάτθ. δ, 23). Μάλιστα ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν ἀναστασὴ Τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς Μαθητὰς Τοῦ νὰ κηρύξουν «τὸ εὐαγγέλιον πάση τὴ κτίσει» (Μάρκ. ιστ, 15).

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπανειλημμένως στὶς ἐπιστολές του ἀναλύει τί εἶναι τὸ εὐαγγέλιον ποὺ ἀποτελεῖ τὸν πυρῆνα τῆς ζωῆς ποὺ ἀποκάλυψε καὶ φανέρωσε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο καὶ κυρίως ἀναλύει ὅτι τὸ εὐαγγέλιο δὲν εἶναι μιὰ διδασκαλία ποὺ γίνεται μὲ τὸν λόγο καὶ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀντιλαμβάνεται μὲ τὴν ἀκοή, ἀλλὰ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας.

Κατ’ ἀρχὰς τονίζει ὅτι ὁ ἴδιος δέχθηκε τὸ εὐαγγέλιο διὰ τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ σαφῶς συνδέει τὸ εὐαγγέλιο μὲ τὴν ὅραση τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν κοινωνία μαζὶ Τοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη. Γράφει στοὺς Γαλάτας: «Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γάλ. α’, 11). Τὸ εὐαγγέλιο εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ ἑπομένως πρόκειται γιὰ «εὐαγγέλιο τῆς δόξης τοῦ μακαρίου Θεοῦ, ὁ ἐπιστεύθην ἐγὼ» (Α Τίμ. ἄ, 11). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶναι διάκονος τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως γράφει στὶς ἐπιστολές του (βλ. Α, Τίμ. α, 12). Τὸ εὐαγγέλιο εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ποὺ σημαίνει ὅτι συνδέεται μὲ τὴν ἀποκάλυψη, εἶναι τὰ κτιστὰ ρήματα καὶ νοήματα ποὺ ἀποκαλύπτουν στοὺς ἀνθρώπους, ὅσο εἶναι δυνατόν, τὰ ἄκτιστα ρήματα. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος αἰσθάνεται ὅτι εἶναι «λειτουργὸς» Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἱερουργεῖ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ. «Διὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν μοὶ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ εἶναὶ μὲ λειτουργὸν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τὰ ἔθνη, ἱερουργοῦντα τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ» (Ρώμ. ιε, 15-16).

Οἱ λέξεις «λειτουργὸς» καὶ «ἱερουργὸς» τοῦ εὐαγγελίου δὲν χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο συμβατικὰ καὶ συμβολικά, ἀλλὰ πραγματικά, διότι διὰ τοῦ εὐαγγελίου ποὺ εἶναι μιὰ ἱερουργία ἐξέρχεται δύναμη, ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει στὸν Χριστὸ καὶ τὸν λόγο Τοῦ. Γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «οὐ γὰρ ἐπαισχύνομαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ· δύναμις γὰρ Θεοῦ ἐστὶν εἰς σωτηρίαν παντὶ τῷ πιστεύοντι» (Ρώμ. ἄ’, 16). Τὸ εὐαγγέλιο κηρύσσεται μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ γίνεται ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ πιστεύει καὶ παραμένει σὲ αὐτὸ καὶ σώζεται. «Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον ὁ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὁ καὶ παρελάβετε, ἐν ὦ καὶ ἑστήκατε, δι’ οὐ καὶ σώζεσθε» (Α, Κόρ. ἰε, 1-2).

Ἡ σχέση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου μὲ τοὺς Χριστιανοὺς εἶναι πνευματική, ἀφοῦ ὁ ἴδιος αἰσθάνεται ὅτι εἶναι πνευματικὸς πατέρας ποὺ τοὺς ἀναγέννησε ἐν Χριστῷ, διὰ τοῦ εὐαγγελίου, καὶ οἱ Χριστιανοὶ εἶναι πνευματικά του παιδιὰ ἐν Χριστῷ. Γράφει ὁ Ἀπόστολος πρὸς τοὺς Κορινθίους: «Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ’ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ. ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ’ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα» (Α, Κόρ. δ, 14-15). Ἡ ἀναγέννηση τῶν Χριστιανῶν ἔγινε διὰ τοῦ εὐαγγελίου ποὺ ἔχει τὴν ἄναγεννητικὴ ἐκείνη δύναμη –τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ– ποὺ ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία.

Αὐτὸ τὸ συναντοῦμε καὶ σὲ ἄλλον λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅταν ὁμιλῇ γιὰ τὴν ἀκοὴ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν διάκονο, τὸν ἀποστελλόμενο ἀπὸ τὸν Χριστό, ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο. Γράφει πρὸς τοὺς Ρωμαίους: «πᾶς γὰρ ὀς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται. πὼς οὗν ἐπικαλέσονται εἰς ὀν οὐκ ἐπίστευσαν; πὼς δὲ πιστεύσουσιν οὐ οὐκ ἤκουσαν; πὼς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος; πὼς δὲ κηρύξουσιν ἐὰν μὴ ἀποσταλῶσιν;» (Ρώμ. ἰ, 13-15). Ἐδῶ σαφῶς λέγεται ὅτι σώζεται ἐκεῖνος ποὺ ἐπικαλεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου στὴν καρδιά του, ἀφοῦ «καρδία γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν» (Ρώμ. ἰ, 10). Ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνη αὐτὸ πρέπει πρῶτα οἱ ἄνθρωποι νὰ πιστεύσουν στὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου ποὺ κηρύσσεται ἀπὸ τὸν ἀποστελλόμενο Προφήτη καὶ Ἀπόστολο. Ἐδῶ βλέπουμε τὰ τέσσερα «πὼς» τὰ ὁποῖα διαγράφουν τὶς προϋποθέσεις τῆς σωτηρίας. Μὲ ἄλλα λόγια πρῶτα πρέπει νὰ ἀποσταλοῦν Προφῆτες καὶ Ἀπόστολοι ποὺ θὰ κηρύξουν τὸ εὐαγγέλιον καὶ στὴν συνέχεια ὅσοι πιστεύσουν θὰ δεχθοῦν την Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία θὰ ἐνεργήση στὴν καρδιὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἐνέργεια θὰ ἐκφρασθῇ μὲ τὴν καρδιακὴ προσευχή, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος θὰ ἀποκτήση τὴν υἱοθεσία καὶ θὰ σωθῇ (βλ. Ρώμ. η, 14-16).

Ἔτσι, τὸ εὐαγγέλιο δὲν εἶναι μιὰ θεωρητικὴ ἀνθρώπινη διδασκαλία, ἀλλὰ μυστήριο σωτηρίας καὶ ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία σωτηρία ἐνεργοποιεῖται μὲ τὴν συνέργεια Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου μέσα στὴν καρδιά του πιστεύοντος.

Βασιλεία

Τὸ εὐαγγέλιο συνδέεται στενὰ μὲ τὴν Βασιλεία, γι’ αὐτὸ στὴν Καινὴ Διαθήκη γίνεται πολλὲς φορὲς λόγος γιὰ εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας καὶ ὅτι ὁ Χριστὸς ἐκήρυττε τὸ εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας (Μάτθ. δ , 22). Καὶ ἀκόμη ὁ Ἴδιος προανήγγειλε: «κηρυχθήσεται τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας ἐν ὅλῃ τὴ οἰκουμένη εἰς μαρτύριον πᾶσι τοῖς ἔθνεσι» (Μάτθ. κδ, 3-14).

Σὲ πολλὰ χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ νέα ζωὴ ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο ὁ Χριστὸς λέγεται Βασιλεία καὶ ὄχι ἁπλῶς θρησκεία. Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος κήρυττε: «μετανοεῖτε· ἤγγικεν γὰρ ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Μάτθ. β , 1-2). Ἐννοοῦσε ὅτι βασιλεὺς εἶναι ὁ Χριστός, βασιλεία εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Χριστό, καὶ ὁ τρόπος τῆς ἑνώσεως αὐτῆς γίνεται μὲ τὴν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἄρχισε καὶ ὁ Χριστὸς τὸ κήρυγμά Τοῦ, ἀφοῦ προέτρεπε τοὺς ἀκροατὰς Τοῦ νὰ μετανοήσουν, διότι πλησιάζει ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Μάτθ. δ, 17).

Ὑπάρχουν πολλὰ χωρία στὴν Καινὴ Διαθήκη ποὺ κάνουν λόγο γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, γιὰ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ κλπ., τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ παρατεθοῦν ἐδῶ. Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ ἑρμηνεία ὅλων αὐτῶν τῶν χωρίων εἶναι ὅτι Βασιλεὺς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἡ Βασιλεία Τοῦ εἶναι ἡ ἄκτιστη δόξα Τοῦ, καὶ ἡ μετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ κοινωνία μαζὶ Τοῦ εἶναι μέθεξη τῆς Βασιλείας Τοῦ. Οἱ παραβολὲς τῆς Βασιλείας καὶ τῶν γάμων ἔχουν αὐτὸ τὸ νόημα. Ἐκεῖνοι ποὺ μετέχουν στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μετέχουν στὸν δοξασμὸ τοῦ Θεοῦ καὶ λέγονται δοξαζόμενοι.

Ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχιερατική του προσευχὴ ἀνέφερε στὸν Πατέρα Τοῦ ὅτι ἔδωσε στοὺς ἀνθρώπους τὴν δόξα ποὺ ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε, δηλαδὴ ἔδωσε τὴν ἐνέργεια τῆς θεότητός Τοῦ: «Καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν ἢν δέδωκάς μοὶ δέδωκα αὐτοῖς» (Ἰω. ἰζ , 22). Ἐπίσης προσευχόμενος πρὸς τὸν Πατέρα ἐκφράζει τὴν ἐπιθυμία Τοῦ οἱ Μαθητὲς νὰ εἶναι μαζὶ Τοῦ καὶ νὰ βλέπουν τὴν δόξα Τοῦ: «Πάτερ, οὖς δέδωκάς μοί, θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κακεῖνοι ὧσι μετ' ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἢν ἔδωκὰς μοὶ» (Ἰω. ἰζ, 24). Φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἡ μετοχὴ τῶν ἀνθρώπων στὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ δόξα τῆς θεότητός Τοῦ, εἶναι ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ καὶ λέγεται δοξασμός, καθὼς ἐπίσης τὸ «ἵνα πάντες ἐν ὧσι» ἀναφέρεται στὴν ἑνότητα τῶν δοξαζομένων-θεουμένων. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ἀληθινῆς οἰκουμενικότητας, τὸ νὰ φθάσουν οἱ ἄνθρωποι στὸν δοξασμὸ καὶ νὰ εἶναι πραγματικὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε θὰ εἶναι ἑνωμένοι καὶ μεταξύ τους.

Αὐτὴ ἡ ἔννοια τοῦ δοξασμοῦ ὡς θεώσεως, συναντῶνται στὴν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

Στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του, ἀναφερόμενος στὸν σκοπὸ τῶν ἀνθρώπων νὰ γίνουν «σύμμορφοι τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ», ὥστε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι «πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς», σαφῶς λέγει ὅτι ἡ «δικαίωση» τοῦ ἀνθρώπου καταλήγει στὸν «δοξασμό» του, δηλαδὴ στὴν θέωση. «Οὖς προέγνω καὶ προώρισε... οὖς δὲ προώρισε, τούτους καὶ ἐκάλεσε, καὶ οὖς ἐκάλεσε, τούτους καὶ ἐδικαίωσεν, οὖς δὲ ἐδικαίωσε, τούτους καὶ ἐδόξασε» (Ρώμ. ἡ , 29-30). Δοξασμὸς εἶναι ἡ ὅραση καὶ ἡ μέθεξη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδελφὸς τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι «πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς».

Ἐπίσης, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Ἂ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή του, ἀναφερόμενος στὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, γράφει: «καὶ εἴτε πάσχει ἐν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη, εἴτε δοξάζεται ἐν μέλος, συγχαίρει πάντα τὰ μέλη» (Α Κόρ. ἰβ , 26-27). Ἐδῶ το «δοξάζεται», ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, δὲν ἑρμηνεύεται ὡς «τιμᾶται», ἀλλὰ ὡς «θεοῦται», δηλαδὴ ὡς μετέχων ὁ ἄνθρωπος στὴν δόξα τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, στὴν ὅραση τῆς Χάριτος Αὐτοῦ. Αὐτὴ ἡ μέθεξη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ εἶναι δοξασμὸς καὶ μέθεξη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ ὅτι σύμφωνα μὲ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μάρκο καὶ τὴν ἑρμηνεία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ὅραση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία εἶδαν οἱ Μαθητὲς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι στὸ ὅρος Θαβώρ, ὅταν μεταμορφώθηκε ὁ Χριστὸς μπροστά τους, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπό Τοῦ ὡς ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἱμάτιά Τοῦ ἔγιναν λευκὰ ὡς τὸ φῶς. Ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς Μαθητὰς Τοῦ, λίγο πρὸ τοῦ πάθους Τοῦ: «εἰσὶ τινες των ὦδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυίαν ἐν δυνάμει». Καὶ αὐτὸ πραγματοποιήθηκε μετὰ ἀπὸ λίγο, ὅταν ἀνέβασε τοὺς τρεῖς Μαθητὲς ἐπάνω στὸ ὅρος Θαβὼρ καὶ τοὺς φανέρωσε τὴν δόξα τῆς θεότητός Τοῦ, ἀφοῦ πρῶτα αὐτοὶ ἐνηλλάγησαν (Μάρκ. θ , 1 κ. ἐξ.).

Ἔτσι τὸ αἴτημα τῆς προσευχῆς ποὺ δίδαξε ὁ Χριστὸς «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου» (Μάτθ. στ, 10), σημαίνει, κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τὴν παράκληση νὰ ἔλθη γρήγορα ἡ Δευτέρα Παρουσία Τοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν αἴτηση νὰ ἔλθη ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» (Λούκ. ἰζ , 21).

Ἐκκλησία

Τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ συνδέονται μὲ τὴν μετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν Ἐκκλησία. Ἐκκλησία εἶναι ἡ συνέλευση ὅλων τῶν πιστευόντων στὸν Χριστό, γιὰ τὴν ἱερουργία τοῦ εὐαγγελίου, τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, τὴν μύηση στὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ὅρος Ἐκκλησία, ποὺ δηλώνει τὴν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Χριστό, ἀνευρίσκεται σὲ πολλὰ χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο διαφοροποιεῖ τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ μιὰ Θρησκεία, ἡ ὁποία (Θρησκεία) λατρεύει ἕναν Θεὸ ποὺ κατασκευάζεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου, καθὼς ἐπίσης διαφοροποιεῖ τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ κάθε θρησκευτικὴ ἰδεολογία. Στὸν Χριστιανισμὸ δὲν λατρεύουμε ἁπλῶς τὸν Θεό, δὲν ἔχουμε ὡραῖες θρησκευτικὲς ἰδέες καὶ ἠθικιστικὲς ἀπόψεις, ἀλλὰ κοινωνοῦμε μὲ τὸν ἀληθινὸ καὶ ζῶντα Θεό, συνδεόμαστε μαζὶ Τοῦ στενὰ καὶ νικοῦμε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ὄχι μόνον τὸν φόβο τοῦ θανάτου, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν θάνατο.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὕστερα ἀπὸ ἀποκάλυψη ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό, ἀποκάλεσε τὴν Ἐκκλησία Σῶμα Χριστοῦ. Σὲ αὐτὸ τὸ εὐλογημένο Σῶμα ὁ Χριστὸς εἶναι κεφαλὴ καὶ οἱ ἅγιοι τὰ πραγματικὰ μέλη Τοῦ. Κλασσικὸ χωρίο του εἶναι: «Καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τὴ ἐκκλησία, ἥτις ἐστι τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πεπληρωμένου» (Ἐφ. ἄ , 22).

Ὅπως ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καὶ οἱ κατὰ τόπους Χριστιανικὲς Κοινότητες εἶναι ἐν σμικρογραφίᾳ ἡ Ἐκκλησία, γι’ αὐτὸ λέγονται καὶ Ἐκκλησίες, στὶς ὁποῖες ἀποστέλλει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὶς ἐπιστολές του. Πρόκειται γιὰ τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες, παρὰ τὴν τοπικὴ ἔκφρασή τους, δὲν συνιστοῦν τὴν ὀντολογικὴ διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ συμβαίνει ἐδῶ ὅ,τι καὶ μὲ τὸν εὐχαριστιακὸ ἄρτο, ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μὲ τὴν λειτουργικὴ ἔκφραση, «μερίζεται καὶ διαμερίζεται ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ μεριζόμενος καὶ μὴ διαιρούμενος, ὁ ἐσθιώμενος καὶ μηδέποτε διαπανώμενος».

Στρατεία

Οἱ Χριστιανοὶ ποὺ ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία καὶ εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀνήκουν σὲ μιὰ πνευματικὴ «στρατεία», σὲ ἕνα πνευματικὸ στράτευμα.

Ἡ εἰκόνα τοῦ στρατεύματος συνδέεται μὲ τὴν ὕπαρξη πνευματικῶν Πατέρων, ποὺ ἀναγεννοῦν τοὺς Χριστιανοὺς μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτοὶ οἱ Πατέρες τίθενται σὲ μιὰ ἱεραρχικὴ διαβάθμιση, ἀνάλογα μὲ τὰ χαρίσματα καὶ τὶς διακονίες τους γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη ἡ εἰκόνα τῆς «στρατείας» συνδέεται μὲ τὴν μάχη τῶν ἀνθρώπων ἐναντίον τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων καὶ μὲ τὴν διαρκὴ πορεία γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ στόχου, τὴν κατάκτηση ἑνὸς σκοποῦ.

Ὅπως τὸ ἐπίγειο στράτευμα ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει πνευματικοὺς ἡγέτες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν διάφορα χαρίσματα γιὰ νὰ διακονήσουν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σαφῶς διαγράφει τὰ ἐκκλησιαστικὰ αὐτὰ χαρίσματα καὶ τὶς πνευματικὲς αὐτὲς διακονίες στὴν πρὸς Ἂ Κορινθίους ἐπιστολή του: «Καὶ οὖς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν» (Ἄ , Κόρ. ἰβ , 28). Τὸ ἔργο δὲ αὐτῶν τῶν πνευματικῶν πατέρων εἶναι νὰ ὁδηγοῦν τοὺς Χριστιανοὺς στὴν πνευματικὴ τελειότητα, ποὺ εἶναι ἡ θέωση καὶ ὁ δοξασμός. Γράφει ὁ ἴδιος Ἀπόστολος στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολή του: «Καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ, δ , 11-13). Τὸ μέτρο αὐτὸ τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ θέωση.

Ἡ πορεία τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας κατευθύνεται στὸ ὅρος Θαβὼρ καὶ τὸ ὑπερῶο τῆς Πεντηκοστῆς, δηλαδὴ ὁ καθένας πρέπει νὰ φθάση μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν δικό του ἀγῶνα στὴν βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς, τὴν μέθεξη τοῦ δοξασμοῦ.

Ὁ Χριστιανός, ἀλλὰ καὶ ὁ Κληρικὸς παντὸς βαθμοῦ, πρέπει νὰ συμμετέχουν σὲ αὐτὸ τὸ στράτευμα οὐσιαστικά, σὲ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ στρατεία. «Ταύτην τὴν παραγγελίαν παρατίθεμαί σοι, τέκνον Τιμόθεε, κατὰ τὰς προαγούσας ἐπὶ σὲ προφητείας, ἵνα στρατεύη ἐν αὐτοῖς τὴν καλὴν στρατείαν» (Α’ Τίμ. α , 18). Ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ ἀποδεικνύεται καθημερινῶς καλὸς στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κατὰ τὴν παραγγελία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὸν μαθητὴ τοῦ Τιμόθεο: «σὺ οὗν κακοπάθησον ὡς καλὸς στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ. οὐδεὶς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματίαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέση» (Β Τίμ. β , 3-4).

Βεβαίως, γιὰ νὰ ἐπιτευχθῇ αὐτὸ θὰ πρέπη ὁ Χριστιανὸς νὰ πολεμᾶ ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, ἐναντίον τοῦ διαβόλου. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Ἐν σαρκὶ γὰρ περιπατοῦντες οὐ κατὰ σάρκα στρατευόμεθα· τὰ γὰρ ὅπλα τῆς στρατείας ἡμῶν οὐ σαρκικά, ἀλλὰ δυνατὰ τῷ Θεῷ πρὸς καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων» (Β Κόρ. ἰ , 3-4). Ἡ πάλη μας δὲν εἶναι πάλη μὲ κοσμικὲς ἐξουσίες, ἀλλὰ πάλη μὲ πονηρὰ πνεύματα, γι αὐτὸ προτρέπει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ἡμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου». Στὴν συνέχεια δὲ περιγράφει τὴν πνευματικὴ πανοπλία τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἐνδυθῇ ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἀντιμετωπίση τὶς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου (Ἐφ. στ’, 10-18).

Στὸν βαθμὸ ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς τὸν Χριστιανισμὸ ὡς «στρατεία» ἐναντίον τοῦ διαβόλου καὶ συμμετέχει σὲ αὐτήν, ἀφοῦ «εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἵνα λύση τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α , Ἰω. γ , 8), καὶ πορεία πρὸς τὴν θέωση, μπορεῖ νὰ τὸν αἰσθανθῇ ὡς Βασιλεία, καὶ τὴν Βασιλεία ὡς Ἐκκλησία καὶ Σῶμα Χριστοῦ, καὶ τὴν Ἐκκλησία ὡς βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης.

Μὲ αὐτὰ ποὺ μὲ πολλὴ συντομία ἐξέθεσα προηγουμένως, φαίνεται καθαρὰ ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς δὲν μπορεῖ νὰ συσχετισθῇ καὶ νὰ ταυτισθῇ μὲ τὶς Θρησκεῖες ποὺ ἔχουν ἐμφανισθῇ στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, οἱ ὁποῖες προέρχονται ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, εἶναι δημιουργήματα ἀνθρώπων, γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθῇ ὁ φόβος τοῦ θανάτου, ἀλλὰ εἶναι Εὐαγγέλιον, Βασιλεία, Ἐκκλησία, Στρατεία, ἕνωση καὶ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Χριστό, εἶναι ἀλήθεια ἐξ ἀποκαλύψεως ποὺ βιώνεται στὰ ὅρια τῆς προσωπικῆς ζωῆς, ὡς ὑπέρβαση τοῦ φόβου καὶ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου του θανάτου, σὲ συσχετισμὸ ὅμως μὲ τὸν πόλεμο ἐναντίον τοῦ διαβόλου, ποὺ ἀντιμάχεται αὐτὸ τὸ πνευματικὸ στράτευμα.

Ὁ Χριστιανὸς εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὡς τέτοιο μέλος ζῇ τὴν ἀναστάσιμη ἐμπειρία καὶ βιώνει τὴν Ἐκκλησία ὡς κοινωνία θεώσεως καὶ ὄχι ὡς μιὰ θρησκεία μὲ τὴν συνηθισμένη ἔννοια τοῦ ὅρου. Ὁ Χριστιανὸς βιώνει τὸ εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας, μετέχει στὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας, εἶναι μέλος τοῦ Ἀναστημένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀγωνίζεται στὴν πνευματικὴ στρατεία ἐναντίον τῶν πονηρῶν πνευμάτων καὶ τῶν θεῶν τῶν ἐθνῶν ποὺ συγκροτοῦν διάφορες θρησκεῖες.–

  • Προβολές: 2665